Ο άστατος δάσκαλος του Αλφρέδο ντι Στέφανο
ΣΤΑΘΗΣ ΔΗΜΟΛΑΣ
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr/)
«Κάποτε έκοψα το ποτό και τις γυναίκες. Ηταν τα χειρότερα 20 λεπτά της ζωής μου». Η φράση αυτή ανήκει σε έναν από τους κορυφαίους και πιο ατίθασους ποδοσφαιριστές όλων των εποχών: τον Τζορτζ Μπεστ.
Ο Βορειοϊρλανδός που μεσουράνησε στα ευρωπαϊκά γήπεδα τη δεκαετία του ’60, ήταν γνωστός όχι μόνο για τις ποδοσφαιρικές του ικανότητες, αλλά και για την άστατη ζωή που έκανε. Γυναίκες, ατελείωτα πάρτι, ποτά, κάπνισμα του είχαν δώσει τον τίτλο του πέμπτου σκαθαριού, καθώς η εικόνα του ταίριαζε απόλυτα με εκείνη των ροκ σταρ των «Μπιτλς». Ο Μπεστ, όμως, ίσως να μη γνώριζε την ύπαρξη ενός άλλου μεγάλου ποδοσφαιριστή που είχε τα ίδια ή, ίσως, και περισσότερα πάθη από αυτόν.
Πολλά χρόνια πριν καν γεννηθεί ο Μπεστ, στο Μπουένος Αϊρες άρχισε να γράφεται η ιστορία ενός παίκτη που ακόμα και σήμερα οι Αργεντινοί τον τοποθετούν πλάι στο Ντιέγκο Μαραντόνα και τον Αλφρέδο ντι Στέφανο. Ο λόγος για τον Χοσέ Μανουέλ Μορένο ο οποίος γεννήθηκε στις 3 Αυγούστου 1916 και κατάφερε επί περίπου 20 χρόνια να πρωταγωνιστήσει σε ανταγωνιστικό επίπεδο. Μεγάλωσε στη γειτονιά του θρυλικού γηπέδου της Μπόκα Τζούνιορς, το «Λα Μπομπονέρα», και όπως ήταν λογικό ήταν οπαδός της. Οταν ήταν 15 ετών δοκιμάστηκε στην αγαπημένη του ομάδα, αλλά τελικά απορρίφθηκε! «Μια μέρα θα το μετανιώσετε», ήταν τα μοναδικά του λόγια πριν αποχωρήσει για να δοκιμαστεί στην «μισητή» Ρίβερ Πλέιτ. Εκεί, διέκριναν αμέσως το ταλέντο του και σε ηλικία 18 ετών τον προώθησαν στην πρώτη ομάδα. Ο Μορένο έγινε βασικό γρανάζι μιας σπουδαίας ομάδας η οποία έγινε γνωστή τότε ως «Η μηχανή». Αγωνιζόμενος κυρίως στη θέση του δεξιού επιθετικού και έχοντας δίπλα του παίκτες όπως ο Ανχελ Λαμπρούνα και ο Χουάν Κάρλος Μουνιός, ο Μορένο χρόνο με τον χρόνο κέρδιζε τον θαυμασμό όλων των Αργεντινών φιλάθλων. Οι αέρινες κινήσεις, οι εντυπωσιακές ντρίμπλες και τα δυνατά του σουτ ήταν τα χαρακτηριστικά που τον διέκριναν εντός του γηπέδου. Εκτός των τεσσάρων γραμμών, ο Μορένο απολάμβανε πάντα τη συντροφιά όμορφων γυναικών, ήταν μόνιμα με ένα ποτήρι αλκοόλ στο χέρι και σχεδόν ποτέ δεν γύρναγε σπίτι του πριν από τις 5 τα ξημερώματα.
