Βλέποντας από την Καταλονία
Τα συν και τα πλην τού κινήματος ανεξαρτησίας
Carles Boix και J.C. Major
(Πηγή : http://foreignaffairs.gr)
Κατά τα τελευταία λίγα χρόνια, ο αριθμός των Καταλανών που επιθυμούν ανεξαρτησία από την Ισπανία έχει εκτιναχθεί στα ύψη. Μέχρι τις αρχές τής δεκαετίας τού 2000, ένα σταθερό 10%-15% υποστήριζε την ανεξαρτησία.
Τώρα, σύμφωνα με πρόσφατες δημοσκοπήσεις, το ποσοστό αυτό είναι πιο κοντά στο 50% (με το 30% να είναι αντίθετο και το υπόλοιπο είτε να απέχει είτε να μην προσφέρει καμία γνώμη). Η υποστήριξη της ανεξαρτησίας δεν υποχωρεί ακόμη και όταν στους ερωτηθέντες ειπώθηκε ότι η ανεξαρτησία θα μπορούσε να οδηγήσει σε αποκλεισμό από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Και ακόμη και εκείνοι που δεν προτιμούν απαραιτήτως μια ανεξάρτητη Καταλονία συμφωνούν ότι το θέμα θα πρέπει να τεθεί σε δημοψήφισμα: Τέσσερις στους πέντε Καταλανούς ευνοούν την διεξαγωγή τού δημοψηφίσματος, όπως και οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, οι επιχειρηματικές ενώσεις και οι εκατοντάδες οργανώσεις τής κοινωνίας των πολιτών.
Πολλοί επικαλούνται την παγκόσμια οικονομική κρίση ως την γενεσιουργό αιτία τής καταλανικής δυσαρέσκειας. Από αυτή την άποψη, η κίνηση για την ανεξαρτησία είναι απλά άλλη μια εκδήλωση των λαϊκιστικών κινημάτων που σαρώνουν όλη την Ευρώπη. Σίγουρα, οι οικονομικές αδικίες που προέρχονται από το γεγονός ότι αποτελεί μέρος τής Ισπανίας μπορεί να πείσει πολλούς να υποστηρίζουν την ανεξαρτησία. Αλλά αυτό δεν είναι το κύριο κίνητρό τους. Αντ’ αυτού, η επιθυμία να ξεφύγουν είναι ένα σύμπτωμα των βαθιά ριζωμένων ρωγμών στην διαμόρφωση του ισπανικού κράτους.
Κατ’ αρχήν, Ισπανοί και Καταλανοί διαφωνούν σχετικά με τους βασικούς όρους τής συζήτησης. Οι Ισπανοί βλέπουν τους εαυτούς τους ως μια προ-διατεταγμένη ιστορική επιχείρηση, της οποίας η Καταλονία είναι ένα απλό εξάρτημα - ένα από τα διάφορα κομμάτια ενός αναμφισβήτητου συνόλου. Οι Καταλανοί, από την άλλη πλευρά, προσδιόριζαν πάντα τον εαυτό τους ως ένα έθνος, ένα έθνος με μακρά και επιτυχημένη πορεία ως ανεξάρτητη πολιτεία μέχρι να απορροφηθεί από ένα πιο ισχυρό κράτος με σημαντικά διαφορετικά πολιτιστικά ήθη και δομές διακυβέρνησης.
