Τρίτη 22 Απριλίου 2014

Ανάλυση του Foreign Affairs για το πραγματικό πρόβλημα με την Ρωσία


Το πραγματικό πρόβλημα με την Ρωσία
Η Μόσχα ενδεχομένως παραβίασε την Συνθήκη Πυρηνικών Μέσου Βεληνεκούς
Elbridge Colby
(Πηγή : http://foreignaffairs.gr)
Προς το παρόν, η επέλαση της Ρωσίας στην Κριμαία καταλαμβάνει την κορυφή στον κατάλογο των θεμάτων των Ηνωμένων Πολιτειών με αυτόν τον πρώην εχθρό. Αλλά δεν αποτελεί ολόκληρη την λίστα.
Αντίθετα, όπως ανέφεραν οι New York Times τον Ιανουάριο, η Ουάσιγκτον πιστεύει προφανώς ότι η Μόσχα παραβιάζει επίσης την Συνθήκη Πυρηνικών Δυνάμεων Μέσου Βεληνεκούς (Intermediate-Range Nuclear Forces, INF) [2], ένα σύμφωνο μεταξύ των δύο που απαγορεύει την χρήση αμφότερων των πυρηνικών και συμβατικά οπλισμένων βαλλιστικών πυραύλων εδάφους cruise εντός ενός συγκεκριμένου εύρους βεληνεκούς. Αυτό δεν είναι ήσσονος σημασίας θέμα. Όταν η συνθήκη υπεγράφη το 1987, εξελήφθη ως ένδειξη ότι ο Ψυχρός Πόλεμος έμπαινε τελικά στην απόψυξη και, έκτοτε, αποτελούσε ένα καθοριστικό στοιχείο στις αμερικανο-ρωσικές σχέσεις, στην αποτρεπτική στάση των Ηνωμένων Πολιτειών και του ΝΑΤΟ, και στην ευρύτερη διάρθρωση του παγκόσμιου ελέγχου των εξοπλισμών.
Παρά την προϊστορία αυτή, η Ρωσία προφανώς έχει αναπτύξει έναν πύραυλο cruise σχεδιασμένο να λειτουργεί στο απαγορευμένο από την Συνθήκη εύρους βεληνεκούς των 500 έως 5.500 χιλιομέτρων και φέρεται ότι έχει αναπτύξει έναν βαλλιστικό πύραυλο RS-26 που επίσης φαίνεται να έχει σχεδιαστεί για το μέσο βεληνεκές. Αυτός ο πύραυλος μόλις που ξεπέρασε τα 5500 χιλιόμετρα με ένα ελάχιστο ωφέλιμο φορτίο στις σχετικές δοκιμές. Καθώς πολλά από τα στοιχεία σχετικά με τα θέματα αυτά να είναι μυστικά, είναι αδύνατο να ληφθεί μια τελική απόφαση σχετικά με το αν η Μόσχα έχει σπάσει την Συνθήκη INF. Αλλά όντως φαίνεται αρκετά σαφές ότι η Μόσχα είναι αποφασισμένη να παρακάμψει την INF, κάτι που υποστηρίζεται από πολλές αναφορές, για παράδειγμα στα πρόσφατα απομνημονεύματα του πρώην υπουργού Άμυνας των ΗΠΑ Ρόμπερτ Γκέιτς, ότι η Μόσχα - και ιδιαίτερα ο στρατός της - ήθελαν να ξεφύγουν από τους περιορισμούς τής INF εδώ και πολλά χρόνια. Πράγματι, υπάρχουν κάποιες ενδείξεις ότι η Ρωσία περιμένει ακριβώς από τις Ηνωμένες Πολιτείες να της κάνουν την χάρη να τερματίσουν την INF.
Στον απόηχο των πυραυλικών δοκιμών, ορισμένοι παρατηρητές, συμπεριλαμβανομένου του Ιδρύματος Heritage [3], έχουν κάνει έκκληση στις Ηνωμένες Πολιτείες να κάνουν ακριβώς αυτό. Και ο τερματισμός τής INF θα στείλει σίγουρα ένα ισχυρό μήνυμα. Όμως, σε αυτό το στάδιο, θα ήταν κάτι πρόχειρο και απερίσκεπτο.
Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες εξακολουθούν να επωφελούνται από την Συνθήκη. Παρά τις προφανείς πρόσφατες κακόπιστες δραστηριότητες από τη Μόσχα, η συμφωνία περιορίζει την Ρωσία. Το σύμφωνο, στο κάτω-κάτω, απαγορεύει σε μια από τις μεγαλύτερες χερσαίες δυνάμεις τού κόσμου να αναπτύσσει χερσαίους πυραύλους που θα μπορούσαν να φθάσουν κρίσιμους συμμάχους των Αμερικανών στην Ευρώπη και την Ανατολική Ασία, καθώς και μια σειρά από άλλες χώρες στο εύρος μεταξύ 500 και 5.500 χιλιομέτρων από τα ρωσικά σύνορα. Αυτό αποτελεί επαχθές εμπόδιο για μια χώρα που έχει γίνει ολοένα και περισσότερο εξαρτώμενη από τους πυραύλους για την επιθετική στρατιωτική δύναμή της. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, αντίθετα, παραδοσιακά βασίζονταν περισσότερο στην εναέρια και ναυτική δύναμή τους για τις δυνατότητες πληγμάτων, και ήταν χαρούμενες την δεκαετία τού 1980 όταν εγκατέλειψαν τους επίγειους πυραύλους τού βεληνεκούς τής INF. Στην πραγματικότητα, η «μηδενική επιλογή» που τελικά έγινε η INF, προτάθηκε αρχικά ως ένα δηλητηριασμένο χάπι για να σκοτώσει οποιοδήποτε σύμφωνο ελέγχου των εξοπλισμών, διότι θεωρήθηκε ότι ήταν εντελώς απαράδεκτο για τη Μόσχα.
Έτσι, χάρη στην INF, οι Ηνωμένες Πολιτείες στο τελευταίο τέταρτο του περασμένου αιώνα δεν είχαν να ασχοληθούν με ρωσικά συστήματα που αφορούσαν στην INF - μια μεγάλη ευλογία για τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους. Αλλά, φυσικά, το όφελος αυτό προέκυψε επειδή η Ρωσία έχει ως επί το πλείστον συμμορφωθεί με την Συνθήκη. Αν η Ρωσία έχει αρχίσει να την αγνοεί, αυτό δεν θα κάνει πολύ καλό στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ετούτα, λοιπόν, είναι τα οφέλη. Αλλά, ποιο είναι το κόστος τής INF για τις Ηνωμένες Πολιτείες; Αν ουσιαστικά και οδυνηρά περιορίζει τις Ηνωμένες Πολιτείες, αυτό θα πρέπει να κάνει την Ουάσινγκτον πιο σκεπτική στο να επιμείνει με αυτήν απέναντι στις παραβιάσεις της Ρωσίας. Δυστυχώς, είναι αδύνατο να συντεθεί μια πλήρης εικόνα τού κόστους, σε μεγάλο βαθμό επειδή το Υπουργείο Άμυνας δεν δημοσιοποιεί την ανάλυση του σημείου αυτού. Παρ’ όλα αυτά, γνωρίζουμε μερικά πράγματα που υπάρχουν σχετικά με το θέμα. Από τη μια πλευρά, η INF δεν θέτει σε κίνδυνο την τρέχουσα στρατιωτική αποτελεσματικότητα των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι αμερικανικές δυνάμεις μπορούν να εξαπολύσουν ακριβή χτυπήματα από τον αέρα και την θάλασσα και μπορούν να χρησιμοποιήσουν drones, αν αυτό απαιτείται. Από την άλλη πλευρά, η INF δεν απαγορεύει στις Ηνωμένες Πολιτείες την εκμετάλλευση τουλάχιστον κάποιων ελκυστικών επιλογών για να καλύψουν τα κενά στην στρατιωτική δομή τους. Ορισμένοι ειδικοί, συμπεριλαμβανομένου του Jim Thomas, του αντιπροέδρου τού Κέντρου Στρατηγικών και Δημοσιονομικών Εκτιμήσεων, υποστηρίζουν ότι τα εν λόγω συστήματα θα καλύψουν ένα αρκετά μεγάλο χάσμα [4] όσον αφορά την ικανότητα των Ηνωμένων Πολιτειών να χτυπά γρήγορα, με ακριβή και αποτελεσματικά συμβατικά όπλα. Ομοίως, το Υπουργείο Άμυνας φέρεται να έχει εντοπίσει μια σειρά από σημαντικές μη ικανοποιημένες ανάγκες για την έγκαιρη συμβατική εξαπόλυση πληγμάτων που τουλάχιστον κάποιοι στο DOD (Department of Defense, Υπουργείο Άμυνας) σκέπτονται ότι θα μπορούσαν να επιτευχθούν καλύτερα μέσω των απαγορευμένων από την INF συστημάτων.
