Οι σχέσεις της Κύπρου με την Ευρωπαϊκή Ένωση
Το παρελθόν, οι κυβερνητικές ευθύνες, το Eurogroup και το μέλλον
By Μιχάλης Ατταλίδης
(Πηγή : http://foreignaffairs.gr/)
Σε μερίδα της κοινής γνώμης της Κύπρου έχει δημιουργηθεί η εντύπωση ότι υπήρξε μια συνωμοσία σε βάρος της Κύπρου από κάποιες χώρες, με έκφρασή της τα γεγονότα και τις αποφάσεις στο Eurogroup, με στόχο να καταστραφεί η οικονομία της Κύπρου, να ελεγχθούν τα ενεργειακά αποθέματα στην αποκλειστική οικονομική της ζώνη, και ακόμη, να της επιβληθεί κάποια ανεπιθύμητη λύση στο κυπριακό πρόβλημα.
Στη δημιουργία του κλίματος αυτού συνέτεινε και μέρος του πολιτικού κόσμου, με τις απόψεις που εξέφρασε, ιδιαίτερα αμέσως μετά την πρώτη απόφαση του Eurogroup, αλλά και με τη σχεδόν ομόφωνη απόρριψη της πρώτης απόφασης της 16ης Μαρτίου, δημιουργώντας ένα κλίμα πατριωτικής έξαρσης γύρω από την απόρριψη. [1]
Συνεπακόλουθο αυτού του συμπλέγματος ερμηνειών και δηλώσεων υπήρξε η κλιμάκωση του αντι-ευρωπαϊκού κλίματος, με κατηγορίες για έλλειψη αλληλεγγύης της Ευρώπης προς την Κύπρο, προτάσεις για την αναγκαιότητα εξόδου από το Μνημόνιο, το συντομότερο, για εθνικούς όσο και οικονομικούς λόγους, αλλά και προτάσεις για έξοδο από το ευρώ και επιστροφή στην κυπριακή λίρα. Σύμφωνα με μια δημοσκόπηση, το 89% των Κυπρίων πολιτών δεν εμπιστεύονται την Ευρωπαϊκή Ένωση.[2]
Εντούτοις, μια πιο ψύχραιμη και προσεκτική εξέταση δεν δικαιολογεί αυτές τις στάσεις για τους εξής λόγους:
Πρώτον, τα αίτια της οικονομικής κρίσης στην Κύπρο είναι πολύ πιο βαθιά και προηγούνται χρονικά των αποφάσεων του Eurogroup και των συμφωνιών των κυβερνήσεων Χριστόφια και Αναστασιάδη με την τρόικα.
Δεύτερον, αν και πράγματι, η συμπεριφορά του Eurogroup προς την Κύπρο ήταν σκληρή, δεν έχουν προταθεί πραγματικές εναλλακτικές επιλογές, οι επιπτώσεις των οποίων να μην ήταν πολύ πιο ζημιογόνες για την Κύπρο.
Τρίτον, η απόρριψη του Μνημονίου και της Δανειακής Σύμβασης και η αποχώρηση από το ευρώ θα είχαν επιπτώσεις που θα ήταν αρνητικές για τις προοπτικές της Κύπρου σε πολλούς τομείς, από τα ενεργειακά ζητήματα ως την ασφάλεια και το κυπριακό ζήτημα.
Τέλος, η μοναδική πραγματική επιλογή της Κύπρου είναι η εκπλήρωση των μνημονιακών υποχρεώσεων που ανέλαβαν δύο διαδοχικές κυβερνήσεις, και συγχρόνως να ενισχύσει τη συμμετοχή της στην αντιμετώπιση της κρίσης που ταλανίζει τόσο την Κύπρο όσο και την Ευρωπαϊκή Ένωση, και της οποίας η ίδια υπήρξε θύμα.
Τα πιο πάνω τέσσερα συμπλέγματα δεδομένων είναι αλληλένδετα αλλά χωριστά.
ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ
Τα αίτια της κρίσης δεν είναι οι αποφάσεις της Τρόικα ή του Eurogroup ή το περιεχόμενο του Μνημονίου, αν και ο τρόπος που λήφθηκαν οι αποφάσεις του Eurogroup επιδείνωσαν ορισμένες πτυχές της κυπριακή κρίσης.
Τα αίτια πρέπει να αναζητηθούν στο κυπριακό οικονομικό μοντέλο ανάπτυξης και στην ευκολία παροχής δανείων, τα οποία, σύμφωνα με δηλώσεις του πρώην υπουργού Οικονομικών κ. Χ. Σταυράκη, δίδονταν ενίοτε και σε συνθήκες διαπλοκής.
Η Κύπρος έχει κάποια συγκριτικά πλεονεκτήματα που της επέτρεψαν την ανάπτυξη του τομέα παροχής κάποιων υπηρεσιών διεθνώς. Έχει δημιουργήσει καλή υποδομή συγκοινωνιών και επικοινωνιών. Διαθέτει ένα άριστα εκπαιδευμένο ανθρώπινο δυναμικό διαφόρων επιπέδων, συμπεριλαμβανομένων νομικών και λογιστών με βρετανικά προσόντα και καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας. Μεγάλος αριθμός αυτών των Κυπρίων επέδειξαν επιχειρηματικό πνεύμα αναπτύσσοντας δραστηριότητες στον τομέα των υπηρεσιών, συνεπικουρούμενοι από ένα τραπεζικό σύστημα που εθεωρείτο προβλέψιμο και ασφαλές. Τέλος, η γεωγραφική της θέση, αν και δεν είναι στο κέντρο της Ευρώπης, εντούτοις βρίσκεται στο κέντρο τριών σημαντικών κόσμων, της Ευρώπης, της Ρωσίας και της Μέσης Ανατολής.
Με βάση αυτά τα πλεονεκτήματα, και στην περίπτωση των Ρώσων, ενδεχομένως και την κοινή Ορθόδοξη παράδοση, η Κύπρος μπόρεσε να προσελκύσει μεγάλο αριθμό ξένων εταιριών και καταθετών. Το γεγονός ότι η Κύπρος διατήρησε ένα χαμηλό εταιρικό φόρο (10%) και μετά την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς και η σύναψη συμφωνιών αποφυγής διπλής φορολογίας με μεγάλο αριθμό χωρών, συμπεριλαμβανομένης της Ρωσίας, ασφαλώς είχαν πρωτεύουσα σημασία.
