Το Κυπριακό στον ΟΗΕ
ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΛΑΨΗΣ
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr/)
Στα πρώτα χρόνια μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου οι διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις απέφυγαν να εγείρουν δημόσια θέμα απόδοσης της Κύπρου στην Ελλάδα. Η Κύπρος δεν συμπεριλήφθηκε στον κατάλογο με τις ελληνικές εδαφικές διεκδικήσεις που υποβλήθηκε στη Συνδιάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων, όπως άλλωστε είχε συμβεί και στην αντίστοιχη Συνδιάσκεψη που ακολούθησε τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Αυτή η σταθερή επιλογή της Αθήνας βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό στις διπλωματικές παρακαταθήκες του Ελευθέριου Βενιζέλου και συνοψιζόταν στο αξίωμα ότι η ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα δεν μπορούσε να επιτευχθεί παρά μόνο εάν προηγουμένως είχε εξασφαλισθεί η βρετανική συναίνεση. Σύμφωνα με την ίδια αντίληψη, οι εγκάρδιες ελληνοβρετανικές σχέσεις δεν θα έπρεπε να διαταραχθούν στον βωμό της δημόσιας ανακίνησης του Κυπριακού, από τη στιγμή μάλιστα που μια τέτοια κίνηση ήταν αμφίβολο εάν μπορούσε να αποδώσει τα επιθυμητά αποτελέσματα.
Ολα αυτά άλλαξαν το καλοκαίρι του 1954 όταν η κυβέρνηση του Αλέξανδρου Παπάγου έλαβε την απόφαση της διεθνοποίησης του Κυπριακού. Η έξαψη της ελληνικής κοινής γνώμης, αλλά και η διαπίστωση της βρετανικής αδιαλλαξίας να συζητήσει το θέμα σε διμερές επίπεδο ή έστω να αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο μελλοντικής μεταβολής του καθεστώτος του νησιού ασκούσαν ισχυρές πιέσεις στην Αθήνα να εγκαταλείψει την τακτική των ήπιων τόνων. Εξίσου καθοριστική προς την ίδια κατεύθυνση ήταν η απειλή του αρχιεπισκόπου Κύπρου Μακάριου Γ΄ ότι σε περίπτωση που η Ελλάδα δεν έθετε το Κυπριακό ενώπιον του ΟΗΕ, τότε ο ίδιος θα αναζητούσε κυβέρνηση τρίτου κράτους (αραβικού ή ανατολικού) που θα ήταν πρόθυμη να το πράξει. Σημαντικός παράγοντας, τέλος, στην τελική διαμόρφωση της άποψης του Παπάγου υπέρ της διεθνοποίησης υπήρξε ο κυπριακής καταγωγής γενικός διευθυντής του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών, πρέσβης Αλέξης Κύρου, ο οποίος το 1931 ως γενικός πρόξενος της Ελλάδας στη Λευκωσία, παραβλέποντας τις κυβερνητικές οδηγίες, είχε συμβάλει στην εξέγερση των Ελλήνων της Κύπρου εναντίον των βρετανικών αποικιακών αρχών.
Με αίτημα την αυτοδιάθεση
Η πρώτη ελληνική προσφυγή στον ΟΗΕ για το Κυπριακό κατατέθηκε τον Αύγουστο του 1954. Προκειμένου να αποφύγει διπλωματικούς σκοπέλους, η Ελλάδα δεν ζητούσε την ένωση της Κύπρου με τη μητέρα πατρίδα, αλλά την παροχή στους κατοίκους του νησιού του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης. Ωστόσο, ήταν φανερό ότι η εφαρμογή της αρχής της αυτοδιάθεσης στην Κύπρο (π.χ. μέσω της διεξαγωγής ενός δημοψηφίσματος) θα κατέληγε στην ένωση. Η ελληνική πλευρά πέτυχε την εγγραφή της προσφυγής στην ημερήσια διάταξη της 9ης Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, όμως οι αριθμητικοί συσχετισμοί δεν επέτρεπαν τη λήψη μιας ευνοϊκής απόφασης. Ετσι, τον Δεκέμβριο 1954 η ελληνική αντιπροσωπεία συγκατένευσε στη λύση της μη συζήτησης του θέματος «προς το παρόν», υποστηρίζοντας ότι με αυτόν τον τρόπο γινόταν δεκτό ότι το ζήτημα εξακολουθούσε να εκκρεμεί ενώπιον του διεθνούς οργανισμού.
