Το «παιδί-φαινόμενο» των δημοτικών εκλογών της Αθήνας
Στέφανος Κασιμάτης
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr/)
Τη δεκαετία του 1990, τότε που είχαμε ανακαλύψει το τσίρκο της trash-tv και ξενυχτούσαμε βλέποντας τη μεταμεσονύχτια τηλεοπτική παρέλαση από ανθρώπινα ναυάγια, τέρατα και ρετάλια, υπήρχε το «παιδί-φαινόμενο».
«Παιδί», τρόπος του λέγειν· διότι επρόκειτο για έναν άνδρα πενηνταπεντάρη, λιγνό, γυναικωτό, με ψιλή φωνή, βαμμένο μαλλί και γυαλιστερό δέρμα. Η ιδιαιτερότητα που τον καθιστούσε «φαινόμενο», κατά την έκφραση που είχε ο ίδιος διαλέξει για τον εαυτό του, ήταν ότι έδειχνε μόλις «είκοσι πέντε χρόνων». Εδειχνε τόσο στα μάτια του εαυτού του και αυτό τον έκανε να νιώθει πολύ ξεχωριστός. Το δράμα του ήταν, όμως, ότι αυτό δεν το έβλεπε κανείς άλλος. «Πόσο με κάνετε;», ρωτούσε. «Ξέρω κι εγώ; Πενήντα, πενήντα φεύγα;» του έλεγαν βαριεστημένα οι άλλοι, που σπανίως συμμερίζονταν τον ενθουσιασμό του. «Ναι, το βρήκατε», παραδεχόταν αυτός και πρόσθετε με παράπονο: «Δείχνω όμως μόλις είκοσι πέντε!» Οσες φορές τον είχα δει δεν θυμάμαι ποτέ να του έκανε κανείς τη χάρη να τον πει εικοσιπεντάρη. Το αστείο ήταν πάντα εις βάρος του. Αυτός στενοχωριόταν και τον λυπόσουν για την αφέλεια της ματαιοδοξίας που τον έκανε να εξευτελίζεται έτσι. Ωσπου μια μέρα, οι παραγωγοί του τσίρκου τον βαρέθηκαν και έκτοτε δεν τον ξαναείδαμε εμείς οι ρέκτες (τότε) του trash.
Θυμήθηκα τη θλιβερή ύπαρξη αυτού του δυστυχισμένου ανθρώπου, εξαιτίας του Αρη Σπηλιωτόπουλου. Στον αγώνα αυτών των εκλογών για τον Δήμο Αθηναίων, ο Αρης είναι το «παιδί-φαινόμενο» της ιστορίας. Ερχεται κουβαλώντας την ανάμνηση της προ εικοσαετίας νεότητάς του, τότε που προκαλούσε εσωτερικούς ανταγωνιστές και πολιτικούς αντιπάλους με την εμφανή νεότητά του και νομίζει ότι έχει μείνει ο ίδιος. Δεν εννοώ, βέβαια, στην όψη· αλλά στη γλώσσα, στη ρητορική και την επιχειρηματολογία του. Σε τελευταία ανάλυση, στην ίδια ρηχή και επιφανειακή αντίληψη περί νεότητας που είχε και τότε που ήταν νέος. Την απλοϊκή αντίληψη «σερβίρω σφηνάκια πίσω από την μπάρα, άρα είμαι νέος».
Αν το πρόβλημα του Αρη Σπηλιωτόπουλου περιοριζόταν μόνον σε ζητήματα αισθητικής και ύφους, δεν θα είχαμε λόγο να ασχολούμεθα. Ο Αρης είναι όμως ένας πολιτικός αναχρονισμός και το αποδεικνύει με τους χειρισμούς του στην υπόθεση του μουσουλμανικού τεμένους, την οποία με δική του πρωτοβουλία επανέφερε στην επικαιρότητα. Είναι προφανές ότι η ανταπόκριση της υποψηφιότητας του τέως υπουργού των κυβερνήσεων του Κώστα Καραμανλή δεν ήταν ανάλογη των υψηλών προσδοκιών που είχε. Στην απόγνωσή του, λοιπόν, να προσελκύσει ψήφους δεξιών ψηφοφόρων, ο Αρης με ένα «τουίτ» ακύρωσε την απόφαση για την ανέγερση μουσουλμανικού τεμένους στον Βοτανικό, που διαμορφώθηκε με διακομματική συνεννόηση και, εδώ και χρόνια, έχει ψηφισθεί από τη Βουλή σε νομοσχέδιο που κατέθεσε κυβέρνηση στην οποία και ο ίδιος μετείχε.
«Να ψηφίσουν οι Αθηναίοι για το μουσουλμανικό τέμενος», είπε. Υπερασπίσθηκε την επιπόλαια πρότασή του, ισχυριζόμενος ότι αυτή η στάση είναι η κατ’ εξοχήν «δημοκρατική». Οταν τον στρίμωξαν για την αναχρονιστική προσέγγισή του στο ζήτημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, εκείνος αρνήθηκε ότι το δημοψήφισμα που προτείνει αφορά την υποχρέωση της ελληνικής πολιτείας να ικανοποιήσει το δικαίωμα των μουσουλμάνων να έχουν έναν επίσημο χώρο προσευχής και θρησκευτικής λατρείας. Αντιθέτως, επέμεινε πεισματικά, και σε ορισμένες περιπτώσεις με έκδηλο τον εκνευρισμό του, ότι το ζήτημα αφορά τον χώρο στον οποίο θα ανεγερθεί το τζαμί.
