Δευτέρα 24 Ιουλίου 2017

Εξαιρετικός Στ.Παρασκευόπουλος για χούντα - μεταπολίτευση χωρίς ταμπού


Δικτατορία 1967 & Μεταπολίτευση 1974: Ας μιλήσουμε χωρίς ταμπού
Γράφει ο Στέλιος Παρασκευόπουλος
(Πηγή : http://www.eboulevard.gr/)
Σ’ ένα σύμφυρμα αντιφατικών συνδρόμων και συναισθήσεων θα πρέπει κανείς να ανατρέξει, εάν θέλει να ερμηνεύσει τη συμπεριφορά του ελληνικού λαού πάνω σε μεγάλες ιστορικές ή πολιτικές περιόδους.
Ίσως και να είναι ο μόνος λαός με τις τόσο μεγάλες μεταπτώσεις στη ζωή του, που τόσο εύκολα και τόσο γρήγορα μπορεί να μεταπηδήσει από τη σφαίρα της αισιοδοξίας στη σφαίρα της απαισιοδοξίας, από την αποκήρυξη στην ανοχή και τον ολοσχερή συμβιβασμό και από την αχαλιναγώγητη ελευθερία στην πλήρη υποταγή. Το πιθανότερο, οι μεταπτώσεις του να εδράζονται στις συνήθειες που αποκτήθηκαν στα τετρακόσια χρόνια της τουρκοκρατίας –που δεν ήταν και λίγα– και έκτοτε τον ακολουθούν μέχρι τα σήμερα, χωρίς ωστόσο και το ίδιο ελληνικό κράτος –παρά την πρόοδό του και τον «εκδυτικισμό» του, να έχει αποβάλει τον «οθωμανικό» του χαρακτήρα.
Έτσι στον ίδιο τύπο ενός Έλληνα συναντά κανείς τον στωικό και τον ανυπόμονο, τον βίαιο και τον ευγενή, τον φιλότιμο και τον αναίσθητο, τον φιλόπονο και τον νωθρό, τον τίμιο και τον ανήθικο, τον καλότροπο και τον ιδιότροπο, τον ασυνείδητο και τον ανεύθυνο, τον πατριώτη και τον άπατρι, τον αλύτρωτο και τον δούλο. Αυτός ο αντιφατικός χαρακτήρας είχε και έχει τα καλά του, είχε και έχει τα αρνητικά του. Πότε οδήγησε την πατρίδα σε μεγάλες δόξες και πότε σε μεγάλες ταπεινώσεις και ήττες.

Μεταπολίτευση, Ιούλιος 1974. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ορκίζεται πρωθυπουργός

