Πέμπτη 13 Ιουλίου 2017

Ιστορικό άρθρο για την εδραίωση του δικτατορικού καθεστώτος


Εδραίωση του δικτατορικού καθεστώτος
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΝΑΥΠΛΙΩΤΗΣ
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr/)
Αφότου εξασφαλίστηκε η επιτυχία του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου, οι ηγέτες της χούντας επιδόθηκαν σε μία σειρά από ενέργειες για την τήρηση της τάξης και την εδραίωση του καθεστώτος.
Πιο συγκεκριμένα, οργάνωσαν ένα σύστημα αποκλεισμού και απαγορεύσεων που τέθηκε στο πλαίσιο της κήρυξης της χώρας σε κατάσταση πολιορκίας, μέσω της επιβολής στρατιωτικού νόμου και της αναστολής λειτουργίας του Κοινοβουλίου καθώς και σειράς άρθρων του Συντάγματος για θεμελιώδη δικαιώματα.
Στα πρώτα μέτρα του καθεστώτος συμπεριλήφθηκαν η απαγόρευση συγκεντρώσεων και απεργιών, η διάλυση κομμάτων και σωματείων, η χρήση εκτάκτων στρατοδικείων για την απονομή ποινικής δικαιοσύνης και η καθαίρεση και εκτόπιση εκλεγμένων αρχόντων της τοπικής αυτοδιοίκησης. Με αυτόν τον τρόπο, η χούντα κατάφερε να θέσει υπό πλήρη έλεγχο τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, τα πανεπιστήμια, τους δήμους, τους συνεταιρισμούς, ενώ εξαιρετικά σημαντικές για την εξουδετέρωση πιθανών εστιών ανατροπής ήταν οι εκτενείς διώξεις αξιωματικών του Στρατού (οι αποτάξεις και συνταξιοδοτήσεις το 1967 άθροισαν αριθμό ίσο με το ένα έκτο του συνόλου των αξιωματικών). Επιπροσθέτως, ιδιαίτερη σημασία έδωσαν οι επικεφαλής της δικτατορίας στον έλεγχο του Τύπου, με τη λογοκρισία και τις διώξεις εναντίον εφημερίδων, εκδοτών και δημοσιογράφων να λαμβάνουν μεγάλες διαστάσεις, ενώ αξίζει να σημειωθεί και η αναδιοργάνωση του γραφείου του πρωθυπουργού ώστε να αποκτήσει ολοκληρωτικό έλεγχο σε όλα τα κυβερνητικά τμήματα ο Γεώργιος Παπαδόπουλος.
Οι παράγοντες που ευνόησαν τους δικτάτορες
Αναφορικά με τη μεταχείριση των αντιφρονούντων, αλλά και γενικότερα τους τρόπους που μεταχειρίστηκε για να επιβληθεί στον πληθυσμό, το δικτατορικό καθεστώς αποδείχθηκε ιδιαίτερα σκληρό, προβαίνοντας σε χιλιάδες συλλήψεις, φυλακίσεις και εκτοπίσεις πολιτικών κρατουμένων (κυρίως στη Λέρο και στη Γυάρο), αλλά και σε κατάφωρη καταπάτηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, με τα βασανιστήρια αντιφρονούντων από το περιβόητο ΕΑΤ/ΕΣΑ να αποτελούν «οργανωμένο και συστηματικό μέσο ανάκρισης, τιμωρίας, εκφοβισμού και γενικότερης τρομοκράτησης των πολιτών».
Σε ό,τι έχει να κάνει με τη διεθνή εικόνα της δικτατορίας, οι επικεφαλής της χούντας έσπευσαν να διακηρύξουν τον σεβασμό τους για τις διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας, καθώς και την πρόθεσή τους για φιλικές σχέσεις με όλες τις χώρες, ανεξαρτήτως ιδεολογικού προσανατολισμού. Ως θεμελιώδης σκοπός του καθεστώτος προβαλλόταν η δημιουργία των συνθηκών για γρήγορη επιστροφή στον κοινοβουλευτισμό, τον οποίο οι ιθύνοντες της χούντας θεωρούσαν ότι απειλούσε ο κομμουνιστικός κίνδυνος. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην εδραίωση του καθεστώτος σημαντικό ρόλο έπαιξε, πέρα από τη συναίνεση του βασιλιά Κωνσταντίνου, η υποβάθμιση του λεγόμενου «ελληνικού ζητήματος» σε διεθνή φόρα μετά τον Πόλεμο των Εξι Ημερών.
