Στο μικρασιατικό χωριό που πωλείται
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr)
Το οδοιπορικό της «Κ» σε ένα ζωντανό μνημείο ελληνικής παρουσίας στα παράλια που κινδυνεύει έπειτα από έναν αιώνα ιστορίας
Το μεσημέρι, όταν ο δυνατός καλοκαιρινός ήλιος είναι ψηλά, κάτι παράξενο συμβαίνει στο Λιβίσι. Τα λευκά πλαίσια των παραθύρων λάμπουν και τα σπίτια μοιάζουν και πάλι φωτισμένα. Και τότε, αν σταθείς για λίγο και ακουμπήσεις τις πέτρες θα νιώσεις ότι ακούς και πάλι τα γέλια και τις φωνές μιας ζωντανής πόλης. Μόνο που για το Λιβίσι, το κεφάλαιο «ζωή» έκλεισε το 1922. Μέχρι τότε κατοικούνταν κυρίως από Ελληνες –3.500 σύμφωνα με κάποιες πηγές, 6.500 σύμφωνα με άλλες–, οι οποίοι υποχρεώθηκαν να το εγκαταλείψουν στο πλαίσιο της ανταλλαγής πληθυσμών. Σήμερα παραμένει ερειπωμένο, κρυμμένο καλά πίσω από ένα λόφο μέσα σε ένα πυκνό δάσος, μόλις λίγα χιλιόμετρα από το παραθαλάσσιο τουρκικό θέρετρο Φέτιγιε (Μάκρη), περίπου δύο ώρες με το «δελφίνι» από τη Ρόδο. Την προηγούμενη εβδομάδα, το Λιβίσι βρέθηκε ξαφνικά στην επικαιρότητα. Οι τουρκικές εφημερίδες δημοσίευσαν ανακοίνωση του τουρκικού υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού, σύμφωνα με την οποία η κυβέρνηση αναζητά επενδυτή για τη μετατροπή μέρους του χωριού –του ενός τρίτου περίπου– σε τουριστική εγκατάσταση. Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα, ο επενδυτής θα το εκμεταλλευτεί για 49 χρόνια, αναλαμβάνοντας παράλληλα τη συντήρηση του υπολοίπου. Η «Κ» ταξίδεψε στο Λιβίσι για να καταγράψει τις ιστορίες και τη φωνή όσων θορύβησε η είδηση, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Τουρκία.
«Οταν ήμασταν παιδιά παίζαμε ένα παιχνίδι», λέει η Ισίκ Ταμπάν που μεγάλωσε στο Λιβίσι και πριν από λίγες ημέρες δημοσίευσε ένα βιβλίο με ιστορίες του. «Όταν βρίσκαμε στο χωριό ένα κομμάτι γυαλιού ή πορσελάνης, προσπαθούσαμε να φανταστούμε τι ήταν, σε ποιον ανήκε».
Μετά το 1922 οι πόρτες των Ελλήνων στο Λιβίσι κλειδώθηκαν, τα πολύτιμα υπάρχοντα στις περισσότερες περιπτώσεις δόθηκαν στους Τούρκους γείτονες για φύλαξη και ο ήλιος έδυσε οριστικά πάνω από τη μικρή πόλη. Οι Τούρκοι αγρότες που ήρθαν με την ανταλλαγή από τη Θεσσαλονίκη (όπως λένε οι ντόπιοι) στις περισσότερες περιπτώσεις εγκατέλειψαν σύντομα το μέρος, καθώς η γη δεν έφθανε για όλους. Οι Τούρκοι του Λιβισίου ή Καγιάκιοϊ όπως ονομάστηκε αργότερα, σιγά σιγά έφυγαν και αυτοί και από τους 1.000 κατοίκους του 1922 έπειτα από λίγα χρόνια είχαν μείνει λιγότεροι από 300. Στον πόνο αυτών που έφυγαν προστέθηκε και ο πόνος αυτών που έμειναν.
«Στους μικρούς δρόμους του Καγιάκιοϊ έχουν μείνει τα αποτυπώματα του Γιώργου και του Ιμπραήμ, της Αϊσέ και της Ελένης. Δεν ήταν δικός τους πόλεμος, αλλά πλήρωσαν το τίμημα. Οι τοίχοι εδώ κουβαλούν τις μνήμες τους», λέει η Ταμπάν.