Στο θέμα της επτάχρονης στρατιωτικής δικτατορίας, 1967 – 1974, ο λαός επανέλαβε τον εαυτό του. Ποιος ήταν αυτός; Αυτός που είναι και σήμερα! Να το προσεγγίσω με διαφορετικό τρόπο, με την εξής ερώτηση: Γιατί σήμερα που διακυβεύεται η επιβίωση και το μέλλον των περισσοτέρων Ελλήνων, δεν υπάρχει καθολική αντίδραση και μια ολόκληρη κοινωνία βρίσκεται σε παραίτηση; Θα απαντήσω (χωρίς βεβαιότητα), παίρνοντας δάνειο από τη σκέψη ενός αριστερού διανοητή, του Περικλή Κοροβέση, λέγοντας ότι ο ένοχος ποτέ δεν αντιδρά. Μη μου πείτε ότι ο λαός (στην πλειονότητά του) σε όλο αυτό το πάρτι life style της τελευταίας 30ετίας, που οδήγησε στη χρεοκοπία την Ελλάδα, δεν είχε συμμετοχή• με άμεσο ή έμμεσο τρόπο, ή έστω παρασυρμένος (προς το επιεικέστερον).
Κάτι ανάλογο, λοιπόν, στον αντίποδα της σκέψης, συνέβη και στην περίοδο της χούντας. Ο λαός δεν αντιστάθηκε γιατί έβλεπε μέρα με τη μέρα να βελτιώνεται το βιοτικό του επίπεδο. Γιατί έβλεπε να χτίζονται υποδομές και να εξηλεκτρίζεται και το απομακρυσμένο χωριό του. Άλλωστε, προ πολλού είχε εγκαταλείψει τον πολιτικό κόσμο της εποχής, ο οποίος σηπόταν στην ασυνεννοησία, την ακυβερνησία και τις αλληλοκατηγορίες. Ας ειπωθούν με το όνομά τους όλες οι πραγματικότητες μετά από μισό αιώνα, αφήνοντας στην άκρη τα ταμπού που μας κατατρύχουν μια ζωή, εάν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, αν όχι με τον εαυτό μας, αλλά, τουλάχιστον, με την Ιστορία. Θα ρωτήσετε με τη σειρά σας: Και όλος αυτός ο αντιχουντισμός που εκδηλώθηκε στη Μεταπολίτευση, τι υποδήλωνε; Δεν φανέρωσε την αντίδραση που υπήρξε στη χούντα; Όχι! Ο Περικλής Κοροβέσης είναι ξεκάθαρος και η σκέψη του είναι απολύτως εναργής: «Στη Χούντα ήμαστε λίγοι, πάρα πολύ λίγοι, εξ ου και κράτησε εφτά χρόνια. Αν αυτός ο κόσμος ο αντιχουντικός που εμφανίστηκε μετά το ’74 είχε εμφανιστεί το ’67 η Χούντα θα κράταγε λίγους μήνες. Άρα αυτός ο όψιμος αντιχουντισμός είναι και η ενοχή του λαού που δεν αντιστάθηκε όσο έπρεπε».

Οι ηθοποιοί στο γραφείο του Παπαδόπουλου. Διακρίνονται: Δ.Παπαμιχαήλ, Κ.Μουσούρης, Ελ. Χατζηαργύρη, Αλ. Λειβαδίτης, Μ.Αρώνη, Λ.Κωνσταντάρας, Π.Ζερβός, Μ.Κόντου, Γ.Οικονομίδης

