Νέα παγκόσμια τάξη
Εργασία, κεφάλαιο και ιδέες στην Οικονομία τού power law
By Erik Brynjolfsson, Andrew McAfee και Michael Spence
(Πηγή : http://foreignaffairs.gr/)
Οι πρόσφατες εξελίξεις στην τεχνολογία έχουν δημιουργήσει μια όλο και πιο ενοποιημένη παγκόσμια αγορά εργασίας και κεφαλαίου.
Η ικανότητα αμφοτέρων να ρέουν προς τις χρήσεις που τους δίνουν υψηλότερη αξία, ανεξάρτητα από την τοποθεσία τους, εξισώνει την τιμή τους σε όλη την υδρόγειο. Τα τελευταία χρόνια, αυτός ο ευρύς παράγοντας εξίσωσης τιμής έχει ωφελήσει έθνη με άφθονο χαμηλού κόστους εργατικό δυναμικό και εκείνα που έχουν πρόσβαση σε φθηνά κεφάλαια. Κάποιοι ισχυρίζονται ότι η σημερινή εποχή τής ταχείας τεχνολογικής προόδου εξυπηρετεί την εργασία, και μερικοί έχουν υποστηρίξει ότι εξυπηρετεί το κεφάλαιο. Αυτό που και τα δύο στρατόπεδα έχουν παραβλέψει είναι το γεγονός ότι η τεχνολογία ενσωματώνει όχι μόνο τις υπάρχουσες πηγές τής εργασίας και του κεφαλαίου, αλλά δημιουργεί και νέες.
Τα μηχανήματα αντικαθιστούν περισσότερα είδη ανθρώπινης εργασίας από όσα ποτέ πριν. Καθώς αναπαράγουν τον εαυτό τους, επίσης δημιουργούν περισσότερο κεφάλαιο. Αυτό σημαίνει ότι οι πραγματικοί νικητές τού μέλλοντος δεν θα είναι οι φορείς παροχής φθηνού εργατικού δυναμικού ή οι ιδιοκτήτες τού συνήθους κεφαλαίου, οι οποίοι αμφότεροι θα συμπιέζονται όλο και περισσότερο από την αυτοματοποίηση. Η τύχη θα ευνοήσει αντίθετα, μια τρίτη ομάδα: εκείνους που μπορούν να καινοτομήσουν και να δημιουργήσουν νέα προϊόντα, υπηρεσίες και επιχειρηματικά μοντέλα.
Η κατανομή τού εισοδήματος για αυτή την δημιουργική τάξη παίρνει συνήθως την μορφή ενός Κανόνα Δύναμης (στμ: power law, η σχέση μεταξύ δύο ποσοτήτων, όπου η μια ποσότητα μεταβάλλεται ως δύναμη της άλλης), με ένα μικρό αριθμό νικητών που θα παίρνουν τα περισσότερα από τα οφέλη και μια μακριά ουρά που θα αποτελείται από τους υπόλοιπους συμμετέχοντες. Έτσι, στο μέλλον, οι ιδέες θα είναι οι πραγματικές σπάνιες εισροές στον κόσμο - σπανιότερες τόσο από την εργασία όσο και από το κεφάλαιο - και οι λίγοι που θα παρέχουν καλές ιδέες θα αποκομίζουν τεράστια οφέλη. Το να εξασφαλιστεί ένα αποδεκτό βιοτικό επίπεδο για τους υπόλοιπους και να οικοδομηθούν οικονομίες και κοινωνίες χωρίς αποκλεισμούς θα αποτελούν όλο και πιο σημαντικές προκλήσεις τα επόμενα χρόνια.
ΟΙ ΠΟΝΟΙ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Αναποδογυρίστε το iPhone σας και μπορείτε να διαβάσετε ένα επιχειρηματικό σχέδιο λίγων λέξεων που έχει υπηρετήσει καλά την Apple: «Σχεδιασμένο από την Apple στην Καλιφόρνια. Συναρμολογημένο στην Κίνα». Με κεφαλαιοποίηση πάνω από 500 δισ. δολάρια, η Apple έχει γίνει η πιο πολύτιμη εταιρεία στον κόσμο. Παραλλαγές αυτής της στρατηγικής έχουν λειτουργήσει όχι μόνο για την Apple και για άλλες μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις, αλλά ακόμη και για μεσαίες επιχειρήσεις μέχρι και για «μικρο-πολυεθνικές». Όλο και περισσότερες εταιρείες έχουν εκμεταλλευθεί τις δύο μεγάλες δυνάμεις της εποχής μας - την τεχνολογία και την παγκοσμιοποίηση – για να πετύχουν κέρδη.
Η τεχνολογία επιτάχυνε την παγκοσμιοποίηση προς τα εμπρός, μειώνοντας δραματικά το κόστος επικοινωνίας και συναλλαγών και μετακίνησε τον κόσμο πολύ πιο κοντά σε μια ενιαία, μεγάλη παγκόσμια αγορά εργασίας, κεφαλαίου και άλλων παραγωγικών συντελεστών. Ακόμα κι αν η εργασία δεν είναι πλήρως κινητή, οι άλλοι παράγοντες είναι όλο και περισσότερο. Ως αποτέλεσμα, τα διάφορα συστατικά των παγκόσμιων αλυσίδων εφοδιασμού μπορούν να μετακινήσουν τον τόπο τής εργασίας με ελάχιστες τριβές ή κόστος. Περίπου το ένα τρίτο των αγαθών και των υπηρεσιών στις προηγμένες οικονομίες είναι εμπορεύσιμα, και ο αριθμός τους αυξάνεται. Και το αποτέλεσμα του παγκόσμιου ανταγωνισμού διαχέεται στο μη εμπορεύσιμο μέρος τής οικονομίας, τόσο στις προηγμένες όσο και στις αναπτυσσόμενες οικονομίες.