Η ύπαρξη των καταθέσεων αυτών, όμως, δημιούργησε μεγάλη διαθέσιμη ρευστότητα στις κυπριακές τράπεζες. Η παροχή δανείων έγινε εύκολη και υπερβολική για σημαντικό αριθμό επιχειρηματιών γης και οικιστικών αναπτύξεων, προκαλώντας ταυτόχρονα φούσκα στις τιμές της γης και στον κατασκευαστικό τομέα.
Η οικοδομική φούσκα έσκασε με την παγκόσμια κρίση αφήνοντας τις τράπεζες με μη εξυπηρετούμενα δάνεια και την εξαρτημένη σε μεγάλο βαθμό από τον κατασκευαστικό τομέα κυπριακή οικονομία σε πορεία οξείας ύφεσης. Συγχρόνως, ή και ενδεχομένως σε μια προσπάθεια να καλυφθούν αυτές οι επισφάλειες με κερδοσκοπικές προσεγγίσεις, οι τραπεζίτες αγόρασαν ελληνικά ομόλογα σε υπερβολικά ποσά από την δευτερογενή αγορά, όταν τα πουλούσαν οι γερμανικές τράπεζες. H απομείωση των ελληνικών ομολόγων, τον Οκτώβρη του 2011, στοίχισε στις τράπεζες το ποσό των 4,5 δισ. ευρώ, ποσό που ισοδυναμεί περίπου με το 25% του κυπριακού ΑΕΠ.
Είναι ορθό να λεχθεί εδώ ότι όλα αυτά, όπως επανειλημμένα αντέταξε ο πρώην πρόεδρος της Κύπρου κ. Χριστόφιας, δεν δημιουργήθηκαν άμεσα από το κυπριακό κράτος. Αλλά το κράτος με την ευρεία έννοια ευθύνεται για την ελλειπή επίβλεψη των τραπεζών, για την απουσία μακροχρόνιας στρατηγικής ως προς την κερδοφόρα μετατροπή αγροτικής γης σε οικιστική, αλλά και για την οικοδομική βιομηχανία, και επιπρόσθετα για την κατακόρυφη αύξηση ανελαστικών εξόδων όπως αυτό του κρατικού μισθολογίου [3], στην περίοδο που τα έσοδα του κράτους αυξάνονταν σημαντικά με την εισροή φορολογιών επί των κεφαλαιουχικών κερδών από την αύξηση της τιμής της γης καθώς και από τη μεταβίβασης γης από τον έναν ιδιοκτήτη στον άλλο.
Αυτό το ανελαστικό κρατικό μισθολόγιο καλείται η σημερινή κυβέρνηση να αντιμετωπίσει υπό την πιεστική αναγκαιότητα για λιτότητα στα κρατικά έξοδα.
Χρειάζεται να υποδειχθεί επίσης ότι η έκρηξη στο Μαρί, τον Ιούλιο του 2011, ήταν εξ’ ολοκλήρου αποτέλεσμα της κρατικής αναποτελεσματικότητας, και η συνεισφορά της στην πτώση της κυπριακής οικονομίας και στην ύφεση δεν έχει ακόμη καταμετρηθεί. Συγχρόνως, η απελθούσα κυβέρνηση ευθύνεται άμεσα και για το μεγαλύτερο πρόβλημα, που συνοψίζεται στην αναβλητική στάση που τήρησε παραγνωρίζοντας την επείγουσα αναγκαιότητα λήψης αποτελεσματικών μέτρων από τον Μάιο του 2011, όταν έκλεισαν για την Κύπρο οι διεθνείς αγορές δανεισμού. Στάση που συνεχίσθηκε ακόμη και μετά την αυστηρή προειδοποίηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τον Νοέμβριο του 2011, έως τον Ιούνιο του 2012 [4], αφήνοντας στη νέα κυβέρνηση τον χειρισμό του όλου θέματος, συν το νέο χρέος των 11 δισ. ευρώ της Έκτακτης Βοήθειας Ρευστότητας (ELA), αμέσως μετά την ανάληψη εξουσίας, την 1η Μαρτίου, 2013, από τα Eurogroup της 15ης και 25ης Μαρτίου, 2013.
Συμπερασματικά, μπορεί να λεχθεί ότι η κυπριακή οικονομική κρίση δεν προκλήθηκε μόνο από εξωτερικούς παράγοντες, αλλά ήταν αποτέλεσμα ελλείμματος, πέραν των 17 δισ. ευρώ στην χρηματοδότηση των κυπριακών τραπεζών και του κράτους, η οποία δημιουργήθηκε για τους λόγους που αναπτύχθηκαν πιο πάνω και για το οποίο ευθύνη έχουν Κύπριοι τραπεζίτες και κρατικοί αξιωματούχοι. H χρεοκοπία της Λαϊκής Τράπεζας και οι επιπτώσεις της στην οικονομία, όπως και το σημερινό επίπεδο ανεργίας που υπερβαίνει το 14% δεν δημιουργήθηκαν από τις αποφάσεις του Eurogroup. Εξάλλου, το κυπριακό κράτος αναγνώρισε τη σημασία εσωτερικών πολιτικών και ενδεχομένως ποινικών ευθυνών, διορίζοντας τριμελή ερευνητική επιτροπή από ανώτατους δικαστικούς για να εντοπίσει τις σχετικές ευθύνες.
Αντίθετα, σύμφωνα με δηλώσεις του διορισμένου (από τον Δημήτρη Χριστόφια) Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, κ. Πανίκο Δημητριάδη, μόνο η στήριξη στο πλαίσιο της ΕΕ (Έκτακτη Βοήθεια Ρευστότητας) που ανήλθε σε 11 δισ. ευρώ κατά το 2012, (σχεδόν ολόκληρο το ποσό για τη Λαϊκή Τράπεζα), έσωσε τις κυπριακές τράπεζες από μια χρεοκοπία που θα ήταν καταστροφική για όλους και που θα συμπαρέσυρε το κυπριακό κράτος, με πιθανή συνέπεια την έξοδο από το ευρώ και ενδεχομένως από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΟΥ EUROGROUP
Είναι κυρίως η συμπεριφορά του Eurogroup που οδήγησε κάποιους αναλυτές σε απορριπτικές θέσεις, προτάσσοντας το φαινομενικά εύλογο συμπέρασμα ότι δεν θέλουμε να ανήκουμε σ’ αυτή την Ευρωπαϊκή Ένωση που συμπεριφέρεται τόσο ανάλγητα και επιδεικνύει μηδαμινή αλληλεγγύη. Πράγματι, η συμπεριφορά και οι αποφάσεις στο Eurogroup ήταν πρωτοφανείς τόσο ως προς το περιεχόμενο όσο και ως προς την σκληρότητά τους.
Το γενικό πλαίσιο της συμπεριφοράς αυτής πρέπει να αναζητηθεί στην κοινωνική, οικονομική, νομισματική και θεσμική κρίση, καθώς και στην κρίση ηγεσίας την οποία διέρχεται η Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς και στην επανεθνικοποίηση πολιτικών όπως και στην εθνική εσωστρέφεια που τα συσσωρευμένα προβλήματα προκαλούν στις κυβερνήσεις της Ευρώπης.
Έχει δημιουργηθεί δε μια ανισορροπία εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφού όλες οι άλλες μεγάλες χώρες της Ένωσης έχουν στραφεί στα δικά τους εσωτερικά οικονομικά και κοινωνικά διλήμματα. Αυτό ισχύει ασφαλώς για την Ισπανία και την Ιταλία, αλλά και για την Γαλλία του Φρανσουά Ολάντ η οποία για πρώτη φορά από την Προεδρία Ντε Γκωλ είναι σχεδόν τελείως απούσα από τα ευρωπαϊκά δρώμενα. Η Βρετανία, έτσι και αλλιώς, δεν συμμετέχει στο ευρώ, αλλά είναι και η ίδια απορροφημένη με την εσωτερική της συζήτηση για την παραμονή της ή όχι στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Έτσι η Γερμανία, ως η μόνη ηγέτιδα δύναμη στην Ένωση, έχει αναδυθεί σε μια θέση που καθίσταται απόλυτη, και από την οικονομική της υπεροχή, εκτός των άλλων. Χρησιμοποιεί όμως την ηγετική της θέση με προφανή απειρία και με γνώμονα την ικανοποίηση εσωτερικών προεκλογικών σκοπιμοτήτων, και λιγότερο με στόχο την εκπλήρωση του καθήκοντος της για έξοδο της Ένωσης από την κρίση. Επιπλέον, λαμβάνει λίγο υπόψη τις οικονομικές και κοινωνικές κακουχίες άλλων λαών της Ευρώπης. Είναι γνωστό στη διπλωματική πρακτική ότι οι εσωτερικές πολιτικές ανάγκες και προκλήσεις συχνά δεν αποτελούν επιτυχή βάση για αποτελεσματική εξωτερική πολιτική.
Παρ’ όλ’ αυτά, είναι δύσκολο να εξηγήσει κανείς τη συμπεριφορά του Eurogroup προς την Κύπρο χωρίς να λάβει υπόψη του και κάποιες εξηγήσεις για την εκδικητικότητα απέναντι στην κυβέρνηση Χριστόφια που είχε αγνοήσει επανειλημμένες προειδοποιήσεις ως προς την αναγκαιότητα λήψης μέτρων, ιδιαίτερα μετά τον Νοέμβριο του 2011 και ως τον Ιούνιο του 2012. Είναι γνωστό ότι χρειάστηκαν ακόμη 9 μήνες μετά από αυτή την ημερομηνία για να επιτευχθεί και να υπογραφεί συμφωνία με τις Βρυξέλλες, και τούτο μόνο μετά τη λήξη της θητείας Χριστόφια.
Επιπρόσθετα, αποδίδεται και εκνευρισμός στα μέλη του Eurogroup για τις επανειλημμένες δημόσιες αντι-ευρωπαϊκές δηλώσεις Χριστόφια, αλλά και για κάποιες από τις ενέργειες Αναστασιάδη αμέσως μετά την εκλογή του (όπως η επίκληση άγνοιας για την πρόθεση «κουρέματος» καταθέσεων, η αποχή του κόμματός του κατά την ψηφοφορία στην Βουλή όπου απορρίφθηκε η πρώτη πρόταση του Eurogroup, η άρνησή του να παραδεχτεί ότι ήταν η Κύπρος που πρότεινε την φορολογία των ασφαλισμένων καταθετών, και η αποστολή τού υπουργού των Οικονομικών, Μιχάλη Σαρρή, στη Μόσχα προς αναζήτηση εναλλακτικής, ρωσικής λύσης, με στρατηγικής σημασίας ανταλλάγματα για τη Ρωσία).[5]
Εάν πράγματι τέτοιοι λόγοι επηρέασαν τις κυβερνήσεις και τις αποφάσεις τους στο Eurogroup, τότε η συμπεριφορά τους φαίνεται ακόμη χειρότερη, αφού για μήνες αποδέχτηκαν χωρίς δημόσια αντίδραση τις καθυστερήσεις του αντιευρωπαίου Χριστόφια και εκδικήθηκαν τον φιλοευρωπαϊστή Αναστασιάδη, δυο βδομάδες αφότου ανέλαβε την εξουσία.
Είναι γεγονός ότι μια χώρα βρίσκεται σε πολύ αδύναμη θέση όταν χρειάζεται δάνειο που υπερβαίνει το μισό της ΑΕΠ και βρίσκεται εκτός των αγορών δανεισμού. Είναι επίσης γεγονός ότι το Eurogroup, με δεδομένη την κυπριακή αδυναμία, ενήργησε όπως δρα ένας διακυβερνητικός θεσμός στο άναρχο διεθνές περιβάλλον, σύμφωνα με το ισοζύγιο ισχύος ή όπως μια ομάδα που δεν υπόκειται ούτε σε διαδικασία συναπόφασης με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ούτε σε δικαστικό έλεγχο, ενώ ήταν και υποβαθμισμένος ο θεσμικός ρόλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που απλώς συμμετείχε.
Η συμπεριφορά προς τον Πρόεδρο Αναστασιάδη υπήρξε εκβιαστική, με απειλές για άμεση διακοπή της έκτακτης βοήθειας ρευστότητας προς τις τράπεζες, απόφαση που θα προκαλούσε κλείσιμο του κυπριακού τραπεζικού συστήματος και χρεοκοπία του κράτους. Δεν δόθηκε κανένα περιθώριο χρόνου στον μόλις δύο εβδομάδων Πρόεδρο της Κύπρου, που ανήκει μαζί με το κόμμα του στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, και που είχε εξαγγείλει ως μια από τις πρώτες πράξεις του, μετά την εκλογή του, την πρόθεση υποβολής αίτησης εκ μέρους της Κύπρου για συμμετοχή στο Συνεταιρισμό για την Ειρήνη, συμβάλλοντας έτσι στην άμβλυνση προβλημάτων συνεργασίας μεταξύ ΕΕ και ΝΑΤΟ και κατευθύνοντας την Κύπρο σε μια πιο σταθερά φιλοευρωπαϊκή πολιτική.