Στο ίδιο μήκος κύματος και η σκέψη ενός άλλου αριστερού διανοητή, του Βασίλη Ραφαηλίδη: «Πού ήταν όλοι αυτοί οι καλοί άνθρωποι όταν τους είχαμε ανάγκη; Ο λαός της Αθήνας έβλεπε την χούντα να καταρρέει από τα ίδια της τα ανομήματα και μπήκε στον εύκολο αγώνα, έτσι για την τιμή των όπλων, που λέμε, και ίσα – ίσα για να λέμε πως την χούντα την έριξε ο λαός, τη στιγμή που και οι κότες ξέρουν εκείνο που καμώνονται πως δεν ξέρουν τα μουλάρια, ότι δηλαδή η χούντα έπεσε γιατί σάπισε».
Παρατηρούμε, επομένως, σε δύο μεγάλα πολιτικά γεγονότα, εκ διαμέτρου αντίθετα μεταξύ τους, τη δικτατορία τω συνταγματαρχών και τη χρεοκοπία – επιβολή Μνημονίων στην Ελλάδα, την ίδια συμπεριφορά του λαού η οποία είναι αποκλειστικά ορμώμενη από σύνδρομα ενοχής. Προσοχή: η ανοχή δεν σημαίνει και υποστήριξη. Ενίοτε, όμως, στην πολιτική τουλάχιστον, η ανοχή ισοδυναμεί με την αποδοχή.
Φρικτό και απάνθρωπο
Ας διευκρινιστεί και ετούτο: Η όποια ανοχή, αποδοχή ή υποστήριξη υπήρξε, δεν σήμαινε σε καμιά περίπτωση καθαγιασμό της χούντας των συνταγματαρχών. Αλίμονο! Ήταν ό,τι χειρότερο μπορούσε να συμβεί στην Ελλάδα και τον δημοκρατικό πολιτισμό της, πέραν του ότι στα χέρια αγράμματων ανθρώπων και αλαζόνων της εξουσίας βασανίστηκαν ή ταλαιπωρήθηκαν εκατοντάδες ή χιλιάδες Έλληνες. Και αυτό ήταν φρικτό και απάνθρωπο. Κι αν η Δημοκρατία και οι πολιτικοί της παρέπαιαν την περίοδο 1964 – 1967, προφανώς και υπήρχαν άλλοι πιο ομαλοί τρόποι, κυρίως κοινοβουλευτικοί, προκειμένου να εξέλθει η χώρα από την κρίση. Ένας τέτοιος τρόπος που εκδηλώθηκε στο «παρά πέντε», άγνωστος στο ευρύ κοινό –καθώς κι εδώ πρόκειται περί ταμπού που απαγορεύεται να αναφέρεται, είναι η πρωτοβουλία που ανέλαβε ο τότε βασιλιάς Κωνσταντίνος, θέλοντας κατά πάσα πιθανότητα να επανορθώσει το ολέθριό του σφάλμα που διέπραξε το 1965, την ανατροπή της εκλεγμένης κυβέρνησης του Γ. Παπανδρέου με 53,67%. Τον Δεκέμβριο του 1966, θέλοντας ο νεαρός βασιλιάς να προλάβει την εκτροπή που έβλεπε να έρχεται, προχώρησε με πρωτοβουλία του σε μυστική συμφωνία μεταξύ του αρχηγού της Ένωσης Κέντρου Γ. Παπανδρέου και του αρχηγού της ΕΡΕ Π. Κανελλόπουλου (ο Κ. Καραμανλής ήταν ήδη αυτοεξόριστος στο Παρίσι). Στη λεγόμενη «συμφωνία του Τατοΐου», οι τρεις άνδρες (ανώτατος άρχοντας και οι δύο πολιτικοί αρχηγοί) αποδέχτηκαν να σχηματιστεί υπηρεσιακή κυβέρνηση υπό τον υποδιοικητή της Εθνικής Τράπεζας Ιωάννη Παρασκευόπουλο, η οποία αφού ψήφιζε εκλογικό νόμο βασισμένο στην απλή αναλογική, θα οδηγούσε τη χώρα σε εκλογές. Είχαν ακόμη συμφωνήσει, εάν η Ένωση Κέντρου κέρδιζε τις εκλογές χωρίς όμως απόλυτη πλειοψηφία εδρών στη Βουλή, δεν θα προχωρούσε σε στήριξη από την ΕΔΑ για σχηματισμό κυβέρνησης. Στην περίπτωση αυτή, η κυβέρνηση που θα σχηματιζόταν θα ήταν αποτέλεσμα συνεργασίας των δύο κομμάτων.
Της ΕΡΕ και της ΕΚ. Πράγματι, στις 20 Δεκεμβρίου 1966, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος ήρε την εμπιστοσύνη του κόμματός του προς τον τότε πρωθυπουργό Στέφανο Στεφανόπουλο (οι δύο άλλοι πρωθυπουργοί των κυβερνήσεων των «αποστατών» όπως είχαν χαρακτηριστεί ήταν ο Γ. Αθανασιάδης – Νόβας και Ηλίας Τσιριμώκος) και στις 22 Δεκεμβρίου 1966 ορκίζεται η κυβέρνηση Ι. Παρασκευόπουλου η οποία παίρνει ψήφο εμπιστοσύνης στη Βουλή. Η κατάσταση έδειχνε να ομαλοποιείται. Προς την κατεύθυνση αυτή ο βασιλιάς Κωνσταντίνος απέστειλε στο Παρίσι τον διευθυντή του διπλωματικού του γραφείου Δ. Μπίτσιο, να ζητήσει από τον Καραμανλή να επιστρέψει στην Ελλάδα, ώστε να συμβάλει και αυτός στην ενότητα του πολιτικού κόσμου και των δύο μεγάλων κομμάτων. Ο αυτοεξόριστος ηγέτης της Δεξιάς αρνήθηκε. Ίσως πιο διορατικός, έβλεπε μακρύτερα από όλους.