Όλο αυτό δημιουργεί ευκαιρίες όχι μόνο για μεγαλύτερη αποδοτικότητα και κέρδη, αλλά και τεράστιες μετατοπίσεις. Εάν ένας εργαζόμενος στην Κίνα ή την Ινδία, μπορεί να κάνει την ίδια εργασία με έναν στις Ηνωμένες Πολιτείες, τότε οι νόμοι τής οικονομίας υπαγορεύουν ότι θα καταλήξουν να κερδίζουν παρόμοιες αμοιβές (προσαρμοσμένες σε κάποιες άλλες διαφορές στην εθνική παραγωγικότητα). Αυτό είναι καλή είδηση για την συνολική οικονομική απόδοση, για τους καταναλωτές, όσο και για τους εργαζόμενους στις αναπτυσσόμενες χώρες - αλλά όχι για τους εργαζόμενους στις ανεπτυγμένες χώρες, οι οποίοι αντιμετωπίζουν πλέον ανταγωνισμό χαμηλού κόστους. Η έρευνα δείχνει ότι οι κλάδοι των εμπορεύσιμων αγαθών των προηγμένων βιομηχανικών χωρών δεν έχουν υπάρξει γεννήτριες καθαρής απασχόλησης για δύο δεκαετίες. Αυτό σημαίνει ότι η δημιουργία θέσεων εργασίας πραγματοποιείται πλέον σχεδόν αποκλειστικά στον μεγάλο τομέα των μη εμπορεύσιμων αγαθών, οι μισθοί των οποίων κρατήθηκαν χαμηλά λόγω του αυξανόμενου ανταγωνισμού από τους εργαζόμενους που μετακινήθηκαν από τον τομέα των εμπορεύσιμων αγαθών.
Ωστόσο, ακόμη και καθώς η ιστορία τής παγκοσμιοποίησης συνεχίζεται, μια ακόμη μεγαλύτερη αρχίζει να ξεδιπλώνεται: η ιστορία τής αυτοματοποίησης, συμπεριλαμβανομένης της τεχνητής νοημοσύνης, της ρομποτικής, της τρισδιάστατης (3-D) εκτύπωσης, και ούτω καθ’ εξής. Και αυτή η δεύτερη ιστορία ξεπερνά την πρώτη, με μερικές από τις μεγαλύτερες επιπτώσεις της να προορίζονται να χτυπήσουν τους σχετικά ανειδίκευτους εργαζόμενους στις αναπτυσσόμενες χώρες.
Επισκεφθείτε, για παράδειγμα, ένα εργοστάσιο στην κινεζική επαρχία Γκουανγκντόνγκ και θα δείτε χιλιάδες νέους ανθρώπους που εργάζονται κάθε μέρα, σε επαναλαμβανόμενες εργασίες ρουτίνας, όπως είναι η σύνδεση δύο τμημάτων ενός πληκτρολογίου. Αυτές οι θέσεις εργασίας απαντώνται πλέον σπάνια, αν όχι ποτέ, στις Ηνωμένες Πολιτείες ή στον υπόλοιπο πλούσιο κόσμο. Αλλά μπορεί να μην υπάρχουν για πολύ στην Κίνα και τον υπόλοιπο αναπτυσσόμενο κόσμο επίσης, γιατί αφορούν ακριβώς στο είδος των εργασιών που είναι εύκολες να τις κάνουν τα ρομπότ. Καθώς οι ευφυείς μηχανές γίνονται φθηνότερες και πιο ικανές, θα αντικαταστήσουν ολοένα και περισσότερο την ανθρώπινη εργασία, ιδίως σε σχετικά δομημένα περιβάλλοντα όπως είναι τα εργοστάσια και ειδικά για τις πιο συνήθεις και επαναλαμβανόμενες εργασίες. Για να το θέσω διαφορετικά, οι μετεγκαταστάσεις [των παραγωγικών διαδικασιών] είναι συχνά μόνο ένας ενδιάμεσος σταθμός στον δρόμο προς την αυτοματοποίηση.
