Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2014

Άρθρο του Στ. Λυγερού γιατί ξύπνησε και πάλι ο αλβανικός εθνικισμός


Γιατί ξύπνησε και πάλι ο αλβανικός εθνικισμός
Του Σταύρου Λυγερού
(Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ την Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2014)
Το τηλεκατευθυνόμενο ελικοπτεράκι με τη σημαία της “μεγάλης Αλβανίας” στον ποδοσφαιρικό αγώνας Σερβίας-Αλβανίας πριν μερικές ημέρες θα μπορούσε να είναι μία χωρίς πολιτικό βάρος πρόκληση θερμοκέφαλων Αλβανών εθνικιστών.
Αυτό που της προσδίδει ιδιαίτερο πολιτικό βάρος είναι ο τρόπος που την αγκάλιασε όχι μόνο ο Αλβανός πρωθυπουργός Έντι Ράμα, αλλά σύσσωμο σχεδόν το πολιτικό σύστημα των Τιράνων.
Ο αλβανικός μεγαλοϊδεατισμός συντηρήθηκε σε χαμηλή ένταση από το καθεστώς του Χότζα και αναζωπυρώθηκε όταν η Αλβανία εισήλθε στην μεταψυχροπολεμική εποχή. Η ευκαιρία, όμως, δόθηκε όταν στη δεκαετία του 1990 το καθεστώς Μιλόσεβιτς έγινε το μαύρο πρόβατο για τη Δύση. Ο περιβόητος αλβανικός UCK άρχισε τον ανταρτοπόλεμο στο Κοσσυφοπέδιο, γεγονός που έδωσε το πρόσχημα στη Δύση να επέμβει στρατιωτικά.
Το αποτέλεσμα ήταν η de facto απόσχιση του Κοσσυφοπεδίου από τη Σερβία και μετά από αρκετά χρόνια η αναγνώρισή του ως ανεξάρτητο κράτος. Η εξέλιξη εκείνη τροφοδότησε τον αλβανικό εθνικισμό και του προσέδωσε μία επιθετικότητα. Οι Αλβανοί θεώρησαν τότε ότι ήταν η ώρα να διεκδικήσουν και να αποσπάσουν όσα περισσότερα μπορούσαν από τις γειτονικές χώρες.
Ο τότε πρωθυπουργός της Αλβανίας Μάϊκο είχε δηλώσει με νόημα ότι οι εκτός Αλβανίας Αλβανοί έχουν δικαίωμα στη συλλογική αυτοάμυνα! Ουσιαστικά, δεν έκανε τίποτα λιγότερο από το να περιγράψει εμμέσως τον αλβανικό μεγαλοϊδεατισμό, ο οποίος, αν και απουσίαζε από την επίσημη διπλωματική ρητορική, βρισκόταν στο επίκεντρο όλων των άτυπων συζητήσεων. Είναι ενδεικτικό ότι ο τότε πρόεδρος της Αλβανίας Μεϊντάνι είχε αρνηθεί να απαντήσει σε ερώτηση που του έγινε στο φόρουμ του Νταβός εάν στόχος της χώρας του είναι η δημιουργία της “μεγάλης Αλβανίας”.
Η απόσχιση του Κοσσυφοπεδίου από τη Σερβία θεωρήθηκε το πρώτο και μεγάλο βήμα για τη “μεγάλη Αλβανία”. Από τη στιγμή που αυτός ο κρίκος έσπασε ήταν αναπόφευκτο ο αλβανικός εθνικισμός να επιδιώξει το σπάσιμο και των υπόλοιπων κρίκων με την ίδια μέθοδο. Έτσι ξεκίνησαν αντάρτικες επιθέσεις στη νότια Σερβία (στο τρίγωνο Πρέσεβο-Μπουγιάνοβατς-Μεντβέντια), όπου υπάρχει μεγάλη αλβανική μειονότητα.
Μετά την πτώση του καθεστώτος Μιλόσεβιτς, όμως, η Ουάσιγκτον δεν ήταν διατεθειμένη να συνεχίσει να παίζει το παιχνίδι του αλβανικού εθνικισμού. Και τότε, όμως, τον χρησιμοποίησε σαν μοχλό πίεσης εναντίον του Βελιγραδίου. Όταν η κυβέρνηση Κοστούνιτσα αρνήθηκε να παραδώσει τον Μιλόσεβιτς στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, οι αλβανικές επιθέσεις στη νότια Σερβία κλιμακώθηκαν!