Όταν η Καταλονία έπεσε στην κυριαρχία των Ισπανών μοναρχών στα τέλη τού 16ου αιώνα, υπήρξε μια δύσκολη ισορροπία μεταξύ της καταλανικής παράδοσης στην αυτο-διακυβέρνηση και της επιθυμίας τού στέμματος να ασκεί απόλυτη εξουσία πάνω στις κτήσεις του. Αυτό που ξεκίνησε ως μια πολιτική συνομοσπονδία μεταξύ ίσων έδωσε την θέση του στην σταδιακή κατάληψη της Καταλονίας από την Ισπανία. Το 1714, ως αποτέλεσμα του πολέμου και της κατοχής, όλοι οι καταλανικοί θεσμοί τελικά κατεστάλησαν και η Καταλονία έγινε, για όλους τους πρακτικούς λόγους, άλλο ένα εξάρτημα μιας παγκόσμιας αυτοκρατορίας που διοικείτο από την Μαδρίτη. Αντί να οικοδομήσει μια πολυεθνική κοινότητα στην οποία διαφορετικοί λαοί θα μπορούσαν να μοιραστούν μια πολιτική δομή, ενώ θα αναπτύσσοντο ελεύθερα και θα εφάρμοζαν τους δικούς τους κανόνες - όπως, για παράδειγμα, ήταν η περίπτωση της Αυστρο-ουγγαρίας στον 19ο αιώνα ή όπως συμβαίνει στην Ελβετία σήμερα - η Ισπανία πάντα επέλεγε να εξαρτά την επιβίωσή της σε μια πολιτική επιβολής και ομοιομορφίας. Αυτό σήμαινε να υποτιμά, και τελικά να αρνείται, την εθνική ταυτότητα των Καταλανών.
ΥΠΟΤΕΛΗΣ ΤΗΣ ΙΣΠΑΝΙΑΣ
Έχοντας παλέψει για να διαφυλάξουν την συλλογική τους ταυτότητα απέναντι στην αμείλικτη προσπάθεια να αποδυναμωθεί - και, σε ορισμένα κρίσιμα σημεία της ιστορίας, να εξαφανιστεί – αυτή η ταυτότητα, η θέση των Καταλανών στην Ισπανία δεν υπήρξε ποτέ άνετη. Μόνιμα χαρακτηριστικά αυτής της σχέσης υπήρξαν τα αντικρουόμενα συμφέροντα και οι αντίθετες κοσμοθεωρίες. Μετά από κάθε μια από τις δύο μεταβάσεις στην δημοκρατία που πραγματοποιήθηκαν στον 20ο αιώνα στην Ισπανία, οι Καταλανοί ήλπιζαν ότι θα ήταν δυνατό να επεξεργαστούν μια συμφωνία που θα σέβεται τα συμφέροντα και την πολιτισμική τους ταυτότητα. Η δημιουργία ενός δημοκρατικού καθεστώτος το 1931 προέβλεπε την δημιουργία μιας αυτόνομης περιφέρειας στην Καταλονία. Αλλά αυτό διεκόπη από το στρατιωτικό πραξικόπημα του Φράνκο το 1936. Με τον θάνατο του Φράνκο και την δεύτερη μετάβαση της Ισπανίας στην δημοκρατία στα τέλη τής δεκαετίας τού 1970, οι Καταλανοί και οι Ισπανοί έκαναν μια συμφωνία που έδωσε στους πρώτους έναν βαθμό αυτο-διακυβέρνησης με σεβασμό στον πολιτισμό, την γλώσσα, και την εκπαίδευση. Στα χαρτιά, αυτό ακούγεται λογικό. Αλλά στην πράξη, γρήγορα επανεμφανίστηκαν παλιές εντάσεις: Οι καταλανικές υπηρεσίες, στηριζόμενες σε πόρους που διατίθενται από την Μαδρίτη, παρέμειναν συστηματικά υποχρηματοδοτοημένες, και η κεντρική κυβέρνηση συνέχισε να παραβιάζει τις εξουσίες που είχαν μεταφερθεί ονομαστικά στην Βαρκελώνη.