Δεν θέλω να πω, προς Θεού, ότι όποιος ασπάζεται σαν μόδα ή ευαγγέλιο τα ανθρώπινα δικαιώματα ανήκει αυτομάτως στους νέους και αντιστρόφως - κάθε άλλο. Τα δικαιώματα είναι ένα θέμα ανοικτό στη συζήτηση και, πάντα, κατά τη γνώμη μου, σε συνάρτηση με τις υποχρεώσεις που αυτά συνεπάγονται. Αυτό όμως που τοποθετεί τον Αρη Σπηλιωτόπουλο ως πολιτικό στο παρελθόν είναι η κουτοπονηριά που τον κάνει να πλασάρει τον λαϊκισμό ως δημοκρατικότητα και νεωτερικό στυλάκι. Διότι, όταν ζητεί δημοψήφισμα για το τζαμί, αυτό που λέει ο Σπηλιωτόπουλος ισοδυναμεί με το εξής: πείτε μου εσείς οι πολλοί τι πιστεύετε κι εγώ θα σας ακολουθήσω. Αυτή η στάση δεν είναι υπόδειγμα υπεύθυνης ηγεσίας, που διακινδυνεύει προκειμένου να πείσει τους πολλούς για την αξία μια θέσης στην οποία πιστεύει. Είναι η πεμπτουσία του λαϊκισμού, που κρύβεται πίσω από τη βούληση των πολλών και αποποιείται κάθε ευθύνη για τη διαμόρφωσή της. Ο Αρης δεν είναι ηγέτης, ώστε να διαμορφώσει το πλήθος που θα τον ακολουθήσει. Ο Αρης ψάχνει να βρει ένα έτοιμο πλήθος για να τεθεί ο ίδιος επικεφαλής.
Το πραγματικά αξιοθρήνητο, δε, με την περίπτωσή του είναι όταν του ζητούν οι δημοσιογράφοι να δηλώσει τη δική του, την προσωπική θέση, ανεξαρτήτως εκείνης που ενδεχομένως θα είχε η πλειοψηφία σε ένα δημοψήφισμα. Στις ερωτήσεις αυτές, εκείνος απαντά με ένα πείσμα, που εμένα τουλάχιστον με πείθει για την ειλικρίνειά του: «Δεν με καταλαβαίνετε», τον έχω ακούσει αρκετές φορές να επιμένει, «η προσωπική γνώμη μου είναι ότι πρέπει να ρωτηθούν οι πολλοί». Το λέει με τόση ένταση, ώστε εγώ τον πιστεύω και, γι’ αυτό τον λυπάμαι τον καημένο. Τον λυπάμαι γιατί έχουμε αλλάξει εποχή και αυτός είτε δεν το κατάλαβε είτε δεν μπόρεσε να προσαρμοσθεί.
Ορισμένοι βλέπουν στη στάση του Σπηλιωτόπουλου την ακροδεξιά γραμμή Μπαλτάκου, αλλά εκπεφρασμένη με βλάχικη πονηριά. Μπορεί. Ομως, προσωπικά νομίζω ότι είναι κάτι πολύ χειρότερο. Ο Αρης έχει μείνει στην εποχή που η δυνατότητα αφειδούς δανεισμού για τη χρηματοδότηση των αναγκών μας διέφθειρε την κοινωνία, μετατρέποντας την πολιτική σε μια δημοπρασία με κερδισμένο τον ανώτερο πλειοδότη. Η αντίληψή του περί δημοκρατίας είναι πλήρως συντονισμένη με την γραμμή της σκέψης που οδηγεί κατευθείαν στην εξιδανίκευση του αυτιστικού βολονταρισμού, ο οποίος εκδηλώνεται με γελοίες θέσεις όπως π.χ. εκείνο το απερίγραπτο «να πούμε όχι στη φτωχοποίηση» - λες και αν πούμε όχι, κάτι θα γίνει.
Τον λυπάμαι - το ξαναλέω και το εννοώ. Τον λυπάμαι, γιατί δεν καταλαβαίνει πόσο βαθιά είναι η ειρωνεία εις βάρος του εαυτού του, όταν στήνει καυγάδες μέσω Τουίτερ με τον Νικήτα Κακλαμάνη για τη διαφορά ηλικίας που (υποτίθεται ότι) τους χωρίζει. Ωστόσο, η θλιβερή -κατά την άποψή μου- προσπάθειά του δεν πάει ολότελα χαμένη. Γιατί, καθώς τον βλέπω απεγνωσμένα να πείσει ότι είναι «νέος πολιτικός», αντιλαμβάνομαι το δίκιο του Οσκαρ Γουάιλντ, όταν έλεγε ότι «η νεότητα είναι κάτι το οποίο χαραμίζεται στους νέους». Ειδικά σε εκείνους, όπως ο Αρης, που δεν υπήρξαν ποτέ νέοι.