Οι φόβοι της Δύσης
Η σύρραξη αυτή, ενάμιση μόλις μήνα μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, οδήγησε σε διαφορετική αντιμετώπιση της δικτατορίας των συνταγματαρχών από αρκετά μέλη της Ατλαντικής Συμμαχίας, γεγονός που η χούντα, σε συνάρτηση με τον φόβο των Δυτικών για σκλήρυνση της στάσης της, εκμεταλλεύθηκε στο έπακρο. Σε αυτό, βεβαίως, συνετέλεσε και η αδυναμία σχηματισμού κοινού μετώπου εναντίον της δικτατορίας εκ μέρους της πολιτικής ελίτ της χώρας, η οποία εξάλλου είχε σε μεγάλο βαθμό απαξιωθεί στα μάτια της κοινής γνώμης κατά τη διάρκεια των γεγονότων που οδήγησαν στο πραξικόπημα.
Ενδείξεις αδυναμίας και εσωτερικές τριβές
Αυτή η συγκυρία, ωστόσο, δεν σήμαινε ότι η τελευταία στρατιωτική δικτατορία που είχε εγκατασταθεί στην Ευρώπη απολάμβανε πλήρη και άνευ όρων επιδοκιμασία στο εξωτερικό. Χαρακτηριστική είναι η απογοήτευση που ένιωθαν οι ηγέτες της χούντας ήδη από τον πρώτο χρόνο της εξουσίας τους για την αποτυχία εξασφάλισης συμπάθειας από χώρες της Δυτικής Ευρώπης, με τις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία, τη Γερμανία, και την Ιταλία να διατηρούν κάπως ψυχρές σχέσεις, ενώ οι σχέσεις με την Ολλανδία και κυρίως τις Σκανδιναβικές χώρες να χαρακτηρίζονται «παγωμένες». Τις προσπάθειες σταθεροποίησης του καθεστώτος δυσχέραιναν ακόμη περισσότερο οι εσωτερικές διαφωνίες που έκαναν την εμφάνισή τους μέσα στο 1967, με σημεία τριβής ανάμεσα στους «μετριοπαθείς» και στους «σκληρούς» να αποτελούν οι σχέσεις με τον βασιλιά και ο σεβασμός των προσωπικών ελευθεριών. Ηδη από τον Σεπτέμβριο του 1967, η χούντα έδινε την εντύπωση μιας αδύναμης κυβέρνησης, καθώς οι αποφάσεις της ήταν απρόβλεπτες και συνήθως αντικρουόμενες, ενώ φαινόταν ότι προσπαθούσε να ικανοποιήσει ταυτόχρονα τους «σκληρούς» αξιωματικούς, πολιτικούς υπουργούς, τον βασιλιά, τη διεθνή πίεση, και το κοινό της – προετοιμάζοντας παράλληλα την παραμονή της στην εξουσία για το προβλεπόμενο μέλλον.
«Πηγαίος ενθουσιασμός»
Τις μέρες που η χούντα διοργάνωνε έξαλλους εορτασμούς για την «Ημέρα Πολεμικής Αρετής» («εις ατμόσφαιρα εθνικής εξάρσεως και πηγαίου ενθουσιασμού», όπως σημείωναν οι λογοκριμένες εφημερίδες), εκτιμήσεις από το εσωτερικό και το εξωτερικό συνέκλιναν στο ότι είχε αρχίσει να αναδεικνύεται η αδυναμία του καθεστώτος να εξασφαλίσει μαζική υποστήριξη (ειδικά στα αστικά κέντρα), ενώ, διόλου τυχαία, την ίδια περίοδο φαινόταν ότι δεν είχε αποφασιστεί εάν το καθεστώς θα ακολουθούσε τον δρόμο της επανόδου στον κοινοβουλευτισμό (όπως συνήθως ευαγγελίζονταν οι χουντικοί) ή τον δρόμο της «μονιμοποίησης». Ετσι, μοιραία, το καθεστώς παρουσιαζόταν ως «παρένθεση», ένα είδος απαραίτητης ενδιάμεσης περιόδου (κάτι σαν δωμάτιο παρακολούθησης νοσοκομείου) ανάμεσα στον «φαύλο κοινοβουλευτισμό» του παρελθόντος, στον οποίο δήθεν ελλόχευε ο κίνδυνος επικράτησης του κομμουνισμού, και στο νέο, απαλλαγμένο από τέτοιες «ασθένειες», καθεστώς. Η εμφάνιση κάποιων δυσκολιών για το καθεστώς (που σε καμία περίπτωση, ωστόσο, δεν ανακόπτουν την πορεία του) επισφραγίζεται με την εκκίνηση της διαδικασίας καταδίκης του ενώπιον της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τα δικαιώματα του Ανθρώπου, που θα οδηγήσει στην αποχώρηση της χούντας από το Συμβούλιο της Ευρώπης στα τέλη του 1969.
