Το τέλος της σουηδικής ιδιαιτερότητας
Γιατί οι εκλογές σηματοδοτούν μια νέα πολιτική εποχή
Bo Rothstein
(Πηγή : http://www.foreignaffairs.gr)
Οι εκλογές τής περασμένης εβδομάδας σηματοδότησαν το τέλος των οκτώ ετών της κεντρο-συντηρητικής διακυβέρνησης στην Σουηδία.
Κατά μία έννοια, η νίκη τού χαλαρού συνασπισμού μεταξύ των Σοσιαλδημοκρατών, του Αριστερού Κόμματος και του Κόμματος των Πρασίνων ήταν έκπληξη, αν μη τι άλλο επειδή ο κυβερνών συνασπισμός, υπό την ηγεσία τού κόμματος των Μετριοπαθών, έχει επαινεθεί για την επιτυχή πλοήγηση της χώρας κατά την περίοδο της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης το 2007-2008 και, στην συνέχεια, την δημιουργία αξιοσέβαστης οικονομικής ανάπτυξης κατά τα τρία τελευταία έτη. Τα δημόσια οικονομικά τής Σουηδίας είναι μεταξύ των πιο υγιών στον ΟΟΣΑ, και, παρ’ όλο που η κυβέρνηση αναγκάστηκε να κάνει κάποιες περικοπές στο γενναιόδωρο σύστημα κοινωνικής πρόνοιας της χώρας, άφησε την βασική καθολική δομή του ανέγγιχτη. Ακόμα κι έτσι, το ηγετικό κόμμα τού συνασπισμού, οι Μετριοπαθείς, έπεσαν από το 30% στο 23%.
Αλλά αυτό που επίσης εξέπληξε είναι ότι, αν και τα αριστερών τάσεων κόμματα της Σουηδίας θα σχηματίσουν την επόμενη κυβέρνηση, δεν το κάνουν τόσο καλά όπως πολλοί είχαν προβλέψει. Ακόμη και σε ένα περιβάλλον ραγδαία αυξανόμενης οικονομικής ανισότητας και διαρκούς υποστήριξης των προγραμμάτων κοινωνικής πρόνοιας της χώρας από τον σουηδικό πληθυσμό, οι Σοσιαλδημοκράτες έφθασαν μόνο το 31%. Για ένα κόμμα που συνήθιζε να καταγράφει πάνω από 40%, αυτό είναι μια δραματική αλλαγή. Το πρώην Κομμουνιστικό Κόμμα, τώρα «Αριστερό Κόμμα», προσήλκυσε το 6%, το ίδιο όπως και στις προηγούμενες εκλογές τού 2010, και το Πράσινο Κόμμα κατάφερε 7%, με απώλεια μισής ποσοστιαίας μονάδας από τις προηγούμενες εκλογές. Η αριστερά δεν βοηθήθηκε από το γεγονός ότι η Φεμινιστική Πρωτοβουλία, το νέο ριζοσπαστικό φεμινιστικό κόμμα τής Σουηδίας, πήρε 3% των ψήφων αλλά δεν θα εκπροσωπηθεί στο κοινοβούλιο, δεδομένου ότι υπάρχει ένα όριο στο 4%.
Απέναντι στα ανιαρά αποτελέσματα των συντηρητικών και της αριστεράς ήταν η ισχυρή απόδοση των Σουηδών Δημοκρατών, ενός λαϊκιστικού αντι-μεταναστευτικού κόμματος, το οποίο κέρδισε το 13% των ψήφων, περισσότερο από το διπλάσιο από όσο στις εκλογές τού 2010. Οι Σουηδοί Δημοκράτες είναι πλέον το τρίτο μεγαλύτερο κόμμα στο κοινοβούλιο, αλλά τα άλλα επτά κόμματα αρνούνται να προχωρήσουν σε οιεσδήποτε πολιτικές ή δημοσιονομικές διαπραγματεύσεις με αυτό. Τούτο θα καταστήσει την πολιτική όλο και πιο περίπλοκη και θα μπορούσε να αναγκάσει σε νέες πρόωρες εκλογές τον επόμενο χρόνο, κάτι που θα ήταν εξαιρετικά ασυνήθιστο στην σουηδική πολιτική σκηνή.
