Καταστροφή του κράτους, βία των πολιτοφυλακών
ΙΡΑΚ-ΣΥΡΙΑ
samedi 18 janvier 2014, par Alani Feurat , [Λογοθέτης Χάρης (μτφ)](Πηγή : http://www.monde-diplomatique.gr/)
Στο Ιράκ, η βία εξαπλώνεται καθημερινά. Ποτέ δεν είχε φτάσει σε τέτοια κλιμάκωση μετά το τέλος του πολέμου των πολιτοφυλακών, μεταξύ 2006 και 2008, και την αποχώρηση των Ηνωμένων Πολιτειών, στα τέλη του 2011.
Η κρίση στη Συρία υποδαυλίζει, εξάλλου, την αντιπαλότητα και στο γειτονικό Ιράκ. Στη Βαγδάτη, ο πρωθυπουργός Νούρι Αλ-Μαλίκι ακολουθεί πολιτική θρησκευτικών διακρίσεων. Και η διεύρυνση του πεδίου των μαχών αποσταθεροποιεί ολόκληρη την περιοχή.
«Πώς σταματάμε έναν καμικάζι ;». Να η ερώτηση που απασχολεί την κυβέρνηση στη Βαγδάτη, στις 30 Νοεμβρίου 2013, πάνω από δέκα χρόνια μετά την πτώση του καθεστώτος του Σαντάμ Χουσεΐν. Αντιμέτωπες με τις καθημερινές δολοφονικές επιθέσεις, οι δυνάμεις ασφαλείας του ιρακινού κράτους οργάνωσαν σεμινάριο για να βοηθήσουν τους ιδιοκτήτες καφενείων. Πρόσληψη ιδιωτικού φρουρού, περιορισμός των πελατών : περίπου εκατό έμποροι από τη Βαγδάτη άκουσαν τις συμβουλές των ελάχιστα πειστικών, ουσιαστικά ανήμπορων, αστυνομικών. Ολόκληρη η χώρα συγκλονίζεται από επιθέσεις που έχουν στοιχίσει τη ζωή σε περισσότερους από 6.000 ανθρώπους, το 2013.
Εύλογη είναι η διαπίστωση ότι η κυβέρνηση, αφού δεν καταφέρνει να εξαλείψει τη βία, προσπαθεί να ζήσει μαζί της. « Πάντα η ίδια ιστορία. Όταν μια βόμβα εκραγεί σε κάποια αγορά, η αστυνομία και ο στρατός επιβάλλουν απαγόρευση κυκλοφορίας στην περιοχή, αλλά φτάνουν πάντοτε μετά ! Η κυβέρνηση λειτουργεί σαν πυροσβέστης, σβήνοντας τη φωτιά. Αλλά το θέμα είναι να σταματήσει τους πυρομανείς », λέει εξοργισμένος ο Μοκλάς Αλ-Ζουράισι, δημοσιογράφος που ζει στη Βαγδάτη.
Στην πρωτεύουσα του Ιράκ, κάθε οικογένεια φέρνει στο μυαλό της ξανά και ξανά την τραγική ιστορία της, την πίκρα της και τους νεκρούς της. « Μετά το τέλος της αμερικανικής κατοχής, τίποτα δεν άλλαξε. Εκρήξεις τότε, εκρήξεις και τώρα. Το ίδιο ισχύει για την ανεργία και για τα υπόλοιπα προβλήματα που περνούν οι Ιρακινοί. Οι Αμερικάνοι μας άφησαν τον θάνατο για κληρονομιά. Τουλάχιστον, οι Άγγλοι είχαν κατασκευάσει γέφυρες και σχολεία », δηλώνει κάτοικος της Βαγδάτης, κάνοντας αναφορά στην κατοχή της χώρας από τους Βρετανούς μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Καχυποψία της εξουσίας απέναντι στους σουνίτες
Τα αίτια της βίας είναι πολλαπλά. Για να τα κατανοήσει κανείς, πρέπει να επιστρέψει στο 2003, λίγο μετά την πτώση του μπααθικού καθεστώτος του Σαντάμ Χουσεϊν. Ο Αμερικανός διοικητής Πολ Μπρέμερ αποφασίζει να διαλύσει τους μηχανισμούς ασφαλείας του ιρακινού κράτους και να το εκκαθαρίσει από τα « μπααθικά » στοιχεία. Πρόκειται για αυθαίρετη και καταστροφική πολιτική επιλογή που θέτει στο κοινωνικό περιθώριο σχεδόν ένα εκατομμύριο ανθρώπους με προσόντα και πείρα. Μέσα σε λίγες ημέρες, το Ιράκ περνά από ένα ασφυκτικό αστυνομικό καθεστώς σε μια διοικητική έρημο. Η πολιτική αυτή εκκαθάριση που είχε στόχο όποιον είχε συνεργαστεί στενά ή και πιο χαλαρά με το καθεστώς, εξηγεί, σε κάποιο βαθμό, την ευάλωτη θέση της χώρας.
