Η πρόωρη έξοδος και τα αρνητικά μηνύματα
Κατερίνα Σώκου
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr/)
Κατά την ετήσια σύνοδο του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας, την περασμένη εβδομάδα, κυριάρχησαν τρία αρνητικά μηνύματα για την οικονομία, που μπορεί να περιπλέξουν τις επιδιώξεις της κυβέρνησης για πρόωρη έξοδο από το Μνημόνιο και πλήρη επιστροφή στις αγορές.
Πρώτον, η οικονομία της Ευρωζώνης δεν ανακάμπτει με τον ρυθμό που ήλπιζε το ΔΝΤ. Η ανάπτυξη στην Ελλάδα εξαρτάται κυρίως από τη ζήτηση στην Ευρωζώνη, όπου κατευθύνεται πάνω από το ήμισυ των εξαγωγών της. Με αυτό το δεδομένο, είναι λογική η ανησυχία για το αν μπορούν να επιτευχθούν οι στόχοι του προγράμματος όταν μειώνονται σημαντικά οι εκτιμήσεις για την ανάπτυξη στην Ευρωζώνη.
Το προσχέδιο του προϋπολογισμού προβλέπει ρυθμό ανάπτυξης 2,9% το επόμενο έτος, ποσοστό που θεωρείται απαραίτητο για την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος 3% του ΑΕΠ το 2015. Σύμφωνα με πληροφορίες, όμως, υπάρχει διχογνωμία για το αν αυτή η ανάπτυξη μπορεί να επιτευχθεί, ενώ πηγές του ΔΝΤ διαμηνύουν ότι ο προϋπολογισμός θα πρέπει να αλλάξει προκειμένου να γίνει αποδεκτός από την τρόικα.
Δεύτερον, το ΔΝΤ προειδοποίησε ότι στην αναζήτησή τους για υψηλές αποδόσεις, οι επενδυτές τείνουν να υποεκτιμούν τους κινδύνους. Χαρακτηριστική περίπτωση τα επιτόκια των κρατικών ομολόγων των χωρών της περιφέρειας της Ευρωζώνης, τα οποία εκτιμάται ότι έχουν υποχωρήσει πολύ χαμηλά για τα –αδύναμα, ακόμη– δεδομένα αυτών των χωρών. Παρά το γενικό κλίμα, πάντως, τα επιτόκια των ελληνικών ομολόγων έχουν αυξηθεί. Κυβερνητικοί παράγοντες αποδίδουν την πρόσφατη εκτόξευση των spreads σε συγκυριακούς παράγοντες, επισημαίνοντας ότι η αγορά είναι αβαθής και ότι περιορισμένες κινήσεις την επηρεάζουν υπερβολικά.
Στην Ουάσιγκτον, όπου μίλησε στο συνέδριο του IIF, ο επικεφαλής του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους Στέλιος Παπαδόπουλος ξεδίπλωσε αναλυτικά τη στρατηγική για την επάνοδο της Ελλάδας στις αγορές ως το καλύτερο σενάριο για όλες τις πλευρές. Ωστόσο, αυτό που είναι το βέλτιστο δεν σημαίνει απαραίτητα ότι θα επιτευχθεί, καθώς εξαρτάται από τη σύμφωνη γνώμη των Ευρωπαίων, την πολιτική σταθερότητα στην Ελλάδα και, τελικά, την εμπιστοσύνη που θα επιδείξουν οι αγορές στο σχέδιο.
Εδώ υπεισέρχεται ο τρίτος κίνδυνος, καθώς η έξοδος της ομοσπονδιακής τράπεζας των ΗΠΑ από τα μη συμβατικά μέτρα στήριξης της οικονομίας ήδη προκαλεί αστάθεια στις αναπτυσσόμενες χώρες. Η τάση αποφυγής του ρίσκου προβλέπεται να χαρακτηρίσει την προσεχή περίοδο, και σε αυτό το περιβάλλον η ελληνική αγορά ομολόγων εξακολουθεί να θεωρείται η πλέον επισφαλής στην Ευρωζώνη. Μάλιστα, η Black Rock κατατάσσει την Ελλάδα πρώτη μεταξύ 50 χωρών παγκοσμίως ως προς τον κίνδυνο χρεοκοπίας.
Παρά τα επιχειρήματα κυβερνητικών και ευρωπαϊκών παραγόντων για το ευνοϊκό προφίλ εξυπηρέτησης του ελληνικού χρέους (με δεδομένα τα χαμηλά επιτόκια του επίσημου δανεισμού και τις μακρές περιόδους λήξης), πολλοί αναλυτές εξακολουθούν να τρομάζουν μπροστά στο μεγάλο νούμερο του χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ και εκτιμούν ότι αυτό δεν είναι βιώσιμο. Οι Ευρωπαίοι, όμως, δεν βιάζονται να θέσουν την αναδιάρθρωσή του στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Τέλος, υπάρχουν δύο ακόμη παράγοντες που μπορεί να επηρεάσουν αρνητικά την οικονομία: Η εξάπλωση του ιού Εμπολα, για την οποία ο επικεφαλής της Παγκόσμιας Τράπεζας, Τζιμ Γιονγκ Κιμ, εκτίμησε πως θα μπορούσε να είναι καταστροφική για την παγκόσμια οικονομία, και η αύξηση των γεωστρατηγικών κινδύνων στη Μέση Ανατολή και την Ουκρανία. Η κρίση στην Ουκρανία αναμένεται να έχει μεγαλύτερες επιπτώσεις στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στην Ελλάδα, με δεδομένες τις οικονομικές σχέσεις αλληλεξάρτησης με τη Ρωσία.
Αν προσθέσει κάποιος αυτούς τους έκτακτους κινδύνους, καταλαβαίνει ότι το παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον στο οποίο θα επιχειρηθεί η αποδέσμευση από το Μνημόνιο είναι τουλάχιστον απρόβλεπτο, αν όχι και επικίνδυνο. Για τον λόγο αυτό, η κυβέρνηση θα ήταν σκόπιμο να διατηρήσει μια προληπτική γραμμή στήριξης, όπως πρότεινε η επικεφαλής του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ. Αν δεν θέλει από το ΔΝΤ λόγω των αυστηρών όρων του, τότε από την Ε.Ε.