Το 2005, το καταλανικό περιφερειακό κοινοβούλιο, με την υποστήριξη του 88% των μελών του, προώθησε μια αναθεωρημένη αυτοδιοικητική χάρτα για να διευκρινίσει καλύτερα τους όρους τής σχέσης τής Καταλονίας με την Ισπανία και να προστατεύσει τις πολιτικές δυνάμεις τής περιοχής έναντι των επανειλημμένων καταπατήσεων από την κεντρική κυβέρνηση. Αυτό που οι Καταλανοί είδαν ως μια προσεκτικά ισορροπημένη πρόταση τροποποιήθηκε σημαντικά από τον Ισπανό νομοθέτη και, στην συνέχεια, χτυπήθηκε με άσχημο τρόπο από το πολιτικοποιημένο συνταγματικό δικαστήριο της Ισπανίας. Ακόμη χειρότερα, η χάρτα προκάλεσε μια σφοδρή εκστρατεία στα ισπανικά μέσα ενημέρωσης εναντίον τής λεγόμενης καταλανικής «έλλειψης αλληλεγγύης».
Υπό το φως τής αντίδρασης της Ισπανίας σε αυτήν την οιονεί ομοσπονδιακή πρόταση, πολλοί Καταλανοί έχασαν την ελπίδα ότι μπορεί να επιτευχθεί μια αμοιβαία επωφελής συμφωνία με την Ισπανία και άρχισαν να αναζητούν νέες πολιτικές εναλλακτικές λύσεις. Ξεκινώντας από το φθινόπωρο του 2009, οι Καταλανοί άρχισαν να οργανώνουν, σε επίπεδο βάσης, τοπικά δημοψηφίσματα σχετικά με την ανεξαρτησία. Αυτά ήταν σε μεγάλο βαθμό συμβολικά, αλλά παρά ταύτα συμμετείχαν περισσότεροι από 800.000 ψηφοφόροι, και ακολουθήθηκαν από μαζικές διαδηλώσεις υπέρ τής ανεξαρτησίας τον Ιούλιο του 2010, τον Σεπτέμβριο του 2012 και το Σεπτέμβριο του 2013. Με τις δημοσκοπήσεις να αποκαλύπτουν σταθερά μια μετατόπιση υπέρ τής αυτοδιάθεσης, οι Καταλανοί πολιτικοί συμφώνησαν να προγραμματίσουν ένα δημοψήφισμα για τις 9 Νοεμβρίου τού 2014, για να μάθουν το ακριβές μέτρο υποστήριξης της απόσχισης.
Η διεθνής γνώμη τείνει να υποστηρίξει αυτό το δημοψήφισμα, όπως έχει υποστηρίξει εκείνο που θα πραγματοποιηθεί στην Σκωτία αυτόν τον Σεπτέμβριο ή εκείνο που πραγματοποιήθηκε στο Κεμπέκ πριν από λίγα χρόνια. Πράγματι, το να βρεθεί πού στέκεται ο καθένας φαίνεται να είναι ένα απαραίτητο βήμα για να ληφθεί μια τεκμηριωμένη απόφαση σχετικά με το πώς να γίνουν τα επόμενα βήματα. Και όμως, η ισπανική κυβέρνηση δεν έχει χορηγήσει στις καταλανικές Αρχές την εξουσία να διενεργήσουν αυτό που θα ήταν ένα μη δεσμευτικό δημοψήφισμα - κάτι που θα ήταν απολύτως νόμιμο σύμφωνα με τα άρθρα 92 και 150.2 του ισπανικού συντάγματος. Ωστόσο, η καταλανική κυβέρνηση έχει αποφασίσει να προχωρήσει και να οργανώσει ένα δημοψήφισμα ούτως ή άλλως, δεδομένου ότι η χάρτα αυτοδιοίκησης της Καταλονίας παρέχει στις περιφερειακές Αρχές το δικαίωμα να οργανώσουν «λαϊκές διαβουλεύσεις». Η ισπανική κυβέρνηση έχει ορκιστεί να παραπέμψει αυτήν την απόφαση στο συνταγματικό δικαστήριο. Αν το συνταγματικό δικαστήριο μπλοκάρει το δημοψήφισμα της Καταλονίας, η κυβέρνηση της Καταλονίας θα έχει δύο επιλογές: Να προχωρήσει με τις «διαβουλεύσεις» στις 9 Νοεμβρίου ή να προκηρύξει κοινοβουλευτικές εκλογές, που θα γίνουν ένα de facto δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία.
