Το μέγεθος δεν μετράει
Γιατί η Σκωτία δεν θα είναι η τελευταία ευρωπαϊκή περιοχή που επιδιώκει ανεξαρτησία
Fiona Hill και Jeremy Shapiro
(Πηγή : http://foreignaffairs.gr)
Στις 18 Σεπτεμβρίου, ο λαός τής Σκωτίας θα αποφασίσει αν επιθυμεί να παραμείνει στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Καθώς πλησιάζει το δημοψήφισμα, η δημόσια προσοχή έχει επικεντρωθεί κυρίως στις επιπτώσεις τής ψηφοφορίας για το μέλλον τής Σκωτίας και του Ηνωμένου Βασιλείου. Με δεδομένο τον κεντρικό ρόλο τής Σκωτίας στην δημιουργία τού Ηνωμένου Βασιλείου πάνω από 300 χρόνια πριν, αυτό είναι απλώς φυσικό.
Αλλά το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας, από πολλές απόψεις, είναι λιγότερο σημαντικό από όσο το ευρύτερο πολιτικό πλαίσιο - συγκεκριμένα, η υποβόσκουσα κρίση διακυβέρνησης στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το σκωτσέζικο δημοψήφισμα θα επηρεάσει πιθανότατα την εξέλιξη αυτής της ευρύτερης κρίσης, αλλά δεν θα την λύσει. Για να καταλάβει κάποιος το γιατί, πρέπει πρώτα να κατανοήσει την φύση τού προβλήματος, το οποίο προκύπτει από δύο τεμνόμενα πολιτικά ζητήματα: Την θέση τού Λονδίνου στο Ηνωμένο Βασίλειο, και την κατάσταση των μεγάλων διαφορετικών χωρών όπως το Ηνωμένο Βασίλειο μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
ΛΟΝΔΙΝΟ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΗΝΩΜΕΝΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Όταν οι Σκωτσέζοι διαμαρτύρονται για την Αγγλία, εννοούν πραγματικά τους πολιτικούς στην έδρα τής κυβέρνησης στο Westminster, και το Λονδίνο και τις νότιες περιοχές τής Αγγλίας, που εξελίχθηκαν ως όλο και πιο ισχυρές, ακριβές, και ανεξάρτητες - οικονομικά και πολιτισμικά - από την υπόλοιπη χώρα. Η πολιτική και οικονομική δύναμη του Ηνωμένου Βασιλείου είναι συγκεντρωμένη εις -και γύρω από- το Λονδίνο, όπως και οι ευκαιρίες απασχόλησης. Η υποδομή τού Ηνωμένου Βασιλείου είναι πολύ πιο ανεπτυγμένη στα νότια από ό, τι στα βόρεια ή στην Σκωτία και την Ουαλία, με τους κατοίκους των περιοχών αυτών να μην έχουν εύκολη πρόσβαση σε άλλα μέρη τής χώρας, συμπεριλαμβανομένου του Λονδίνου. Οι οικονομικές διαφορές είναι σαφώς ορατές στην καθημερινή ζωή. Καθώς η πρωτεύουσα βουίζει μέρα και νύχτα, χωριά και πόλεις σε άλλα μέρη τής χώρας φαίνονται έρημα, ακόμα και κατά την διάρκεια της ημέρας.
Για τον λαό τής Σκωτίας, το Λονδίνο μπορεί να φαίνεται σαν μια άλλη χώρα. Πράγματι δημιουργεί την αίσθηση του ξένου επίσης σε πολλούς από τους κατοίκους τής Αγγλίας, όπως στα Κεντρικά (Midlands) και στα Βόρεια. Μεγάλες περιοχές τής υπαίθριας και της βόρειας Αγγλίας είναι τόσο πεπεισμένες όσο και η Σκωτία ότι οι πολιτικοί στο Λονδίνο δεν έχουν στην καρδιά τους τα συμφέροντα των περιοχών αυτών. Υπάρχει ένα σαφές χάσμα Βορρά-Νότου στο Ηνωμένο Βασίλειο, όταν πρόκειται για την οικονομική ικανοποίηση, για παράδειγμα. Όμως, η διαχωριστική γραμμή δεν είναι στα σύνορα της Σκωτίας. Επεκτείνεται προς τα κάτω στην Αγγλία. Μόνο το 33% των Λονδρέζων και των κατοίκων τής νότιας Αγγλίας θεωρούν ότι η οικονομία είναι «κακή»˙ Κατά 46% και 42%, αντίστοιχα, οι Σκωτσέζοι και οι κάτοικοι της βόρειας Αγγλίας [1] αισθάνονται το ίδιο.
Μέρος τού προβλήματος είναι το κυβερνών Συντηρητικό Κόμμα, το οποίο θεωρείται ως το κόμμα των νότιων προνομίων και του νότιου ιδιοτελούς ελιτισμού. Έχει λίγες γυναίκες και μειονοτικούς στις τάξεις του, και ένα έλλειμμα πολιτικών προσωπικοτήτων με τοπική προφορά. Δεν είναι περίεργο, λοιπόν, ότι σε μια επανεξέταση των βρετανικών προτύπων τής ψηφοφορίας τού 2013, ο Economist [2] κατέγραψε ότι «από τις 158 έδρες που απαρτίζουν τις τρεις βόρειες περιφέρειες της Αγγλίας, μόνο 43 είναι των Συντηρητικών». Εν τω μεταξύ, το Εργατικό Κόμμα, το οποίο είναι ισχυρό στην Σκωτία και την Ουαλία μαζί με την βόρεια Αγγλία, κατέχει μια «απλή δεκάδα» από «τις 197 έδρες στις τρεις νότιες περιοχές έξω από το Λονδίνο». Και σε μια πρόσφατη δημοσκόπηση, ένα στρογγυλό 60% των βόρειων και των Σκωτσέζων αποδοκίμαζε την απόδοση του συντηρητικού πρωθυπουργού Ντέιβιντ Κάμερον [1] (σε σύγκριση με 50% στο Λονδίνο και στον Νότο).
Με λίγα λόγια, οι υπέρ τής ανεξαρτησίας Σκωτσέζοι δεν είναι οι μοναδικοί. Εκφράζουν τις ίδιες αιτιάσεις με πολλούς κατοίκους τής Αγγλίας. Η κύρια διαφορά είναι ότι ο σκωτσέζικος εθνικισμός και το πολιτικό πλαίσιο της διοικητικής αποκέντρωσης έχουν δώσει στην Σκωτία ένα λεξιλόγιο και την πλατφόρμα για να κάνει κάτι που οι άνθρωποι σε άλλα μέρη τού Ηνωμένου Βασιλείου δεν μπορούν: Να επιδιώκει την ανεξαρτησία από το Λονδίνο. Εξάλλου, ανεξάρτητα από το αν οι Σκωτσέζοι ψηφίσουν για να μείνουν στο Ηνωμένο Βασίλειο ή όχι, το πρόβλημα του Λονδίνου θα συνεχίσει να διογκώνεται ως ένα πολιτικό ζήτημα. Θα απαιτήσει την αύξηση των προσπαθειών εκ μέρους όλων των Βρετανών πολιτικών, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων του κυβερνώντος Συντηρητικού Κόμματος, να γεφυρώσουν το οικονομικό και πολιτικό χάσμα μεταξύ της πρωτεύουσας και του νότου και της υπόλοιπης χώρας.
ΤΟ ΝΑΠΟΛΕΟΝΤΙΟ ΣΥΜΠΛΕΓΜΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ
Φυσικά, το πρόβλημα των κεφαλαίων που αποσπώνται από την εκάστοτε ενδοχώρα, δεν είναι νέο ή άγνωστο σε άλλα μέρη τής Ευρώπης. Στην Γαλλία, την πιο συγκεντρωτική χώρα τής δυτικής Ευρώπης, το Παρίσι έχει γίνει από καιρό ένα πολιτιστικό και πολιτικό μεγαθήριο, προκαλώντας δυσαρέσκεια στις επαρχίες. Αλλά αυτός ο αιώνιος αγώνας τώρα λαμβάνει χώρα σε ένα πολιτικό τοπίο που διαμορφώνεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Δεν θα πρέπει να αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι ένα βασικό στοιχείο στην πλατφόρμα τής ανεξαρτησίας τού Εθνικού Κόμματος της Σκωτίας είναι η συνέχιση της συμμετοχής στην ΕΕ. Παρά το γεγονός ότι η ΕΕ είναι ιδιαίτερα αντιδημοφιλής στο Ηνωμένο Βασίλειο, στην Σκωτία εκλαμβάνεται ως ότι παρέχει προστασία από τις λεηλασίες τού Λονδίνου.
Από πολλές απόψεις, το σημερινό κίνημα ανεξαρτησίας τής Σκωτίας δεν θα ήταν δυνατό χωρίς την ΕΕ. Στο παρελθόν, όσο ενοχλητικές κι αν έβρισκαν οι επαρχίες τις πρωτεύουσές τους, τις χρειάζονταν για να ασκήσουν τις κρίσιμες λειτουργίες τού έθνους - για να τις υπερασπιστούν από εξωτερικούς άρπαγες, να δημιουργούν οικονομίες κλίμακας που είναι απαραίτητες για τις σύγχρονες οικονομίες, και να καθιερώνουν μια αγορά για τα προϊόντα τους. Σήμερα, δεν είναι καθόλου σαφές ότι μια επαρχία εξακολουθεί να χρειάζεται μια μεγαλύτερη εθνική οντότητα για να ευδοκιμήσει. Οι εθνικές πρωτεύουσες έχουν υποβαθμιστεί ως τα μεσαία στελέχη τής ευρωπαϊκής διακυβέρνησης, και μπορούν εύκολα να αντικατασταθούν από μικρότερες οντότητες. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ένα από τα θέματα της συζήτησης του δημοψηφίσματος - αν η Σκωτία είναι αρκετά μεγάλη για να αποτελεί «βιώσιμο» κράτος - είναι άστοχο. Εάν η ΕΕ και το ΝΑΤΟ παρέχουν άμυνα από τις εξωτερικές επιθέσεις και η ΕΕ εγγυάται την ελεύθερη πρόσβαση στην μεγαλύτερη αγορά τού κόσμου, τότε ένα κράτος οποιουδήποτε μεγέθους μπορεί να είναι βιώσιμο.
Δείτε το Λουξεμβούργο, το μικρότερο κράτος στην ΕΕ, με μόνο 500.000 πολίτες. Είναι επίσης το πλουσιότερο – ένα κράτος που έχει επιτύχει, ουσιαστικά χωρίς καμία πρόβλεψη για το εθνικό επίπεδο άμυνας ή για άλλα παραδοσιακά μέσα διατήρησης της κυριαρχίας του. Για το μικροσκοπικό Λουξεμβούργο, η από κοινού κυριαρχία στο εσωτερικό τής ΕΕ αποτελεί ένα μικρό τίμημα για την ευκαιρία να επικεντρωθεί σε τοπικά ζητήματα και στην επίτευξη της ευημερίας. Είναι επίσης μια καλή συμφωνία για την τοπική ελίτ που έχει την ευκαιρία να ανταγωνιστεί για την θέση τής πρωθυπουργίας τού Λουξεμβούργου, με την συμμετοχή τού εν λόγω αξιώματος στα κορυφαία τραπέζια τής ΕΕ και του ΝΑΤΟ, αντί να είναι υποχρεωμένος να υπηρετεί ως κυβερνήτης, ας πούμε, μιας επαρχίας τού νοτιοανατολικού Βελγίου.
Αν οι Σκωτσέζοι ηγέτες εξασφαλίσουν την συμμετοχή στην ΕΕ, μπορούν να έχουν την ίδια αντιμετώπιση με τους ομολόγους τους στο Λουξεμβούργο. Ο ηγέτης μιας προοπτικά ανεξάρτητης Σκωτίας θα μπορούσε επίσης να προσβλέπει σε μια ηγετική θέση στην κεφαλή τής ΕΕ, όπως ο Jean-Claude Juncker, ο πρώην πρωθυπουργός τού Λουξεμβούργου, ο οποίος έγινε πρόσφατα ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
ΕΝΑ ΑΠΟΣΧΙΣΤΙΚΟ ΜΕΛΛΟΝ
Είτε επιτύχει το κίνημα ανεξαρτησίας τής Σκωτίας είτε όχι, η Σκωτία δεν θα είναι η τελευταία περιοχή τής Ευρώπης που επιδιώκει μια παρόμοια διευθέτηση. Έχει δείξει τον δρόμο σε κάθε επαρχία που έχει μια περιφερειακή ταυτότητα, φιλόδοξους πολιτικούς, και μια απέχθεια προς την πρωτεύουσά της ώστε να επιδιώξει την ανεξαρτησία της, ή τουλάχιστον πολύ μεγαλύτερη αυτονομία, μέσα στην προστατευτική αγκαλιά τής Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι μια άλλη ευρωπαϊκή περιφέρεια με ισχυρή ταυτότητα, η Καταλονία, φαίνεται έτοιμη να πορευθεί προς την ίδια διαδρομή. Ούτε αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι το Ηνωμένο Βασίλειο, με την ξεκάθαρα πολυεθνική κατασκευή του και το βαθύ και αυξανόμενο χάσμα μεταξύ της πρωτεύουσας και των επαρχιών, υπήρξε η πρώτη χώρα που αισθάνεται αυτό που θα μπορούσε να αποκληθεί «η επίδραση της ΕΕ».