Σύμφωνα με τους συμπατριώτες του ο Μορένο που πιεζόταν συνέχεια να αλλάξει τρόπο ζωής υπέβαλε τον εαυτό του, για ένα μικρό διάστημα, σε ένα πείραμα. Οχι σεξ, όχι αλκοόλ, όχι ξενύχτι. Σταμάτησε μέχρι και να πίνει το... καθιερωμένο μπουκάλι με κόκκινο κρασί σε κάθε γεύμα του πριν από τους αγώνες! Το αποτέλεσμα ήταν τραγικό, αφού παρουσίασε ένα απογοητευτικό πρόσωπο στους αγώνες, πραγματοποιώντας τα χειρότερά του παιχνίδια. Δεν άργησε να επανέλθει στις παλιές του συνήθειες.
Επειτα από εννιά χρόνια στη Ρίβερ και τέσσερα πρωταθλήματα, ο Μορένο αποδέχθηκε το 1944 την πλουσιοπάροχη προσφορά της Εσπάνια από το Μεξικό, όπου κέρδισε ένα ακόμη πρωτάθλημα και έφυγε με το προσωνύμιο που τον ακολούθησε σε όλη του τη ζωή. Επέστρεψε στη Ρίβερ ως «Τσάρο» που στα μεξικανικά έχει την έννοια του καουμπόι και σε πιστή μετάφραση σημαίνει ιππέας.
Στη δεύτερη θητεία του στη Ρίβερ από το 1946 έως το 1948 κέρδισε ακόμη ένα πρωτάθλημα και συνυπήρξε, έστω και για λίγο, με έναν άλλον μεγάλο μύθο του αργεντίνικου αλλά και του παγκόσμιου ποδοσφαίρου: τον Αλφρέδο ντι Στέφανο. Οι δυο τους ανέπτυξαν μία σχέση δασκάλου - μαθητή, με τον Ντι Στέφανο να κρατάει -ευτυχώς- μόνο την ποδοσφαιρική γοητεία του Μορένο.
«Αν δεν σηκωθείς, είσαι νεκρός»
Οταν ο Μορένο επέστρεψε στην ομάδα του, το 1946, βρήκε ένα παιδί, τον εικοσάχρονο Αλφρέδο ντι Στέφανο, ο οποίος είχε αρχίσει σιγά σιγά να διακρίνεται για το ταλέντο του. Ο Ντι Στέφανο όπως είχε παραδεχθεί αργότερα έμαθε πολλά πράγματα από τον «Καουμπόι» του ποδοσφαίρου.
Σε ένα παιχνίδι με αντίπαλο την Τίγκρε, ο Μορένο δέχθηκε ένα αντικείμενο στο κεφάλι, με αποτέλεσμα να πέσει στο έδαφος αιμόφυρτος. Ο νεαρός Ντι Στέφανο έτρεξε δίπλα του και τον ρώτησε αν χρειάζεται να διακοπεί το ματς για να του προσφερθούν οι πρώτες βοήθειες. Η απάντηση ήταν αποστομωτική: «Μικρέ, άκουσέ με. Αν ένας παίκτης πέσει στο γήπεδο και δεν μπορέσει να σηκωθεί μόνος του, τότε καλύτερα να είναι νεκρός». Ο Μορένο σηκώθηκε και συνέχιζε να παίζει σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Το γεγονός αυτό εντυπωσίασε τον μικρό Ντι Στέφανο, ο οποίος στη συνέχεια της μεγάλης καριέρας του, όσο κι αν πόναγε, δεν λύγιζε από τα σκληρά χτυπήματα των αντιπάλων. Ο Ντι Στέφανο συχνά έλεγε πως ο Μορένο είναι τυχερός που δεν βλέπει τώρα τους παίκτες της σύγχρονης εποχής να διακόπτουν έναν αγώνα, προφασιζόμενοι τραυματισμό, μετά την παραμικρή επαφή.