16 Αυγούστου 1974. Ο Ανδρέας Παπανδρέου επιστρέφει στην Ελλάδα

Όμως η κυβέρνηση Ι. Παρασκευόπουλου δεν μακροημέρευσε. Οι δύο ηγέτες της ΕΡΕ και της ΕΚ βάλλονταν εσωτερικά των κομμάτων τους. Οι βουλευτές της ΕΡΕ κατηγορούσαν τον Κανελλόπουλο ότι οδηγεί το κόμμα σε εκλογική ήττα. Η «κεντροαριστερά» πτέρυγα της ΕΚ, με αρχηγό τον υιό Ανδρέα Παπανδρέου κατηγορούσε τον Γεώργιο Παπανδρέου για τη στήριξη της «βασιλικής κυβέρνησης» και απειλούσε να ορκίσει «κυβέρνηση του λαού» στο Σύνταγμα. Εκεί που έδειχναν ότι κατευνάζονταν τα πολιτικά πάθη των δύο κομμάτων ανήλθαν και πάλι στο προσκήνιο, με αποτέλεσμα η κυβέρνηση Ι. Παρασκευόπουλου να πέσει στα τέλη Μαρτίου του 1967. Η ευκαιρία πήγε χαμένη. Στις 3 Μαρτίου 1967 σχηματίζεται κυβέρνηση μειοψηφίας της ΕΡΕ, με πρωθυπουργό τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο. Ήταν πλέον πολύ αργά. Σε δυόμισι εβδομάδες εκδηλώθηκε το πραξικόπημα των συνταγματαρχών.

24 Ιουλίου 1974. Η εφημερίδα "Ακρόπολις" αναγγέλλει την επιστροφή του Κ.Καραμανλή

Οκτώ μήνες αργότερα, τραγικά μόνος ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, χωρίς την υποστήριξη του πολιτικού κόσμου, επιχείρησε με αντικίνημα να ανατρέψει τη δικτατορία. Απέτυχε παταγωδώς και πήρε τον δρόμο προς την εξορία.
Θα ήταν πάντως ασέβεια προς την Ιστορία να μη αναφερθούν και τα «διαλείμματα» αντίστασης του ελληνικού λαού, και οι ηρωικές πράξεις κάποιων ατόμων. Και πρώτα από όλα του πραγματικού ήρωα Αλέξανδρου Παναγούλη, ο οποίος στις 13 Αυγούστου 1968 αποπειράθηκε να δολοφονήσει τον δικτάτορα Γ. Παπαδόπουλο. Δεν μπορεί να μην αναφερθεί και η περίπτωση του ταγματάρχη Σπύρου Μουστακλή (εθελοντής στην Εθνική Αντίσταση στην οργάνωση ΕΟΕΑ – ΕΔΕΣ) που για τη συμμετοχή του στο κίνημα του Ναυτικού (Μάιος 1973) συνελήφθη και βασανίστηκε στο ΕΑΤ/ΕΣΑ με αποτέλεσμα να μείνει παράλυτος.
Και βέβαια την παρουσία του λαού εν είδει διαμαρτυρίας στις κηδείες του Γ. Παπανδρέου (1968) και του Γ. Σεφέρη (1971).
Το κέρδος της Αριστεράς
Όμως, ας ιδωθεί και άλλη πλευρά του σκοτεινού φεγγαριού, όσο κι αν ενοχλεί τους… Ηρακλείς του «δημοκρατικού πατριωτισμού» και θίγει τα ταμπού ενός ολόκληρου πνεύματος εποχής, καθώς και τις αγκυλώσεις μιας ολόκληρης κοινωνίας, αυτής των έτοιμων ιδεών. Η χούντα, εκτός της εθνικής ζημιάς που προκάλεσε στην Κύπρο, αποτέλεσε ορόσημο για πολλούς. Γι’ άλλους θετικό και για κάποιους άλλους αρνητικό. Η άνοδος και η πτώση της εξάγνισε την αριστερά, διαγράφοντας το εν πολλοίς αμαρτωλό παρελθόν της, ταυτίζοντάς την στην κοινή γνώμη ως τη μοναδική ισόθεη με τη δημοκρατία και καθιστώντας την ως την αποκλειστική διαχειρίστρια - εγγυήτρια των δημοκρατικών ελευθεριών ενός λαού (!), όταν στις ιδεολογικές επαγγελίες της ήταν η δικτατορία του προλεταριάτου (με πρότυπα ό,τι πιο ανελεύθερα καθεστώτα είχε να επιδείξει ο πολιτισμός μας).