Οι εξηγήσεις που δόθηκαν δημόσια για τη συμπεριφορά αυτή είναι επίσης απαράδεκτες και παράλογες. Το κυπριακό οικονομικό μοντέλο έχει πράγματι αδυναμίες, μερικές από τις οποίες καταγράφονται πιο πάνω. Αλλά δεν είναι λογική η απαίτηση να αλλάξει το κυπριακό οικονομικό μοντέλο εν μία νυκτί, ούτε και στηρίζεται αυτή η απαίτηση στις Συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η δικαιολογία που προβλήθηκε για την απαίτηση αυτή, πέραν του ισχυρισμού ότι οι τράπεζες ήταν υπερβολικά μεγάλες για το μέγεθος της Κύπρου και το ότι «το μοντέλο δεν είναι βιώσιμο», ήταν ο ισχυρισμός ότι το κυπριακό τραπεζικό σύστημα λειτουργούσε ως «πλυντήριο» για τον μαύρο πλούτο Ρώσων ολιγαρχών. Εντούτοις, το τραπεζικό σύστημα της Κύπρου είναι, σε αναλογία με το μέγεθος του ΑΕΠ, πιο μικρό από αυτό της Μάλτας και πολύ πιο μικρό από αυτό του Λουξεμβούργου. Η μόνη μαρτυρία που προβλήθηκε για το υποτιθέμενο ξέπλυμα ήταν κάποιες μη δημοσιευμένες εκθέσεις των γερμανικών μυστικών υπηρεσιών. Στο μεταξύ, στο Eurogroup της 13ης Μαΐου 2013, εξετάσθηκαν τα αποτελέσματα ερευνών της Moneyval και της ιταλικής ιδιωτικής εταιρείας Deloitte για ζητήματα ξεπλύματος στις κυπριακές τράπεζες, χωρίς να έχουν φαινομενικά εντοπισθεί ζητήματα πέραν αυτών που θα αναδείκνυε η εξέταση οποιουδήποτε άλλου ευρωπαϊκού χρηματοοικονομικού συστήματος, και πάντως οι όποιες αδυναμίες θα ήταν θεραπεύσιμες.
Το κυπριακό οικονομικό μοντέλο είχε τα τρωτά του αλλά η βιωσιμότητά του δεν είχε τεθεί σε αμφιβολία μέχρι την απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, τον Οκτώβριο του 2011 για την απομείωση των ελληνικών ομολόγων. Το Eurogroup θα έπρεπε να είχε λάβει υπόψη του το γεγονός ότι ο πιο άμεσος λόγος για την χρεοκοπία της κυπριακής οικονομίας ήταν αυτή η απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.
Βέβαια, τη μεγαλύτερη ευθύνη για τις καταστροφικές επιπτώσεις φέρει η τότε κυπριακή κυβέρνηση καθώς ψήφισε την απόφαση χωρίς να ζητήσει παράλληλα τη στήριξη των κυπριακών τραπεζών, όπως έγινε με τις ελληνικές τράπεζες. Εντούτοις, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο είναι θεσμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης με μια Γραμματεία που συμβουλεύει τους αρχηγούς κρατών για τις αποφάσεις τους. Και είχαν υποχρέωση να τους συμβουλεύσουν ότι με την απόφαση εκείνη θα σημειωνόταν απώλεια 4,5 δισ. ευρώ, εν μια νυκτί, που αντιστοιχεί περίπου στο 25% του ΑΕΠ της Κύπρου. Κάτι που δεν έπραξαν.
ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙ Η ΚΥΠΡΟΣ ΦΕΥΓΟΝΤΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΕΥΡΩ;
Μήπως πρέπει η Κύπρος να εγκαταλείψει το ευρώ; H απάντηση είναι όχι. Εάν η Κύπρος αντιδράσει με τέτοιες αποκηρύξεις, και αποχωρήσει από το ευρώ, φαίνεται πολύ πιθανό να προσθέσει έναν αυτοτραυματισμό στον τραυματισμό που της προκάλεσε η οικονομική κρίση και το Eurogroup, και τούτο για τους ακόλουθους λόγους:
Οι οικονομολόγοι που στηρίζουν την αποχώρηση δεν έχουν, τουλάχιστον από ό,τι έχω υπόψη μου, καταγράψει και αναλύσει ποσοτικά το κόστος της παραμονής ή αποχώρησης από το ευρώ.
Έχει πρόσφατα αποκαλυφθεί ότι η κυπριακή κυβέρνηση, μετά την αρνητική ψήφο της Βουλής των Αντιπροσώπων για την πρώτη συμφωνία στο Eurogroup της 16ης Μαρτίου, μελέτησε την πιθανότητα εξόδου από το ευρώ, την οποία όμως απέρριψε λόγω του κόστους της υποτίμησης, κατά τουλάχιστον 40% όπως υπολογίσθηκε, που θα ακολουθούσε την υιοθέτηση κυπριακού νομίσματος. Ο καθηγητής Θεόδωρος Παναγιώτου, του Διεθνούς Ινστιτούτου Διοίκησης Κύπρου, έχει δημοσιεύσει υπολογισμό του ότι σε περίπτωση επιστροφής σε κυπριακό νόμισμα, το νόμισμα αυτό θα υποτιμηθεί από 50% ως 70%.[6] Αυτό θα έχει ως συνέπεια ανάλογη απώλεια επί όλων των καταθέσεων/αποταμιεύσεων, και όχι μόνο σ’ αυτές της Λαϊκής Τράπεζας και της Τράπεζας Κύπρου.
Ανάλογα, όλες οι εισαγωγές θα γίνουν πιο ακριβές κατ’ αυτό το ποσοστό. Σε μια χώρα που εισάγει τα πάντα, αυτό θα καταστήσει πολλά εισαγόμενα προϊόντα, όπως τα φάρμακα και η ενέργεια, πέραν των δυνατοτήτων του περισσότερου κόσμου και της οικονομίας γενικά, και θα ανατιμήσει το κόστος της παροχής τουριστικών και άλλων υπηρεσιών.
