Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2014

Άρθρο για τις πιέσεις και το δίλημμα της Μέρκελ


Οι πιέσεις και το δίλημμα της Μέρκελ
ΞΕΝΙΑ ΚΟΥΝΑΛΑΚΗ
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr/)
«Δεν έχουμε ύφεση στη Γερμανία, έχουμε αποδυνάμωση της ανάπτυξης», συνηθίζει να λέει εσχάτως ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, σχολιάζοντας τα τελευταία δυσμενή στοιχεία για τη βιομηχανική παραγωγή και τις γερμανικές εξαγωγές.
Η προσπάθεια του Βερολίνου να υποβαθμίσει τα πρώτα σημάδια ύφεσης της γερμανικής οικονομίας μαρτυρούν πόσο πολύ έχει αυτοπαγιδευτεί στην εμμονική ρητορική περί λιτότητας και τον ρόλο του καθηγητή που νουθετεί τον άσωτο ευρωπαϊκό Νότο η γερμανική πολιτική ηγεσία.
Ο Ιταλός πρωθυπουργός, Ματέο Ρέντσι, έχει ήδη διαμηνύσει την ενόχλησή του: «Μην μας αντιμετωπίζετε σαν σχολιαρόπαιδα», απαντά στις επίμονες εκκλήσεις της καγκελαρίου Αγκελα Μέρκελ προς τη Ρώμη και το Παρίσι «να κάνουν τα μαθήματά τους στο σπίτι». Σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις με στελέχη του κυβερνώντος Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος αν επίκειται αλλαγή πολιτικής στην Ευρώπη, η επωδός είναι η ίδια και ενοχλητικά αυτάρεσκη. «Οχι, θεωρούμε ότι η πολιτική μας έχει δικαιωθεί. Μόνο μέσω της δημοσιονομικής πειθαρχίας μπορεί να ανακάμψει η Ευρωζώνη» (όπου η δημοσιονομική πειθαρχία είναι ο γνωστός ευφημισμός για τη λιτότητα), έλεγε πρόσφατα στην «Κ» Γερμανός Χριστιανοδημοκράτης βουλευτής, που επισκέφθηκε την Αθήνα. «Η τρέχουσα αδυναμία της γερμανικής οικονομίας μάλλον δεν είναι αρκετά αρνητική ώστε να δικαιολογήσει μία στροφή 180 μοιρών από το Βερολίνο», συμφωνεί με δήλωσή του στη Wall Street Journal o Ντιρκ Σουμάχερ, αρμόδιος για την ευρωπαϊκή οικονομία στην Goldman Sachs.
Η σοβαρότερη πρόκληση σε αυτήν την αδιαλλαξία ήρθε την περασμένη εβδομάδα από τη Γαλλία, όπου ο πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ ανακοίνωσε ότι θα χρειαστεί νέα παράταση για να πετύχει τον στόχο του 3% για το έλλειμμα της Γαλλίας, το νωρίτερο δηλαδή το 2017, ενώ παράλληλα απέκλεισε περαιτέρω περικοπές στο τριετές πρόγραμμα δημοσίων δαπανών ύψους 50 δισ. ευρώ. Η κίνηση θεωρήθηκε «κόκκινο πανί» για το Βερολίνο και δημοσιεύματα του Τύπου έκαναν λόγο για απόρριψη του γαλλικού προϋπολογισμού από την Κομισιόν. Στη σύνοδο του Μιλάνου για την Απασχόληση την περασμένη Τετάρτη, Ολάντ και Μέρκελ εμφανίστηκαν ευδιάθετοι και τίποτα δεν πρόδιδε τη δηλητηριασμένη ατμόσφαιρα μεταξύ τους. Τίποτα εκτός από την αινιγματική δήλωση της καγκελαρίου πως οι κανόνες του ευρώ έχουν συμφωνηθεί απ’ όλους. Την ίδια στιγμή η Le Monde προέβλεπε ότι η Κομισιόν θα εγκρίνει τελικά τον γαλλικό προϋπολογισμό, ίσως με κάποια δέσμευση του Παρισιού περί προώθησης των μεταρρυθμίσεων, καθώς ο νέος πρόεδρος της επιτροπής, Ζαν-Κλοντ Γιουνκέρ, δεν θα ήθελε να ξεκινήσει τη θητεία του με μία τόσο σοβαρή κρίση.
