Κόντρες για την πολεμική ιστορία στην βορειο-ανατολική Ασία
Οι Ηνωμένες Πολιτείες βοήθησαν να ξεκινήσουν οι διαμάχες. Τώρα πρέπει να βοηθήσουν για τον τερματισμό τους
Gi-Wook Shin και Daniel C. Sneider
(Πηγή : http://foreignaffairs.gr)
Από τις εδαφικές διαφορές στην Ανατολική Θάλασσα της Κίνας μέχρι τους θερμούς πολέμους προπαγάνδας σε όλη την περιοχή, η ειρήνη στην βορειοανατολική Ασία φαίνεται όλο και πιο αδύναμη.
Στην καρδιά τής αύξησης των εντάσεων βρίσκονται άλυτα ιστορικά ζητήματα που σχετίζονται με τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τα οποία χώνουν μια σφήνα ανάμεσα στους δύο μεγάλους συμμάχους των Ηνωμένων Πολιτειών στην περιοχή, την Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα, και τροφοδοτούν μια αναβίωση της αντιπαλότητας μεταξύ της Ιαπωνίας και της Κίνας. Ως ο βασικός νικητής στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν κάποια ευθύνη για αυτές τις διαφορές. Έχτισαν την μεταπολεμική περιφερειακή τάξη και ήταν έκτοτε σε μεγάλο βαθμό ικανοποιημένες θεωρώντας ότι το θέμα έχει διευθετηθεί, παρ’ όλο που τα εδαφικά ζητήματα, οι αποζημιώσεις, και η ιστορική δικαιοσύνη παρέμεναν άλυτα. Κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, όταν οι κύριοι παίκτες τής περιοχής αποκόβονταν ο ένας από τον άλλο, η προσέγγιση των Ηνωμένων Πολιτειών λειτουργούσε καλά. Όμως, καθώς η περιοχή εκδημοκρατιζόταν και γινόταν ολοένα και πιο συνεκτική, καταχωνιασμένα από παλιά ζητήματα έρχονταν στην επιφάνεια. Καθώς ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα, κατευθύνεται προς την Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα αυτόν το μήνα, ήρθε η ώρα οι Ηνωμένες Πολιτείες να αντιμετωπίσουν κατά μέτωπο την ιστορία των πολέμων στην Ασία.
Αμερικανοί αξιωματούχοι είχαν έρθει πέρσι αντιμέτωποι με δυσάρεστες πραγματικότητες σχετικά με πολεμικά θέματα, όταν ο πρωθυπουργός τής Ιαπωνίας, Σίνζο Άμπε, χωρίς προειδοποίηση, πραγματοποίησε επίσημη επίσκεψη στο Ιερό Μνημείο Yasukuni [1], το οποίο τιμά τα θύματα πολέμου τής Ιαπωνίας, συμπεριλαμβανομένων και ορισμένων που είχαν καταδικαστεί και εκτελεστεί ως πρωτοκλασάτοι εγκληματίες πολέμου. Ο Ιάπωνας ηγέτης σίγουρα κατανοούσε ότι η απόφασή του θα ενοχλούσε την Κίνα και τη Νότια Κορέα, οι οποίες θεωρούν τέτοιες επισκέψεις ως μηνύματα ότι το Τόκιο υιοθετεί μια μη απολογητική άποψη για την πολεμική επιθετικότητα της Ιαπωνίας. Αυτό που ήταν ακόμη πιο ανησυχητικό, ήταν ότι η επίσκεψη έγινε λίγες μόνο εβδομάδες αφότου ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, φαίνεται ότι έλαβε διαβεβαιώσεις από τον Abe ότι το Τόκιο θα αποφεύγει τυχόν τέτοιες προκλήσεις. Στη συνέχεια ο Μπάιντεν ενθάρρυνε την πρόεδρο της Νότιας Κορέας, Park Geun-hye, να παρακαθίσει με τον Ιάπωνα ηγέτη, αν και η Παρκ αμφισβήτησε το κατά πόσον θα μπορούσε να είναι αξιόπιστος στο ότι θα κρατήσει υπό έλεγχο τον ιστορικό ρεβιζιονισμό του - μια ανησυχία που ήταν σαφώς δικαιολογημένη.
Η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα έχουν κάνει επανειλημμένες προσπάθειες κατά την διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών να επιλύσουν ζητήματα της πολεμικής τους ιστορίας, αλλά η πρόοδος έχει πάντα αποδειχθεί βραχύβια. Αξιωματούχοι τής Νότιας Κορέας τώρα ζητούν ανοιχτά να παρέμβουν οι Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτό θα ήταν ανάθεμα για την Ιαπωνία, η οποία φοβάται μην απομονωθεί. Ο Ομπάμα κατάφερε να προκαλέσει μια σύντομη συνάντηση των ηγετών τής Ιαπωνίας και της Νότιας Κορέας πρόσφατα στην σύνοδο κορυφής για την πυρηνική ασφάλεια που πραγματοποιήθηκε στην Ευρώπη, αλλά η ατζέντα επικεντρώθηκε αποκλειστικά στην Βόρεια Κορέα. Από την πλευρά τους, οι Ηνωμένες Πολιτείες προτρέπουν απλώς σε αυτοσυγκράτηση και διάλογο, αρνούμενες συνεχώς να παρέμβουν άμεσα στις διαφωνίες σχετικά με πολέμους τού παρελθόντος. Αμερικανοί διπλωμάτες δικαιολογημένα υποστηρίζουν ότι το θέμα είναι ένα ναρκοπέδιο και ότι κάθε εμπλοκή των ΗΠΑ θα αντιμετωπίζεται με την ίδια καχυποψία στην Κίνα, την Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα.
Ακόμα κι έτσι, η προσπάθεια της Κίνας για περιφερειακή κυριαρχία καθιστά σχεδόν αδύνατο για τις Ηνωμένες Πολιτείες να συνεχίσουν να μένουν έξω από τον καυγά. Το Πεκίνο έχει ήδη αρχίσει να τοποθετεί τον εαυτό του ως συμπαθούντα τους φόβους τής Νότιας Κορέας για την Ιαπωνία και έχει ξεκινήσει μια παγκόσμια εκστρατεία προπαγάνδας κατά του ιαπωνικού «μιλιταρισμού», καταδεικνύοντας με απροκάλυπτη χαρά οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο ιαπωνικής νοσταλγίας για την εποχή τού πολέμου. Με το να αναλάβουν ηγετικό ρόλο στην αντιμετώπιση του πολεμικού παρελθόντος, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να καταστήσουν δύσκολο για το Πεκίνο να χρησιμοποιεί αυτό το παρελθόν για να επιτυγχάνει πολιτικά οφέλη.
ΛΥΠΑΜΑΙ, ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΛΥΠΑΜΑΙ
Η συχνά αναφερόμενη ιδέα ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουν καμία ευθύνη για τα θέματα της ιστορίας είναι ένας βολικός μύθος. Οι Ηνωμένες Πολιτείες πήραν αρκετές σημαντικές αποφάσεις αμέσως μετά τον πόλεμο, οι οποίες έθεσαν τις βάσεις για τις τρέχουσες διαφωνίες. Αυτές κυμαίνονται από την απόφασή τους να βάλουν στην άκρη το θέμα τής ευθύνης τού αυτοκράτορα για τις προσπάθειές του να αποκαταστήσει εθνικιστές συντηρητικούς - συμπεριλαμβανομένου του παππού τού Abe, Nobusuke Kishi, που ήταν υπουργός Πολέμου υπεύθυνος για την στρατιωτική βιομηχανία τής Ιαπωνίας – για να αντιμετωπίσει την μετατόπιση της Ιαπωνίας προς τα αριστερά, κάτι που υπονόμευσε τις προσπάθειες στο εσωτερικό τής Ιαπωνίας να γίνει μια σαφής ρήξη με το παρελθόν. Εν τω μεταξύ, τα εδαφικά ζητήματα που μαστίζουν τις σχέσεις τής Ιαπωνίας με τους γείτονές της - από την διαμάχη με την Κίνα για τα νησιά Σενκάκου / Diaoyu μέχρι την διαφορά με την Ρωσία για τα νησιά Kurile - είναι όλα αποτελέσματα των αμερικανικών αποφάσεων στη μεταπολεμική διευθέτηση. Η συνθήκη εξομάλυνσης του 1965 μεταξύ της Ιαπωνίας και της Κορέας, η οποία επιτεύχθηκε με τη μεσολάβηση της Ουάσινγκτον, πίεσε τους Κορεάτες να βάλουν στην άκρη τις αποζημιώσεις για την ιαπωνική αποικιοκρατία και για τις καταναγκαστικές εκτοπίσεις Κορεατών επειδή πολέμησαν αφότου η Ιαπωνία αρνήθηκε να συναινέσει. Οι εν λόγω αποφάσεις είχαν νόημα στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, λόγω των απαιτήσεων του αγώνα κατά των Σοβιετικών και Κινέζων κομμουνιστών. Αλλά δεν έχουν πια, και εναπόκειται στις Ηνωμένες Πολιτείες να βοηθήσουν την περιοχή να συμφιλιωθεί με το παρελθόν της, μια και καλή.