Ατελέσφορη τακτική, διάψευση ελπίδων
Η ελληνική προσφυγή δεν είχε στεφθεί με επιτυχία. Αντίθετα, είχε αναδείξει όλα τα μειονεκτήματα που αναπόφευκτα συνόδευαν την απόφαση της διεθνοποίησης. Η σύνθεση των μελών του ΟΗΕ δεν ήταν τέτοια που να διευκολύνει την υιοθέτηση ψηφισμάτων σαφώς υποστηρικτικών των ελληνικών θέσεων: το παλιρροϊκό κύμα της αποαποικιοποίησης δεν είχε ακόμα φουσκώσει αρκετά για να επιτρέψει την ανεξαρτητοποίηση και τη συνακόλουθη είσοδο των νέων κρατών στα Ηνωμένα Εθνη έτσι ώστε οι δικές τους ψήφοι να καταστούν πλειοψηφικές στη Γενική Συνέλευση. Ανεξάρτητα από αυτό, ο ίδιος ρόλος του Οργανισμού είχε υπερτιμηθεί από ελληνικής πλευράς: ακόμα κι αν είχε επιτευχθεί ο μέγιστος στόχος της λήψης μιας απόφασης υπέρ της αυτοδιάθεσης, δεν θα επρόκειτο για τίποτα περισσότερο από μια (σημαντική αλλά όχι αποφασιστική) ηθική νίκη, καθώς η Γενική Συνέλευση δεν είχε τη δυνατότητα παρά μόνο διατύπωσης συστάσεων και όχι επιβολής δεσμευτικών όρων. Επιπλέον, η μετακίνηση του Κυπριακού από το αυστηρά διμερές στο διεθνές πεδίο ήταν ανεπιθύμητη από το Λονδίνο, με άμεσο αποτέλεσμα την επιδείνωση των ελληνοβρετανικών σχέσεων. Η προκαταβολικά αρνητική τοποθέτηση των Ηνωμένων Πολιτειών έναντι της ελληνικής προσφυγής στερούσε από την Αθήνα την πιθανότητα της υποστήριξης της Ουάσιγκτον, η οποία θα μπορούσε να αμβλύνει τη βρετανική αδιαλλαξία. Η αδύναμη διπλωματική θέση της Ελλάδας διαπιστώθηκε και εντός του ευρύτερου συμμαχικού πλαισίου, καθώς τα υπόλοιπα μέλη του ΝΑΤΟ μοιραία έτειναν να ταυτίζονται με τον ισχυρότερο από τους εμπλεκόμενους στην υπόθεση, δηλαδή στην προκειμένη περίπτωση με τη Μεγάλη Βρετανία. Το χειρότερο: η προσφυγή στον ΟΗΕ έδωσε τη δυνατότητα στην Τουρκία να εμφανιστεί ως ενδιαφερόμενο μέρος στο Κυπριακό, το οποίο στα μάτια της διεθνούς κοινής γνώμης αποκτούσε ολοένα και περισσότερο τα χαρακτηριστικά μιας διένεξης με απρόβλεπτες συνέπειες σε περιφερειακό επίπεδο.
