Πόσο εθισμένοι είμαστε στην καφεΐνη;
MURRAY CARPENTER / THE GUARDIAN
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr)
Στις 9 Απριλίου 2010, ο 23χρονος φοιτητής Μάικλ Μπέντφορντ βρέθηκε σε πάρτι κοντά στην κατοικία του στο Μάνσφιλντ της Μασαχουσέτης. Εκεί, αστειευόμενος, κατανάλωσε δύο κουταλάκια του γλυκού καφεΐνης σε σκόνη, που είχε αγοράσει μέσω Διαδικτύου, για να τα ξεπλύνει με ένα ενεργειακό αναψυκτικό.
Ο Μάικλ, που πρέπει να είχε καταναλώσει συνολικά 5 γραμμάρια καφεΐνης, άρχισε αμέσως να εμφανίζει προβλήματα στην ομιλία, προτού κάνει εμετό και λιποθυμήσει. Λίγη ώρα αργότερα, ο 23χρονος ήταν νεκρός. Ο ιατροδικαστής ανέφερε ως αιτία θανάτου «καρδιοτοξικές επιπτώσεις».
Πόση καφεΐνη καταναλώνει σε καθημερινή βάση ο μέσος άνθρωπος; Παρότι οι περισσότεροι από εμάς, εάν ερωτηθούμε για τις συνήθειές μας, θα απαντήσουμε απαριθμώντας πόσους «καφέδες» πίνουμε κάθε ημέρα, η πραγματική πρόσληψη καφεΐνης εξαρτάται από διαφορετικούς παράγοντες. Ενα φλιτζάνι 40 ml καφέ –μέγεθος που χρησιμοποιείται συνήθως στις επιστημονικές μελέτες– μπορεί να διαθέτει λιγότερα από 60 mg καφεΐνης ενώ μία κούπα 450 ml μπορεί να έχει δεκαπλάσιο ποσοστό της δραστικής αυτής ουσίας. Και τα δύο θεωρούνται, όμως, από το κοινό «ένας καφές».
Ο ειδικός τοξικολόγος Μπρους Γκόλντμπεργκ, ο οποίος εργάστηκε στην ιατροδικαστική υπηρεσία της Βαλτιμόρης των ΗΠΑ, καταθέτει ένα σημαντικό ερώτημα. Πόση καφεΐνη λαμβάνουμε από τα ποτά και τα αναψυκτικά μας;
Σε μεγάλη μελέτη, που δημοσίευσε ο δρ Γκόλντμπεργκ το 2003, η ομάδα του διαπίστωσε μεγάλες αποκλίσεις στην περιεκτικότητα καφεΐνης όχι μόνο σε καφέδες από διαφορετικές μάρκες, αλλά και μεταξύ καφέδων από το ίδιο καφενείο. Σε πείραμά του, ο δρ Γκόλντμπεργκ δοκίμασε έξι συσκευασίες ίδιου καφέ των 480 ml, σε ισάριθμες ημέρες, για να διαπιστώσει ότι η περιεκτικότητά τους σε καφεΐνη κυμαινόταν από 260 mg μέχρι και 564 mg. Ανάλογα αποτελέσματα κατέγραψε και ο Τόμας Κρόζιερ στη Σκωτία, έχοντας αναλύσει 20 εσπρέσο σε διάφορα καφενεία της Γλασκώβης.
Το φαινόμενο αυτό οφείλεται στην πολυπλοκότητα του μορίου του καφέ. Τα ποσοστά καφεΐνης διαφέρουν έτσι σημαντικά, ανάλογα με τις συνθήκες καλλιέργειας του καρπού, την ποικιλία του φυτού και τον τρόπο βρασμού του.