Μια σε βάθος ματιά στην διαμόρφωση της ιστορικής μνήμης τού πολέμου, που διεξάγεται στο πλαίσιο του σχεδίου μας «Διαιρεμένες Μνήμες και Συμφιλίωση» (Divided Memories and Reconciliation project), δείχνει ότι οι αφηγήσεις για το παρελθόν δεν γίνεται να (και δεν θα) αλλάξουν εύκολα. Πράγματι, οι νεότερες γενιές, οι οποίες δεν έχουν καμία μνήμη τής φρίκης τού πολέμου, προσκολλώνται στις ιστορίες ακόμη πιο δυνατά. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν μερικοί τρόποι τουλάχιστον για να μειωθούν οι εντάσεις σχετικά με το πολεμικό παρελθόν.
Το πιο επείγον θέμα είναι η αποζημίωση για τα επιμέρους θύματα του συστήματος της καταναγκαστικής εργασίας που χρησιμοποίησε η Ιαπωνία κατά την διάρκεια του πολέμου, συμπεριλαμβανομένων των γυναικών από όλη την Ασία οι οποίες εξαναγκάστηκαν σε σεξουαλική δουλεία. Η κυβέρνηση της Ιαπωνίας, με την υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών, επιμένει ότι το θέμα τής αποζημίωσης διακανονίστηκε με την Συνθήκη Ειρήνης τού Σαν Φρανσίσκο το 1951 και με μεταγενέστερες συμφωνίες εξομάλυνσης των σχέσεων με την Κίνα και τη Νότια Κορέα. Αλλά, ορισμένοι νομικοί μελετητές, συμπεριλαμβανομένων μερικών από την Ιαπωνία, υποστηρίζουν ότι ο διακανονισμός μεταξύ κρατών δεν κωλύει τα άτομα από το να ζητήσουν αποζημίωση. Στην πραγματικότητα, η Καλιφόρνια ενεργοποίησε νομοθεσία το 1999, που επέτρεψε στα θύματα του Ολοκαυτώματος και των γερμανικών και ιαπωνικών συστημάτων αναγκαστικής εργασίας να αναζητήσουν τέτοια αποζημίωση από ιδιωτικές εταιρείες που τους εκμεταλλεύθηκαν, αλλά ο νόμος ανατράπηκε.
Οι αποζημιώσεις για τις λεγόμενες «γυναίκες αναψυχής», οι οποίες αναγκάστηκαν να υπηρετήσουν στους ιαπωνικούς στρατιωτικούς οίκους ανοχής, είναι ένα επείγον θέμα, αλλά θα ήταν καλύτερα για την Ιαπωνία να ασχοληθεί επιτέλους με το ευρύτερο πρόβλημα της καταναγκαστικής εργασίας. Θα μπορούσαν να ακολουθήσουν το μοντέλο τού Γερμανικού Ταμείου για το Μέλλον, ή, όπως είναι επίσημα γνωστό, το «Ίδρυμα για τη Μνήμη, την Ευθύνη και το Μέλλον», το οποίο ιδρύθηκε το 2000. Το κεφάλαιο των 5,2 δισ. ευρώ (7,1 δισ. δολάρια) συντηρείται από κοινού από την γερμανική κυβέρνηση και γερμανικές ιδιωτικές εταιρείες που εκμεταλλεύθηκαν την καταναγκαστική εργασία κατά την διάρκεια του πολέμου. Σε συνεργασία με διεθνείς οργανισμούς-εταίρους, ικανοποίησε περισσότερο από 1,66 εκατομμύρια επιζώντες σε σχεδόν 100 χώρες. Προσφέρει επίσης προγράμματα έρευνας και εκπαίδευσης.