Περίπου 500 χιλιόμετρα μακριά, στη Νέα Μάκρη, η 72χρονη Δέσποινα Μαυρίκου ζει με τις ιστορίες της Λιβισιανής γιαγιάς που τη μεγάλωσε. «Η γιαγιά μου πέθανε το 1952, η μάνα μου το 2006. Δεν μπόρεσαν να ξαναπάνε στο Λιβίσι και το είχαν καημό (...). Μια φορά, όταν η κόρη μου ήταν παιδί έπαιζε στην αυλή με ένα αεροπλανάκι. Την είδε η γιαγιά μου και της είπε “αχ μωρό μου, βάλε με μέσα να με πας στην πατρίδα...Εμένα μου έλεγε να πας εσύ στο Λιβίσι, με την ευχή μου και να μου φέρεις χαλίκια από την αυλή του Ταξιάρχη”». Η κ. Μαυρίκου ήταν τυχερή που τα κατάφερε, καθώς η εκκλησία του Ταξιάρχη με την περίτεχνη (έστω και τραυματισμένη σήμερα) βοτσαλωτή αυλή της έκλεισε πέρυσι για το κοινό.
«Οταν έφθασα στον Ταξιάρχη άρχισα να ψάχνω για το σπίτι μας. Ελεγα “αχ ρε μάνα να ζούσες”, δεν έβρισκα από πού μου είχε πει να βγω. Μετά βρήκα μια πόρτα και τότε το είδα μπροστά μου: ένα “γάμμα” είχε απομείνει, φαίνονταν ακόμα η κάπνα στο τζάκι».
Η εικόνα του Λιβισίου σήμερα είναι σχεδόν απόκοσμη: εκατοντάδες πέτρινα σπίτια, σφιχταγκαλιασμένα μέσα στα στενά σοκάκια, χάσκουν ανοιχτά από παντού, χωρίς στέγες, τα περισσότερα μισογκρεμισμένα. Σε πολλές περιπτώσεις, μόνο κάποια σκόρπια ντουβάρια έχουν απομείνει να θυμίζουν το περίγραμμα των σπιτιών. Ή μια σκάλα που δεν οδηγεί πουθενά, ένα τζάκι στον αέρα στηριγμένο σε ένα κομμάτι τοίχου, ακόμα καπνισμένο μετά από 90 χρόνια. Ενας λουλακί τοίχος, με τα ίχνη των ντουλαπιών και τις εσοχές, που κάποτε φιλοξενούσαν ένα νοικοκυριό. Το χώμα έχει καλύψει τα πατώματα, τα δέντρα –ιδίως οι πολυάριθμες αγριοσυκιές– έχουν φυτρώσει παντού: μέσα στους τοίχους, στη μέση των δωματίων, με τις ρίζες τους να τρυπώνουν σε κάθε ρωγμή και να χωρίζουν τις πέτρες.
Κι όμως, σε πείσμα του χρόνου και της εγκατάλειψης, το παρελθόν είναι εύκολα ορατό. Το Λιβίσι είναι πιθανότατα το μόνο οικιστικό σύνολο στη Μικρά Ασία, που παραμένει ολόκληρο, χωρίς επεμβάσεις, να θυμίζει την ιστορία του ελληνισμού στην περιοχή. Αυτός είναι και ο λόγος που το Λιβίσι (ή Kayakoy στα τουρκικά) έχει μετατραπεί σε τουριστικό αξιοθέατο. Οι τουριστικοί οδηγοί μάλιστα το ονομάζουν ghost town, δηλαδή πόλη-φάντασμα.
««Θυμώνω όταν το αποκαλούν “χωριό-φάντασμα”», λέει η Ισίκ Ταμπάν, μία από τους πολλούς ανθρώπους της περιοχής που νιώθουν την ανάγκη να καταγράψουν τις μνήμες της «άλλης» πλευράς, σε μία προσπάθεια συμφιλίωσης με το παρελθόν. «Πολλοί Έλληνες έρχονται εδώ. Κάποιοι κλαίνε, είναι τόσο λυπηρό για εμάς. Μας γράφουν γράμματα, μας λένε πόσο δύσκολη ήταν η ζωή τους (σ.σ. αφότου έφυγαν)», λέει ο Νάιλ Κουγιουτσάκ, κάτοικος της περιοχής.