Οριστική επικράτηση στο τέλος του 1967
Το 1967 κλείνει με μια κρίση στην Κύπρο και κλυδωνισμούς στο καθεστώς, λόγω έντασης με την Τουρκία, αλλά πρωτίστως εξαιτίας της διεξαγωγής του αποτυχημένου αντικινήματος του Κωνσταντίνου. Αυτό το γεγονός σηματοδοτεί το τέλος της πρώτης περιόδου της δικτατορίας, με τον σχηματισμό αμιγούς κυβέρνησης στρατιωτικών να καταδεικνύει την πλήρη επικράτηση της τριανδρίας των Παπαδόπουλου, Μακαρέζου, Παττακού. Με αυτόν τον άδοξο τρόπο κλείνει ένα παράθυρο δυνατότητας ανατροπής της χούντας, τόσο από το εσωτερικό όσο και διεθνώς, καθώς ακολουθεί μία σειρά από γεγονότα στην ευρύτερη περιοχή και στην Ανατολική Ευρώπη που τονίζουν τη σημασία του καθεστώτος (βλ. την κατάπνιξη της Ανοιξης της Πράγας το 1968, την απομάκρυνση των συμμαχικών βάσεων από τη Λιβύη, καθώς και τις αντιαμερικανικές διαδηλώσεις στην Ιταλία και στην Τουρκία το 1969). Η εδραίωση του καθεστώτος σφραγίζεται με την αποχώρηση του βασιλιά και την αναγνώριση από ξένες χώρες (κυρίως τις ΗΠΑ) τον Ιανουάριο του 1968. Πρόκειται για μια πλήρη και εύκολη νίκη για τη χούντα – απαραίτητη δεδομένης της πρόσφατης δραματικής αποτυχίας της στην Κύπρο.
Τούτων λεχθέντων –και παρά το γεγονός ότι το καθεστώς δεν είχε συγκεκριμένη πολιτική πελατεία– η παθητική στάση της πλειονότητας του πληθυσμού απέναντι στη δικτατορία συνέχισε να επικρατεί και πέρα από τον πρώτο χρόνο διακυβέρνησης της χούντας. Αιτία αυτού αποτέλεσαν σε ένα βαθμό τα κοινωνικοπολιτικά προβλήματα των προηγούμενων ετών και σε μάλλον μεγαλύτερο βαθμό η καλή κατάσταση της οικονομίας, την οποία εκμεταλλεύθηκε η χούντα για να λάβει φιλολαϊκά μέτρα, όπως η αύξηση των αγροτικών συντάξεων, ή η διαγραφή αγροτικών χρεών, η αύξηση μισθών των δημοσίων υπαλλήλων και των κατώτατων ημερομισθίων των εργατών και η βελτίωση των υποδομών στην επαρχία που άρχισαν να πραγματοποιούνται, ωστόσο, από το 1968 και έπειτα. Οι ενέργειες αυτές, ωστόσο, δεν είχαν ως αποτέλεσμα τη γενική επιδοκιμασία της κοινής γνώμης. Σημαντικότερος λόγος για την αποτυχία αυτή της χούντας σύμφωνα με ξένους παρατηρητές ήταν η αδυναμία κατάρτισης πειστικού, ή έστω συμπαγούς, πολιτικού προγράμματος, καθώς η πολιτική φιλοσοφία των ηγετών της μπορούσε να συμπυκνωθεί στις φράσεις «Ελλάς, Ελλήνων, Χριστιανών» και «οι κομμουνιστές δεν είναι Ελληνες».
Η μεσσιανική ρητορική και η αντίληψη για την εξουσία
Στις συνομιλίες τους με ξένους αρχηγούς, οι ηγέτες της χούντας υπογράμμιζαν σε κάθε ευκαιρία τον προσωρινό και απολιτικό χαρακτήρα του καθεστώτος, κυρίως για να διαφοροποιηθούν από δικτατορικά καθεστώτα όπως αυτά της Ισπανίας και της Πορτογαλίας. Εάν μπορούμε να μιλήσουμε για ιδεολογία της χούντας, αυτή είχε περιεχόμενο πρωτίστως αρνητικό: τον αντικομμουνισμό και την εναντίωση στο παλαιό πολιτικό καθεστώς. Η προσπάθεια των πρωτεργατών του πραξικοπήματος να αποποιηθούν τον χαρακτηρισμό «καθεστώς», καθώς και οποιαδήποτε σχέση τους με φασιστικά πρότυπα εκδηλώνεται έντονα τόσο σε επίπεδο ρητορικής –σε αυτή την πρώιμη φάση λιγότερο μέσα από ομιλίες του Γ. Παπαδόπουλου και περισσότερο μέσω αναφορών προσώπων όπως του σπουδαιότερου πολιτικού συνεργάτη του καθεστώτος, Παναγιώτη Πιπινέλη– όσο και στη (συγκεχυμένη) επικοινωνιακή στρατηγική που ακολουθεί η χούντα για να δικαιολογήσει το πραξικόπημα.