Το επιχείρημα αυτό έχει ιδιαίτερη ισχύ, επειδή οι αμερικανικές συμβατικές δυνατότητες πληγμάτων - και έτσι η ικανότητα των Ηνωμένων Πολιτειών να προβάλει ισχύ με την ευρεία έννοια - βρίσκονται κάτω από αυξανόμενη πίεση. Σε ευρύτερο πλαίσιο, αυτό απορρέει από το γεγονός ότι ο κόσμος βιώνει τα αποκαλυπτήρια των τρομακτικών δικτύων «μη πρόσβασης/απαγόρευσης περιοχών» (anti-access/area denial, A2/AD) από την Κίνα και την Ρωσία και, όλο και περισσότερο, την Βόρεια Κορέα και το Ιράν. Τα δίκτυα αυτά έχουν σχεδιαστεί για να αμβλύνουν την αμερικανική στρατιωτική ισχύ και περιλαμβάνουν πολύ εξελιγμένη αεράμυνα και συστήματα αμυντικών πυραύλων προσαρμοσμένα να εμποδίζουν τους προτιμώμενους από τις ΗΠΑ τρόπους επιχειρήσεων και χτυπημάτων. Τα δίκτυα αυτά θα δημιουργήσουν όλο και περισσότερο, και σε ορισμένες περιπτώσεις εντυπωσιακά, πιο δύσκολα περιβάλλοντα για τις δυνάμεις των ΗΠΑ.
Ωστόσο, την ίδια στιγμή που η αμυντική πρόκληση για τις δυνατότητες αμερικανικών χτυπημάτων αυξάνεται, το συμβατικό οπλοστάσιο των ΗΠΑ συρρικνώνεται και γερνά. Για παράδειγμα, ορισμένα από τα βασικά όπλα και τα συστήματα που στηρίζουν την αμερικανική στρατιωτική υπεροχή πρόκειται να αποσυρθούν, και είναι αβέβαιο το τι θα τα αντικαταστήσει. Για παράδειγμα, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα καταργήσουν σύντομα τα SSGN κλάσης Οχάιο, τα «στελθ» υποβρύχια βαλλιστικών πυραύλων που έχουν μετατραπεί για μεταφορά και εκτόξευση συμβατικών πυραύλων κρουζ. Οι Ηνωμένες Πολιτείες εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από αυτά τα υποβρύχια, καθένα από τα οποία μεταφέρει πάνω από 100 πυραύλους κρουζ. Ωστόσο, έχουν προγραμματιστεί να αποσυρθούν στο τέλος τής επόμενης δεκαετίας, και δεν υπάρχει ξεκάθαρη αντικατάσταση.
Μαζί, αυτές οι δύο τάσεις θα δώσουν μια υψηλή πριμοδότηση εντός των Ηνωμένων Πολιτειών σχετικά με τα όπλα που μπορούν να χτυπήσουν αποτελεσματικά, με ακρίβεια και ταχύτητα σε έδαφος που προστατεύεται από τα δίκτυα A2/AD των αντιπάλων. Οι απαγορευμένοι από την INF βαλλιστικοί πύραυλοι και οι πύραυλοι cruise εμπίπτουν πλήρως σε αυτή την κατηγορία.