Σήμερα, μόλις επτά από τα εκατοντάδες σπίτια του Λιβισίου έχουν αναστηλωθεί και κατοικούνται, καθώς παρέμειναν ιδιωτικές περιουσίες, σε αντίθεση με το μεγαλύτερο μέρος του χωριού που πέρασε σε κρατική ιδιοκτησία.
Ο Μπιρόλ Γκανίογλου είναι ιδιοκτήτης μιας από αυτές τις αναπαλαιωμένες κατοικίες. Το ισόγειο το έχει μετατρέψει σε εστιατόριο, ανασυνθέτοντας το εσωτερικό του σπιτιού. Στην είσοδο έχει φωτογραφίες από Ελληνες του Λιβισίου από το χωριό και από τη Νέα Μάκρη.
«Το σπίτι μου ανήκε σε έναν Γιώργο Γεωργιάδη, που είχε το παρατσούκλι Kel Yorgo, ο καραφλός Γιώργος, περίπου σαν εμένα», αστειεύεται.
Οι διηγήσεις που συνέλεξε από ντόπιους και Έλληνες επισκέπτες είναι το θέμα του νέου του βιβλίου. «Οι πλουσιότεροι Έλληνες έφυγαν στο εξωτερικό: στη Γαλλία, στη Γερμανία. Οι φτωχότεροι πήγαν στη Νέα Μάκρη», αναφέρει. «Έρχονται πολλοί άνθρωποι εδώ και μας λένε τις ιστορίες τους. Για παράδειγμα, μια οικογένεια Ελλήνων άφησε σε φίλους τους ένα μπαούλο με τα προικιά της κόρης τους. Υστερα από πολλά χρόνια, η οικογένεια κατάφερε να τους εντοπίσει στην Ελλάδα και τους το παρέδωσε».
«Μας έδιωξαν από την πατρίδα»
«Η γιαγιά μου δεν μιλούσε για αυτά, στεναχωριόνταν και έκλαιγε. Έλεγε “μας έδιωξαν από την πατρίδα μας χωρίς να φταίμε για κάτι”». Όσο τα χρόνια περνούν, οι μαρτυρίες για τη ζωή στο Λιβίσι γίνονται ολοένα και πιο πολύτιμες. Η 72χρονη Δέσποινα Μαυρίκου μεγάλωσε με τις διηγήσεις της μητέρας της, που έφυγε από το Λιβίσι μόλις 7 χρονών και της γιαγιάς της και έτσι νιώθει έντονη τη σύνδεση με ένα μέρος, το οποίο έχει επισκεφθεί μόλις μια φορά, το 2009. Σήμερα, ζει σε ένα από τα παλιά σπίτια του προσφυγικού οικισμού της Νέας Μάκρης, εκεί όπου εγκαταστάθηκαν πολλοί από τους πρόσφυγες από τη Μάκρη (Φέτιγιε) και το Λιβίσι (Καγιάκιοϊ).
Στις διηγήσεις των δικών της, το Λιβίσι ήταν ένα ονειρεμένο μέρος. «Είχε πολλές γειτονιές, πολλές εκκλησιές (...). Είχε και Τούρκους, τα περνούσαν πολύ καλά με τους γείτονές τους». Τα προβλήματα για τους κατοίκους της περιοχής ξεκίνησαν λίγα χρόνια πριν τη μικρασιατική καταστροφή. Ακόμα και τότε, όμως, οι σχέσεις Ελλήνων και Τούρκων στο χωριό παρέμειναν πολύ ισχυρές. «Η γιαγιά μου ήταν χήρα (...). Είχε τέσσερις κόρες και έναν γιο. Κάποια στιγμή την έστειλαν εξορία με τη μάνα μου (σσ. που ήταν μωρό). Τις άλλες δύο κόρες - η τρίτη ήταν παντρεμένη- τις άφησε στον Τούρκο (σσ. γείτονα). Που να τις πάει, φοβόταν. Της λέει “εγώ θα τις κρατήσω και θα τις έχω σαν παιδιά μου”. Τις κράτησε, ντυθήκαν τουρκαλίτσες και έμεναν στο σπίτι του Τούρκου. Και είχε πάει ένας φίλος του γιού του και τις κοίταξε. Ήξερε ότι έχει δύο κόρες, πώς είχαν γίνει τέσσερις; Και του λέει εκείνος, ο πατέρας “αυτό που είδες να το ξεχάσεις”. Γύρισε η γιαγιά μετά από 6 μήνες και τις μάζεψε πάλι».