Γιατί, λοιπόν, η κοντρο-συντηρητική κυβέρνηση έχασε, παρά την επιτυχή διαχείριση της οικονομίας; Και γιατί η αριστερά δεν τα πήγε καλύτερα; Τέλος, τι είναι αυτό που εξηγεί την δραματική αύξηση της υποστήριξης σε μια ξενοφοβική και εθνικιστική ομάδα;
Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι μάλλον ένας συνδυασμός πολιτικής κόπωσης και αυξανόμενης οικονομικής ανισότητας. Μετά από οκτώ χρόνια στην εξουσία, ο κεντρο-συντηρητικός συνασπισμός φαίνεται να έχει ξεμείνει από καύσιμα. Κατά την περίοδο μέχρι αυτές τις εκλογές, εγκατέλειψε μια από τις κύριες ψηφοθηρικές πολιτικές του: Την μείωση των φόρων για όσους εργάζονται. Η ιδέα ήταν ότι οι εν λόγω μειώσεις φόρων, σε συνδυασμό με την μείωση των ασφαλιστικών παροχών ανεργίας και την αυστηροποίηση των παροχών ασθενείας, θα αύξαναν τα κίνητρα για να κρατηθούν οι θέσεις εργασίας και να μειωθεί η ανεργία. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι ο αριθμός των θέσεων εργασίας αυξήθηκε, η ανεργία παρέμεινε στο περίπου 8% κατά τα τελευταία τέσσερα χρόνια - πολύ υψηλή για τα σουηδικά πρότυπα. Η ανεργία είναι ιδιαίτερα υψηλή μεταξύ των νεαρών Σουηδών και των μεταναστών.
Την ίδια στιγμή, ενώ η Σουηδία συνήθιζε να έχει το χαμηλότερο επίπεδο οικονομικής ανισότητας εντός τού ΟΟΣΑ, μια πρόσφατη έκθεση δείχνει ότι τον τελευταίο καιρό έχει ηττηθεί από πέντε άλλες χώρες. Η αύξηση της οικονομικής ανισότητας κατά την τελευταία δεκαετία ήταν μεγαλύτερη στην Σουηδία από ό, τι σε όλες σχεδόν τις άλλες χώρες τού ΟΟΣΑ. Με άλλα λόγια, οι νεοφιλελεύθερες οικονομικές συνταγές τού κυβερνώντος συνασπισμού δεν λειτούργησαν - ένα μεγάλο πρόβλημα για τον συνασπισμό σε όλη την προεκλογική εκστρατεία.
Από την πλευρά της, η αριστερά επλήγη από την αντικατάσταση της παραδοσιακής ταξικής διαίρεσης μεταξύ αριστεράς και δεξιάς στην πολιτική, με αυτό που είναι γνωστό ως το χάσμα GAL-TAN: Green-Alternative- Liberal [Πράσινοι-Εναλλακτικοί-Φιλελεύθεροι] έναντι Tradition–Authoritarian–Nationalist [Παραδοσιακοί-Αυταρχικοί-Εθνικιστές]. Αυτή είναι μια διαδικασία συνήθης σε πολλές μεταβιομηχανικές κοινωνίες, συμπεριλαμβανομένων και των άλλων σκανδιναβικών χωρών και, επίσης, του Βελγίου και της Ολλανδίας. Αυτό είναι ένα νέο πολιτικό τοπίο στο οποίο τα παραδοσιακά οικονομικά ζητήματα σε μεγάλο βαθμό έχουν αντικατασταθεί από ζητήματα τρόπου ζωής και ταυτότητας. Από κοινωνιολογική άποψη, οι περισσότεροι από τους ανθρώπους που συνήθιζαν να ψηφίζουν τους Σοσιαλδημοκράτες - εργατοτεχνίτες και η κατώτερη μεσαία τάξη - ψηφίζουν τώρα τους Σουηδούς Δημοκράτες. Βρέθηκαν στην πλευρά των ηττημένων τής νέας οικονομίας των παγκοσμιοποιημένων υπηρεσιών και της υψηλής τεχνολογίας, και έχουν αποξενωθεί πολιτικά από αυτά που νομίζουν ότι είναι μια δέσμη ελιτίστικων πολιτικών σχεδίων.