Ο βιολόγος Ρόλαντ Γκρίφιθς, ειδικευμένος στις ψυχοτρόπους ουσίες, εξηγεί: «Η ειδικότητά μου είναι η ψυχοφαρμακολογία και ενδιαφέρομαι για κάθε ψυχοτρόπο παρενέργεια. Η καφεΐνη είναι για μένα η πιο συναρπαστική ένωση, καθώς είναι εμφανώς ψυχοτρόπος. Παρά ταύτα, είναι εντελώς αποδεκτή από τις κοινωνίες σχεδόν σε όλο τον κόσμο. Η καφεΐνη, αν και μεταβάλλει τη διάθεση, δεν θεωρείται ναρκωτικό. Αυτό είναι σφάλμα, καθώς η ουσία αυτή διαθέτει όλα τα γνωρίσματα και τις ιδιότητες ενός ναρκωτικού, με σημαντικό ποσοστό χρηστών να εθίζονται σε αυτό».
Στην καφεΐνη οφείλει, στο μεταξύ, την επιτυχία της η Coca-Cola. Στην πρώτη της εκδοχή, στις αρχές του 20ού αιώνα, το δημοφιλές ποτό διέθετε 80 mg καφεΐνης σε κάθε μπουκάλι των 250 ml. Την εποχή εκείνη σημειώθηκε και η μοναδική –αποτυχημένη– προσπάθεια της αμερικανικής υπηρεσίας τροφίμων (FDA) να ελέγξει την αναδυόμενη «οικονομία της καφεΐνης». Οι αδυσώπητες κινήσεις της βιομηχανίας και η αριστοτεχνική αξιοποίηση της επιρροής της στην Ουάσιγκτον εγγυήθηκαν την πλήρη ελευθερία κινήσεων των κατασκευαστών αναψυκτικών, πολιτική που τηρείται ακόμη και σήμερα.
Η FDA επιλέγει σήμερα να ελέγχει την περιεκτικότητα καφεΐνης, όταν αυτή αποτελεί συστατικό φαρμάκων –όπως πολλών αντιπυρετικών– και να αδιαφορεί για τα ποσοστά της, όταν αυτά περιέχονται σε αναψυκτικά ή ενεργειακά ποτά.
MURRAY CARPENTER / THE GUARDIAN
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr)
Στις 9 Απριλίου 2010, ο 23χρονος φοιτητής Μάικλ Μπέντφορντ βρέθηκε σε πάρτι κοντά στην κατοικία του στο Μάνσφιλντ της Μασαχουσέτης. Εκεί, αστειευόμενος, κατανάλωσε δύο κουταλάκια του γλυκού καφεΐνης σε σκόνη, που είχε αγοράσει μέσω Διαδικτύου, για να τα ξεπλύνει με ένα ενεργειακό αναψυκτικό.
Ο Μάικλ, που πρέπει να είχε καταναλώσει συνολικά 5 γραμμάρια καφεΐνης, άρχισε αμέσως να εμφανίζει προβλήματα στην ομιλία, προτού κάνει εμετό και λιποθυμήσει. Λίγη ώρα αργότερα, ο 23χρονος ήταν νεκρός. Ο ιατροδικαστής ανέφερε ως αιτία θανάτου «καρδιοτοξικές επιπτώσεις».
Πόση καφεΐνη καταναλώνει σε καθημερινή βάση ο μέσος άνθρωπος; Παρότι οι περισσότεροι από εμάς, εάν ερωτηθούμε για τις συνήθειές μας, θα απαντήσουμε απαριθμώντας πόσους «καφέδες» πίνουμε κάθε ημέρα, η πραγματική πρόσληψη καφεΐνης εξαρτάται από διαφορετικούς παράγοντες. Ενα φλιτζάνι 40 ml καφέ –μέγεθος που χρησιμοποιείται συνήθως στις επιστημονικές μελέτες– μπορεί να διαθέτει λιγότερα από 60 mg καφεΐνης ενώ μία κούπα 450 ml μπορεί να έχει δεκαπλάσιο ποσοστό της δραστικής αυτής ουσίας. Και τα δύο θεωρούνται, όμως, από το κοινό «ένας καφές».
