Κυριακή 27 Απριλίου 2014

Ανάλυση για τη realpolitik της Ρωσίας και την κρίση στην Ουκρανία


Η realpolitik της Ρωσίας και η κρίση στην Ουκρανία
Δρ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΦΙΛΗΣ
Κατόπιν της έκνομης ανατροπής Γιανουκόβιτς η Ρωσία διατηρεί την πρωτοβουλία των κινήσεων με τις υπόλοιπες πλευρές να παρακολουθούν και να αντιδρούν στις ενέργειές της. Το –συνήθως προβλέψιμο– Κρεμλίνο, χάρις στα συνειδητά αμφίσημα μηνύματα περί των προθέσεών του, έχει καταστεί μερικώς απρόβλεπτο.
Επιθυμεί την ομαλοποίηση στην Ουκρανία και αν ναι, με ποιους όρους; Απώτερος σκοπός του είναι ο διαμελισμός της χώρας; Προτίθεται να επαναλάβει το μοντέλο της Κριμαίας και μέχρι πού μπορεί να φτάσει για την προστασία των ρωσόφωνων πληθυσμών; Οι απαντήσεις θα μας βοηθήσουν να διαπιστώσουμε προς ποια κατεύθυνση βαδίζει η Μόσχα.
Το τελευταίο δίμηνο η Ρωσία, περιορίζοντας την εθνική κυριαρχία της Ουκρανίας, επιχειρεί αφενός να εδραιώσει τη θέση της, θέλοντας να εκκινήσει τις διαπραγματεύσεις από καλύτερη βάση, αφετέρου να αποτελέσει τον κύριο συνομιλητή και καταλύτη των εξελίξεων. Χρησιμοποιώντας στο έπακρο όλους τους μοχλούς πίεσης που διαθέτει, υπογραμμίζει ότι τόσο η αναγκαία σταθεροποίηση, όσο και η αποτελεσματική αντιμετώπιση προκλήσεων, όπως η διάσωση της οικονομίας και η διατήρηση της κοινωνικής συνοχής, προϋποθέτουν συνεννόηση μαζί της. Προβλέποντας ότι ο επόμενος πρόεδρος θα είναι προσανατολισμένος προς τους ευρατλαντικούς εταίρους, επιδιώκει να τον δεσμεύσει από τώρα σε μια ατζέντα, όπου ρωσική παράδοση και συμφέροντα δεν θα περιφρονηθούν, όπως ενορχηστρωμένα συνέβη το προηγούμενο διάστημα με υπαίτιους μεταβατική κυβέρνηση και Δύση.
Η έκβαση της συνταγματικής μεταρρύθμισης, που αναμένεται να αποκεντρώσει εξουσίες προς όφελος των επαρχιών, θεωρείται καθοριστική, όπως και ο «οστρακισμός» των φασιστικών/εθνικιστικών σχηματισμών. Αντίθετα, η απορρόφηση περιοχών δεκατριών εκατομμυρίων, με βαριά αλλά και ζημιογόνα βιομηχανία, και με αμφίβολο το αποτέλεσμα δημοψηφίσματος, συνεπάγεται δυσανάλογο πολιτικο-οικονομικό ρίσκο, καθότι επιπρόσθετα θα πλήξει καίρια τις σχέσεις Ρωσίας-Δύσης, δικαιώνοντας αυτούς που ζητούν πιο σκληρές κυρώσεις ή ακόμη και ανάπτυξη νατοϊκών δυνάμεων και συστημάτων εγγύτερα της πρώτης.
Παράλληλα, όμως, εκμεταλλευόμενη την αδράνεια της προσωρινής κυβέρνησης και την απροθυμία της Δύσης να την νουθετήσει προς την ικανοποίηση έστω μέρους των απαιτήσεών της, η Μόσχα, ακολουθώντας την πολιτική του brinkmanship, δημιουργεί τις προϋποθέσεις δυνητικής επέμβασης. Παρότι την χρησιμοποιεί περισσότερο ως εργαλείο πίεσης παρά ως πραγματική απειλή, δεν μπορεί να προκαθορίσει τον βαθμό εμπλοκής, εφόσον αυτή εξαρτάται από την έκβαση των διεργασιών στο εσωτερικό της Ουκρανίας. Η ρωσική ηγεσία εσχάτως μοιάζει εγκλωβισμένη στην κλιμακούμενη ρητορική των προηγούμενων εβδομάδων, στην ανάγκη να απαντήσει εμφατικά σε Δύση, «πραξικοπηματίες» και επίδοξους αμφισβητίες, καθώς και στην υιοθέτηση του ρόλου της προστάτιδας δύναμης των απανταχού Ρώσων/ρωσόφωνων. Τώρα κινδυνεύει να υποχρεωθεί να καταφύγει σε επιλογές (στρατιωτική επέμβαση), που κανονικά αποτελούν για αυτήν έσχατη λύση. Ενώ το διοικητικό χάος σε συνδυασμό με την οικονομική κατάρρευση και την ένταση των εσωτερικών διαιρέσεων ενδέχεται να δημιουργήσουν ένα εκρηκτικό μείγμα παρατεταμένης εμφυλιακής αποσταθεροποίησης, γεγονός που η Μόσχα –λόγω γεωγραφικής εγγύτητας– θα κληθεί πρώτη να διαχειριστεί. Και σε αυτή την περίπτωση, οι επιλογές του Κρεμλίνου θα είναι μεταξύ του κακού και του χειρότερου.
Η παρούσα κρίση θα σημαδέψει τους δεσμούς με την ουκρανική κοινωνία για τις επόμενες δεκαετίες και θα συρρικνώσει γεωγραφικά τη ρωσική επιρροή, καθότι οτιδήποτε μη ρωσικό θα αποκτήσει προστιθέμενη αξία ως μέσο αναχαίτισης. Επίσης, το νέο μότο αμφισβήτησης της εδαφικής ακεραιότητας κρατών θα αφήσει ανεξίτηλα σημάδια, δημιουργώντας καχυποψία στις σχέσεις της Ρωσίας με άλλες πρώην σοβιετικές δημοκρατίες.
Η Μόσχα –όπως άλλωστε και οι υπόλοιποι εμπλεκόμενοι– βρίσκεται αντιμέτωπη με τα επίχειρα των μυωπικών χειρισμών της που συνέβαλαν στο να οδηγηθεί η κατάσταση στα άκρα. Σε αυτή τη φάση το διακύβευμα δεν είναι μία βιώσιμη συμφωνία, αλλά η όποια διευθέτηση να επιτευχθεί μέσω της διπλωματίας και όχι με την ισχύ των όπλων.

* Ο δρ Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής Ερευνών Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων.