Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2014

Άρθρο των New York Times για το κέρδος όταν «επενδύεις» στον εργαζόμενο


Το κέρδος όταν «επενδύεις» στον εργαζόμενο
TONY SCHWARTZ, CHRISTINE PORATH / THE NEW YORK TIMES
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr)
Ο τρόπος που δουλεύουμε δεν «δουλεύει».Ακόμα και αν είσαι αρκετά τυχερός και έχεις δουλειά, πιθανώς να μην είσαι ιδιαίτερα ενθουσιασμένος με την ιδέα ότι πρέπει να πας στο γραφείο το πρωί, δεν νιώθεις πολύ ευπρόσδεκτος όταν βρίσκεσαι εκεί, δυσκολεύεσαι να ολοκληρώσεις τις σημαντικότερες εργασίες σου γιατί συμβαίνουν πολλά τα οποία σου αποσπούν την προσοχή, και τελικά δεν νιώθεις ότι η δουλειά σου κάνει ούτως ή άλλως κάποια διαφορά.
Επιστρέφοντας σπίτι, είσαι σχεδόν εξαντλημένος, και παρ’ όλα αυτά συνεχίζεις να απαντάς σε email μέχρι να σε πάρει ο ύπνος.
Η εμπειρία αυτή εμφανίζεται όλο και πιο συχνά, όχι μόνο σε μεσαία, αλλά και σε ανώτερα διοικητικά στελέχη. Η εταιρεία μας, η The Energy Project, συνεργάζεται με οργανισμούς και τους επικεφαλής αυτών με σκοπό να αυξηθεί το ενδιαφέρον των εργαζομένων και η βιώσιμη απόδοσή τους. Πριν από περίπου ένα χρόνο, ο Λουκ Κίσαμ, ο διευθύνων σύμβουλος μιας χημικής εταιρείας πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων, μας ζήτησε να τον βοηθήσουμε να διαχειριστεί την ολοένα και αυξανόμενη πίεση που ένιωθε. «Απλά ένιωθα ότι, ανεξαρτήτως του τι έκανα, παρασυρόμουν συνεχώς προς κάποια άλλη κατεύθυνση», εξηγεί ο κ. Κίσαμ. «Ενιωθα ότι συνεχώς εξαπατώ κάποιον, την εταιρεία μου, την οικογένειά μου, τον εαυτό μου. Δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ σε τίποτα».
Ο κ. Κίσαμ δεν είναι όμως ο μόνος. Ο Σρινιβασάν Πίλαϊ, ένας ψυχίατρος και κλινικός καθηγητής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Χάρβαντ, ο οποίος μελετά το Σύνδρομο Εργασιακής Εξουθένωσης ή burnout, διεξήγαγε έρευνα σε 72 ανώτερα στελέχη και διαπίστωσε ότι σχεδόν όλοι τους ανέφεραν κάποια σημάδια υπερκόπωσης και ένα τουλάχιστον περιστατικό burnout κατά τη διάρκεια της καριέρας τους. Γενικά, μόνο 30% των Αμερικανών εργαζομένων βρίσκουν ενδιαφέρον στη δουλειά τους, σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της εταιρείας ερευνών Gallup, ενώ παγκοσμίως το ποσοστό αυτό είναι ακόμα χαμηλότερο και αγγίζει το 13%. Για τους περισσότερους δηλαδή από εμάς η δουλειά αποτελεί μια εξαντλητική και απογοητευτική εμπειρία.
Οι χρονικές απαιτήσεις αυξάνονται συνεχώς, εξαντλώντας την ενέργεια που μας είναι απαραίτητη για να αναδειχθούν οι ικανότητες και τα ταλέντα μας. Η αυξανόμενη ανταγωνιστικότητα και οι μειωμένες θέσεις εργασίας περιλαμβάνονται στις πιέσεις. Η εισβολή της ψηφιακής τεχνολογίας διαδραματίζει ίσως τον σημαντικότερο ρόλο, γιατί μας εκθέτει σε μια πρωτοφανή ροή πληροφορίας και αιτημάτων, τα οποία μας κάνουν να αισθανόμαστε αναγκασμένοι να τα διαβάσουμε και να απαντήσουμε κάθε ώρα της ημέρας και της νύχτας.
Το ενδιαφέρον
Για να δώσουμε απάντηση στο τι επηρεάζει την αφοσίωση και την παραγωγικότητα των ανθρώπων στον χώρο εργασίας, συνεργαστήκαμε το περασμένο φθινόπωρο με το περιοδικό Harvard Business Review με σκοπό να διεξαγάγουμε μία έρευνα σε περισσότερους από 20.000 εργαζομένους γραφείων από ένα μεγάλο εύρος εταιρειών και βιομηχανιών. Σε γενικές γραμμές, οι εργαζόμενοι φαίνεται να είναι πιο ευχαριστημένοι και παραγωγικοί όταν ικανοποιούνται τέσσερις βασικές ανάγκες τους: η σωματική, έχοντας τη δυνατότητα να ανανεώνονται συχνά και να ξαναγεμίζουν τις μπαταρίες τους στη δουλειά· η συναισθηματική, νιώθοντας ότι η συνεισφορά τους εκτιμάται· η νοητική, έχοντας τη δυνατότητα να συγκεντρωθούν στις πιο σημαντικές εργασίες και να ορίζουν το πότε και το πού κάνουν τη δουλειά τους· και η πνευματική, διεκπεραιώνοντας περισσότερες από τις εργασίες στις οποίες είναι καλύτεροι και τους αρέσουν, και νιώθοντας ότι το έργο που επιτελούν είναι μέρος ενός ανώτερου σκοπού.
Συχνά κάνουμε μία απλή ερώτηση στα ανώτερα στελέχη: «Οταν οι εργαζόμενοί σας έχουν περισσότερη ενέργεια, νιώθουν ότι τους εκτιμούν, είναι συγκεντρωμένοι και αποφασιστικοί, τότε έχουν καλύτερη απόδοση;». Η απάντηση είναι σχεδόν πάντα: «Ναι». Μετά ρωτάμε: «Πόσα επενδύετε λοιπόν στην ικανοποίηση αυτών των αναγκών;». Συνήθως έπεται μια αμήχανη σιωπή.
Μέχρι πρόσφατα η συστηματική επένδυση στους εργαζομένους, πέραν της πληρωμής του μισθού τους, δεν φάνταζε απαραίτητη. Από τη στιγμή που οι εργαζόμενοι έφεραν εις πέρας τις απαιτήσεις της δουλειάς, οι εργοδότες δεν το έβρισκαν απαραίτητο να ενδιαφερθούν για τις πιο σύνθετες ανάγκες τους. Σε ένα βαθμό επίσης, η πρόκληση για τους εργοδότες είναι η εμπιστοσύνη. Για παράδειγμα, μια άλλη έρευνά μας έδειξε ότι οι εργαζόμενοι τρέφουν βαθύ πόθο για ευελιξία όσον αφορά το πού και πότε εργάζονται και δείχνουν μεγαλύτερη αφοσίωση στη δουλειά τους όταν έχουν επιλογές. Πολλοί εργοδότες όμως συνεχίζουν να φοβούνται πως οι υπάλληλοί τους δεν θα φέρουν εις πέρας την εργασία τους χωρίς συνεχή επιτήρηση, η οποία, ειρωνικά, είναι μια πεποίθηση που τρέφει τη δυσπιστία των εργαζομένων και μειώνει το ενδιαφέρον τους για τη δουλειά.
Η ενέργεια των εργοδοτών
Η ενέργεια των εργοδοτών είναι, καλώς ή κακώς, μεταδοτική. Οταν οι επικεφαλής ενθαρρύνουν τους εργαζομένους να δουλεύουν με πιο βιώσιμο τρόπο, και ιδιαίτερα όταν κάνουν και αυτοί το ίδιο, οι εργαζόμενοι είναι κατά 55% πιο αφοσιωμένοι, 53% πιο συγκεντρωμένοι και πιο πιθανό να παραμείνουν στην εταιρεία, όπως έδειξε η έρευνά μας με το Harvard Business Review.
Ο κ. Κίσαμ, με τον οποίο γνωριστήκαμε πριν από περίπου ένα χρόνο, αποφάσισε να αποδεχτεί την πρόκληση, και για τον ίδιο αλλά και για τους υπαλλήλους του. Ξεκίνησε προσθέτοντας διαλείμματα στην ημέρα του, ενώ όταν βρισκόταν με την οικογένειά του ήταν απολύτως παρών. Σήμερα, αφιερώνει τουλάχιστον ένα πρωί την εβδομάδα για συλλογισμό και για να σκέφτεται μακροπρόθεσμα. Εχει εφαρμόσει επίσης την πρακτική να στέλνει χειρόγραφα σημειώματα εκτίμησης σε ανθρώπους εντός και εκτός της εταιρείας.
Μέχρι το τέλος του 2014 πάνω από 1.000 επικεφαλής και διευθυντές της εταιρείας του θα έχουν περάσει από ένα πρόγραμμα που θα τους βοηθήσει να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους με μεγαλύτερη δεξιοτεχνία, και τις ανάγκες αυτών που είναι υπό την επίβλεψή τους. «Βλέπω ότι δουλεύει», μας είπε ο κ. Κίσαμ. «Oι επιδόσεις μας σε θέματα ασφάλειας έχουν βελτιωθεί σημαντικά αυτή τη χρονιά, επειδή οι άνθρωποί μας είναι πιο συγκεντρωμένοι. Τους εμπιστευόμαστε στη δουλειά τους και στη συνέχεια αναγνωρίζουμε τις προσπάθειές τους. Είμαστε επίσης και σε καλό δρόμο από οικονομικής σκοπιάς. Σε ένα χρόνο από σήμερα θα φανεί το κέρδος. Είδα τι έγινε όταν επένδυσα περισσότερο στον εαυτό μου, και τώρα βλέπουμε τι συμβαίνει όταν επενδύουμε στους εργαζομένους μας».

* Ο κ. Tony Schwartz είναι ο διευθύνων σύμβουλος της The Energy Project, μιας συμβουλευτικής εταιρείας. Η κ. Christine Porath είναι καθηγήτρια στη Σχολή Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Τζορτζτάουν και σύμβουλος στην The Energy Project.