Ο ειδικός τοξικολόγος Μπρους Γκόλντμπεργκ, ο οποίος εργάστηκε στην ιατροδικαστική υπηρεσία της Βαλτιμόρης των ΗΠΑ, καταθέτει ένα σημαντικό ερώτημα. Πόση καφεΐνη λαμβάνουμε από τα ποτά και τα αναψυκτικά μας;
Σε μεγάλη μελέτη, που δημοσίευσε ο δρ Γκόλντμπεργκ το 2003, η ομάδα του διαπίστωσε μεγάλες αποκλίσεις στην περιεκτικότητα καφεΐνης όχι μόνο σε καφέδες από διαφορετικές μάρκες, αλλά και μεταξύ καφέδων από το ίδιο καφενείο. Σε πείραμά του, ο δρ Γκόλντμπεργκ δοκίμασε έξι συσκευασίες ίδιου καφέ των 480 ml, σε ισάριθμες ημέρες, για να διαπιστώσει ότι η περιεκτικότητά τους σε καφεΐνη κυμαινόταν από 260 mg μέχρι και 564 mg. Ανάλογα αποτελέσματα κατέγραψε και ο Τόμας Κρόζιερ στη Σκωτία, έχοντας αναλύσει 20 εσπρέσο σε διάφορα καφενεία της Γλασκώβης.
Το φαινόμενο αυτό οφείλεται στην πολυπλοκότητα του μορίου του καφέ. Τα ποσοστά καφεΐνης διαφέρουν έτσι σημαντικά, ανάλογα με τις συνθήκες καλλιέργειας του καρπού, την ποικιλία του φυτού και τον τρόπο βρασμού του.
Ο βιολόγος Ρόλαντ Γκρίφιθς, ειδικευμένος στις ψυχοτρόπους ουσίες, εξηγεί: «Η ειδικότητά μου είναι η ψυχοφαρμακολογία και ενδιαφέρομαι για κάθε ψυχοτρόπο παρενέργεια. Η καφεΐνη είναι για μένα η πιο συναρπαστική ένωση, καθώς είναι εμφανώς ψυχοτρόπος. Παρά ταύτα, είναι εντελώς αποδεκτή από τις κοινωνίες σχεδόν σε όλο τον κόσμο. Η καφεΐνη, αν και μεταβάλλει τη διάθεση, δεν θεωρείται ναρκωτικό. Αυτό είναι σφάλμα, καθώς η ουσία αυτή διαθέτει όλα τα γνωρίσματα και τις ιδιότητες ενός ναρκωτικού, με σημαντικό ποσοστό χρηστών να εθίζονται σε αυτό».
Στην καφεΐνη οφείλει, στο μεταξύ, την επιτυχία της η Coca-Cola. Στην πρώτη της εκδοχή, στις αρχές του 20ού αιώνα, το δημοφιλές ποτό διέθετε 80 mg καφεΐνης σε κάθε μπουκάλι των 250 ml. Την εποχή εκείνη σημειώθηκε και η μοναδική –αποτυχημένη– προσπάθεια της αμερικανικής υπηρεσίας τροφίμων (FDA) να ελέγξει την αναδυόμενη «οικονομία της καφεΐνης». Οι αδυσώπητες κινήσεις της βιομηχανίας και η αριστοτεχνική αξιοποίηση της επιρροής της στην Ουάσιγκτον εγγυήθηκαν την πλήρη ελευθερία κινήσεων των κατασκευαστών αναψυκτικών, πολιτική που τηρείται ακόμη και σήμερα.
Η FDA επιλέγει σήμερα να ελέγχει την περιεκτικότητα καφεΐνης, όταν αυτή αποτελεί συστατικό φαρμάκων –όπως πολλών αντιπυρετικών– και να αδιαφορεί για τα ποσοστά της, όταν αυτά περιέχονται σε αναψυκτικά ή ενεργειακά ποτά.