Η αποδυνάμωση του κράτους προκάλεσε με σχεδόν φυσικό τρόπο την όξυνση των θρησκευτικών εντάσεων μεταξύ σουνιτών και σιιτών, οι οποίες έφτασαν στο απόγειό τους μετά την επίθεση στο μαυσωλείο της Σαμάρα, έναν ιερό τόπο των σιιτών, στις 21 Φεβρουαρίου 2006. Εκείνη την εποχή, το συγκεκριμένο γεγονός είχε εκληφθεί ως κήρυξη πολέμου. Παρά τις εκκλήσεις για ηρεμία από όλες τις θρησκευτικές ηγεσίες, σιίτες μαχητές εκδικήθηκαν, χτυπώντας σουνιτικά τζαμιά. « Ήταν η δική μας 11η Σεπτεμβρίου », θυμάται ένας Ιρακινός, του οποίου ο αδελφός δολοφονήθηκε από κάποιον μαχητή κατά τη διάρκεια των αντιποίνων.
Για περισσότερα από δύο χρόνια, οι σιιτικές πολιτοφυλακές, ιδιαίτερα οι δύο πιο γνωστές -ο Στρατός του Μάχντι του σαντριστικού κινήματος και η ταξιαρχία Μπαντρ του Ανώτατου Ισλαμικού Συμβουλίου του Ιράκ [1]-, οργάνωναν εφόδους εναντίον σουνιτών, τους απήγαν και, συνήθως, τους βασάνιζαν και τους εκτελούσαν. Σουνιτικές πολιτοφυλακές απάντησαν πλήττοντας τις σιιτικές γειτονιές της Βαγδάτης με παγιδευμένα αυτοκίνητα. Δεν περνούσε ημέρα με λιγότερους από 100 νεκρούς να κείτονται στα πεζοδρόμια της πόλης ή να επιπλέουν στον Τίγρη. Αν και καθυστερημένα, και για προφανείς λόγους πολιτικής αντιπαλότητας, ο πρωθυπουργός Νούρι Αλ-Μαλίκι εξαπέλυσε, στις 24 Μαρτίου 2008, μεγάλης κλίμακας επιχειρήσεις στο Σαντρ Σίτι, προκειμένου να αφοπλίσει τον Στρατό του Μάχντι του Μοκτάντα Αλ-Σαντρ. Στη συνέχεια, μολονότι η βία άρχισε να υποχωρεί στους δρόμους, μετατοπίστηκε για να τροφοδοτήσει τις αντιπαλότητες στο εσωτερικό της πολιτικής τάξης της χώρας.
Η βία διαποτίζει πλέον τον πυρήνα της ρητορικής του Αλ-Μαλίκι, ο οποίος χρησιμοποιεί ένα απλουστευτικό και μανιχαϊστικό λεξιλόγιο, όπου οι λέξεις « τρομοκράτης » και « μπααθιστής » υποδεικνύουν τους σουνίτες.
