Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2014

Άρθρο για το Κομπάνι, τη Γκουέρνικα των Κούρδων


Το Κομπάνι, η Γκουέρνικα των Κούρδων
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr/)
Μια μικρή πόλη περίπου 50.000 κατοίκων στα σύνορα Συρίας και Τουρκίας έγινε παγκοσμίως διάσημη, τον τελευταίο μήνα, χάρη στην πεισματική αντίσταση των Κούρδων υπερασπιστών της απέναντι στις κατά πολύ υπέρτερες δυνάμεις των φανατικών ισλαμιστών.
Στη συλλογική συνείδηση των Κούρδων έχει ήδη πολιτογραφηθεί ως η δική τους «Γκουέρνικα», κατ’ αναλογία προς τη μαρτυρική πόλη του ισπανικού εμφυλίου πολέμου, που ενέπνευσε τον Πικάσο: σύμβολο ηρωισμού, αλλά και προδοσίας από την πλευρά των γειτόνων και συμμάχων που θα έπρεπε, θεωρητικά, να την προστατεύσουν. Εκείνο που δεν γνωρίζει το ευρύ κοινό είναι ότι η μικρή αυτή πόλη αποτελεί λίκνο μιας σιωπηλής, αλλά πολύ ελπιδοφόρας επανάστασης, που κινδυνεύει να συντριβεί από τη βαρβαρότητα των τζιχαντιστών.
Η πόλη Κομπάνι λέγεται στα αραβικά Αΐν αλ Αράμπ, που σημαίνει, για ειρωνεία της ιστορίας, Αραβική Ανοιξη. Κατοικείται κυρίως από Κούρδους, αλλά και από Αραβες, Τουρκμένιους και Αρμενίους. Οταν ξέσπασε η αρχικά ειρηνική εξέγερση εναντίον του απολυταρχικού καθεστώτος Ασαντ, τον Μάρτιο του 2011, η πλειονότητα των κατοίκων της τάχθηκε υπέρ του δημοκρατικού κινήματος. Αυτή ήταν η θέση και του ισχυρότερου (και φυσικά παράνομου) κουρδικού κόμματος της βόρειας Συρίας, του PYD – μιας αριστερής δύναμης, που διατηρεί στενές σχέσεις με το ΡΚΚ του Αμπντουλάχ Οτσαλάν στη γειτονική Τουρκία, αν και ιδεολογικά βρίσκεται πιο κοντά στους Ζαπατίστας του Μεξικού, παρά στον Λένιν και τον Μάο. Στόχος του είναι όχι η απόσχιση από τη Συρία, αλλά η δημιουργία μιας ζώνης άμεσης δημοκρατίας, εθνικού και πολιτικού πλουραλισμού, στο πλαίσιο μιας ενισχυμένης περιφερειακής αυτονομίας, στην ευρύτερη περιοχή της «Ροτζάβα», δηλαδή το Συριακό Κουρδιστάν.
Οταν η εξέγερση κατά του Ασαντ εξελίχθηκε σε εμφύλιο πόλεμο, το κοσμικό PYD βρέθηκε ανάμεσα σε δύο πυρά – από τη μια οι δυνάμεις του καθεστώτος, από την άλλη οι τζιχαντιστές. Για να προστατεύσει τον εαυτό του και τον τοπικό πληθυσμό, δημιούργησε ομάδες λαϊκής αυτοάμυνας (YPG). Τον Ιούλιο του 2012, ο κυβερνητικός στρατός αποσύρθηκε από την περιοχή για να ενισχύσει την άμυνα των μεγάλων πόλεων, κυρίως της Δαμασκού. Καλύπτοντας το κενό, το PYD κατέλαβε την εξουσία στο Κομπάνι και άλλες πόλεις της Ροτζάβα. Ειδικά η κατάληψη της πόλης Κομπάνι είχε ξεχωριστή στρατηγική σημασία, καθώς διέκοπτε την επικοινωνία ανάμεσα στην άτυπη «πρωτεύουσα» του Ισλαμικού Κράτους, Ράκα, και τις δυνάμεις του που μάχονται τον Ασαντ στη μεγαλύτερη πόλη της Συρίας, το Χαλέπι.