Αυτό θα συμβεί ακόμα και όπου το κόστος εργασίας είναι χαμηλό. Πράγματι, η Foxconn, η κινεζική εταιρεία που συναρμολογεί iPhones και iPads, απασχολεί πάνω από ένα εκατομμύριο εργαζόμενους χαμηλού εισοδήματος - αλλά τώρα, τους συμπληρώνει και τους αντικαθιστά με έναν αυξανόμενο στρατό από ρομπότ. Έτσι, αφότου πολλές θέσεις βιομηχανικής εργασίας μετακινήθηκαν από τις ΗΠΑ στην Κίνα, φαίνεται να εξαφανίζονται επίσης και από την Κίνα. (Αξιόπιστα δεδομένα για αυτή τη μετάβαση είναι δύσκολο να αποκαλυφθούν. Τα επίσημα κινεζικά στοιχεία αναφέρουν μείωση της τάξης των 30 εκατομμυρίων θέσεων εργασίας στην βιομηχανία από το 1996, ή 25% επί του συνόλου, ακόμη και καθώς η παραγωγή τής μεταποίησης έχει αυξηθεί κατά περισσότερο από 70%, αλλά μέρος αυτής της πτώσης μπορεί να αντικατοπτρίζει κάποιες αναθεωρήσεις των μεθόδων συλλογής δεδομένων). Επιπλέον, καθώς η εργασία σταματά να κυνηγά το φθηνό εργατικό δυναμικό, θα κλίνει προς τα εκεί που βρίσκεται η τελική αγορά, δεδομένου ότι αυτό θα προσθέσει αξία με τη μείωση των χρόνων παράδοσης, τη μείωση του κόστους αποθεμάτων, και τα παρόμοια.
Οι αυξανόμενες δυνατότητες αυτοματοποίησης απειλούν μια από τις πιο αξιόπιστες στρατηγικές που έχουν χρησιμοποιήσει οι φτωχές χώρες για να προσελκύσουν επενδύσεις από το εξωτερικό: την προσφορά χαμηλών ημερομισθίων για να αντισταθμιστεί η χαμηλή παραγωγικότητα και τα χαμηλά επίπεδα δεξιοτήτων. Και η τάση αυτή θα επεκταθεί πέρα από την μεταποίηση. Διαδραστικά συστήματα φωνητικής απόκρισης, για παράδειγμα, μειώνουν την απαίτηση για άμεση αλληλεπίδραση πρόσωπο-με-πρόσωπο, προαναγγέλλοντας προβλήματα για τα τηλεφωνικά κέντρα (call centers) τού αναπτυσσόμενου κόσμου. Ομοίως, όλο και πιο αξιόπιστα προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών θα περικόψουν τις μετεγγραφές που γίνονται τώρα συχνά στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Σε όλο και περισσότερες περιοχές, η πιο οικονομικά αποδοτική πηγή «εργασίας» γίνεται από έξυπνα και ευέλικτα μηχανήματα, σε αντίθεση με τους χαμηλόμισθους ανθρώπους σε άλλες χώρες.
Η ΤΙΜΩΡΙΑ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
Αν το φθηνό, άφθονο εργατικό δυναμικό δεν είναι πλέον ένας ξεκάθαρος δρόμος προς την οικονομική πρόοδο, τότε τι είναι; Μια «σχολή σκέψης» δείχνει προς τις αυξανόμενες εισφορές τού κεφαλαίου: τα υλικά και τα άυλα περιουσιακά στοιχεία που συνδυάζονται με την εργασία για την παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών σε μια οικονομία (σκεφτείτε τον εξοπλισμό, τα κτίρια, τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας, τα εμπορικά σήματα, και ούτω καθ’ εξής). Όπως υποστηρίζει ο οικονομολόγος Thomas Piketty στο best-seller βιβλίο του «Κεφάλαιο στον εικοστό πρώτο αιώνα» (Capital in the Twenty-first Century), η συμμετοχή τού κεφαλαίου στην οικονομία τείνει να αυξάνεται όταν το ποσοστό τής απόδοσής του είναι μεγαλύτερο από το γενικό ποσοστό τής οικονομικής ανάπτυξης, μια κατάσταση που ο ίδιος προβλέπει για το μέλλον. Η «εμβάθυνση του κεφαλαίου» των οικονομιών που προβλέπει ο Piketty θα επιταχυνθεί περαιτέρω καθώς τα ρομπότ, οι υπολογιστές και το λογισμικό (τα οποία είναι όλα μορφές κεφαλαίου) όλο και περισσότερο υποκαθιστούν τους εργαζόμενους. Τα στοιχεία δείχνουν ότι ακριβώς μιας τέτοιας μορφής τεχνολογική αλλαγή με βάση το κεφάλαιο, συμβαίνει στις Ηνωμένες Πολιτείες και σε όλο τον κόσμο.
Κατά την τελευταία δεκαετία, η ιστορικά συνεπής διαίρεση στις Ηνωμένες Πολιτείες μεταξύ του μεριδίου τού συνολικού εθνικού εισοδήματος που πηγαίνει στην εργασία και εκείνου που πηγαίνει στο φυσικό κεφάλαιο φαίνεται να έχει αλλάξει σημαντικά. Όπως σημείωσαν οι οικονομολόγοι Susan Fleck, John Glaser και Shawn Sprague στην μηνιαία έκθεση του Αμερικανικού Γραφείου Στατιστικών Εργασίας για το 2011, «το μερίδιο της εργασίας ήταν κατά μέσο όρο 64,3% από το 1947 μέχρι το 2000. Το ποσοστό αυτό έχει μειωθεί κατά την τελευταία δεκαετία, πέφτοντας στο χαμηλότερο σημείο του κατά το τρίτο τρίμηνο του 2010, στο 57,8%». Οι πρόσφατες κινήσεις για να επανακάμψει η παραγωγή από το εξωτερικό, συμπεριλαμβανομένης της απόφασης της Apple να παράγει το νέο της υπολογιστή Mac Pro στο Τέξας, θα κάνει ελάχιστα για να αντιστραφεί αυτή η τάση. Για να είναι οικονομικά βιώσιμες, οι νέες εγχώριες εγκαταστάσεις παραγωγής θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα αυτοματοποιημένες.