Για να εξηγήσει κανείς την κρίση ασφαλείας μετά την αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων, πρέπει να ανατρέξει και στον ρόλο των πολιτοφυλάκων της Sahwa -« αφύπνιση » στα αραβικά. Αυτά τα μέλη σουνιτικών φυλών συμμάχησαν με τον αμερικανικό στρατό για να πολεμήσουν την Αλ-Κάιντα στη Μεσοποταμία. Σύμφωνα με τον στρατιωτικό σχεδιασμό του Αμερικανού στρατηγού Ντέιβιντ Πετρέους, το surge [2] θα λειτουργούσε μόνον χάρη στη συνεργασία των σουνιτικών φυλών, συνεργασία που συμβόλιζε ο χαρισματικός Αμπντούλ Σατάρ Αμπού Ρίτσα, ο οποίος δολοφονήθηκε στις 13 Σεπτεμβρίου 2007 από κομάντο της Αλ-Κάιντα.
Η πολιτοφυλακή αυτή, με δύναμη 100.000 ανδρών, κατέγραψε σημαντικές επιτυχίες, εκδιώκοντας από διάφορες πόλεις το παρακλάδι της Αλ-Κάιντα στη Μεσοποταμία. Τα μέλη της Sahwa θα έπρεπε να ενσωματωθούν στον τακτικό στρατό του Ιράκ, αλλά η υπόσχεση αυτή του Αλ-Μαλίκι δεν τηρήθηκε ποτέ. Μόνο το 20% των πολιτοφυλάκων έγιναν δεκτοί. Οι υπόλοιποι εγκαταλείφθηκαν και έγιναν δακτυλοδεικτούμενοι από έναν πρωθυπουργό όλο και πιο καχύποπτο απέναντι στους σουνίτες.
Σήμερα, η χώρα έχει αλλάξει. Η Βαγδάτη δεν είναι πια εκείνη η πόλη-χωνευτήρι, όπου συναντούσε κανείς ανθρώπους από όλες τις επαρχίες. Εκτός από σπάνιες εξαιρέσεις, οι σουνίτες ζουν στις σουνιτικές και οι σιίτες στις σιιτικές συνοικίες. Στο υπόλοιπο Ιράκ, ο « ήπιος διαμελισμός » ανάμεσα στον κουρδικό Βορρά, το σουνιτικό κεντρικό τμήμα και τον σιιτικό Νότο, τον οποίο ονειρευόταν ο Τζο Μπάιντεν [3], αποτελεί ήδη πραγματικότητα.
Παρά τους μαιάνδρους των εξελίξεων και τις υποσχέσεις που αθετήθηκαν, η κάθοδος του Ιράκ στην κόλαση θα μπορούσε να έχει αποτραπεί εάν ο Αλ-Μαλίκι είχε δώσει πραγματικό περιεχόμενο στο προεκλογικό του σύνθημα για « εθνική συμφιλίωση ». Πολύ περισσότερο που, μετά τον ερχομό του στην κυβέρνηση, πολλά σουνιτικά συμβούλια φυλών τον είχαν εμπιστευθεί. Ο Αλ-Μαλίκι, όμως, συνέχισε να τροφοδοτεί τις αντιπαραθέσεις μεταξύ σουνιτών και σιιτών, όπως και μεταξύ Αράβων και Κούρδων, ενώ παραμέρισε με επιθετικό τρόπο όσους δεν ήταν ικανοποιημένοι από την πολιτική του. Η απομόνωσή του ξεκίνησε με την απομάκρυνση του Τάρεκ Αλ-Χασέμι, του σουνίτη αντιπροέδρου, ο οποίος κατηγορήθηκε για « τρομοκρατία ». Την επόμενη χρονιά, ήταν η σειρά ενός άλλου σουνίτη, του Ράφι Αλ-Ισάουι, αντιπροέδρου της κυβέρνησης και υπουργού Οικονομικών, με το ίδιο πρόσχημα.
Στις 21 Δεκεμβρίου 2012, δηλαδή έναν χρόνο μετά την αποχώρηση των Αμερικανών, μια τεράστια λαϊκή κινητοποίηση ξεκίνησε στη Φαλούτζα, στον οδικό άξονα που οδηγεί στη Βαγδάτη, στην « πλατεία της αξιοπρέπειας ». Επεκτάθηκε σε ολόκληρο το σουνιτικό τμήμα της χώρας. Η συμμαχία μεταξύ Αλ-Μαλίκι και σουνιτικών φυλών δεν ήταν πια δυνατή.
