Η Ελλάδα μαθαίνει να μετράει...
Tης Δώρας Αντωνίου
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr)
Θυμάστε εκείνο το παλιό σλόγκαν που είχε επιστρατευθεί ενόψει γενικής απογραφής πληθυσμού, με γνωστό ηθοποιό να αναρωτιέται: «Ωραίοι είμαστε, αλλά πόσοι είμαστε;»;
Μετά τη βύθιση της χώρας στην κρίση, το ερώτημα αναπροσαρμόσθηκε και έγινε διαδοχικά: «Συνταξιούχοι είμαστε, αλλά πόσοι είμαστε;», «Ασφαλισμένοι είμαστε, αλλά πόσοι είμαστε», «Δικαιούχοι επιδομάτων είμαστε, αλλά πόσοι είμαστε;». Εκτοτε, παρήλθαν πέντε χρόνια και, απ’ ό,τι φαίνεται, ασφαλής απάντηση στα ερωτήματα αυτά δεν έχει δοθεί. Αυτό προδίδουν οι επαναλαμβανόμενες εγκύκλιοι, υπουργικές αποφάσεις, οδηγίες ασφαλιστικών οργανισμών και ταμείων, που καλούν και ξανακαλούν τους δικαιούχους πάσης φύσεως παροχών σε απογραφή. Μόλις προχθές, ο αρμόδιος υπουργός Χρήστος Σταϊκούρας ανακοίνωσε ότι εντοπίσθηκαν 2.260 περιπτώσεις συντάξεων που καταβάλλονταν κανονικά, ενώ οι δικαιούχοι είχαν αποδημήσει εις Κύριον.
Εχει μια αξία να δούμε τους επόμενους μήνες τι απέγινε με όλες αυτές τις υποθέσεις. Πέραν του εντοπισμού, δηλαδή, σε πόσες περιπτώσεις απαιτήθηκε από τους παρανόμως λαμβάνοντες παροχές επιστροφή των χρημάτων και τι κατάφεραν οι αρμόδιες αρχές. Επιπλέον, ειδικά στην περίπτωση των επιδομάτων αναπηρίας, τι έγινε όχι μόνο με αυτούς που τα εισέπρατταν, αλλά και με εκείνους που είχαν εγκρίνει τη χορήγησή τους.
Πέραν αυτών, ωστόσο, προκύπτει αβίαστα το ερώτημα: Πότε θα αποκτήσουμε σαφή εικόνα για τους πραγματικούς δικαιούχους παροχών; Πότε θα εκλείψει το απαράδεκτο φαινόμενο ενός χαώδους Δημοσίου, όπου δεν γνωρίζει η δεξιά τι ποιεί η αριστερά, όπου φάκελοι παραπέφτουν, χαρτιά χάνονται, φαξ δεν λειτουργούν; Είναι ίδιον κάθε σωστής γραφειοκρατίας να μεριμνά, πρωτίστως, για τη διαιώνιση της ύπαρξής της. Στην ελληνική περίπτωση, ωστόσο, το κακό έχει παραγίνει. Στην εποχή της μηχανογράφησης, των ηλεκτρονικών υπηρεσιών, της ταχύτατης μεταφοράς δεδομένων, είναι δυνατόν να καλούνται και να ξανακαλούνται οι συνταξιούχοι για να αποδείξουν με αυτοπρόσωπη παρουσία ότι βρίσκονται ακόμα εν ζωή και, ως εκ τούτου, δικαιωματικά συνεχίζουν να λαμβάνουν τη σύνταξή τους; Και πέραν της ταλαιπωρίας των πολιτών, που μάλλον ελάχιστα λαμβάνεται υπόψη, επιτρέπεται, στην κατάσταση που βρίσκεται η χώρα, να διαιωνίζεται αυτό το χάλι και να παρατείνεται το οικονομικό κόστος που συνεπάγεται;
Από την αρχή της κρίσης, πολλάκις ακούστηκε η άποψη ότι αυτή μπορεί να λειτουργήσει και ως ευκαιρία. Σίγουρα, αποτελεί μοναδική ευκαιρία για αναδιάρθρωση του γηρασμένου και συχνά αναποτελεσματικού μοντέλου, με βάση το οποίο λειτουργεί ο δημόσιος τομέας, με αξιοποίηση των δυνατοτήτων που προσφέρουν οι νέες τεχνολογίες και με καλύτερη διαχείριση πόρων και προσωπικού.
Η Ελλάδα δεν καλείται να ανακαλύψει τον τροχό. Εχουν προηγηθεί άλλες χώρες, οι οποίες έχουν ήδη αναδιοργανώσει τον δημόσιο τομέα τους, με στόχο να τον καταστήσουν περισσότερο αποτελεσματικό. Η δυσκολία του ελληνικού εγχειρήματος δείχνει να πηγάζει από τις εσωτερικές αντιστάσεις ενός συστήματος που θέλει να συνεχίσει στην πεπατημένη, αλλά και μιας πολιτικής ηγεσίας η οποία, παρά την κρισιμότητα της εποχής, θεωρεί ότι μπορεί να φτιάξει ομελέτα χωρίς να σπάσει αυγά.