ΕΝΑΣ ΔΡΟΜΟΣ ΠΡΟΣ ΤΑ ΕΜΠΡΟΣ
Στην Καταλονία, τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της ανεξαρτησίας συζητήθηκαν και συνεχίζουν να συζητούνται διεξοδικά από τους πολιτικούς, τους ακαδημαϊκούς, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και το κοινό. Μελέτες που παράγονται από διεθνείς οργανισμούς έχουν πιστοποιήσει την ισχύ και την βιωσιμότητα της οικονομίας τής Καταλονίας, και η Καταλονία μπορεί ήδη να υπολογίζει σε μια σταθερή και αποτελεσματική θεσμική δομή την οποία θα μπορούσε να θέσει σε λειτουργία αμέσως.
Αντίθετα, η ισπανική κυβέρνηση, που υποστηρίζεται από ένα μεγάλο μέρος τής αντιπολίτευσης, αρνείται στους Καταλανούς όχι μόνο την δυνατότητα ενός δημοψηφίσματος, αλλά αρνείται επίσης να υποβάλει μια πρόταση που θα μπορούσε να κάνει τους Καταλανούς και τους Ισπανούς να αισθάνονται πιο άνετα μεταξύ τους. Εκτός από μια μειοψηφία αμετανόητων Ισπανών εθνικιστών, η διατήρηση του status quo δεν αποτελεί λύση για την Καταλονία. Όσο για το υπόλοιπο ενωτικό στρατόπεδο, κάποια πρόταση από την Μαδρίτη θα είχε το θετικό να προσεγγίσει εκείνους που θέλουν να καταψηφίσουν την ανεξαρτησία, αλλά θα ήθελαν επίσης να ξέρουν τι ψηφίζουν. Μια πρόταση από την Μαδρίτη θα εισήγαγε επίσης ισορροπία στην τρέχουσα πολιτική συζήτηση. Το να αρνείται να διαπραγματευθεί με τους Καταλανούς είναι ένας κακός τρόπος για να ασχοληθεί με ένα πρόβλημα που δεν θα εξαφανιστεί απλά. Ακόμα κι αν το κίνημα ανεξαρτησίας θα μπορούσε να εκτονωθεί με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, τελικά θα επανέλθει και πάλι, και πιθανώς πιο έντονα.
Αν στο τέλος τής ημέρας οι Καταλανοί πράγματι επιλέξουν την ανεξαρτησία, είτε επειδή πιστεύουν ότι είναι η καλύτερη λύση είτε απλά επειδή δεν έχει προταθεί κάποια άλλη επιλογή, θα είναι προς το συμφέρον όλων – της Καταλονίας, της Ισπανίας και της Ευρώπης - να εξασφαλιστεί ότι η μετάβαση θα είναι ταχεία και ομαλή. Ένα δημοψήφισμα θα καταστήσει δυνατή μια ομαλή διαδικασία απόσχισης, συμφωνημένη από την Ισπανία και παρακολουθούμενη από την διεθνή κοινότητα, η οποία δεν θα πρέπει να προκαλέσει αδικαιολόγητη αναστάτωση. Από την άλλη πλευρά, το να μην επιτραπεί στους Καταλανούς να εκφραστούν, θα δημιουργήσει μια χρόνια πηγή αναταραχής σε ένα μέρος τού κόσμου - τη νότια Ευρώπη – που έχει σοβαρή ανάγκη από σταθερότητα.
* Ο CARLES BOIX είναι καθηγητής Πολιτικής και Δημοσίων Υποθέσεων στην έδρα Robert Garrett στο Πανεπιστήμιο Princeton και μέλος τής Συμβουλευτικής Επιτροπής για την Εθνική Μετάβαση στην κυβέρνηση της Καταλονίας.
Ο J.C. MAJOR είναι ο ιδρυτής τού Col.lectiu Emma και εκδότης τής ιστοσελίδας τού “Explaining Catalonia”.
Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.