Η δραματική άνοδος των Σουηδών Δημοκρατών σχετίζεται με το γεγονός ότι, σε ποσοστό τού πληθυσμού της, η Σουηδία έχει δεχθεί περισσότερους πρόσφυγες (και συγγενείς προσφύγων) από όσο οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή χώρα. Η εισροή από μαστιζόμενες από συγκρούσεις περιοχές όπως η Μέση Ανατολή και η Βόρεια Αφρική έχει αυξήσει τον ανταγωνισμό για στέγαση και απασχόληση. Και το σχετικά γενναιόδωρο σύστημα κοινωνικών παροχών και η έλλειψη θέσεων εργασίας για ανειδίκευτους, έχει οδηγήσει έναν μεγάλο αριθμό προσφύγων και άλλων μεταναστών να ζουν από την πρόνοια. Πυροδοτημένες από τις διακρίσεις και την έλλειψη ευκαιριών, η Σουηδία αντιμετώπισε επίσης τον ίδιο τύπο εθνοτικών ταραχών που συγκλόνισαν τα προάστια της Γαλλίας πριν από λίγα χρόνια. Δεν είναι περίεργο, λοιπόν, ότι είναι σε άνοδο ένα κόμμα που κινητοποιεί υποστήριξη με την ξενοφοβία και το αντι-μεταναστευτικό συναίσθημα.
Μέχρι στιγμής, ο συνασπισμός υπό τους συντηρητικούς, δεν υπήρξε επιτυχής στην αντιμετώπιση του προβλήματος του πώς να ενσωματωθούν αυτές οι νέες ομάδες. Και η αριστερά αρνήθηκε να αναγνωρίσει ότι η Σουηδία έχει ένα πρόβλημα ένταξης και, επίσης, απέτυχε να παράγει πολιτικές που θα μπορούσαν να αλλάξουν την κατάσταση. Η στρατηγική τής αριστεράς να παρουσιάζει τους Σουηδούς Δημοκράτες ως ρατσιστές και φασίστες, απέτυχε. Τα αποτελέσματα των εκλογών αποκαλύπτουν την αδυναμία αυτής της στρατηγικής. Συγκρίνετε την κακή εμφάνιση της Αριστεράς με την επιτυχία των σκανδιναβικών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων στην εξουδετέρωση της απειλής τού φασισμού στην δεκαετία τού 1930. Τα κόμματα τότε αναγνώρισαν δεόντως τα προβλήματα που εξέθρεφαν τα φασιστικά κόμματα και, στην συνέχεια, προσέφεραν ριζοσπαστικές λύσεις. Κατ΄ακολουθία, ήταν σε θέση να διατηρηθούν στην εξουσία, σε αντίθεση με τους ομολόγους τους στην Αυστρία, την Γερμανία, την Ιταλία και την Ισπανία. Αλλά, η αριστερά τής Σουηδίας φαίνεται να έχει ξεχάσει το ιστορικό μάθημα.
Από την άλλη πλευρά, οι Σουηδοί Δημοκράτες κατάφεραν να βάλουν το αντι-μεταναστευτικό συναίσθημα απέναντι από την υποστήριξη των παραδοσιακών πολιτικών τού κράτους πρόνοιας - και να κερδίσουν περισσότερες ψήφους από ό, τι αναμενόταν. Οι πολλές ανατριχιαστικές αναφορές στις συνεχιζόμενες συγκρούσεις στην Συρία και το Ιράκ - και οι προβλέψεις τού συντηρητικού πρωθυπουργού ότι ένας αυξανόμενος αριθμός προσφύγων από εκείνο το μέρος τού κόσμου θα αναζητήσει άσυλο στην Σουηδία - πιθανότατα βοήθησαν επίσης το σθεναρά αντι-ισλαμικό κόμμα.
Οι εκλογές αυτές αποτελούν επομένως ένα σημείο καμπής. Είναι αυτονόητο ότι η Σουηδία θα συνεχίσει να βρίσκεται στο άνω άκρο σχεδόν όλων των κατατάξεων της επιτυχίας - για την υγεία τού πληθυσμού, το βιοτικό επίπεδο, την καινοτομία, την ισότητα των φύλων, και ούτω καθ’ εξής. Αλλά οι ημέρες αυτού που έχει γίνει γνωστό ως η σουηδική ιδιαιτερότητα, έχουν τελειώσει. Η χώρα δεν έχει πλέον μια ιδιαίτερα ισχυρή κοινωνική δημοκρατία. Το επίπεδο της ανισότητας δεν είναι πλέον ιδιαίτερα χαμηλό, και το επίπεδο της δημόσιας δαπάνης δεν θα είναι πλέον ιδιαίτερα υψηλό. Από τώρα και στο εξής, θα είναι πιθανότατα πιο κοντά στον μέσο όρο. Το τι θα κάνουν αυτά στην από μακρού χρόνου καθιερωμένη πολιτική και πνευματική ταυτότητα της Σουηδίας αποτελεί μια ανοιχτή εικασία.
* Ο BO ROTHSTEIN κατέχει την έδρα August Röhss Chair στις Πολιτικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο του Gothenburg.
Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.