Στις κινητοποιήσεις αυτές, αρχηγοί σουνιτικών φυλών με σημαντική επιρροή, όπως οι Ντουλαϊμί, Ζουμαϊλί και Μαχάμντα, ζήτησαν την παραίτηση του πρωθυπουργού. Κάποιοι τον χαρακτήρισαν μαριονέτα του Ιράν ή « σαφαβίδη », όρος απαξιωτικός που χρησιμοποιείται για τους Ιρανούς συντηρητικούς. Από το ξεκίνημά του, το λαϊκό αυτό κίνημα εξέφρασε την αλληλεγγύη του στη συριακή εξέγερση, παρομοιάζοντας τον Αλ-Μαλίκι με τον Μπασάρ Αλ-Άσαντ. Ανάμεσα στο πλήθος και στις σημαίες του Ιράκ, το έμβλημα του Ελεύθερου Συριακού Στρατού διακρινόταν καθαρά. Η μάχη των σουνιτών του Ιράκ είχε υπερβεί τα εθνικά σύνορα : ο εχθρός δεν ήταν πια μόνον ο Αλ-Μαλίκι, αλλά ο σιιτικός άξονας Δαμασκού-Βαγδάτης-Τεχεράνης.
Οι διασυνδέσεις μεταξύ των σουνιτών της επαρχίας Αλ-Ανμπάρ και της συριακής εξέγερσης στην άλλη πλευρά των συνόρων μπορούν να εξηγήσουν, σε κάποιο βαθμό, την αναζωπύρωση των βιαιοτήτων στο Ιράκ. Με τη μάχη της εξουσίας να έχει πάρει όλο και περισσότερο θρησκευτική διάσταση, πολλοί Ιρακινοί έχουν φανταστεί ένα σενάριο παρόμοιο με της Συρίας « για να εξισορροπηθεί ο συσχετισμός δυνάμεων στην περιοχή », θέλει να πιστεύει ο σεϊχης Ραφέχ Αλ-Ζουμαϊλί. Σύμφωνα με τον συγκεκριμένο φύλαρχο, εάν το καθεστώς της Δαμασκού έπεφτε, η Τεχεράνη θα έχανε έναν σημαντικό σύμμαχο. « Εάν οι σουνίτες πάρουν την εξουσία στη Συρία, θα είμαστε πιο δυνατοί απέναντι στην ενίσχυση των σιιτών στη Βαγδάτη », αναλύει ο Αλ-Ζουμαϊλί.
Οι αντάρτες ελέγχουν τα σύνορα
Το ιρακινό ισοδύναμο του Ελεύθερου Συριακού Στρατού, το οποίο ελάχιστα αναφέρουν τα μέσα ενημέρωσης, δημιουργήθηκε έξι μήνες πριν από τις διαδηλώσεις των σουνιτών. Σε επίσημη διακήρυξή του, στις 19 Ιουλίου 2012, ο Ελεύθερος Ιρακινός Στρατός έθετε τρεις στόχους : « Να πολεμήσουμε την ιρανική εισβολή στο Ιράκ, να υποστηρίξουμε τον συριακό λαό και τον Ελεύθερο Συριακό Στρατό και να ενώσουμε τους σουνίτες μαχητές όλου του Ιράκ κάτω από μία και μόνη σημαία ».
Ποιος είναι πίσω από τον νέο αυτό σχηματισμό ; Διαθέτει κάποια πραγματική επιρροή ; Είναι ακόμη πολύ νωρίς για να το πει κανείς. Θα δημοσιεύσει στο Διαδίκτυο βίντεο από τις επιθέσεις του κατά του τακτικού στρατού του Ιράκ και, στη συνέχεια, θα εξαφανιστεί σταδιακά, μέχρι τη σύλληψη του –άγνωστου, ακόμη- αρχηγού του, τον Φεβρουάριο του 2013, κοντά στο Κιρκούκ.