ΜΗ ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΑ
Υπάρχουν, λοιπόν, οφέλη αλλά και κόστος για την Ουάσιγκτον αν επιμείνει με την INF, και κανένα δεν είναι σαφώς μεγαλύτερο από το άλλο. Ευτυχώς, υπάρχει ένας τρόπος για «να μπει το νήμα στη βελόνα» τής συγκράτησης της αύξησης του αριθμού των πυραύλων στο ρωσικό οπλοστάσιο (ή να αναγκαστεί η Ρωσία να αναλάβει το κόστος τής απόσυρσης από την Συνθήκη) ενώ θα διερευνώνται επίσης τα στρατιωτικά οφέλη των απαγορευμένων από την INF συστημάτων. Αυτό συμβαίνει επειδή η INF απαγορεύει τις δοκιμές και την εγκατάσταση των απαγορευμένων συστημάτων, αλλά όχι την έρευνα και την ανάπτυξή τους. Δεδομένου ότι τα τυχόν απαγορευμένα συστήματα που οι Ηνωμένες Πολιτείες θα ήθελαν πραγματικά να εγκαταστήσουν πιθανότατα θα απαιτήσουν ένα σημαντικό ποσό έρευνας και ανάπτυξης, δεν υπάρχει κανένας λόγος να μην ξεκινήσουν τώρα.
Έτσι, αυτό αφήνει μια σαφή πορεία προς τα εμπρός. Το Υπουργείο Άμυνας θα πρέπει να ξεκινήσει με την προσεκτική μελέτη τής χρησιμότητας των απαγορευμένων από την INF συστημάτων, για ενδεχόμενη χρήση από Ηνωμένες Πολιτείες, ιδίως υπό το φως των αυξανόμενων προκλήσεων A2/AD για τις αμερικανικές δυνατότητες προβολής ισχύος. Το Κογκρέσο θα μπορούσε να ενθαρρύνει μια τέτοια προσπάθεια με το να περιλάβει στην National Defense Authorization Act ή σε άλλη κατάλληλη νομοθεσία μια απαίτηση να γίνει αυτή η μελέτη. Αυτή η έρευνα πρέπει να διαπιστώσει εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες όντως χρειάζονται ή θα ωφεληθούν σημαντικά από τα απαγορευμένα συστήματα. Ακόμη και αν οι Ηνωμένες Πολιτείες κρίνουν ότι δεν χρειάζονται τέτοια συστήματα τώρα, θα πρέπει να επαναλαμβάνουν την μελέτη σε τακτική βάση για να βεβαιωθούν ότι οι εκτιμήσεις αυτές είναι επίκαιρες. Στην συνέχεια, το Υπουργείο Άμυνας θα πρέπει, με βάση αυτήν τη μελέτη, να χρηματοδοτήσει και να υποστηρίξει σοβαρή Έρευνα και Ανάπτυξη των δυνητικά ελκυστικών απαγορευμένων από την INF συστημάτων, βλέποντας προς την πιθανή εγκατάσταση τέτοιων συστημάτων στην περίπτωση που η Ρωσία αποφασίσει να τερματίσει ή να περιφρονήσει την Συνθήκη ή εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες αποφασίσουν ότι η απόσυρσή τους από αυτήν είναι απαραίτητη.
Επιπλέον, εάν η ουσία αυτού που ανέφερε η εφημερίδα The New York Times είναι αλήθεια - ότι η Ρωσία εγκαθιστά έναν πύραυλο κρουζ που έχει αποκλειστεί από την INF και παρακάμπτει την συνθήκη με έναν από τους νέους βαλλιστικούς πυραύλους της - τότε η κυβέρνηση των ΗΠΑ θα πρέπει σαφώς να δηλώσει ότι όντως έτσι είναι. Και η Μόσχα θα πρέπει να υποστεί κυρώσεις για την υπονόμευση μιας σημαντικής συμφωνίας ελέγχου των εξοπλισμών. Τουλάχιστον, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ πρέπει οπωσδήποτε να περιγράψει την περιφρόνηση της Ρωσίας για την Συνθήκη στην ετήσια Έκθεση Συμμόρφωσης στον Έλεγχο των Εξοπλισμών. Γενικότερα, η Ουάσιγκτον θα πρέπει να κρατήσει αυστηρή στάση και, κατά περίπτωση, δημόσια πίεση προς τη Μόσχα σχετικά με τα θέματα της συμμόρφωσης.