Μία απεργία των παικτών στην Αργεντινή, το 1949, έφερε τον «Τσάρο» στην Ουνιβερσιδάδ Κατόλικα της Χιλής, έναντι 1,5 εκατ. αργεντίνικων πέσος, ποσό εξωπραγματικό για την εποχή. Πήρε άλλον έναν τίτλο και εκεί. Ωστόσο, ο πιο σημαντικός τίτλος μάλλον ήρθε το 1950. Η πρώτη του αγάπη, η Μπόκα Τζούνιορς, ήταν σε τραγική κατάσταση και την προηγούμενη χρονιά είχε κινδυνέψει με υποβιβασμό. Στα 34 του, δέχθηκε να τη βοηθήσει, και με έξι γκολ σε 22 αγώνες την έφερε μέχρι τη δεύτερη θέση. Ενα παιδικό όνειρο μόλις είχε πραγματοποιηθεί. Είχε φορέσει, πια, την μπλε και κίτρινη φανέλα.
Το ποτό σταμάτησε την καρδιά του στα 62 χρόνια
Ο Μορένο ήταν ο απόλυτος σταρ του αργεντίνικου ποδοσφαίρου. Μελαχρινός, ευθυτενής, με περιποιημένα μαλλιά, μουστάκι και μποέμ χαρακτήρα, ο «Τσάρο» σαγήνευε τους πάντες. Παρά τον άστατο τρόπο ζωής του, το ποδόσφαιρο δεν βγήκε από την καθημερινότητά του ούτε σε προχωρημένη ηλικία. Στα 35 του, το 1951, γύρισε ξανά στην Κατόλικα της Χιλής, μετά πήρε μία γεύση από την Ουρουγουάη αγωνιζόμενος στην Ντεφενσόρ, επέστρεψε στην Αργεντινή για τη Φέρο και έκλεισε την καριέρα του στην Ιντεπεντιέντε Μεντελίν της Κολομβίας σε ηλικία 45 ετών! Από το 1936 έως το 1950 ήταν μέλος και της Εθνικής Αργεντινής, χωρίς όμως να μπορέσει να αγωνιστεί σε ένα Παγκόσμιο Κύπελλο, το οποίο πιθανότατα θα μετέφερε την τεράστια φήμη του και στην άλλη άκρη του Ατλαντικού. Στις δύο διοργανώσεις που έλαβαν χώρα τότε, στη Γαλλία το 1938 και στη Βραζιλία το 1950, η Αργεντινή δεν έλαβε μέρος. Το 1938 διαμαρτυρόμενη επειδή το Μουντιάλ δόθηκε χαριστικά στην πατρίδα του Ζιλ Ριμέ και το 1950, λόγω των διαφορών της με τη βραζιλιάνικη ομοσπονδία. Κέρδισε δύο πρωταθλήματα Νότιας Αμερικής (το τωρινό Κόπα Αμέρικα), το 1941 και το 1947, όταν και αναδείχθηκε καλύτερος παίκτης της διοργάνωσης. Δοκίμασε την τύχη του και ως προπονητής, χωρίς μεγάλη επιτυχία, αναλαμβάνοντας για λίγο διάστημα την Μπόκα Τζούνιορς και τη Ρίβερ Πλέιτ, αλλά και την Εθνική Αργεντινής.
Η τελευταία ομάδα που προπόνησε ήταν η Ντεπορτίβο Μέρλο, ένας μικρός σύλλογος στα προάστια του Μπουένος Αϊρες. Εκεί, αποσύρθηκε και άφησε την τελευταία του πνοή, μετά από αρκετά προβλήματα με το συκώτι του, λόγω του αλκοόλ, στις 26 Αυγούστου 1978, σε ηλικία 62 ετών. Η τοπική ομάδα έδωσε στο γήπεδό της το όνομα του Μορένο, θέλοντας να τιμήσει τον μεγαλύτερο -για κάποιους- παίκτη που έχει βγάλει το αργεντίνικο ποδόσφαιρο.