Η συμμαχία μεταξύ της Αλ-Κάιντα στη Μεσοποταμία και της αντίστοιχης οργάνωσης στη Συρία αποτελεί άλλη μια απόδειξη των « φυσικών » δεσμών που ενώνουν τους σουνίτες σε Ιράκ και Συρία. Κάτω από τη σημαία της οργάνωσης Ισλαμικό Κράτος στο Ιράκ και το Λεβάντε (EIIL), οι μαχητές της Αλ-Κάιντα διασχίζουν με ευκολία τα σύνορα Ιράκ-Συρίας, τα οποία ελέγχουν οι αντάρτες. Το EIIL, το οποίο σχηματίστηκε το 2006 στο Ιράκ ως πλατφόρμα για τις διάφορες ομάδες των ένοπλων ισλαμιστών, αποτελεί πλέον σημαντική ψηφίδα του φρικτού πολέμου που μαίνεται στη Συρία. Η οργάνωση δεν συναντά προβλήματα στις κινήσεις και στον ανεφοδιασμό της. Στην περιοχή αυτή των συνόρων, οι συμμαχίες μεταξύ των φυλών είναι αρχαίες. Είναι πολύ εύκολο για έναν κάτοικο της Φαλούτζα ή του Αλ-Κάιμ να επισκεφθεί και να καταλύσει στη συριακή πλευρά των συνόρων, στο Αμπού Καμάλ.
Η συριακή διένεξη επεκτάθηκε πραγματικά και στο Ιράκ τον Μάρτιο του 2013. Εκείνη την περίοδο, περίπου 40 Σύριοι στρατιώτες και δημόσιοι υπάλληλοι σκοτώθηκαν στην ιρακινή επαρχία Αλ-Ανμπάρ. Είχαν καταφύγει εκεί μερικές ημέρες πριν, για να γλυτώσουν από επίθεση των ανταρτών. Στο συγκεκριμένο επεισόδιο, έχασαν τη ζωή τους και επτά Ιρακινοί στρατιώτες.
Μολονότι η κατάσταση στις δύο χώρες οφείλεται σε διαφορετικά αίτια, η κρίση έχει πάρει και στις δύο θρησκευτική τροπή. Ο συριακός εμφύλιος πόλεμος έχει φέρει αντιμέτωπες μια εξέγερση με κυρίαρχο το σουνιτικό στοιχείο και μια συμμαχία εθνοτικών και θρησκευτικών μειονοτήτων που υποστηρίζουν την κυβέρνηση Αλ-Άσαντ. Στο Ιράκ, η κυβέρνηση με κυρίαρχο το σιιτικό στοιχείο αμφισβητείται από σουνίτες που αμφιταλαντεύονται μεταξύ πολιτικής και ένοπλης αντιπολίτευσης.
Μάλλον δεν πρόκειται για σύμπτωση ότι οι θρησκευτικές συγκρούσεις αναζωπυρώνονται στο Ιράκ τη στιγμή που ο συριακός εμφύλιος πόλεμος κλιμακώνεται. Ακόμη και η αμερικανική κυβέρνηση αποδίδει σημαντικό ρόλο στο Ιράκ όσον αφορά τη συριακή κρίση. Κατά την επίσκεψη του Αλ-Μαλίκι στην Ουάσινγκτον, στα τέλη του Οκτωβρίου του 2013, ο Αμερικανός πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα φέρεται να του είχε ζητήσει να αξιοποιήσει τις καλές σχέσεις του με την Τεχεράνη για να προτρέψει τον Αλ-Άσαντ να εγκαταλείψει « βελούδινα » την εξουσία. Άλλωστε, το Ιράκ δέχεται όλο και μεγαλύτερες πιέσεις από την πλευρά του Ιράν, της κυριότερης σιιτικής δύναμης στην περιοχή, αλλά και από τη Σαουδική Αραβία και την Τουρκία, δύο μεγάλες σουνιτικές χώρες, βασικούς χρηματοδότες της εξέγερσης κατά του καθεστώτος Άσαντ.