Εν τω μεταξύ, η κοινότητα των υπηρεσιών πληροφοριών θα πρέπει να συνεχίσει να παρακολουθεί στενά την συμμόρφωση της Ρωσίας ως προς την INF. Εάν η Ρωσία αποφασίσει να αποσυρθεί όντως από την Συνθήκη, χωρίς στην πραγματικότητα να περάσει από τα κατάλληλα στάδια, τότε τα οφέλη των Ηνωμένων Πολιτειών από την συνέχιση της τήρησης της Συνθήκης θα εκμηδενιστούν. Στην περίπτωση αυτή, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να ανακηρύξουν τη Μόσχα ως ουσιαστικά παραβιάζουσα την Συνθήκη, αποδίδοντας ξεκάθαρα στους ώμους τής Ρωσίας την ευθύνη για τον ουσιαστικό τερματισμό της.
Την ίδια στιγμή, η Ουάσιγκτον θα πρέπει να διαβουλεύεται στενά με τους συμμάχους της στην Ευρώπη, την Ασία και τη Μέση Ανατολή για να κατανοήσει καλύτερα τις απόψεις τους για την INF και τις ανησυχίες τους σχετικά με την συμπεριφορά τής Ρωσίας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να αναζητήσουν τις απόψεις των συμμάχων τους για τα επίγεια συστήματα πυραύλων μέσου βεληνεκούς που στοχεύουν στην αποτροπή και την διασφάλιση, ιδίως καθώς μερικοί μπορεί να βρίσκουν αυτά τα συστήματα πολύτιμα και ενδιαφέροντα, ιδιαίτερα εάν έχουν αναπτυχθεί από κοινού.
Εν τω μεταξύ, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να προετοιμάσουν στρατηγικά φρόνιμες επιλογές για την τροποποίηση της INF αν οι Ρώσοι στα σοβαρά προτείνουν την απόσυρσή τους. Για παράδειγμα, η Ουάσιγκτον θα μπορούσε να προτείνει την αντικατάσταση της πλήρους απαγόρευσης των σχετικών συστημάτων από την INF με ανώτατα όρια, και να επαναφέρει διατάξεις για διαφάνεια και ανταλλαγή δεδομένων σχετικά με τέτοια όπλα, μια προσέγγιση που χρησιμοποιείται με επιτυχία στη Νέα Συνθήκη START. Στο κάτω-κάτω, ο καλός έλεγχος εξοπλισμών είναι καλύτερος από το τίποτα και μια σοβαρή εναλλακτική πρόταση τουλάχιστον θα αυξήσει το πολιτικό κόστος για την Ρωσία αν θελήσει να αποσυρθεί πλήρως από την Συνθήκη, δεδομένου ότι η Μόσχα θα φαίνεται ιδιαίτερα κακόβουλη αν απορρίψει μια τέτοια εύλογη προσαρμογή.
Κανείς δεν πρέπει να αρνηθεί ότι η INF υπήρξε εντυπωσιακά επιτυχημένη συνθήκη ελέγχου εξοπλισμών. Ήταν μια από τις πρώτες μεγάλες ενδείξεις πραγματικής Σοβιετο-αμερικανικής προσέγγισης και εξάλειψε μια ολόκληρη κατηγορία σοβιετικών (και αμερικανικών) όπλων που στις δεκαετίες τού 1970 και του 1980 πιστευόταν ότι ήταν ιδιαίτερα αποσταθεροποιητικά και επικίνδυνα. Αλλά οι στρατηγικές και οι πολιτικές συνθήκες έχουν αλλάξει. Ειδικότερα, η Ρωσία φαίνεται να έχει αποφασίσει να περιφρονήσει την Συνθήκη INF την ίδια στιγμή που αυξάνεται το ενδιαφέρον των ΗΠΑ για τα απαγορευμένα από την INF συστήματα. Ως εκ τούτου, ο έλεγχος των όπλων ο οποίος πρέπει να προσαρμοστεί για να είναι χρήσιμος και εποικοδομητικός και όχι αρχαϊζων και παράλογα περιοριστικός, πρέπει να αλλάξει επίσης.