Σε αυτό το πλαίσιο, έμφαση δίνεται στη σύνδεση της χούντας με «επαναστατικά» γεγονότα της ελληνικής ιστορίας του 20ού αιώνα, και κυρίως με τον Στρατιωτικό Σύνδεσμο και το Κίνημα στο Γουδί, αλλά και τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου, σε μια καταφανή προσπάθεια εγγραφής της περιόδου της χούντας σε ένα φαντασιακό ιστορικό συνεχές εθνικοφροσύνης. Χαρακτηριστικό είναι ότι ως στόχος του καθεστώτος προβάλλονταν, στην καλύτερη περίπτωση, η «επαναφορά της Ελλάδας στην αξιοζήλευτη θέση στα Βαλκάνια όπου βρισκόταν υπό την καθοδήγηση του Ελ. Βενιζέλου, του Π. Τσαλδάρη και του Ι. Μεταξά» και στη χειρότερη η επικράτηση στην (κατά τον πρωτεργάτη του πραξικοπήματος, Ιωάννη Λαδά) «απόλυτη και απεριόριστη μάχη κατά του κομμουνισμού».
Εκμεταλλευόμενοι την απαξίωση της πολιτικής τάξης και των θεσμών όπως το Κοινοβούλιο και το Στέμμα, και με καθαρή στόχευση την εδραίωση του καθεστώτος, οι ιθύνοντες της χούντας δημιούργησαν και αναπαρήγαγαν ad nauseam μια αφήγηση για την περίοδο πριν από την «Επανάσταση»: έδιναν έμφαση στην αγωνία και στο άγχος των «προ-Επαναστατικών» μηνών, στη δήθεν παρουσία της «διεθνούς κομμουνιστικής συνωμοσίας» και στη χαμηλή ποιότητα του κοινοβουλευτισμού, ενώ επιτίθεντο σε όλον τον πολιτικό κόσμο συλλήβδην, ισχυριζόμενοι ότι τα τελευταία χρόνια η πολιτική σκηνή είχε μεταφερθεί στο πεζοδρόμιο, είχε καλλιεργηθεί κλίμα ανομίας και είχε δημιουργηθεί ψυχολογία «λαϊκού μετώπου».
Σε αυτό το πλαίσιο, η εγκαθίδρυση του καθεστώτος θεωρούνταν αναγκαία και αναπόδραστη, ειδικά μετά το 1964 που σηματοδοτεί, σύμφωνα με τη χούντα, την κορύφωση της «κομμουνιστικής διείσδυσης» και μπροστά στη θεωρούμενη απειλή για «ανατροπή όλων των αξιών» σε περίπτωση εκλογικής επικράτησης της Ενωσης Κέντρου στις εκλογές του 1967. Ετσι διαμορφώνεται η μεσσιανική αποστολή της χούντας για την εγκαθίδρυση νέας πολιτικής και ηθικής τάξης, την «κάθαρση της κρατικής μηχανής από το κομμουνιστικό μίασμα» από τη μια πλευρά και την αναδιοργάνωση της δημόσιας ζωής από την άλλη, με ταυτόχρονη επίκληση στο καθήκον (και το συμφέρον) όλων των εθνικοφρόνων Ελλήνων. Σύμφωνα με τη ρητορική των συνταγματαρχών, μόνον με την επίτευξη αυτών των στόχων θα τερματιζόταν ο υποτιθέμενος προσωρινός χαρακτήρας της δικτατορίας. Οπως εξάλλου έγραψε ο Πιπινέλης, υπουργός Εξωτερικών της χούντας από τον Νοέμβριο του 1967: «Οι Επαναστάσεις και οι δικτατορίες δεν αποτελούν καθεστώς. Αποτελούν διέξοδο, προπαρασκευαστικά στάδια νέας μορφής πολιτικών συνθέσεων σε μια χώρα. Γι’ αυτό τον λόγο, η διάρκειά τους δεν είναι προδιαγεγραμμένη, ούτε η έντασή τους περιορισμένη σε χρόνο, αλλά εξαρτάται από την ολοκλήρωση της αποστολής τους».

* Ο κ. Αλέξανδρος Ναυπλιώτης είναι διδάκτωρ Διεθνούς Ιστορίας του London School of Economics and Political Science

(Στην φωτογραφία: Μετά το αποτυχημένο αντικίνημα του Κωνσταντίνου επικράτησε πλήρως η τριανδρία των Παπαδόπουλου, Μακαρέζου, Παττακού και σχηματίστηκε αμιγής κυβέρνηση στρατιωτικών)