Μετά από δέκα χρόνια πρωτοφανούς βίας, το Ιράκ βρίσκεται παγιδευμένο σε μια δίνη από μάχες εξουσίας μεταξύ σουνιτών και σιιτών, οι οποίες τροφοδοτούνται από τη συριακή διένεξη. Η κυβέρνηση του Αλ-Μαλίκι προσπαθεί να αψηφήσει τα νέα περιφερειακά δεδομένα. Ο εκλογικός νόμος που ψηφίστηκε από το κοινοβούλιο και ορίζει τις επόμενες βουλευτικές εκλογές για τις 30 Απριλίου 2014, αντιμετωπίζεται ως ανέκδοτο. Ο λαός γελά με τους βουλευτές του, με την ευκολία με την οποία ψηφίζουν νόμους που εξυπηρετούν τα προσωπικά τους συμφέροντα και με την ανικανότητά τους να συμφωνήσουν σε κάποια βασικά ζητήματα. Ο Ιρακινός διανοούμενος και κοινωνιολόγος Αμίρ Αχμέντ εγγράφει τις εκλογές αυτές στο ρεύμα του θεάτρου του παραλόγου. Συγκρίνει την πολιτική σκηνή του Ιράκ με το θεατρικό έργο Περιμένοντας τον Γκοντό, του Σάμιουελ Μπέκετ. « Σε κάθε εκλογική αναμέτρηση, η πολιτική τάξη μάς ανακοινώνει την έλευση ενός ανθρώπου που μας υπόσχεται την αλλαγή. Αλλά αυτός δεν έρχεται ποτέ. Όσο περιμένουμε, εισβάλλουν στη χώρα μας, τη λεηλατούν. Οι Ιρακινοί περιμένουν τον Γκοντό... ».
«Η ενισχυμένη παρουσία του Ιράν στη χώρα έχει αυξήσει την καχυποψία και τον φόβο στον αραβικό κόσμο », συνεχίζει ο Αχμέντ. « Αυτή η βίαιη αλλαγή περιφερειακής πολιτικής βρίσκεται στη ρίζα των εντάσεων. Επίσης, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το Ιράκ είναι μια χώρα πλούσια σε πετρέλαιο, γεγονός που προκαλεί την απληστία των ξένων δυνάμεων. Οι δυνάμεις αυτές επιδιώκουν να υποδαυλίζουν τη βία παρά να σταθεροποιήσουν την κατάσταση, καθώς είναι πιο εύκολο να εκμεταλλευθείς μια αδύναμη και ασταθή παρά μια δυνατή και ισορροπημένη χώρα ». Το πετρέλαιο, να ποια είναι μάλλον η πραγματική δυστυχία του Ιράκ...
Notes
[1] Ο σαντρισμός είναι ένα ρεύμα που εκπροσωπεί τους μη προνομιούχους και τους αποκλεισμένους από το σιιτικό κατεστημένο. Το συμβούλιο, που ιδρύθηκε το 1982, διαθέτει ένοπλη πτέρυγα, την ταξιαρχία Μπαντρ, μια πολιτοφυλακή με δύναμη 8-15.000 στρατιωτών.
[2] Στις 10 Ιανουαρίου 2007, ο Τζορτζ Μπους ο νεότερος αποφασίζει να αποστείλει επιπλέον 30.000 Αμερικανούς στρατιώτες στο Ιράκ. Ορίζει επικεφαλής του surge (« ενίσχυση ») τον στρατηγό Πετρέους.
[3] Για την επίλυση του ιρακινού προβλήματος, ο –τότε γερουσιαστής και σήμερα αντιπρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών- Μπάιντεν επεξεργάστηκε σχέδιο διαίρεσης του Ιράκ σε τρεις κοινοτικές και θρησκευτικές ζώνες, κατά το πρότυπο της διχοτόμησης της Βοσνίας, το 1995. Βλ. Helene Cooper, « Biden plan for “soft partition” of Iraq gains momentum », The New York Times, 30 Ιουλίου 2007.