Είναι γεγονός ότι διακεκριμένοι επιστήμονες όπως ο νομπελίστας Paul Krugman έχουν προτείνει την αποχώρηση από το ευρώ και την επιστροφή της Κύπρου στην κυπριακή λίρα, σε μια οικονομία που θα γίνει ανταγωνιστική με την γεωργία και τον τουρισμό. Δεν είναι γνωστό, όμως, αν έχει προσέξει ότι η γεωργία σήμερα συνεισφέρει μόνο το 2% του ΑΕΠ της Κύπρου, ή ότι το 70% των μαθητών στην Κύπρο ακολουθούν τριτοβάθμια εκπαίδευση ή ακόμη αν έλαβε υπόψη του ότι εισάγονται τα περισσότερα είδη που χρειάζεται η τουριστική βιομηχανία.
Είναι μεγάλης πολιτικής σημασίας ότι με τη Συνθήκη της Λισσαβόνας και τη Συνθήκη Προσχώρησης, η Κύπρος έχει αναλάβει να συμμετέχει στο ευρώ, και ότι οι όροι μιας αποχώρησης από το ευρώ δεν αποτελούν αντικείμενο οποιασδήποτε πρόνοιας και παραμένουν άγνωστοι. Ούτε και γνωρίζουμε ποιές θα είναι οι επιπτώσεις της παραβίασης των όρων της Συνθήκης Προσχώρησης και της Συνθήκης της Λισσαβόνας.
Οι όροι αποπληρωμής των 11 δισ. ευρώ του ΕΛΑ παραμένουν αδιαφανείς, αλλά ενδεχομένως όχι πιεστικοί. Σε περίπτωση αποχώρησης, όμως, από το ευρώ τι γίνεται με αυτό το χρέος; Και πως θα αποπληρωθεί όταν η υποτίμηση της λίρας θα το εκτινάξει κατά 40% ως 70%; Και σε περίπτωση αθέτησης της υποχρέωσης αποπληρωμής του, θα παραμείνει άραγε η Κύπρος μέλος της ΕΕ; Έχει πειστικά υποστηριχθεί ότι αποχώρηση από το ευρώ ισοδυναμεί με αποχώρηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση.[7]
Επιπρόσθετα, δεν έχει προταθεί, σε περίπτωση που η Κύπρος αποχωρήσει από το μνημόνιο, από πού θα εξευρεθούν τα 10 δισ. ευρώ που χρειάζονται για τη στήριξη της κυπριακής οικονομίας, και μάλιστα με χαμηλό επιτόκιο γύρω στο 2% και με δέκα χρόνια χάριτος.[8]
Τέλος, αποχώρηση από το Μνημόνιο και από το ευρώ θα σήμαινε και μείωση της πιθανότητας να υιοθετηθούν από την Κύπρο οι διαρθρωτικές εκείνες αλλαγές οι οποίες θα μεταρρυθμίσουν τις δομές που την οδήγησαν στην κρίση.
Η ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ – ΕΕ
Η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ υπήρξε μια ιστορική και στρατηγική επιλογή για την Κύπρο, και όχι μια κίνηση τακτικής, και συνεπώς, οποιαδήποτε κίνηση που θα διακινδυνεύσει την ιδιότητά της ως μέλος της Ένωσης, θα έχει τεράστιο γεωπολιτικό κόστος στην ασφάλεια και γενικά στη διεθνή υπόστασή της. Είναι σημαντικό να αποτιμηθεί η αξία της ένταξης ολόκληρου του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση σε συνθήκες όπου δεν είχε ακόμη επιτευχθεί λύση του κυπριακού ζητήματος, όπως αρχικά απαιτείτο από πλείστες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις.
Πιο συγκεκριμένα, η κύρια και σχεδόν μόνη οικονομική ακτίδα φωτός αυτή τη στιγμή είναι η προοπτική εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων στην ΑΟΖ της Κύπρου. Η εκμετάλλευση είναι πολύ πιο προβλέψιμη και ασφαλής εντός των πλαισίων της ΕΕ. Η γεωπολιτική θέση της Κύπρου ενισχύεται γενικά από την ιδιότητα του μέλους της ΕΕ. Ένα σημαντικό πρόσφατο παράδειγμα είναι αυτό της περίπτωσης του Ισραήλ. Κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του προέδρου Αναστασιάδη στο Ισραήλ, τον Μάιο του 2013, ο Πρόεδρος του Ισραήλ, Shimon Perez, αναφέρθηκε στην εκτίμηση του Ισραήλ για την Κύπρο διότι η γειτνίασή του με το νησί το έφερε πολύ πιο κοντά στην Ευρώπη. Όποιες επιλογές και να κάνει το Ισραήλ, είναι πολύ πιθανό να συμπεριλάβουν και τη διατήρηση της πρόσβασης αυτής στο κατώφλι της Ευρώπης.
Σε ομιλία του στο Ινστιτούτο Brookings στην Ουάσιγκτον, τον ίδιο μήνα, ο υπουργός Εξωτερικών κ. Ιωάννης Κασουλίδης αναφέρθηκε στην «περιφερειακή ενσωμάτωση» ως πλαίσιο για την εκμετάλλευση των ενεργειακών πόρων. Πράγματι, μια διαδικασία περιφερειακής ενσωμάτωσης γύρω από την παραγωγή ενέργειας στο πρότυπο της ευρωπαϊκής ενσωμάτωσης αποτελεί μια ενδιαφέρουσα, αν και μακροχρόνια προοπτική, για την αλληλοσύνδεση των ενεργειακών πόρων και της διαδικασίας ειρήνευσης στην ασταθή περιοχή της ανατολικής Μεσογείου. Ασφαλώς, μια τέτοια διαδικασία ευνοείται από την ιδιότητα της Κύπρου ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και από το ενδιαφέρον και τη βαθιά εμπειρία των θεσμών της Ένωσης.
Συμπεραίνεται ότι οι όροι του Μνημονίου που έχουν εγκριθεί από δύο κυπριακές κυβερνήσεις πρέπει να εκπληρωθούν όχι μόνο για οικονομικούς και διαρθρωτικούς λόγους, αλλά και για γεωπολιτικούς λόγους. Βεβαίως, τίποτε δεν εμποδίζει -και μάλιστα θα πρέπει να διερευνηθεί με βάση τα πιο πάνω, και όχι μόνο, επιχειρήματα- η δυνατότητα ανάληψης από τους θεσμούς της ΕΕ περί των 10 δισ. χρεών που δεν ανήκουν ηθικά και αιτιολογικά στην Κύπρο. Αυτά είναι τα 4,5 δισ. από την απομείωση των ελληνικών ομολόγων και τα 5,5 δισ. της Έκτακτης Στήριξης Ρευστότητας που χρησιμοποιήθηκαν για τη στήριξη των παραρτημάτων των πρώην κυπριακών τραπεζών στην Ελλάδα.