Άλλες χώρες παρατηρούν παρόμοιες τάσεις. Οι οικονομολόγοι Λουκάς Καραμπαρμπούνης και Brent Neiman έχουν καταγράψει σημαντική πτώση στο ποσοστό τής εργασίας επί του ΑΕΠ σε 42 από τις 59 χώρες που μελετήθηκαν, συμπεριλαμβανομένων της Κίνας, της Ινδίας και του Μεξικό. Περιγράφοντας τα ευρήματά τους, οι Καραμπαρμπούνης και Neiman είναι σαφείς ότι η πρόοδος των ψηφιακών τεχνολογιών αποτελεί σημαντική κινητήρια δύναμη αυτού του φαινομένου: «Η μείωση της σχετικής τιμής των επενδυτικών αγαθών, συχνά αποδίδεται στις προόδους στην τεχνολογία πληροφορικής και την εποχή των ηλεκτρονικών υπολογιστών, που προκάλεσε τις επιχειρήσεις να απομακρυνθούν από την εργασία και να τείνουν προς το κεφάλαιο. Η χαμηλότερη τιμή των επενδυτικών αγαθών εξηγεί περίπου το μισό τής παρατηρούμενης μείωσης του μεριδίου τής εργασίας».
Αλλά αν το μερίδιο του κεφαλαίου στο εθνικό εισόδημα έχει αυξηθεί, η συνέχιση της τάσης αυτής στο μέλλον μπορεί κινδυνεύσει καθώς μια νέα πρόκληση αναδύεται για το κεφάλαιο - όχι από μια αναβίωση του τομέα εργασίας, αλλά από μια όλο και πιο σημαντική μονάδα μέσα στις τάξεις του: το ψηφιακό κεφάλαιο.
Σε μια ελεύθερη αγορά, η μεγαλύτερη ανταμοιβή πηγαίνει στα πιο σπάνιους συντελεστές που απαιτούνται για την παραγωγή. Σε έναν κόσμο όπου το κεφάλαιο, όπως είναι το λογισμικό και τα ρομπότ μπορούν να αναπαραχθούν φτηνά, η οριακή αξία του θα τείνει να μειώνεται, έστω και αν το περισσότερο από αυτό χρησιμοποιείται αθροιστικά. Και καθώς περισσότερο κεφάλαιο προστίθεται φτηνά στο περιθώριο, η αξία των υφιστάμενων κεφαλαίων πράγματι θα οδηγείται προς τα κάτω. Ας πούμε, σε αντίθεση με τα παραδοσιακά εργοστάσια, πολλοί τύποι ψηφιακού κεφαλαίου μπορούν να προστεθούν πολύ φτηνά. Το λογισμικό μπορεί να αντιγραφεί και να διανεμηθεί με σχεδόν μηδενικό οριακό κόστος. Και πολλά από τα υλικά στοιχεία των υπολογιστών, τα οποία διέπονται από παραλλαγές τού νόμου τού Moore (στμ: η υπολογιστική ισχύς των Η/Υ θα διπλασιάζεται κάθε περίπου δύο χρόνια), γίνονται γρήγορα και σταθερά φθηνότερα με την πάροδο του χρόνου. Το ψηφιακό κεφάλαιο, με λίγα λόγια, είναι άφθονο, έχει χαμηλό οριακό κόστος, και είναι όλο και πιο σημαντικό σχεδόν σε κάθε κλάδο.
Ακόμη και καθώς η παραγωγή γίνεται περισσότερο εντάσεως κεφαλαίου, ως εκ τούτου, τα οφέλη που αποκομίζουν οι καπιταλιστές ως ομάδα δεν είναι απαραίτητο να συνεχίσουν να αυξάνονται σε σχέση με την εργασία. Τα μερίδια θα εξαρτηθούν από τις ακριβείς λεπτομέρειες της παραγωγής, της διανομής και των συστημάτων διακυβέρνησης.
Πάνω απ’ όλα, το αποτέλεσμα θα εξαρτηθεί από το ποιες εισροές στην παραγωγή είναι σπανιότερες. Αν οι ψηφιακές τεχνολογίες δημιουργούν φθηνά υποκατάστατα για ένα αυξανόμενο σύνολο εργασιών, τότε δεν είναι μια καλή στιγμή να είναι κάποιος εργάτης. Αλλά αν οι ψηφιακές τεχνολογίες, επίσης, τείνουν να αντικαθιστούν το κεφάλαιο, τότε επίσης όλοι οι ιδιοκτήτες κεφαλαίου δεν θα πρέπει να περιμένουν να κερδίσουν μεγάλες αποδόσεις.
ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΗ ΔΙΑΣΠΑΣΗ
Ποιος θα είναι ο πιο σπάνιος, και ως εκ τούτου ο πιο πολύτιμος πόρος σε αυτό που δύο από εμάς (Erik Brynjolfsson και Andrew McAfee) έχουμε αποκαλέσει «η δεύτερη εποχή των μηχανών», μια εποχή που καθοδηγείται από τις ψηφιακές τεχνολογίες και τα συναφή οικονομικά χαρακτηριστικά τους; Δεν θα είναι ούτε η συνηθισμένη εργασία ούτε το σύνηθες κεφάλαιο, αλλά οι άνθρωποι που μπορούν να δημιουργήσουν νέες ιδέες και καινοτομίες.
Αυτοί οι άνθρωποι ήταν πάντοτε οικονομικά πολύτιμοι, φυσικά. Και ως αποτέλεσμα συχνά επωφελήθηκαν αδρά από τις καινοτομίες τους. Αλλά έπρεπε να μοιραστούν την απόδοση των ιδεών τους με την εργασία και το κεφάλαιο που ήταν αναγκαία για την τοποθέτησή τους στην αγορά. Οι ψηφιακές τεχνολογίες φτιάχνουν ολοένα και περισσότερη συνήθη εργασία όσο και απλά προϊόντα κεφαλαίου, και έτσι ένα μεγαλύτερο μερίδιο από τα οφέλη από τις ιδέες θα πάνε στους δημιουργούς, τους νεωτεριστές και τους επιχειρηματίες. Οι άνθρωποι με τις ιδέες, όχι οι εργαζόμενοι και οι επενδυτές, θα αποτελούν τον πιο σπάνιο πόρο.
Το πιο βασικό μοντέλο που χρησιμοποιούν οι οικονομολόγοι για να εξηγήσουν την επίδραση της τεχνολογίας, την αντιμετωπίζει ως έναν απλό πολλαπλασιαστή για το οτιδήποτε, αυξάνοντας την συνολική παραγωγικότητα ομοιόμορφα σε κάθε περίπτωση. Αυτό το μοντέλο χρησιμοποιείται στα περισσότερα εισαγωγικά μαθήματα οικονομίας και παρέχει την βάση για την κοινή - και, μέχρι πρόσφατα, πολύ λογική - διαίσθηση ότι ένα αυξανόμενο κύμα τεχνολογικής προόδου θα υψώσει όλες τις βάρκες εξίσου, καθιστώντας όλους τους εργαζομένους πιο παραγωγικούς και ως εκ τούτου πιο πολύτιμους.
Ένα ελαφρώς πιο σύνθετο και ρεαλιστικό μοντέλο, ωστόσο, επιτρέπει την πιθανότητα ότι η τεχνολογία δεν μπορεί να επηρεάσει εξίσου όλες τις εισροές αλλά αντίθετα ευνοεί κάποιες περισσότερο από άλλες. Η τεχνική αλλαγή με βάση τις δεξιότητες, για παράδειγμα, βαίνει προς όφελος των πιο ειδικευμένων εργαζομένων σε σχέση με τους λιγότερο ειδικευμένους, και η τεχνική αλλαγή με βάση το κεφάλαιο ευνοεί το κεφάλαιο σε σχέση με την εργασία. Και οι δύο αυτοί τύποι τεχνικών αλλαγών υπήρξαν σημαντικοί στο παρελθόν, αλλά όλο και περισσότερο, ένας τρίτος τύπος - αυτός που λέμε τεχνική αλλαγή με βάση τους σούπερ σταρ – ανατρέπει την παγκόσμια οικονομία.
Σήμερα, είναι δυνατόν να κωδικοποιήσουμε πολλά σημαντικά αγαθά, υπηρεσίες και διαδικασίες. Μόλις κωδικοποιηθούν, μπορούν να ψηφιοποιηθούν, και αφού ψηφιοποιηθούν, μπορούν να αναπαραχθούν. Τα ψηφιακά αντίγραφα μπορούν να φτιαχτούν με σχεδόν μηδενικό κόστος και να μεταδοθούν σε όλο τον κόσμο σχεδόν ακαριαία, το κάθε ένα ως ακριβές αντίγραφο του πρωτοτύπου. Ο συνδυασμός αυτών των τριών χαρακτηριστικών - εξαιρετικά χαμηλό κόστος, γρήγορη μεταφορά πανταχού και απόλυτη πιστότητα - οδηγεί σε ορισμένα παράξενα και θαυμάσια οικονομικά. Μπορεί να δημιουργήσει αφθονία εκεί όπου υπήρχε έλλειψη, όχι μόνο για καταναλωτικά αγαθά, όπως τα μουσικά βίντεο, αλλά και για οικονομικά δεδομένα, όπως είναι ορισμένες μορφές τής εργασίας και του κεφαλαίου.