Το 1922 ανακοινώθηκε στον ελληνικό πληθυσμό του Λιβισίου ότι θα έπρεπε να το εγκαταλείψει. «Τους είπαν, “θα πάτε στην πατρίδα σας και θα φάτε μακαρόνια με τρύπες κι εμείς θα σας περιμένουμε, θα ξαναγυρίσετε. Να κλειδώσετε τα σπίτια σας και να φύγετε”. Η γιαγιά έβαλε μια “τύπωση”, που κάνουν το πρόσφορο, το κλειδί και μια αλλαξιά ρούχα σε ένα μπόγο και τον κρέμασε στο λαιμό της. Είχε μια Τουρκάλα που ήταν 20 χρόνια συνέταιροι στα χωράφια. Τα είχανε πάρα πολύ καλά. Της λέει εκείνη “Δέσποινα, άμα αργήσεις την κατσίκα σου τι να την κάνω;” “Να την αρμέγεις να παίρνεις το γάλα”. “Να πάρω και την τριανταφυλλιά σου;”. “Να την πάρεις”».
Γνωρίζοντας ότι δεν επιτρεπόταν να πάρουν μαζί τους πολύτιμα αντικείμενα, οι Έλληνες τα άφησαν στους Τούρκους γείτονές τους. «Ο παππούς δούλευε πολλές φορές στη Σύμη και μάλιστα τη θεία μου την είχε βαφτίσει μια Συμιακιά. Ήξερε ο Τούρκος ότι η γιαγιά είχε νταλαβέρια με τη Σύμη. Και όταν έφυγε του άφησε ένα σακούλι με τα χρυσά. Ατσίζ Αγά τον λέγανε. Της είπε, “Δέσποινα, αν ζήσω και δεν πεθάνω, τα χρυσά σου θα τα πάρεις”. Και της είπε “ράφτα με μια κλωστή κόκκινη, για να ξέρεις ότι είναι με τα δικά σου τα ραψίματα”. Και την ειδοποίησαν (σσ. μετά από καιρό) τη γιαγιά και πήγε και τα πήρε από τη Σύμη τα χρυσά της. Ο Τούρκος της τα πήγε, δεν πήρε ο άνθρωπος τίποτα».
Η αναχώρηση
Όλα έγιναν πολύ γρήγορα. «Η γιαγιά μου (σσ. με τις 4 κόρες) κατέβηκε στη Μάκρη με τα πόδια, 8 χιλιόμετρα και έφυγε την άλλη μέρα με ναυλωμένο καράβι (...). Ήταν οι πρώτοι που φύγανε (...). Η μάνα μου με μια πρώτη της ξαδέρφη -που είχε και αυτή το όνομα Σεβαστή- μπήκαν στη σειρά (σσ. για το πλοίο) γιατί μια γυναίκα έψαχνε τις γυναίκες αν είχαν χρυσά πάνω τους και έναν άντρα που έψαχνε τους άντρες. Και έβλεπε ότι έπαιρναν ό,τι χρυσό είχανε. Και λέει η μάνα μου, “Σεβαστή, τα σκουλαρίκια μας θα τα πάρουν. Τα βγάζουμε να τα πετάξουμε στη θάλασσα”; Τα έβγαλαν λοιπόν, τα έκαναν κρίκους, τα πέταξαν στη θάλασσα και τα κοίταζαν καθώς βυθίζονταν, μέχρι να κατέβουν στον πάτο».
Το πλοίο έφυγε από τη Μάκρη για τον Πειραιά. «Το εισιτήριο ήταν μια λίρα το άτομο (...). Ήρθαν στον Πειραιά (...) Ένας από την επιτροπή την προσφυγική ήθελε μια θεία μου. Και λέει στη γιαγιά, αν μου δώσεις (σσ.για γυναίκα) την κόρη σου, θα σας πάω σε ένα μέρος που θα ζήσει καλά γιατί έχει θάλασσα. Του λέει εκείνη: “μόνο τα ρούχα που φοράει έχει. Δεν έχει τίποτα άλλο. Λέει αυτός, “γιατί, έχω εγώ;”. Κι έτσι ήρθαν εδώ τη Νέα Μάκρη (...). Δεν ήρθαν όλοι μαζί, πρώτα ήρθαν 93 οικογένειες (...). Ήταν τυχεροί γιατί έγινε η αποκατάσταση σύντομα. Τους έδωσαν μια σκηνή και μια κατσίκα για να πίνουν γάλα. Και μετά, άρχισαν το Γολγοθά».
Το ταξίδι της επιστροφής
Το πολυπόθητο ταξίδι της επιστροφής στο Λεβίσι για την κ. Μαυρίκου έγινε το 2009, τρία χρόνια μετά το θάνατο της μητέρας της. «Πετούσα, δεν περπατούσα. Πέρασαν μέσες, πέρασαν πόδια, έγινα περδίκι, πρώτη πήγαινα (...), μαζί με τον εγγονό μου τον Αντώνη. Εγώ βρήκα τη βρύση. Πήγαμε, πλυθήκαμε, ήπιαμε νερό, τρελαθήκαμε από τη χαρά μας (...). Μου τα έλεγαν τόσο αυτά, που ήξερα πώς θα πάω, πού θα περπατήσω». Το σπίτι της οικογένειάς της βρισκόταν δίπλα στη μεγάλη εκκλησία του χωριού, τον Ταξιάρχη. «Κάπου σε ένα σημείο βρήκα μια πόρτα, βγαίνω και το βλέπω μπροστά μου. "Αντώνη έλα να με βγάλεις μια φωτογραφία στο σπίτι", λέω στον εγγονό μου. “Πού το ξέρεις καλέ γιαγιά;”. Πού το ξέρω, αφού έλεγε (σσ. η γιαγιά) ότι είχε τη συκιά μπροστά και να η συκιά. Με αξίωσε ο Θεός και πήγα».
Οι προσπάθειες που σταμάτησε η Τουρκία
Πέρα όμως από την συγκινητική ιστορία του, το Λιβίσι είναι μοναδικό και γι’ αυτή την ιδιαίτερη, απόκοσμη ατμόσφαιρά του που δύσκολα περιγράφεται με λέξεις.
«Το Καγιάκιοϊ είναι ένα ζωντανό μουσείο αρχιτεκτονικής», εξηγεί η Χιλάλ Αλιανάκ, πρόεδρος του Επιμελητηρίου Αρχιτεκτόνων του Φέτιγιε. «Οι αρχιτέκτονες της περιοχής ασχολούμαστε χρόνια με το Καγιάκιοϊ και θέλουμε να προστατευτεί». Σε αυτό συμφωνεί και η αρχιτέκτονας Σέμα Κουμιόλ-Ρέντπαθ. «Οταν πρωτοήρθα το 1980, μου κόπηκε η ανάσα. Ενιωσα τον πόνο των ανθρώπων που αναγκάστηκαν να φύγουν. Και μετά άρχισε να με απασχολεί τι μπορεί να γίνει», λέει.
Η αρχιτεκτονική κοινότητα, τόσο στην Τουρκία όσο και στην Ελλάδα, έχει κάνει αρκετές προσπάθειες. Η Σέμα Κουμιόλ-Ρέντπαθ συμμετείχε μάλιστα στο πρώτο εγχείρημα, που ξεκίνησε το 1999 με την υπογραφή συμφωνίας ανάμεσα στο Τουρκικό Επιμελητήριο Αρχιτεκτόνων και στην Τουριστική Ενωση της Τουρκίας για την αποκατάσταση δύο μεγάλων εκκλησιών και του δρόμου που τις συνδέει.
Περίπου την ίδια περίοδο έγιναν αρχιτεκτονικές συναντήσεις με τη συμμετοχή του Ν. Αγριαντώνη, τότε προέδρου του ελληνικού τμήματος της διεθνούς επιστημονικής οργάνωσης ICOMOS, και του Αρίφ Σεντέκ, γ.γ. του Τουρκικού Επιμελητηρίου Αρχιτεκτόνων, με θέμα τη μελέτη αποκατάστασης του οικισμού. Στόχος της κοινής προσπάθειας ήταν το Λιβίσι να γίνει «χωριό ειρήνης και φιλίας».
Ύστερα από αρκετά χρόνια, η προσπάθεια άρχισε να παίρνει συγκεκριμένη μορφή. «Με τη συνεργασία του Κ. Κατσιγιάννη από το ICOMOS οργανώσαμε έναν φάκελο, ώστε η αναστήλωση των δύο εκκλησιών να γίνει με ευρωπαϊκούς πόρους μέσω των διασυνοριακών προγραμμάτων (από κοινού με κάποια έργα στη Ρόδο).