Φυσικά, η ώθηση για μια τέτοια πρωτοβουλία πρέπει να προέλθει από την Ιαπωνία και το ιαπωνικό κοινοβούλιο, όπως η γερμανική πρωτοβουλία έκανε στην Γερμανία. Όμως, η διαδικασία μπορεί να ενθαρρυνθεί και να βοηθηθεί από τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες ενεπλάκησαν άμεσα μαζί με την γερμανική κυβέρνηση στον σχεδιασμό τού Ταμείου και στην διαπραγμάτευση των όρων του με Πολωνούς, Τσέχους, εβραϊκές ομάδες και άλλους που ζητούσαν αποζημίωση. Σε αντίθεση με την περίπτωση της Ιαπωνίας, η κυβέρνηση των ΗΠΑ δεν αντιτάχθηκε ενεργά σε μηνύσεις που κατατέθηκαν σε αμερικανικά δικαστήρια εναντίον γερμανικών επιχειρήσεων, επιδιώκοντας αποζημιώσεις. Σήμερα, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να αλλάξουν επισήμως τη νομική ερμηνεία τής Συνθήκης τού Σαν Φρανσίσκο για να επιτρέπουν στα άτομα να ζητούν αποζημίωση, μεταξύ άλλων και από ιδιωτικές εταιρείες, και να ζητήσουν από τις εμπλεκόμενες χώρες να διαβεβαιώσουν την Ιαπωνία ότι αποδέχονται πλήρως το νέο Ταμείο ως τελική διευθέτηση όλων των ζητημάτων αποζημίωσης.
Η δημόσια συγγνώμη [2] πρέπει να έρθει αμέσως μετά. Πολλοί στην Ιαπωνία πιστεύουν ότι η χώρα τους έχει ήδη ζητήσει συγνώμη, αλλά ότι τα θύματα, ιδιαίτερα στην Κίνα και τη Νότια Κορέα, απλά αρνούνται να την δεχθούν, προτιμώντας να κρατήσουν ζωντανές τις φωτιές τού πολέμου. Η επίσημη συγγνώμη τής Ιαπωνίας, ωστόσο, υπονομεύεται συνεχώς από την ολοκληρωτική άρνηση κάποιων Ιαπώνων πολιτικών ηγετών σχετικά με τις ευθύνες του πολέμου. Και το Τόκιο έχει κάνει λίγη προσπάθεια για να προσεγγίσει το ευρύτερο κοινό με δημόσιες χειρονομίες πραγματικής μεταμέλειας. Συγκρίνετε, για παράδειγμα, την περιορισμένη δήλωση του Ιάπωνα σοσιαλιστή πρωθυπουργού Murayama για τον πόλεμο το 1995, όπου ένας Ιάπωνας πρωθυπουργός επίσημα και συγκεκριμένα ζήτησε συγγνώμη για πρώτη φορά για την ιαπωνική «επιθετικότητα και αποικιοκρατία», με την απόφαση του καγκελάριου της Γερμανίας, Willy Brandt, να γονατίσει ζητώντας συγγνώμη μπροστά στο μνημείο για την εξέγερση της Βαρσοβίας κατά την διάρκεια μιας επίσκεψής του στην Πολωνία το 1970. Μια φωτογραφία από εκείνη την στιγμή πλανάται ακόμη ως έκφραση της γερμανικής μεταμέλειας, αλλά τίποτα συγκρίσιμο δεν υπάρχει από την Ιαπωνία. Ακόμη χειρότερα, οι Ιάπωνες συντηρητικοί συνεχίζουν να καταρρακώνουν την δήλωση του Murayama.
Δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πόσο δυνατό θα ήταν εάν ένας Ιάπωνας πρωθυπουργός έσκυβε το κεφάλι του στο μουσείο για την σφαγή στη Nanjing ή συναντούσε στην Σεούλ τις Κορεάτισες «γυναίκες αναψυχής» που έχουν επιβιώσει. Οι περιπτώσεις τής Γερμανίας και της Ιαπωνίας δεν είναι με κανένα τρόπο συγκρίσιμες [3], ούτε καν στον διακριτικό χαρακτήρα τού Ολοκαυτώματος, αλλά και στον τρόπο που ο Ψυχρός Πόλεμος ώθησε την Γερμανία να συμφιλιωθεί με τους πολεμικούς αντιπάλους της όπως η Γαλλία και η Βρετανία, ενώ ο Ψυχρός Πόλεμος χώρισε την Ιαπωνία από το κύριο θύμα της στην Ασία, την Κίνα. Όμως, η Ιαπωνία μπορεί να πάρει μερικά μαθήματα από την συνεχιζόμενη βούληση της Γερμανίας να αγκαλιάσει την ανάγκη για συγγνώμη και αυτοκριτική. Εδώ, η Ουάσιγκτον έχει την ευκαιρία να προσφέρει την δική της ηγεσία στην αντιμετώπιση του πολεμικού παρελθόντος των Ηνωμένων Πολιτειών: είναι καιρός ένας Αμερικανός πρόεδρος να ρίξει κατά μέρος την πολιτική επιφυλακτικότητα και να πάει στη Χιροσίμα ή το Ναγκασάκι για να προσφέρει τις δικές του σκέψεις σχετικά με το φρικτό ανθρώπινο κόστος τής απόφασης να πέσουν πυρηνικά όπλα στην Ιαπωνία. Οι Ηνωμένες Πολιτείες όχι μόνο θα δώσουν ένα παράδειγμα – αν δεν το πράξουν, θα είναι δύσκολο να δικαιολογηθεί η αμερικανική παρέμβαση σε ζητήματα πολεμικής ιστορίας.