Θα ήταν εποικοδομητικό για το μέλλον των σχέσεων της Κύπρου με την Ένωση να τεθεί τέρμα στη βασισμένη σε παρωχημένες αντιλήψεις δυσπιστία ως προς την ευρωπαϊκή πορεία της Κύπρου. Ο Πρόεδρος Χριστόφιας φέρεται να μην ήθελε να παραστεί στις εκδηλώσεις για τη δέκατη επέτειο της πτώσης του τείχους του Βερολίνου, είχε την τάση να αντιμετωπίζει την Ευρωπαϊκή Ένωση και τους δυτικούς θεσμούς γενικά ως επιθετικούς και ιδιοτελείς («κλεφταράδες των λαών») και δήλωσε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ότι είναι υπερήφανος που είναι κομμουνιστής, χωρίς να προσδιορίζει το είδος του κομμουνισμού που πρεσβεύει. Η εκδήλωση της πρόθεσης για προσχώρηση στο Συνεταιρισμό για την Ειρήνη αποτελεί σωστή κίνηση από τη νέα κυβέρνηση Αναστασιάδη, και αν υλοποιηθεί, θα επιλύσει ορισμένα από τα ζητήματα που παρουσιάζονται στη συνεργασία ΕΕ-ΝΑΤΟ.
Πρέπει επιπρόσθετα να συνειδητοποιηθεί στην Κύπρο ότι σε δύσκολη θέση δεν βρίσκεται μόνο η ίδια αλλά και η Ευρώπη, η οποία αντιμετωπίζει βαθιά κρίση και βρίσκεται σε κίνδυνο. Η σημερινή κρίση δεν είναι μόνο κρίση χρέους. Είναι κρίση οικονομική, κοινωνική, πολιτική και θεσμική. Πολλές από τις χώρες της Ένωσης έχουν επηρεαστεί αρνητικά από τη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης. Ο ανταγωνισμός από την Ασία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, μαζί με τη δημογραφική τάση προς γήρανση των ευρωπαϊκών πληθυσμών, έχει δημιουργήσει πίεση στις ευρωπαϊκές οικονομίες και στο ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο. Σε συνδυασμό με τα ζητήματα μετανάστευσης, έχει δημιουργηθεί σε πολλές χώρες μια τάση δημιουργίας ακροδεξιών κομμάτων, που ενίοτε επηρεάζουν και κεντρώα κόμματα προς πιο εσωστρεφείς θέσεις.
Στις επικίνδυνες αυτές συνθήκες, εάν δεν υπήρχε η Ευρωπαϊκή Ένωση, θα χρειαζόταν να εφευρεθεί επειγόντως. Και είναι σε αυτή την επανεφεύρεση της Ένωσης που η Κύπρος καλείται να συνεισφέρει μαζί με το ξεπέρασμα της δικής της κρίσης. Οι μικρές χώρες κερδίζουν περισσότερα από την ύπαρξη της Ένωσης διότι το κόστος της έλλειψης συνοχής και αλληλεγγύης και ακόμη περισσότερο της διάλυσης της Ένωσης θα ήταν πολύ μεγαλύτερο για τις μικρές παρά για τις μεγάλες χώρες. Η Γερμανία μπορεί να επιβιώσει και μόνη της στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον.
Το μεγαλύτερο ζήτημα στο οποίο καλούνται όλοι εντός της Ένωσης να συνεισφέρουν είναι στην εξομάλυνση της θεσμικής λειτουργίας της Ένωσης, και στη συνέχιση της θεσμικής εμβάθυνσης, με στόχο την αντιμετώπιση και το ξεπέρασμα της κρίσης μέσω της περαιτέρω ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης -αντί της επανεθνικοποίησης και της επιστροφής στις πολιτικές τού ηγεμονικού έθνους κράτους και του ισοζυγίου δυνάμεως.
Είναι γεγονός ότι στις συνθήκες που διανύουμε, κινδυνεύουμε από τέτοια φαινόμενα. Η Ιταλία, η Ισπανία και η Γαλλία του Ολάντ είναι απορροφημένες στους δικούς τους κοινωνικοπολιτικούς κλυδωνισμούς, ενώ η Βρετανία που ουδέποτε έπαυσε να έχει παγκόσμιες και ατλαντικές, εκτός από ευρωπαϊκές βλέψεις, διάγει έντονη εσωτερική συζήτηση για την παραμονή της ή όχι στην Ένωση, αφήνοντας, ή και αναγκάζοντας τη μόνη ευρωπαϊκή χώρα που συσσωρεύει πλούτο κατά την κρίση, τη Γερμανία, να αναλάβει την εξωθεσμική ηγεσία της Ένωσης.
Η Γερμανία χρησιμοποιεί, δυστυχώς, την ευκαιρία του ηγετικού της ρόλου με τρόπο που είναι σχεδόν αποδεδειγμένο ότι θα είναι αποτυχημένος, δίδοντας προτεραιότητα και επιβάλλοντας λύσεις που ικανοποιούν τους Γερμανούς ψηφοφόρους. Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, αυτό δεν εξυπηρετεί ούτε τις ανάγκες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ή της επίλυσης των οικονομικών προβλημάτων της Ευρώπης, ούτε, ακόμη λιγότερο, τα προβλήματα των πολιτών των άλλων χωρών της Ένωσης.
Αυτή η κατάσταση έχει οδηγήσει στη λήψη κρίσιμων για τις χώρες-μέλη αποφάσεων από εξωθεσμικά όργανα, όπως η τρόικα και το ΔΝΤ. Το Eurogroup δεν είναι ακριβώς εξωθεσμικό, με την έννοια ότι υπάρχει σχετική πρόνοια από τη Συνθήκη της Λισσαβόνας, αλλά ως καθαρά διακυβερνητικό κατασκεύασμα και με αποδυναμωμένο το ρόλο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, (σε απλή «συμμετοχή»), λειτουργεί χωρίς την ανάγκη συναπόφασης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή την κρίση του Ευρωπαϊκού ΔΆρα η Κύπρος, όπως και άλλες χώρες, βρίσκεται ενώπιον μιας Ένωσης, που για να ανταποκρίνεται και στις δικές της ανάγκες και συμφέροντα, θα πρέπει, σε συνεργασία με τις υπόλοιπες χώρες, να συνεισφέρει στην επαναφορά της Ένωσης στην τροχιά της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και αλληλεγγύης, αντί της τάσης επανεθνικοποίησης.