Οι αποδόσεις στις αγορές αυτές συνήθως ακολουθούν ένα σαφές σχέδιο – έναν κανόνα δύναμης (power law) ή μια καμπύλη Pareto, στην οποία ένας μικρός αριθμός παικτών καρπώνονται ένα δυσανάλογο μερίδιο από τα οφέλη. Το δικτυακό φαινόμενο, όπου ένα προϊόν καθίσταται πιο πολύτιμο όσο περισσότεροι είναι χρήστες του, μπορεί επίσης να δημιουργήσει αυτό το είδος των «νικητών που τα παίρνουν όλα» ή του «νικητή που παίρνει τις περισσότερες αγορές». Δείτε το Instagram, την πλατφόρμα μοιράσματος φωτογραφιών, ως παράδειγμα για τα οικονομικά τής ψηφιακής, δικτυωμένης οικονομίας. Οι 14 άνθρωποι που δημιούργησαν την εταιρεία δεν χρειάζονται πολλούς ανειδίκευτους βοηθούς για να την φτιάξουν, ούτε χρειάζονται πολύ φυσικό κεφάλαιο. Έχτισαν ένα ψηφιακό προϊόν που επωφελήθηκε από το φαινόμενο τού δικτύου, και όταν εξαπλώθηκε γρήγορα, ήταν σε θέση να το πουλήσουν μετά από μόλις ενάμιση χρόνο για σχεδόν 750 εκατομμύρια δολάρια - ειρωνικά, λίγους μήνες μετά την πτώχευση μιας άλλης εταιρείας φωτογραφίας, της Kodak, που στο αποκορύφωμά της απασχολούσε περίπου 145.000 άτομα και είχε δισεκατομμύρια δολάρια σε στοιχεία παγίου κεφαλαίου.
Το Instagram είναι ένα ακραίο παράδειγμα ενός γενικότερου κανόνα. Τις περισσότερες φορές, όταν οι βελτιώσεις στις ψηφιακές τεχνολογίες καθιστούν πιο ελκυστική την ψηφιοποίηση ενός προϊόντος ή μιας διαδικασίας, οι σούπερ σταρς απολαμβάνουν μια εκτόξευση των εισοδημάτων τους, ενώ οι δεύτεροι καλύτεροι, οι δεύτεροι υποκινητές και οι υπόλοιποι ανταγωνίζονται δυσκολότερα. Οι κορυφαίοι καλλιτέχνες στη μουσική, τον αθλητισμό, και σε άλλους τομείς έχουν δει επίσης την εμβέλεια και τα εισοδήματά τους να αυξάνονται από το 1980, άμεσα ή έμμεσα, εκμεταλλευόμενοι τις ίδιες ανοδικές τάσεις.
Αλλά δεν είναι μόνο το λογισμικό και τα μέσα ενημέρωσης που μεταμορφώνονται. Η ψηφιοποίηση και τα δίκτυα γίνονται όλο και πιο διάχυτα σε κάθε κλάδο και λειτουργία, σε ολόκληρη την οικονομία, από το λιανικό εμπόριο και τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες ως την μεταποίηση και την εμπορία. Αυτό σημαίνει ότι τα οικονομικά των σούπερ σταρ επηρεάζουν περισσότερα αγαθά, υπηρεσίες, και ανθρώπους από ποτέ.
Ακόμη και κορυφαία στελέχη έχουν αρχίσει να κερδίζουν αποζημιώσεις ροκ σταρ. Το 1990, οι αμοιβές των διευθυνόντων συμβούλων στις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν, κατά μέσο όρο, 70 φορές μεγαλύτερες από τους μισθούς των άλλων εργαζομένων˙ Το 2005, ήταν 300 φορές μεγαλύτερες. Η αποζημίωση των στελεχών γενικά πηγαίνει προς την ίδια κατεύθυνση σε παγκόσμιο επίπεδο, αν και με σημαντικές διακυμάνσεις από χώρα σε χώρα. Πολλές δυνάμεις λειτουργούν εδώ, περιλαμβανομένων αλλαγών στους φόρους και τις πολιτικές, εξελίξεις σε πολιτιστικές και οργανωτικές νόρμες, και απλά τύχη. Αλλά όπως έχει δείξει η έρευνα από έναν από εμάς (Brynjolfsson) και τον Heekyung Kim, ένα μέρος της αύξησης συνδέεται με την ευρύτερη χρήση τής τεχνολογίας τής πληροφορικής. Η τεχνολογία επεκτείνει την δυνητική εμβέλεια, την κλίμακα και την ικανότητα παρακολούθησης της λήψης αποφάσεων, αυξάνοντας την αξία τής λήψης μιας καλής απόφασης μεγεθύνοντας τις πιθανές συνέπειες των ατομικών επιλογών. Η άμεση διαχείριση μέσω ψηφιακών τεχνολογιών κάνει έναν καλό μάνατζερ πιο πολύτιμο από ό, τι σε παλαιότερες εποχές, όταν τα ανώτατα στελέχη έπρεπε να μοιραστούν τον έλεγχο με μεγάλες ομάδες υφισταμένων και μπορούσαν να επηρεάσουν μόνο ένα μικρότερο φάσμα δραστηριοτήτων. Σήμερα, όσο μεγαλύτερη είναι η αγοραία αξία μιας εταιρείας, τόσο πιο αναγκαία είναι η προσπάθεια να βρεθούν τα καλύτερα στελέχη για να την διοικήσουν.
Όταν το εισόδημα διανέμεται σύμφωνα με έναν Κανόνα Δύναμης (power law), οι περισσότεροι άνθρωποι θα είναι κάτω τού μέσου όρου, και καθώς οι εθνικές οικονομίες σε μεγάλο βαθμό υπόκεινται σε ολοένα και περισσότερη τέτοια δυναμική, αυτό το μοτίβο θα λειτουργεί μόνο του σε εθνικό επίπεδο. Και με αρκετή βεβαιότητα, οι Ηνωμένες Πολιτείες διαθέτουν σήμερα ένα από τα υψηλότερα επίπεδα πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ παγκοσμίως - ακόμη και καθώς το μεσαίο εισόδημά τους έχει μείνει ουσιαστικά στάσιμο για δύο δεκαετίες.
ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΖΟΜΕΝΟΙ ΓΙΑ ΜΙΑ ΔΙΑΡΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Οι δυνάμεις τής εργασίας στην «δεύτερη εποχή των μηχανών» είναι ισχυρές, διαδραστικές και σύνθετες. Είναι αδύνατο να κοιτάξουμε πολύ μακριά στο μέλλον και να προβλέψουμε με ακρίβεια ποια θα είναι η τελική επίπτωσή τους. Όμως, εάν τα άτομα, οι επιχειρήσεις και οι κυβερνήσεις κατανοήσουν τι συμβαίνει, μπορούν τουλάχιστον να προσπαθήσουν να κάνουν τις απαραίτητες ρυθμίσεις και να προσαρμοστούν.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες, για παράδειγμα, φαίνεται να κερδίζουν πίσω κάποιες επιχειρήσεις, καθώς η δεύτερη φράση από το ολίγων λέξεων επιχειρηματικό σχέδιο της Apple έχει ανατραπεί, διότι η τεχνολογία της και οι παραγωγικές της διαδικασίες εκτελούνται και πάλι εντός των συνόρων των ΗΠΑ. Αλλά η πρώτη φράση τού σχεδίου θα γίνει πιο σημαντική από ποτέ, και εδώ προηγείται η ανησυχία, όχι ο εφησυχασμός. Γιατί δυστυχώς, ο δυναμισμός και η δημιουργικότητα που έχουν κάνει τις Ηνωμένες Πολιτείες το πιο καινοτόμο έθνος στον κόσμο, ενδέχεται να παραπαίουν.
Χάρη στην αενάως εφορμούσα ψηφιακή επανάσταση, ο σχεδιασμός και η καινοτομία έχουν γίνει πλέον μέρος τού τομέα εμπορεύσιμων αγαθών στην παγκόσμια οικονομία και θα αντιμετωπίσουν το ίδιο είδος ανταγωνισμού που έχει ήδη μεταμορφώσει την μεταποίηση. Η ηγεσία στον σχεδιασμό εξαρτάται από ένα μορφωμένο εργατικό δυναμικό και μια επιχειρηματική κουλτούρα, και το παραδοσιακό αμερικανικό πλεονέκτημα σε αυτούς τους τομείς μειώνεται. Παρά το γεγονός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ηγούνταν κάποτε παγκοσμίως στο μερίδιο πτυχιούχων στο εργατικό δυναμικό, τώρα έχουν πέσει στην 12η θέση. Και, παρά τις συζητήσεις σχετικά με την επιχειρηματικότητα σε μέρη όπως η Silicon Valley, τα στοιχεία δείχνουν ότι ο αριθμός των αμερικανικών νεοσύστατων επιχειρήσεων που απασχολούν περισσότερα από ένα άτομο έχει μειωθεί κατά περισσότερο από 20% από το 1996 μέχρι σήμερα.
Εάν οι υπό συζήτηση τάσεις είναι παγκόσμιες, οι τοπικές τους επιδράσεις θα διαμορφωθούν, εν μέρει, από τις κοινωνικές πολιτικές και επενδύσεις που οι χώρες επιλέγουν να κάνουν, τόσο στον τομέα τής εκπαίδευσης ειδικότερα όσο στην προώθηση της καινοτομίας και του δυναμισμού τής οικονομίας γενικότερα. Για πάνω από έναν αιώνα, το εκπαιδευτικό σύστημα των ΗΠΑ αποτελούσε αντικείμενο παγκόσμιου φθόνου, με την καθολική 12ετή εκπαίδευση και τα παγκόσμιας κλάσης πανεπιστήμια που προωθούσαν την βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη. Αλλά τις τελευταίες δεκαετίες, η πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση στις ΗΠΑ έχει γίνει όλο και πιο άνιση, με την ποιότητά τους να βασίζεται στα εισοδηματικά επίπεδα της εκάστοτε γειτονιάς και συχνά μια συνεχή έμφαση στην μηχανική μάθηση.
Ευτυχώς, η ίδια ψηφιακή επανάσταση που μεταμορφώνει τις αγορές προϊόντων και εργασίας μπορεί να βοηθήσει επίσης να μεταμορφωθεί και η εκπαίδευση. Η διαδικτυακή μάθηση μπορεί να παρέχει στους φοιτητές πρόσβαση σε καλύτερους δασκάλους, περιεχόμενο και μεθόδους ανεξάρτητα από την τοποθεσία τους, και νέες προσεγγίσεις που βασίζονται στα δεδομένα κάνουν πιο εύκολο να μετρηθούν οι δυνάμεις των μαθητών, οι αδυναμίες τους και η πρόοδός τους. Αυτό θα πρέπει να δημιουργήσει ευκαιρίες για εξατομικευμένα προγράμματα εκπαίδευσης και συνεχούς βελτίωσης, χρησιμοποιώντας ορισμένες από τις τεχνικές ανάδρασης που έχουν ήδη μεταμορφώσει τις επιστημονικές ανακαλύψεις, το λιανικό εμπόριο και την μεταποίηση.