Αυτό που οι Ηνωμένες Πολιτείες θέλουν από τον έλεγχο των εξοπλισμών με την Συνθήκη INF και ευρύτερα, είναι να μειωθούν οι εντάσεις και οι κίνδυνοι, διατηρώντας παράλληλα την δυνατότητα να αναπτύσσουν τις στρατιωτικές τους δυνάμεις όπου τις χρειάζονται. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να καταβάλλουν κάθε εύλογη προσπάθεια για να δουν αν η INF μπορεί να προσαρμοστεί για να ανταποκριθεί και στις δυο ανάγκες τους, αλλά αυτό που φαίνεται να είναι σαν μια οριστική ρωσική καταπάτηση της Συνθήκης καθώς και τα αυξανόμενα κενά στις αμερικανικές δυνατότητες για συμβατικά χτυπήματα, καθιστούν ασαφές ότι αυτό μπορεί να επιτευχθεί. Ο καλύτερος τρόπος για να φανεί το τι μπορεί να γίνει, είναι να ακολουθηθούν τα βήματα που περιγράφονται παραπάνω. Το νόημα μιας τέτοιας στρατηγικής δεν θα ήταν να ανοίξει κυνικά τον δρόμο για την διάλυση της INF, αλλά να προσαρμόσει την πολιτική των ΗΠΑ στις πραγματικότητες της ρωσικής ανάρμοστης συμπεριφοράς και στις αυξανόμενες προκλήσεις για τις στρατιωτικές δυνατότητες των ΗΠΑ.
Για κάποιους, αυτό θα φαίνεται σαν διπλό παιχνίδι, μέχρι και σαν μια προδοσία εναντίον τού ελέγχου των εξοπλισμών. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι θα είναι μέσα στις καλύτερες πτυχές τής ιστορίας τού ελέγχου των εξοπλισμών. Ο έλεγχος των εξοπλισμών δεν είναι μια μη στρατηγική πράξη, ξέχωρη ή «υπεράνω» στρατηγικών ζητημάτων. Ούτε πρόκειται για έναν σταθμό στην πορεία προς έναν κόσμο αφοπλισμένο, άνευ εντάσεων και συγκρούσεων. Αντίθετα, ο έλεγχος των όπλων είναι -και πρέπει να είναι- ένα εργαλείο στρατηγικής, ένας τρόπος για να γίνει ο κόσμος λίγο πιο ασφαλής μέσω τής συναίνεσης και της έξυπνης χειραγώγησης ακριβώς εκείνων των εντάσεων που επιδιώκει να αμβλύνει. Καθώς η συμπεριφορά τής Ρωσίας γίνεται όλο και πιο ανησυχητική και επικίνδυνη, και η δυσχερής στρατιωτική κατάσταση των ΗΠΑ γίνεται όλο και πιο σοβαρή σε όλο τον κόσμο, αυτή είναι η μόνη υπεύθυνη πορεία.

* Ο ELBRIDGE COLBY [1] είναι συνεργάτης στην έδρα Robert M. Gates Fellow στο Center for a New American Security.

(Στην φωτογραφία : Ρώσοι στρατιώτες σε παρέλαση στην Κόκκινη Πλατεία στις 5 Νοεμβρίου 2012. Sergei Karpukhin / Reuters)

Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/141106/elbridge-colby/the-real-tr...

Συνδέσεις:
[1] https://www.cna.org/about/staff/elbridge-colby
[2] http://www.nytimes.com/2014/01/30/world/europe/us-says-russia-tested-mis...
[3] http://www.heritage.org/research/reports/2014/03/us-nuclear-weapons-poli....
[4] http://www.foreignaffairs.com/articles/139119/jim-thomas/why-the-us-army...