Καταλήγοντας, εγείρονται τρία ζήτημα, τα οποία θα είναι κρίσιμης σημασίας για τις μελλοντικές σχέσεις της Κύπρου με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το πρώτο είναι το ζήτημα της σοβαρότητας και της πραγματικής ανάλυσης. Τη συμπεριφορά των τραπεζιτών και την έλλειψη επίβλεψης των τραπεζών, την αναβλητικότητα της κυβέρνησης, τη δημιουργία οικονομικών συνθηκών που οδήγησαν την ανεργία σε ποσοστό πέραν του 14%, και το συνολικό χρέος περίπου στο 180% του ΑΕΠ δεν τα δημιούργησε η Τρόικα και το Eurogroup. Αντίθετα, αυτές ακριβώς οι οικονομικές συνθήκες ανάγκασαν την Κύπρο επί προεδρίας Δημήτρη Χριστόφια να προσφύγει στο μηχανισμό στήριξης. Αν δεν αντιμετωπίζονται τα ζητήματα με ρεαλισμό, και αν συνεχιστεί η αναζήτηση και επίρριψη ευθυνών σε ξένους για την κάθε υστέρηση της κοινωνίας και της οικονομίας, δεν θα μπορέσει η Κύπρος να χτίσει τη σχέση που χρειάζεται με την Ένωση.
Το δεύτερο είναι το ζήτημα της θεσμικής επάρκειας της συμμετοχής της Κύπρου. Η Κύπρος είναι ενδεχόμενα το μόνο κράτος χωρίς υπουργείο ή υφυπουργείο Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την εξαίρεση του Λουξεμβούργου. Γι’ αυτό και ενόψει της Προεδρίας του Συμβουλίου της ΕΕ δημιουργήθηκε η «Γραμματεία Προεδρίας». Για λόγους αναγκαιότητας διορίσθηκε ο έμπειρος διπλωμάτης, Ανδρέας Μαυρογιάννης υφυπουργός για θέματα Ευρωπαϊκής Ένωσης κι έβγαλε την Κύπρο ασπροπρόσωπη κατά την Προεδρία. Παρά τη μεγάλη επιτυχία του, το υφυπουργείο διαλύθηκε στο τέλος της Προεδρίας (από την προηγούμενη κυβέρνηση), αν και διαφαινόταν η μεγάλη αναγκαιότητα να διαπραγματευτεί η Κύπρος με την ΕΕ τα ζητήματα της κρίσης.
Το τρίτο ζήτημα είναι αυτό της έγκυρης ευρωπαϊκής ενημέρωσης. Θα βοηθούσε τις σχέσεις της Κύπρου με την Ένωση εάν η κυπριακή κοινή γνώμη ενημερωνόταν καλύτερα για τις ευρωπαϊκές εξελίξεις, και για τις συνθήκες στα άλλα κράτη. Για παράδειγμα, θα ήταν βοηθητικό εάν γινόταν γνωστό ότι οι Γερμανοί λόγω ιστορικών εμπειριών, του ομοσπονδιακού συστήματος της χώρας και του ισχυρού ελέγχου του συνταγματικού δικαστηρίου, έχουν βαθιά απέχθεια προς τον πληθωρισμό και έντονη προσκόλληση σε μια «νοικοκυρεμένη» προσέγγιση στα οικονομικά, που η Γερμανία εφάρμοσε πρώτα στον εαυτό της, και σήμερα (με λανθασμένα οικονομικά, αλλά κατανοητά κριτήρια) επιμένει να εφαρμόσει σε όλη την Ευρώπη.
Καλό θα ήταν να γνωρίζουν επίσης ότι διακεκριμένοι οικονομολόγοι (κάτι που έγινε πλέον και πολιτικό κίνημα στη Γερμανία) υποστηρίζουν την έξοδο της χώρας από ευρώ, κάτω από την (λανθασμένη κατά πάσα πιθανότητα) εντύπωση ότι η παραμονή στο ευρώ στοιχίζει ακριβά στον Γερμανό φορολογούμενο. Με ανάλογο τρόπο θα ήταν ωφέλιμο για την ευρωπαϊκή διαδικασία εάν οι Γερμανοί ψηφοφόροι γνώριζαν ότι η Γερμανία έχει ωφεληθεί σε τεράστιο βαθμό από το ευρώ και τις εξαγωγές στις χώρες του ευρωπαϊκού νότου, ότι το ετήσιο εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας είναι παρόμοιο σε ύψος με αυτό της Κίνας, και ότι η Γερμανία μπορεί να δανείζεται με αρνητικό (για τον δανειστή) επιτόκιο, και για τον λόγο αυτό, όχι μόνο δεν της στοιχίζει αλλά επωφελείται οικονομικά όταν δανείζει τις χώρες του ευρωπαϊκού νότου.
Θα ήταν επίσης εποικοδομητικό όσον αφορά τη ρεαλιστική αντιμετώπιση των σχέσεων με την Ευρωπαϊκή Ένωση εάν γινόταν πλατιά γνωστό στην Κύπρο ότι δεν απαιτείται άμεσα η εξόφληση των 11 δισ. ευρώ που έχουν μεταφερθεί ως χρέος Έκτακτης Στήριξης Ρευστότητας στην Τράπεζα Κύπρου αλλά όταν το αποφασίσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Αυτό ενδεχόμενα αποτελεί ακόμη μια διευκόλυνση, όσο η Κύπρος παραμένει εντός της ζώνης του ευρώ και των όρων του Μνημονίου, αλλά ενδεχομένως να μετατραπεί σε απειλή, εάν η Κύπρος στοχεύσει στην αποκήρυξη των όρων του Μνημονίου και σε έξοδο από το ευρώ.
Θα ενίσχυε, επίσης, την ρεαλιστική αντιμετώπιση του θέματος εάν η κοινή γνώμη γνώριζε ότι το ποσό αυτό προσφέρθηκε και έγινε δεκτό από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, δηλαδή από τον κατεξοχήν Κύπριο εμπειρογνώμονα γι’ αυτά τα θέματα. Ο διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου κ. Πανίκος Δημητριάδης έχει εξηγήσει ότι η παροχή της Έκτακτης Στήριξης Ρευστότητας (ELA) έχει σώσει και τις δύο μεγάλες τράπεζες (Κύπρου και Λαϊκή) από χρεοκοπία κατά το 2012. Συνέπεια της χρεοκοπίας των τραπεζών θα ήταν η διάλυση ολόκληρου του τραπεζικού τομέα της Κύπρου, και η χρεοκοπία του κράτους.