Η παγκοσμιοποίηση και η τεχνολογική αλλαγή μπορεί να αυξήσουν τον πλούτο και την οικονομική αποδοτικότητα των εθνών και του κόσμου γενικότερα, αλλά δεν θα λειτουργήσουν προς όφελος όλων, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα έως μεσοπρόθεσμα. Οι απλοί εργαζόμενοι, ειδικότερα, θα συνεχίσουν να φέρουν το κύριο βάρος των αλλαγών, επωφελούμενοι ως καταναλωτές, αλλά όχι κατ’ ανάγκην ως παραγωγοί. Αυτό σημαίνει ότι χωρίς περαιτέρω παρέμβαση, η οικονομική ανισότητα είναι πιθανό να συνεχίσει να αυξάνεται, θέτοντας μια σειρά από προβλήματα. Η εισοδηματική ανισότητα μπορεί να οδηγήσει σε ανισότητα ευκαιριών, στερώντας έθνη από πρόσβαση σε ταλέντα και υπονομεύοντας το κοινωνικό συμβόλαιο. Η πολιτική εξουσία, εν τω μεταξύ, συχνά ακολουθεί την οικονομική ισχύ, στην περίπτωση αυτή υπονομεύοντας την δημοκρατία.
Οι προκλήσεις αυτές μπορούν και πρέπει να αντιμετωπιστούν μέσω της δημόσιας παροχής υψηλής ποιότητας βασικών υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένης της εκπαίδευσης, της υγειονομικής περίθαλψης και της συνταξιοδοτικής ασφάλειας. Οι υπηρεσίες αυτές θα είναι ζωτικής σημασίας για την δημιουργία μιας πραγματικής ισότητας ευκαιριών σε ένα ταχέως μεταβαλλόμενο οικονομικό περιβάλλον και μιας αυξημένης κινητικότητας μεταξύ γενεών στο εισόδημα, τον πλούτο και τις μελλοντικές προοπτικές.
Όσον αφορά την τόνωση της οικονομικής ανάπτυξης γενικότερα, υπάρχει μια σχετική συναίνεση μεταξύ των σοβαρών οικονομολόγων για πολλές από τις πολιτικές που είναι απαραίτητες. Η βασική στρατηγική είναι διανοητικά απλή, αν και πολιτικά δύσκολη: Το να προωθηθούν επενδύσεις τού δημόσιου τομέα βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα, ενώ θα γίνονται αυτές οι επενδύσεις πιο αποτελεσματικές και θα τίθεται σε εφαρμογή ένα σχέδιο μακροπρόθεσμης δημοσιονομικής εξυγίανσης. Οι δημόσιες επενδύσεις είναι γνωστό ότι αποφέρουν υψηλές αποδόσεις στην βασική έρευνα στον τομέα τής υγείας, της επιστήμης και της τεχνολογίας, στην εκπαίδευση και στις δαπάνες για υποδομές σε δρόμους, αεροδρόμια, δημόσια συστήματα ύδρευσης και αποχέτευσης, ενέργειας και επικοινωνιών. Η αύξηση των κρατικών δαπανών σε αυτούς τους τομείς θα δώσει ώθηση στην οικονομική ανάπτυξη τώρα, ακόμη και αν δημιουργήσει πραγματικό πλούτο για τις επόμενες γενιές αργότερα.
Σε περίπτωση που η ψηφιακή επανάσταση συνεχίσει να είναι τόσο ισχυρή και στο μέλλον, όπως ήταν τα τελευταία χρόνια, ίσως χρειάζεται να επανεξετασθούν η δομή τής σύγχρονης οικονομίας και ο ρόλος τής ίδιας τής εργασίας. Ως ομάδα, οι απόγονοί μας μπορεί να εργάζονται λιγότερες ώρες και να ζουν καλύτερα - αλλά τόσο το έργο όσο και οι ανταμοιβές του θα μπορούσαν να εξαπλωθούν ακόμη πιο άνισα, με μια ποικιλία από δυσάρεστες συνέπειες. Το να δημιουργηθεί βιώσιμη, δίκαιη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη θα απαιτήσει πολύ περισσότερα από όσα οι business as usual. Το σημείο για να αρχίσει κανείς είναι με μια σωστή κατανόηση του πόσο γρήγορα και πόσο πολύ εξελίσσονται τα πράγματα.
* Ο ERIK BRYNJOLFSSON είναι καθηγητής Διοικητικής Επιστήμης στην έδρα Schussel Family στην Σχολή Διοίκησης Sloan στο MIT και συνιδρυτής τής Πρωτοβουλίας για την Ψηφιακή Οικονομία τού MIT.
Ο ANDREW MCAFEE είναι κύριος επιστημονικός ερευνητής στο Κέντρο για Ψηφιακές Επιχειρήσεις τού MIT στην Σχολή Διοίκησης Sloan στο MIT και συνιδρυτής τής Πρωτοβουλίας για την Ψηφιακή Οικονομία τού MIT.
Ο MICHAEL SPENCE είναι καθηγητής Οικονομίας και Επιχειρηματικότητας στην έδρα William R. Berkley στην Σχολή Επιχειρήσεων Stern στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης.
Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/141531/erik-brynjolfsson-andrew-m...