Η ΕΕ πρέπει επομένως να αναπτύξει τρόπους ώστε περιοχές με έντονη την αίσθηση της ταυτότητας να συνυπάρχουν με τις πρωτεύουσές τους, ή να χωρίζουν με έναν τρόπο που να είναι συνεπής με μια αρκετά ισχυρή Ευρώπη. Το δημοψήφισμα της Σκωτίας, υπ’ αυτήν την έννοια, είναι μια σημαντική δοκιμαστική περίπτωση. Οι ακριβείς λεπτομέρειες σχετικά με την τύχη τής Σκωτίας θα είναι λιγότερο σημαντικές από το αν το Λονδίνο και το Εδιμβούργο είναι σε θέση να αναπτύξουν συνεργατικά μια νέα σχέση. Αν παραμείνουν σε μια χώρα, το Λονδίνο θα πρέπει να βρει έναν τρόπο να μειώσει την καταθλιπτική παρουσία του στην σκωτσέζικη ζωή και να αναζωογονήσει την περιφερειακή αυτονομία τής Σκωτίας και την οικονομική ζωτικότητά της - εν μέρει δίνοντας στην Σκωτία μεγαλύτερη εξουσία στην λήψη αποφάσεων για την πρόσβαση σε πολιτικές τής ΕΕ, όπως ο χώρος ελεύθερης κυκλοφορίας Σένγκεν. Εάν χωρίσουν, το Λονδίνο και το Εδιμβούργο πρέπει να δείξουν τον δρόμο, επιδεικνύοντας το πώς οι δύο χώρες θα μπορούσαν να συνεχίσουν ως εταίροι τής ΕΕ σε μια κοινή αγορά και κάτω από μια κοινή ομπρέλα ασφαλείας.
Εξίσου επείγον είναι ότι το Λονδίνο θα πρέπει να διερευνήσει νέους μηχανισμούς που διέπουν το Ηνωμένο Βασίλειο, αν ελπίζει να κρατήσει ενωμένο το υπόλοιπο της χώρας. Κάποια αποσπασματική αποκέντρωση στην δεκαετία τού 1990, η οποία ήρθε ως απάντηση στις απαιτήσεις δυσαρεστημένων τοπικών πληθυσμών, έχει δημιουργήσει ένα συνονθύλευμα ρυθμίσεων διακυβέρνησης στο Ηνωμένο Βασίλειο, που δεν έχουν ικανοποιήσει κανέναν. Είναι ίσως ο καιρός, το Λονδίνο να αναλάβει την πρωτοβουλία και να προτείνει μια γενική αναδιάρθρωση με περισσότερο ομοσπονδιακές γραμμές που θα δώσουν σε άλλα συστατικά μέρη τού Ηνωμένου Βασιλείου, συμπεριλαμβανομένου και του ίδιου τού Λονδίνου, επίσημη συνταγματική υπόσταση, καθώς και ισότιμες τοπικές εξουσίες στο πλαίσιο ενός ευρύτερου ευρωπαϊκού πλαισίου.
Αυτό θα ήταν ένα ριζοσπαστικό βήμα για μια χώρα που παραδοσιακά άνθισε με άτυπες ρυθμίσεις διακυβέρνησης που συντηρούν την φαντασία ότι ολόκληρη η κυριαρχία εξακολουθεί να βασίζεται στην μοναρχία. Αλλά ακόμη και αν η φαντασία ήταν βολική για ένα χρονικό διάστημα, δεν λειτουργεί πλέον. Ένα σύγχρονο Ηνωμένο Βασίλειο σε μια σύγχρονη Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να εξετάσει μια καινούργια αφήγηση.
* Η FIONA HILL είναι διευθύντρια του Κέντρου για τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη και βασική συνεργάτις στο Πρόγραμμα Εξωτερικής Πολιτικής στο Ινστιτούτο Brookings.
Ο JEREMY SHAPIRO είναι συνεργάτης στο Πρόγραμμα για την Διεθνή Τάξη και στο Κέντρο για τις ΗΠΑ και την Ευρώπη, στο Ινστιτούτο Brookings.
(Στην φωτογραφία : Πλακάτ υπέρ τού Ναι στο νησί Lewis στις Έξω Εβρίδες, στις 12 Σεπτεμβρίου 2014. Cathal McNaughton / Courtesy Reuters)
All rights reserved.
Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/141981/fiona-hill-and-jeremy-shap...