Αν και το κλίμα δεν ήταν πια τόσο ευνοϊκό για τον αλβανικό εθνικισμό, η αμερικανική ανοχή τον ώθησε να βάλει φωτιά και στη FYROM. Παραλλήλως με τις πολιτικές διεκδικήσεις των αλβανικών κομμάτων, παρακλάδι του UCK άρχισε τις ένοπλες επιθέσεις εναντίον αστυνομικών στόχων. Σκοπός του ήταν να αμφισβητήσει εμπράκτως την κυριαρχία των Σλαβομακεδόνων κυρίως στη συνορεύουσα με το Κοσσυφοπέδιο βορειοδυτική περιοχή του Τέτοβο, όπου κυριαρχεί το αλβανικό στοιχείο.
Δεδομένου ότι η Δύση υποστήριζε την ακεραιότητα της FYROM, οι εθνοτικές συγκρούσεις δεν μπορούσαν να έχουν την κατάληξη που είχαν στο Κοσσυφοπέδιο. Έτσι φθάσαμε στη συμφωνία της Αχρίδας (αρχές της δεκαετίας του 2000), με την οποία το αλβανικό στοιχείο κατοχύρωσε διευρυμένα δικαιώματα, χωρίς, ωστόσο, να επιτύχει την ομοσπονδοποίηση του νεοπαγούς κράτους.
Με τη συμφωνία της Αχρίδας κλείνει και ο κύκλος της χρήσης βίας για την προώθηση του οράματος της “μεγάλης Αλβανίας”. Από τότε έχουμε διάφορους λεονταρισμούς, αλλά τίποτα περισσότερο. Από αυτούς τους λεονταρισμούς δεν εξαιρέθηκε και η Ελλάδα.
Στα τέλη του 2003 το κατά τα άλλα σοβαρό γερμανικό περιοδικό Σπίγκελ δημοσίευσε άρθρο με αλβανικές απειλές ότι ο “Απελευθερωτικό Στρατός της Τσαμουριάς” θα πραγματοποιήσει ένοπλες επιθέσεις στην Ελλάδα. Στις ελληνικές αρχές έχουν κατά καιρούς περιέλθει πληροφορίες για σχετικές κινήσεις στους κόλπους των εδώ Αλβανών μεταναστών, οι οποίες, όμως, ποτέ δεν κατάφεραν να υλοποιηθούν.
Η Ελλάδα διαφέρει ποιοτικά από το Κοσσυφοπέδιο, τη νότια Σερβία και τη FYROM. Μπορεί να φιλοξενεί πολλούς Αλβανούς μετανάστες, αλλά δεν έχει γηγενή αλβανική μειονότητα. Το γεγονός αυτό δεν εμποδίζει, βεβαίως, τους Αλβανούς εθνικιστές να θέτουν τα νότια σύνορα της “μεγάλης Αλβανίας” στον Αμβρακικό κόλπο! Σχετικοί χάρτες κυκλοφορούν εδώ και χρόνια στα Τίρανα, στην Πρίστινα και στο Τέτοβο. Οι εθνικιστικές αυτές φαντασιώσεις είναι τόσο παράλογες, που δεν θα άξιζε τον κόπο να αναφέρεται κανείς σ’ αυτές. Ο αλβανικός εθνικισμός, όμως, έχει αποδείξει ότι ρέπει στον τυχοδιωκτισμό.
Μετά τις αιματηρές συγκρούσεις που προκάλεσε η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας στη δεκαετία του 1990 στα Βαλκάνια έχει επέλθει μία ισορροπία. Ο μεγάλος κερδισμένος από τις ανακατατάξεις είναι ο αλβανικός εθνικισμός. Παρόλα αυτά, δεν κρύβει πως θεωρεί τη σημερινή ισορροπία προσωρινή. Οι φαντασιώσεις για τη “μεγάλη Αλβανία” τροφοδοτούν τον αναθεωρητισμό, την αλλαγή των υφιστάμενων συνόρων.
Η προβοκάτσια στο Βελιγράδι δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μία προσπάθεια να αναζωπυρωθούν και να επανέλθουν στη δημοσιότητα αυτές οι αλβανικές εθνικιστικές διεκδικήσεις. Το περιστατικό προκάλεσε τη σερβική κοινή γνώμη, αλλά αυτό που σε πολιτικό επίπεδο μέτρησε αρνητικά ήταν ο τρόπος που αντέδρασαν τα Τίρανα, το γεγονός ότι έριξαν λάδι στη φωτιά. Αποδεικνύεται ότι οι εν λόγω διεκδικήσεις δεν είναι μόνο φαντασιώσεις κάποιων φανατικών, αλλά εμμέσως πλην σαφώς το υπόστρωμα της επίσημης αλβανικής πολιτικής.