Οι αρχιτέκτονες των Δωδεκανήσων και των Μούγλων έχουν από χρόνια δημιουργήσει διαύλους επικοινωνίας και κάθε χρόνο πραγματοποιούν μια συνάντηση που φέτος πραγματοποιείται στα τέλη Οκτώβρη στο Φέτιγιε και συμπτωματικά περιλαμβάνει ξενάγηση στο Λιβίσι. Η Ροδίτισσα αρχιτέκτων Αναστασία Παπαϊωάννου έχει μέσω του διαύλου αυτού επισκεφθεί αρκετές φορές την περιοχή. «Στην είσοδο του χωριού υπάρχει μία κρήνη που έφτιαξε το 1912 ο Γεώργιος Θεοδώρου, ένας τοπικός ευεργέτης, καθώς το Λιβίσι είχε πρόβλημα επάρκειας νερού», λέει. «Μάλιστα, υπάρχει μέχρι σήμερα η ευχαριστήρια επιγραφή που τοποθέτησε ο δήμος». Οταν την είδε η Παπαϊωάννου προσφέρθηκε να κάνει τη μελέτη αποκατάστασής της και να αναλάβουν τα έξοδα των εργασιών Ελληνες αρχιτέκτονες. Όμως, παρότι αρχικά φάνηκε ότι υπήρχε θετική διάθεση, τελικά η υπόθεση δεν προχώρησε.
Αυτό που προχώρησε τον τελευταίο μήνα όμως είναι η πρόθεση της τουρκικής κυβέρνησης να το εκμεταλλευτεί τουριστικά. Σύμφωνα με όσα έχουν έως τώρα γίνει γνωστά, στις 8 Αυγούστου τρεις επενδυτές εξέφρασαν το ενδιαφέρον τους για το Λιβίσι. Στην επόμενη φάση, αυτήν της αξιολόγησης, προχώρησαν οι δύο και στις 23 Οκτωβρίου αναμένεται να κατατεθούν οικονομικές προσφορές. Η επένδυση αφορά τη δημιουργία 300 κλινών στο Λεβίσι, με την αναπαλαίωση παλαιών κτισμάτων τα οποία θα παραχωρηθούν για 49 χρόνια στον επενδυτή. Το ύψος της επένδυσης υπολογίζεται στα 30 εκατ. τουρκικές λίρες (περίπου 10,4 εκατ. ευρώ).
«Κάποιο μέρος των κτιρίων πρέπει να έρθει στη ζωή. Αλλά όχι για να εξυπηρετήσει μαζικό τουρισμό, όπως στο Φέτιγιε», λέει η Σέμα Κουμιόλ-Ρέντπαθ. «Οταν έρχεσαι στο Καγιάκιοϊ, θέλεις να δεις πώς ήταν πριν από έναν αιώνα, όχι πισίνες. Δεν θέλω να είμαι 100% αρνητική, αλλά, επειδή γνωρίζω πού μπορεί να φτάσει η ιδιωτική πρωτοβουλία, πρέπει να τεθούν όροι».
Πίσω στη Νέα Μάκρη, η κ. Δέσποινα Δαμιανού, πρόεδρος του Πολιτιστικού Συλλόγου Μακρινών και Λιβισιανών Νέας Μάκρης, συμφωνεί.
«Κατ’ αρχάς, ήταν ένα δώρο για μας το ότι κρατήθηκε όπως κρατήθηκε μέχρι τώρα. Η επιθυμία όλων των Μακρινών είναι να συντηρηθεί και να δείξουν οι Τούρκοι φίλοι μας ευαισθησία και ενδιαφέρον». Το ίδιο όμως πιστεύει και η κ. Δέσποινα Μαυρίκου.
«Για μένα είναι ένας τόπος ιερός. Ολη μας η ζωή ξεκίνησε από εκεί. Δηλαδή πώς;» αναρωτιέται.
Πεντακόσια χιλιόμετρα μακριά κρατά τις δικές της μνήμες φυλαγμένες σε ένα μικρό κουτί. Το ανοίγει με ευλάβεια και δείχνει το πολύτιμο περιεχόμενό του: χαλίκια από την αυλή του Ταξιάρχη στο Λιβίσι. Τα έβαλε στον τάφο της γιαγιάς της, λέει, όπως της είχε υποσχεθεί. «Εχω κρατήσει μερικά και για τον δικό μου», λέει και τα μάτια της θολώνουν.