Η συνάρτηση αυτών των παραγόντων επηρέασε καθοριστικά την τύχη της δεύτερης ελληνικής προσφυγής, η οποία υποβλήθηκε στον ΟΗΕ το 1955. Η αποτυχία ήταν παταγώδης, καθώς δεν επιτεύχθηκε καν η εγγραφή του αιτήματος της Ελλάδας στην ημερήσια διάταξη της Γενικής Συνέλευσης. Στο μεταξύ, η έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ και το ναυάγιο της τριμερούς διάσκεψης Μεγάλης Βρετανίας, Ελλάδας και Τουρκίας για το Κυπριακό στο Λονδίνο, το οποίο επισφραγίστηκε από τις –καθοδηγούμενες από τις τουρκικές αρχές– βιαιότητες σε βάρος των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης (Σεπτεμβριανά 1955), είχαν ήδη προσθέσει νέες παραμέτρους στην πολύπλοκη διπλωματική εξίσωση. Μετά την επιδείνωση των ελληνοβρετανικών είχε πλέον επέλθει και ο καταποντισμός των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Τον Μάρτιο του 1956 η αιφνιδιαστική σύλληψη του Μακάριου από τις βρετανικές αρχές και η εξορία του στις Σεϋχέλλες εξώθησε την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο οποίος μόλις τον προηγούμενο μήνα είχε επικρατήσει στις εκλογές, να καταθέσει την τρίτη κατά σειρά ελληνική προσφυγή στα Ηνωμένα Εθνη. Τον χειρισμό ανέλαβε από τον Μάιο του ίδιου έτους ο νέος υπουργός Εξωτερικών Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας, ο οποίος εφάρμοσε μια πολυεπίπεδη στρατηγική για την αποτελεσματική προώθηση των ελληνικών θέσεων πριν από τη συζήτησή τους στον ΟΗΕ: πρωτίστως την καλλιέργεια στενότερων σχέσεων με χώρες του Τρίτου Κόσμου (Γιουγκοσλαβία και αραβικά κράτη) με σκοπό την αύξηση του αριθμού των ψήφων υπέρ του αιτήματος για την αυτοδιάθεση του κυπριακού λαού. Αυτή τη φορά η μάχη στα Ηνωμένα Εθνη περιλάμβανε και την αντίκρουση βρετανικής προσφυγής, με την οποία το Λονδίνο κατηγορούσε την Αθήνα ότι ενίσχυε την ΕΟΚΑ. Τελικά, ούτε το ελληνικό ούτε το βρετανικό σχέδιο απόφασης τέθηκαν σε ψηφοφορία, αλλά αντίθετα υιοθετήθηκε ομόφωνα η γενικόλογη πρόταση της Ινδίας, η οποία έκανε λόγο για την ανάγκη εξεύρεσης ειρηνικής, δημοκρατικής και δίκαιης λύσης του Κυπριακού σύμφωνης με τις αρχές και τους σκοπούς του Χάρτη του ΟΗΕ.
Στην πραγματικότητα, η Ελλάδα ήταν εγκλωβισμένη σε έναν πολιτικό και διπλωματικό λαβύρινθο, τον οποίο η ίδια είχε κατασκευάσει. Η τακτική των προσφυγών στα Ηνωμένα Εθνη είχε αποδειχτεί ατελέσφορη. Ομως ήταν πλέον σχεδόν αδύνατον να μη συνεχιστεί, καθώς σε αυτή την περίπτωση η εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση θα ήταν εκτεθειμένη στις αντιδράσεις τόσο της αντιπολίτευσης όσο και του Μακάριου. Ετσι, έστω κι αν γνώριζε εκ των προτέρων ότι οι πιθανότητες επιτυχίας ήταν ελάχιστες, η Αθήνα προσέφυγε ξανά στον ΟΗΕ το 1957. Προσεκτικά διατυπωμένο, το ελληνικό σχέδιο ψηφίσματος ζητούσε από τη Γενική Συνέλευση να εκφράσει απλώς την ευχή της για την εφαρμογή της αρχής της αυτοδιάθεσης στην Κύπρο. Το αποτέλεσμα ήταν καλύτερο από κάθε άλλη φορά: η ελληνική πρόταση υπερψηφίστηκε από την πλειοψηφία των παρόντων μελών της Γενικής Συνέλευσης (31 υπέρ, 23 εναντίον, 24 αποχές), δεν εξασφάλισε όμως την πλειοψηφία των δύο τρίτων που απαιτούνταν από τον κανονισμό για τη λήψη απόφασης. Ηταν το μέγιστο που μπορούσε να επιτευχθεί.