Σύντομα το Κομπάνι και η γύρω περιοχή σχημάτισαν ένα από τα τρία καντόνια της ντε φάκτο αυτονομημένης Ροτζάβα. Τη διοίκηση της περιοχής ανέλαβε συνασπισμός κομμάτων με κυριότερους πόλους το PYD και το επίσης κουρδικό KNC, το οποίο πρόσκειται στην τοπική κυβέρνηση του ιρακινού Κουρδιστάν, υπό τον Μασούντ Μπαρζανί. Στο πρόσφατο παρελθόν, οι δύο οργανώσεις είχαν συγκρουσθεί, ακόμη και ένοπλα, με το PYD να κατηγορεί το KNC ως ενεργούμενο της Αγκυρας και να κατηγορείται από αυτό ως μαριονέτα του Ασαντ – κατηγορίες εξόφθαλμα υπερβολικές.
Οπως και να ’χουν τα πράγματα, το PYD ήταν εκείνο που έδωσε τον τόνο, χάρη στην πολύ ισχυρότερη κοινωνική επιρροή και στρατιωτική του δύναμη. Σε σύντομο διάστημα, η απελευθερωμένη Ροτζάβα έγινε πεδίο μιας πραγματικής κοινωνικής επανάστασης. Η διοίκηση των πόλεων και των περιοχών ανατέθηκε σε λαϊκές συνελεύσεις και ανακλητά συμβούλια, όπου συμμετείχαν εκπρόσωποι όλων των εθνικών και θρησκευτικών ομάδων. Η ισοτιμία της γυναίκας κατοχυρώθηκε πλήρως, ακόμη και στο πεδίο της μάχης, με τον σχηματισμό αυτόνομων γυναικείων πολιτοφυλακών. Εκτάσεις απαλλοτριώθηκαν και σχηματίσθηκαν αγροτικοί συνεταιρισμοί. Το Συριακό Κουρδιστάν εμφανιζόταν ως ο υπαρκτός τρίτος δρόμος, ανάμεσα στον κοσμικό απολυταρχισμό του Ασαντ και τη θρησκευτική τύφλωση των τζιχαντιστών.
Αυτό το σπάνιο για τα δεδομένα της Μέσης Ανατολής κοινωνικό και πολιτικό πείραμα κινδυνεύει να συντριβεί από τους τζιχαντιστές ή και από ενδεχόμενη τουρκική κατοχή υπό τον μανδύα της «ουδέτερης ζώνης». Ηδη, η ευρύτερη περιοχή γύρω από το Κομπάνι έχει ερημωθεί, καθώς περίπου 200.000 άνθρωποι, η τεράστια πλειονότητα των αμάχων, έχουν γίνει πρόσφυγες για να αποφύγουν τη σφαγή.
Ενδεχόμενο, το οποίο ελάχιστα φαίνεται ότι ανησύχησε την τουρκική ηγεσία – και, πάντως, πολύ λιγότερο από την προοπτική σταθεροποίησης μιας ντε φάκτο κρατικής, κουρδικής οντότητας, φιλικής προς το ΡΚΚ του Οτσαλάν, μπροστά ακριβώς από τα σύνορά της. Την περασμένη εβδομάδα, όταν οι τζιχαντιστές του ISIS βρίσκονταν στις πύλες του Κομπάνι, ο συναρχηγός του PYD Σαλέχ Μουσλίμ επισκέφθηκε την Αγκυρα, ζητώντας το ελάχιστο: να ανοίξει η Τουρκία διάδρομο στα σύνορά της, ώστε οι Κούρδοι υπερασπιστές της πόλης να έχουν ασφαλείς δρόμους ανεφοδιασμού. Η απάντηση των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών ήταν μια ξεκάθαρη υπεκφυγή, που ισοδυναμούσε με πισώπλατο μαχαίρωμα την πιο κρίσιμη στιγμή: έθεσαν ως όρο για την παραμικρότερη υποστήριξη, να ενταχθούν οι δυνάμεις των Κούρδων στον «Ελεύθερο Συριακό Στρατό» των αντικαθεστωτικών που μάχονται εναντίον του Ασαντ – με άλλα λόγια, να διαλυθούν, να εγκαταλείψουν την εθνική τους υπόθεση και να δώσουν το αίμα τους για χάρη της έμμονης ιδέας του Ερντογάν να ανατρέψει τον Ασαντ. Τη συνέχεια τη γνωρίζουμε όλοι...