Τέλος, η εκπαίδευση της επόμενης γενιάς δεν πρέπει να αγνοηθεί. Και πάλι, η Ευρώπη παρέχει ένα χρήσιμο παράδειγμα. Η Γερμανία και η Γαλλία, μέσα από μια μακρά διαδικασία συζήτησης και ανταλλαγών, δημιούργησαν μια κοινή επιτροπή ιστορικής συγγραφής, της οποίας η εργασία για την ιστορία τού Β’ Παγκοσμίου Πολέμου χρησιμοποιείται σήμερα στα σχολεία. Οι δύο χώρες, επίσης, δημιούργησαν ένα γραφείο νεολαίας με στόχο να υποστηρίξει μαζικές ανταλλαγές, με περίπου οκτώ εκατομμύρια να έχουν συμμετάσχει σε προγράμματα κατά τον τελευταίο μισό αιώνα. Αυτές ήταν αποφάσεις που οι Γερμανοί πήραν από μόνοι τους, στο πλαίσιο της ανάγκης να δημιουργηθεί μια μεταπολεμική ευρωπαϊκή κοινότητα.
Η Ιαπωνία έχει σχηματίσει με την Κίνα και τη Νότια Κορέα από μια επιτροπή για την ιστορία. Αυτές οι δύο προσπάθειες απέτυχαν να επιτύχουν τον στόχο τους για την δημιουργία μιας κοινής ιστορίας, επειδή δεν μπορούσαν να γεφυρώσουν εντελώς τις διαφορές τους σχετικά με το παρελθόν. Αλλά έθεσαν τις βάσεις για μελλοντικές επιτροπές και δημιούργησαν εκτεταμένα δίκτυα επιστημόνων ιστορικών με εμπειρία σε τέτοιες ανταλλαγές. Η δική μας συγκριτική μελέτη των σχολικών εγχειριδίων ιστορίας στην Ιαπωνία, την Κίνα, την Ταϊβάν, τη Νότια Κορέα και τις Ηνωμένες Πολιτείες, έδωσε ένα πρόγραμμα σπουδών που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθούν σε όλες τις χώρες. Η συμμετοχή Αμερικανών επιστημόνων και εκπαιδευτικών στους διαλόγους περί την ιστορία μεταξύ της Κίνας, της Ιαπωνίας και της Νότιας Κορέας θα μπορούσε να βοηθήσει αυτή την προσπάθεια.
Η ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΙΣΟΡΙΑ ΕΠΑΝΑΠΑΤΡΙΖΕΤΑΙ
Οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορεί να ανησυχούν ότι οι προσπάθειές τους στην περιοχή δεν θα είναι αποτελεσματικές ή ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα γίνουν ο επόμενος στόχος όλων των χωρών τής περιοχής. Για να απαλυνθούν αυτοί οι φόβοι, αξίζει μια ματιά στο παρελθόν, στον ρόλο των Ηνωμένων Πολιτειών στην προώθηση της συμφιλίωσης κατά την διάρκεια της ειρηνευτικής διαδικασίας στην Βόρεια Ιρλανδία. Οι διαπραγματεύσεις που κατέληξαν στην συμφωνία τής Μεγάλης Παρασκευής τού 1998 είχαν ως επικεφαλής τον πρώην Γερουσιαστή των ΗΠΑ, Τζορτζ Μίτσελ, και υποστηρίχθηκαν από τον Λευκό Οίκο, σε στενή συνεργασία με τις βρετανικές και ιρλανδικές κυβερνήσεις καθώς και από τα κόμματα των ενδιαφερομένων χωρών. Στο αρχικό στάδιο των διαπραγματεύσεων, οι Βρετανοί αγανακτούσαν από την παρουσία των Ηνωμένων Πολιτειών. Αλλά το ταραγμένο ξεκίνημα έδωσε γρήγορα την θέση του στην συνεργασία, τα αποτελέσματα της οποίας παραμένουν ως σήμερα.