Στο παρά πέντε απεφεύχθη η ήττα στην τελευταία προσφυγή
Η πέμπτη και τελευταία ελληνική προσφυγή, η οποία κατατέθηκε τον Αύγουστο του 1958 και συζητήθηκε στο τέλος του ίδιου έτους, απέδειξε ότι η συγκυρία ήταν δυνατόν να στρέψει ακόμα και τις διαδικασίες των Ηνωμένων Εθνών σε βάρος της κυπριακής υπόθεσης. Οι διεργασίες έλαβαν χώρα κάτω από τη βαριά σκιά του Σχεδίου Μακμίλαν, το οποίο είχε εξαγγελθεί τον Ιούνιο του 1958 και λίγο αργότερα είχε αρχίσει να εφαρμόζεται από τη Μεγάλη Βρετανία και την Τουρκία ερήμην της Ελλάδας, απειλώντας να οδηγήσει σε διχοτομική λύση του Κυπριακού. Η δημόσια πρόταση του Μακάριου για τη δεσμευμένη ανεξαρτησία της Κύπρου (Σεπτέμβριος 1958) αποσκοπούσε ακριβώς στην αποφυγή ενός τέτοιου σκοπέλου: μάλιστα η ελληνική αντιπροσωπεία στον ΟΗΕ επιδίωξε τη λήψη απόφασης από τη Γενική Συνέλευση, η οποία να προσανατολιζόταν σε αυτή την κατεύθυνση. Ωστόσο, κατά τη συζήτηση στον Οργανισμό δημιουργήθηκε πλειοψηφικό ρεύμα υπέρ σχεδίου ψηφίσματος ανεπιθύμητου από την Αθήνα, το οποίο καλούσε «τις τρεις ενδιαφερόμενες κυβερνήσεις» (δηλαδή τη βρετανική, την ελληνική και την τουρκική) σε απευθείας μεταξύ τους διαπραγματεύσεις για την οριστική διευθέτηση του μελλοντικού καθεστώτος του νησιού. Η ελληνική ήττα αποτράπηκε κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή, μέσω της ομόφωνης υιοθέτησης συναινετικής απόφασης, η οποία, όπως και εκείνη του 1956, αναφερόταν αόριστα στη συνέχιση των προσπαθειών για την εξεύρεση ειρηνικής, δημοκρατικής και δίκαιης λύσης στο Κυπριακό ζήτημα.
Σχεδόν κανείς δεν μπορούσε τότε να μαντέψει ότι παράλληλα με τη λήψη της απόφασης, στο περιθώριο των εργασιών της Γενικής Συνέλευσης οι υπουργοί Εξωτερικών της Ελλάδας και της Τουρκίας, Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας και Φατίν Ζορλού αντίστοιχα, ξεκινούσαν μυστικές συνομιλίες, οι οποίες θα έθεταν τις βάσεις για τη συνομολόγηση μόλις δύο μήνες αργότερα των Συμφωνιών της Ζυρίχης και του Λονδίνου. Οι ελληνικές προσφυγές στον ΟΗΕ δεν είχαν αποφέρει –ούτε μπορούσαν από μόνες τους να αποφέρουν– την επίλυση του Κυπριακού στη βάση του δίκαιου αιτήματος των Ελλήνων κατοίκων του νησιού για αυτοδιάθεση. Η τελευταία όμως από αυτές παρείχε την αφορμή για την κυοφορία της δεσμευμένης ανεξαρτησίας της Κύπρου μέσα από απευθείας ελληνοτουρκικές διαπραγματεύσεις. Τα Ηνωμένα Εθνη, με άλλα λόγια, δεν είχαν δώσει την πολυπόθητη λύση, αλλά τον Δεκέμβριο του 1958 προσέφεραν το κατάλληλο περιβάλλον για την απαρχή γεφύρωσης του χάσματος ανάμεσα στην Αθήνα και στην Αγκυρα, η οποία θα κατέληγε στην ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας.
* Ο κ. Αντώνης Κλάψης διδάσκει Ιστορία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου.
(Στην φωτογραφία : Ηνωμένα Εθνη, 12 Νοεμβρίου 1956, έναρξη της συζήτησης για το Κυπριακό. Ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής με τον υπουργό Εξωτερικών Ευάγγελο Αβέρωφ, ο οποίος συνομιλεί με τον Γιώργο Σεφέρη, διευθυντή τότε της Β΄ Πολιτικής Διεύθυνσης του υπουργείου Εξωτερικών)