Τέλος, εξάγεται το συμπέρασμα ότι η κρίση δεν αποτελεί λόγο για περαιτέρω απόσυρση της Κύπρου από τα ευρωπαϊκά δρώμενα. Αντίθετα, η χώρα έχει κάθε λόγο και συμφέρον να διαγνώσει ορθά και να εμπλακεί στην προσπάθεια εξόδου της Ένωσης από τη σημερινή κρίση και από το συνεπακόλουθό της, την εθνική εσωστρέφεια των χωρών μελών της.
Ο χειρισμός των προβλημάτων έχει καταστεί εξαιρετικά αναποτελεσματικός λόγω της συνύπαρξης εντός της ζώνης χωρών που βρίσκονται σε πολύ διαφορετικά στάδια οικονομικής ανάπτυξης και με διαφορετικά κρατικά πρότυπα διακυβέρνησης, με κοινό νόμισμα μεν αλλά χωρίς ένα ευρωπαϊκό σύστημα οικονομικής διακυβέρνησης. Τα προβλήματα αυτής της συμβίωσης έχουν δημιουργήσει τριβές κι έχουν επαναφέρει μνήμες που πιστεύαμε ότι είχαν εξαφανιστεί από την ευρωπαϊκή σκέψη, και οι οποίες σήμερα απειλούν το ευρωπαϊκό οικοδόμημα.
Η κατάσταση αυτή έχει αναδείξει εξωθεσμικές ηγεσίες στην Ευρώπη όπως μέλη της γερμανικής κυβέρνησης και στελέχη του Eurogroup, ενώ φαίνεται ότι οι θεσμοί της «Λισσαβόνας» επισκιάζονται τελείως.
Η Κύπρος, όπως και η Ελλάδα, και οι άλλες χώρες του νότου έχουν κάθε λόγο να προωθήσουν την προσπάθεια εμβάθυνσης της θεσμικής ανέλιξης της Ένωσης, με τον εξευρωπαϊσμό των κρατικών χρεών, την δημοσιονομική Ένωση, την τραπεζική Ένωση και την ενδυνάμωση των άλλων θεσμών της ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης.
Συγχρόνως, η Κύπρος θα ήταν καλό να μάθει από την πρόσφατη εμπειρία της ότι λίγος ευρωσκεπτικισμός ενδείκνυται, όχι με την έννοια της επιφύλαξης ως προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, αλλά με την έννοια της προσεκτικής μελέτης και παρακολούθησης των θεσμικών διευθετήσεων. Όταν εντάχθηκε στο ευρώ, δεν διερεύνησε πώς ήταν οργανωμένο το Eurogroup. Θα μπορούσε να ήταν με βάση την ευελιξία που παρείχε η Συνθήκη της Λισσαβόνας και με βάση τους θεσμούς της Ένωσης, αλλά φαίνεται να στήθηκε ως καθαρά διακυβερνητική οργάνωση χωρίς τον πραγματικό ρόλο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τη συναπόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή την επίβλεψη του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου.
Δεν θα έβλαπτε δηλαδή μια λίγο πιο «βρετανική» στάση και αντίθεση στην εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας χωρίς τη δημοκρατική και δικαστική διασφάλιση.
* Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΑΤΤΑΛΙΔΗΣ είναι πρύτανης του Πανεπιστημίου της Λευκωσίας, κάτοχος της έδρας Jean Monnet
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
[1] Ενδιαφέρουσες οι παρατηρήσεις του Παναγιώτη Θανασά, “Η Ευρώπη Μετά την Κύπρο. Πέντε μύθοι και μία αλήθεια” , Το Βήμα, 24 Μαρτίου, 2013.
[2] Μιχάλης Βρυωνίδης, στο Greek American Weekly Newspaper, 1η Μαίου, 2013, από την εφημερίδα Καθημερινή της Κυριακής (Κυπριακή Έκδοση).
[3] Αλλά και κοινωνικών εξόδων τα οποία διπλασιάστηκαν σε δύο χρόνια από 1,5 δισ. ευρώ το 2008 όταν ανέλαβε Πρόεδρος ο Χριστόφιας, στα 3 δισ. ευρώ το 2010. Δήλωση Μιχάλη Σαρρή, υπουργού Οικονομικών της Κυβέρνησης Τάσσου Παπαδόπουλου στην Ερευνητική Επιτροπή για την Κρίση, όπως αναφέρεται στην ιστοσελίδα Offsite, 15 Μαΐου, 2013.
[4] Γιάννης Νεάρχου, «Στείλαμε Νόμο για Ολικό Κούρεμα», εφημερίδα Πολίτης, 18 Μαίου, 2013, αναφέρεται στη μαρτυρία του υπουργού Οικονομικών της κυβέρνησης Χριστόφια από τον Μάρτιο 2012, Βάσου Σιαρλή, στην Ερευνητική Επιτροπή για την κρίση, όπου ο κ. Σιαρλής αναφέρεται σε προειδοποιήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής από το 2010 για υπερβολικά ελλείμματα, εκφράζοντας την άποψη ότι το πρόβλημα θα επιλυόταν εάν η Κύπρος απευθυνόταν στον Μηχανισμό Στήριξης μετά τον αποκλεισμό της από τις αγορές ή μετά την απομείωση των ελληνικών ομολόγων τον Νοέμβριο 2011.
[5] Nathan Morley in Brussels, “Bailout the Price for falling out with EU”, Sunday Mail 12 May, 2013.
[6] Θεόδωρος Παναγιώτου, «Εσωτερική υποτίμηση χωρίς ανάκτηση ανταγωνιστικότητας», εφημερίδα Πολίτης, 17 Μαίου, 2013.
[7] Παναγιώτης Ιωακειμίδης και Φίλιππος Σαββίδης, «Έξοδος από το ευρώ σημαίνει έξοδο από την ΕΕ», εφημερίδα πολίτης, 12 Μαίου, 2013.
[8] Η πιο προσεκτική δημοσιευμένη μελέτη που υποστηρίζει έξοδο από το Μνημόνιο είναι η μελέτη του ΑΚΕΛ, «Πολιτική Πρόταση για Έξοδο από το Μνημόνιο», Απρίλης 2013.
Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.