Από την εποχή που ήταν δήμαρχος Τιράνων, ο Ράμα είχε καλλιεργήσει για τον εαυτό του την εικόνα ενός διανοούμενου ευρωπαϊστή πολιτικού, ο οποίος δεν διστάζει να συγκρούεται με οργανωμένα συμφέροντα. Ως αρχηγός του Σοσιαλιστικού Κόμματος και ως πρωθυπουργός, όμως, αποδεικνύεται άξιος συνεχιστής της θλιβερής αλβανικής πολιτικής παράδοσης. Πυροδοτεί τον διάχυτο στην αλβανική κοινωνία ακραίο εθνικισμό και βεβαίως –σύμφωνα με επανειλημμένες καταγγελίες– έχει βουτήξει για τα καλά στη διαπλοκή και στη διαφθορά.
Η ένταση που προκλήθηκε με το επεισόδιο στον ποδοσφαιρικό αγώνα οδήγησε στην απόφαση και των δύο πλευρών να αναβληθεί η επίσκεψη του Ράμα στη Σερβία. Ήταν προγραμματισμένη για την περασμένη Τετάρτη και ορίσθηκε για τις 10 Νοεμβρίου. Η επίσκεψη έχει χαρακτηρισθεί ιστορική, επειδή θα είναι η πρώτη επίσκεψη Αλβανού πρωθυπουργού στο Βελιγράδι μετά από 68 χρόνια και υποτίθεται ότι θα θέσει τις εχθρικές σχέσεις των δύο γειτονικών χωρών σε άλλη τροχιά.
Όσον αφορά την Ελλάδα, πάντως, το πραγματικό πολιτικό μέτωπο είναι η Βόρειος Ήπειρος, γιατί ο αλβανικός εθνικισμός συνεχίζει τις προσπάθειές του να αποδυναμώσει την ελληνική μειονότητα, εάν όχι να την εκδιώξει από τις πατρογονικές εστίες της. Είναι ενδεικτικό ότι αμέσως μετά το επεισόδιο στο Βελιγράδι αντανακλαστικά μαφιόζοι εθνικιστές από το χωριό Λαζαράτι εισέβαλαν στο ελληνικό χωριό Δερβιτσάνη και επιδόθηκαν σε βιαιοπραγίες.
Η πρόκληση αυτή έρχεται ως συνέχεια της νέας διοικητικής διαίρεσης της Αλβανίας, μέσω της οποίας η Χιμάρα και οι άλλες μειονοτικές περιοχές τεμαχίζονται και προσκολλώνται σε περιοχές με αλβανικό πληθυσμό, ώστε να υπονομευθεί η δυνατότητα της μειονότητας να εκπροσωπείται στο αλβανικό Κοινοβούλιο, αλλά ακόμα και σε επίπεδο Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Ο σχετικός νόμος ψηφίσθηκε, αλλά ο Πρόεδρος της Αλβανίας τον επέστρεψε στο Κοινοβούλιο, επειδή δεν είχαν τηρηθεί αναγκαίες προϋποθέσεις.
Ας σημειωθεί ότι παρά την κρίση η Ελλάδα παραμένει –σύμφωνα με την κεντρική τράπεζα της Αλβανίας– η χώρα που με τα εμβάσματα των Αλβανών μεταναστών συμβάλει περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στην αλβανική οικονομία. Το α’ τρίμηνο του 2014 οι Αλβανοί μετανάστες έστειλαν στην Αλβανία 115 εκατομμύρια ευρώ, ενώ το δ’ τρίμηνο του 2013 είχαν στείλει 159 εκατομμύρια. Παρά τη μείωση, το 42% των εμβασμάτων προέρχεται από την Ελλάδα, το 38,5% από την Ιταλία και την τρίτη θέση κατέχουν οι ΗΠΑ με 8,1%.
Δεν είναι, όμως, μόνο αυτό. Παρά το γεγονός ότι –με την παρέμβαση της Άγκυρας– το Συνταγματικό Δικαστήριο της Αλβανίας ακύρωσε την ελληνοαλβανική συμφωνία του 2009 για οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών, η Αθήνα δεν προχώρησε σε αντίμετρα. Όχι μόνο δεν έθεσε όρους, αλλά και διευκόλυνε την αναγόρευση της Αλβανίας σε υποψήφια προς ένταξη στην ΕΕ χώρα. Η απάντηση των Τιράνων ήταν αναμενόμενη. Σκληραίνουν τη στάση τους και εμμέσως πλην σαφώς τροφοδοτούν το ανθελληνικό κλίμα.