Η εφημερίδα "Βραδυνή" την επόμενη του Πολυτεχνείου

Κι αν η Αριστερά βγήκε κερδισμένη με τη χούντα, έχοντας πολιτικό «αφήγημα» για πρώτη φορά μετά τον εμφύλιο πόλεμο, ο συντηρητικός και ο δημοκρατικός κόσμος της εποχής ήταν ο μεγάλος ηττημένος (αν και στις εκλογές του 1974 η Ενωμένη Αριστερά του Ηλία Ηλιού συγκέντρωσε μόλις το 9,48% των ψήφων). Το ιδεολόγημα της κεντροδεξιάς και του αστικού κόσμου, στην εποχή της Μεταπολίτευσης, ήταν ανύπαρκτο• εξευτελισμένο στα έργα και τα λόγια της χούντας. Το τρίπτυχο ιδεολόγημα του φιλελεύθερου χώρου επί σειρά ετών «Πατρίς – Θρησκεία – Οικογένεια», ταυτιζόμενο με εκείνο το «Ελλάς – Ελλήνων – Χριστιανών» των συνταγματαρχών, δεν είχε πλέον το παραμικρό αντίκρισμα – αντίβαρο απέναντι στις μειοψηφούσες μαρξιστικές – λενινιστικές θεωρήσεις. Στην ουσία, η χούντα με τον παρωχημένο αντικομμουνισμό της παρέδωσε τον αστικό χώρο βορά στην Αριστερά, εγκαθιστώντας η τελευταία μία ασύλληπτη ιδεολογική ηγεμονία εξουσίας, που ούτε στο καλύτερο όνειρό της δεν είχε δει. Στον ηγεμονισμό αυτό, η κεντροδεξιά όχι μόνο δεν αντιστάθηκε, αλλά τουναντίον τον συνέδραμε –απο-ιδεολογικοποιημένη ούσα–εμφορούμενη από ένα ανεξήγητο πλέγμα ενοχής. «Γεννήθηκε ευνουχισμένη και άτολμη. Η Δεξιά δεν αποποιήθηκε απλώς το αυταρχικό παρελθόν της αλλά και ουσιώδη στοιχεία της συντηρητικής της ταυτότητας παραδίδοντας, άνευ όρων πολλές φορές, την ιδεολογική κυριαρχία στην Αριστερά», σημειώνει σε πρόσφατο άρθρο του ο καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης Νίκος Μαρατζίδης.

Το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας "Το Βήμα", την ημέρα της Μεταπολίτευσης

Εν κατακλείδι, πάνω στη χούντα των συνταγματαρχών, πολλοί έστησαν ιστορικούς μύθους, έχτισαν πολιτικές καριέρες και σ’ έναν ιδεολογικό ηγεμονισμό οικοδόμησαν λαϊκισμό και κρατισμό. Μια κομματοκρατία και μια κλεπτοκρατία, δηλαδή, που οδήγησε στη χρεοκοπία της Ελλάδας.