Αν και στην ίδια τη Γερμανία έχει ξεκινήσει η συζήτηση-ταμπού, έστω και διστακτική, για κάποιου είδους τόνωση της γερμανικής οικονομίας, η Μέρκελ μοιάζει εγκλωβισμένη ανάμεσα στις ευρωπαϊκές πιέσεις για χαλάρωση και την υφεσιακή δαμόκλειο σπάθη που πλανάται πάνω και από το Βερολίνο από τη μία πλευρά και την ενίσχυση των ευρωσκεπτικιστών, της «Εναλλακτικής για τη Γερμανία», από την άλλη. Τα αρνητικά στοιχεία για τη γερμανική οικονομία μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως βέλη στη φαρέτρα του ευρωφοβικού κόμματος, που σημειώνει αλλεπάλληλες εκλογικές επιτυχίες σε τοπικές αναμετρήσεις, ενώ εμφανίζεται να ενισχύεται σε εθνικό επίπεδο στις τελευταίες δημοσκοπήσεις. Οι εξαγγελίες Ντράγκι για αγορά junk bonds από Ελλάδα και Κύπρο επαληθεύουν στα μάτια των Γερμανών φορολογουμένων τα αντιευρωπαϊκά επιχειρήματα του κόμματος, αλλά και όσων εθνικιστικών οικονομολόγων στη Γερμανία αντιτίθενται στον παρεμβατικό ρόλο της ΕΚΤ. O Γιούργκεν Σταρκ, πρώην στέλεχος της ΕΚΤ και ο επικεφαλής του Ινστιτούτου Ifo, Χανς Βέρνερ Ζιν, αποδόμησαν την περασμένη Πέμπτη την πολιτική Ντράγκι, κατηγορώντας τον ότι καταχράστηκε την ανεξαρτησία του θεσμού. Αν δεν υπήρχε η γνωστή δήλωσή του το 2012 («whatever it takes» για τη διάσωση του ευρώ), θα είχαν χρεοκοπήσει κάποιες χώρες, κατήγγειλαν οι δύο άνδρες στη διάρκεια παρουσίασης βιβλίου στο Βερολίνο.
Την ίδια στιγμή η S&P στη Γερμανία θεωρεί ότι η αυξανόμενη επιρροή της AfD είναι ένας νέος παράγοντας, τον οποίο θα έπρεπε να παρακολουθούν στενά οι αγορές, αφού θα μπορούσε να παίξει καταστροφικό ρόλο για τη συνοχή και τη σταθερότητα στην Ευρωζώνη. Μεταξύ Γαλλίας, Ιταλίας, Ευρώπης γενικότερα και «Εναλλακτικής για τη Γερμανία», το Βερολίνο είναι πιθανό να προτιμήσει την εσωστρέφεια και την ικανοποίηση του δικού της εκλογικού σώματος, παρά της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης. Η ιστορία τουλάχιστον αυτό έχει δείξει.
Παρατεταμένος χειμώνας στη Γαλλία
Το φθινόπωρο είναι η εποχή της δυσαρέσκειας για τη Γαλλία, γράφει η Μίρα Καμντάρ στους New York Times. Υπάρχει μία διάχυτη αίσθηση μεταξύ των Γάλλων ότι τους κλέβουν ένα παρόν, το οποίο δεν είναι τόσο καλό όσο το παρελθόν, αλλά κι ένα μέλλον, που προαλείφεται ακόμη χειρότερο. Κι αυτή η απογοήτευση για την αδυναμία της σοσιαλιστικής κυβέρνησης Ολάντ να αλλάξει τη χώρα, οδηγεί πολλούς ψηφοφόρους στην υιοθέτηση των ξενοφοβικών και προστατευτικών πολιτικών του ακροδεξιού Εθνικού Μετώπου. Αυτήν τη στιγμή υπάρχουν 14 περιοχές με δημάρχους του Εθνικού Μετώπου. Ο νεοεκλεγείς γερουσιαστής του κόμματος, Στεφάν Ραβιέ, διακήρυξε ότι το μόνο πολιτικό προπύργιο που δεν έχει αλώσει ακόμη το Εθνικό Μέτωπο είναι το Μέγαρο των Ηλυσίων. Αν και ο καιρός ήταν μάλλον ζεστός τον Σεπτέμβριο, τα νέα προκάλεσαν αλλεπάλληλες ανατριχίλες. Η Le Monde προειδοποίησε ότι οι οικονομικές προοπτικές είναι τόσο δυσοίωνες ώστε προκαλούν τρέμουλο στη ραχοκοκαλιά της χώρας. Ο υπουργός Οικονομίας ανακοίνωσε ότι το χρέος έχει ξεπεράσει τα δύο τρισ. ευρώ, ήτοι το 95% του ΑΕΠ. Η απάντηση ήταν περικοπές δαπανών ύψους 50 δισ. ευρώ και αύξηση του φόρου στα καύσιμα. Αν και τα μέτρα ήταν σαφώς πιο περιορισμένα από αυτά που πιστεύουν η Ε.Ε. και η Γερμανία πως θα έπρεπε να πάρει η Γαλλία, οι περικοπές βύθισαν σε οξύτερη κατάθλιψη την ατμόσφαιρα στη χώρα, γράφει η αρθρογράφος, η οποία εκτιμά ότι η Γαλλία ετοιμάζεται για έναν παρατεταμένο και σκληρό χειμώνα.


(Στην φωτογραφία : Στη σύνοδο του Μιλάνου για την Απασχόληση την περασμένη Τετάρτη, ο Ιταλός πρωθυπουργός Ματέο Ρέντσι, ο Γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ και η Γερμανίδα καγκελάριος Αγκελα Μέρκελ εμφανίστηκαν ευδιάθετοι και τίποτα δεν πρόδιδε τη φορτισμένη ατμόσφαιρα των προηγούμενων ημερών με τις σκληρές δηλώσει).