Σε αμφότερες την Βόρεια Ιρλανδία και την μεταπολεμική Γερμανία, η απόφαση των Ηνωμένων Πολιτειών να παρέμβουν στηρίχθηκε σε ισχυρές εγχώριες πολιτικές σκοπιμότητες. Ο ρόλος των Ιρλανδο-αμερικανών και της εβραϊκής κοινότητας στην αμερικανική ζωή, αναμφίβολα ενθάρρυνε την Ουάσιγκτον να αναλάβει σημαντικούς κινδύνους με το να εμπλακεί. Το ίδιο πράγμα συμβαίνει όλο και περισσότερο για τα θέματα της πολεμικής ιστορίας στην Ασία. Οι Κινεζο-αμερικανοί και οι κορεατικο-αμερικανικές κοινότητες είναι πολύ καλά οργανωμένες και κινητοποιούνται, όταν πρόκειται για θέματα ιστορίας. Τα έφεραν στο παιχνίδι στην εγχώρια αγορά με έντονο τρόπο, όπως αποδεικνύεται και πρόσφατα με την ανέγερση μνημείων για τις «γυναίκες αναψυχής» τής Κορέας, σε πόλεις στο Νιου Τζέρσεϊ και τη νότια Καλιφόρνια.
Εγχωρίως και στο εξωτερικό, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν πλέον να ξεφύγουν από τις κόντρες για την πολεμική ιστορία. Για δεκαετίες, οι Αμερικανοί είχαν την τάση να πιστεύουν ότι το πέρασμα του χρόνου θα θεραπεύσει όλες τις πληγές τού πολέμου. Αλλά δεν έγινε έτσι. Ο δημοφιλής εθνικισμός, που τροφοδοτείται εν μέρει από τον αφιλτράριστο διάλογο στο διαδίκτυο, κερδίζει δύναμη σε όλη την περιοχή. Η έλευση της δημοκρατίας στην Κίνα, η οποία ίσως να μην είναι μακριά, είναι πιθανό απλώς να περιπλέξει την κατάσταση, όπως συνέβη στη Νότια Κορέα. Και έτσι, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να είναι έτοιμες να δράσουν, με την προϋπόθεση ότι η διπλωματία θα είναι λεπτή και δύσκολη, αλλά και ότι υπάρχουν επιτακτικοί λόγοι και άφθονα προηγούμενα για τις Ηνωμένες Πολιτείες ώστε να πιέσουν τους συμμάχους και τους εταίρους τους να συμφιλιωθούν.
Μόνο αν πάρουν την πρωτοπορία, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα εξασφαλίσουν την επιτυχία στο πλαίσιο του ρόλου τους ως θεματοφύλακα της ειρήνης και της ασφάλειας στην Ανατολική Ασία.
* Ο GI-WOOK SHIN είναι ο διευθυντής τού Walter H. Shorenstein Asia-Pacific Research Center, βασικός συνεργάτης στο Freeman Spogli Institute for International Studies και καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Stanford.
Ο DANIEL C. SNEIDER είναι αναπληρωτής διευθυντής ερευνών στο Walter H. Shorenstein Asia-Pacific Research Center του Πανεπιστημίου Stanford.
(Στην φωτογραφία : Άντρες με στολή τού ιαπωνικού αυτοκρατορικού στρατού παρελαύνουν στο Ιερό Μνημείο Yasukuni στο Τόκιο στις 15 Αυγούστου 2012, την 67η επέτειο της συνθηκολόγησης της Ιαπωνίας στον Β΄ Π. Π. Issei Kato / Reuters)
All rights reserved.
Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/141116/gi-wook-shin-and-daniel-c-...
Συνδέσεις:
[1] http://www.theguardian.com/world/2014/jan/02/chinese-ambassador-blasts-s...
[2] http://www.foreignaffairs.com/articles/140282/jennifer-lind/sorry-im-not...
[3] http://www.foreignaffairs.com/articles/64975/jennifer-lind/the-perils-of...