Οι ανάρμοστες σχέσεις κράτους – επιχειρήσεων
The Economist
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr/)
To 1994 πολλοί Ιταλοί ψήφισαν τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι με την ελπίδα ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τις ικανότητές του ως επιχειρηματίας για να αναβιώσει την αγκυλωμένη ιταλική οικονομία.
Είχε χτίσει μία αυτοκρατορία Μέσων Ενημέρωσης από το τίποτα. Αναζωογόνησε μία από τις μεγαλύτερες ποδοσφαιρικές ομάδες της χώρας, την AC Milan. Είναι σίγουρο ότι θα απέδιδε καλύτερα στη διοίκηση της χώρας από την παλαιά φρουρά των διεφθαρμένων πολιτικών και των εσωστρεφών γραφειοκρατών;
Ο Μπερλουσκόνι ήταν πρωθυπουργός της Ιταλίας για οκτώ από τα δέκα χρόνια από το 2001 έως το 2011. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ιταλίας σημείωσε πτώση κατά 4%, το χρέος της σε αναλογία με το ΑΕΠ αυξήθηκε από το 109% στο 120%, οι φόροι αυξήθηκαν από το 41,2% του ΑΕΠ στο 43,4% και η παραγωγικότητά της έπεσε σε τέλμα. Αντί να χρησιμοποιήσει τις επιχειρηματικές του ικανότητες για να αναβιώσει την ιταλική οικονομία, ο Μπερλουσκόνι χρησιμοποίησε τις πολιτικές του ικανότητες για να προστατεύσει τα επιχειρηματικά του συμφέροντα.
Ο μεγάλος δημαγωγός είναι ένα ακραίο παράδειγμα. Tο πρόβλημα στην καρδιά της Ιταλίας του Μπερλουσκόνι -η διαπλοκή εξουσίας και επιχειρήσεων- προκαλεί ανησυχία σε όλο τον κόσμο. Στο «Μπορεί να επιβιώσει ο καπιταλισμός;» του 1947 ο Γιόζεφ Σουμπέτερ υποστήριξε ότι η απάντηση πιθανότατα ήταν «όχι». Η μεγάλη μάχη του 20ού αιώνα ήταν ανάμεσα στο κράτος και τις επιχειρήσεις. Και το κράτος είχε μεγάλη πιθανότητα να κερδίσει, γιατί οι διανοητές και οι γραφειοκράτες που είχε στην υπηρεσία του ήταν πιο ικανοί στον να καταλαμβάνουν το ηθικό και πνευματικό σκηνικό. «Μία επιχειρηματική ιδιοφυΐα μπορεί να είναι, και συχνά είναι, εντελώς ανίκανη να τολμήσει και στο σαλόνι και στην εξέδρα», είχε πει.
Οι καιροί έχουν αλλάξει. Οι περισσότεροι πολιτικοί πλέον πιστεύουν ότι οι επιχειρήσεις είναι προτιμότερες από τις γραφειοκρατίες στο να παράγουν ανάπτυξη. Οι πρωθυπουργοί και οι υπουργοί Οικονομικών συρρέουν στο Νταβός όχι για να επιβάλουν τον νόμο στους επιχειρηματίες αλλά για να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις τους. Οι επιχειρηματίες έχουν διδαχθεί όχι μόνο να τολμούν, αλλά και να ελέγχουν. Σήμερα το πρόβλημα συχνά είναι το απολύτως αντίθετο από αυτό που είχε φανταστεί ο Σουμπέτερ: όχι η περιθωριοποίηση αλλά η υπερβολική επιρροή των επιχειρήσεων.
Ο αναδυόμενος αυτός κόσμος έχει πάει πιο μακριά από αυτό που θα αποκαλούσαμε ευγενικά «σχέση συνεργασίας δημοσίου-ιδιωτικού». Το κράτος παρέχει προνόμια σε επιχειρηματίες με καλές διασυνδέσεις όπως ο Κάρλος Σλιμ στο Μεξικό ή ο Κιρίλ Ραμαφόσα στη Νότιο Αφρική. Στη συνέχεια, αυτοί οι επιχειρηματίες χρησιμοποιούν τον πλούτο τους για να επηρεάσουν το κράτος. Στις αναδυόμενες αγορές, όπως η Κίνα και η Ρωσία, μία ομάδα από κρατικές επιχειρήσεις κυριαρχούν στην οικονομία. Στις «χακί καπιταλιστικές χώρες», όπως το Πακιστάν και η Αίγυπτος, ο στρατός ελέγχει τις επιχειρήσεις που αποτελούν μεγάλο κομμάτι της οικονομίας: τα αφεντικά τους, και ως στρατηγοί και ως γενικοί διευθυντές, διαθέτουν μεγάλη πολιτική επιρροή. Πολλοί από τους δεκάδες δισεκατομμυριούχους της Ινδίας έφτιαξαν τις περιουσίες τους σε βιομηχανίες όπως αυτές της εξόρυξης και άλλων υποδομών που συνήθως έχουν ζήτηση για ενοικίαση, ακόμα κι αν οι πιο γνωστοί είναι σε αντικείμενα σχετικά λιγότερο πολιτικοποιημένα, όπως η πληροφορική. Ολα αυτά έχουν μεγαλύτερη σημασία απ’ ό,τι στο παρελθόν.
Ο αναδυόμενος κόσμος μπορεί να επιβραδύνεται αλλά πλέον ελέγχει περισσότερο από το μισό του ΑΕΠ παγκοσμίως συγκριτικά με το ένα τρίτο που κατείχε δύο δεκαετίες πριν. Οι κρατικές επιχειρήσεις μονοπωλούν τη διεθνή σκηνή. Το ένα τέταρτο των επιχειρήσεων στην τελευταία παγκόσμια λίστα των 500 του Fortune προέρχεται από αναδυόμενες αγορές πολύ περισσότερο από το 15% του 2010. Από αυτές, το 58% είναι κινεζικές κρατικές επιχειρήσεις. Η κυβέρνησή τους έχει ορίσει ως στόχο τα μισά από τα κέρδη τους να προέρχονται από το εξωτερικό.
Ο αγγλοσαξονικός κόσμος λοξοκοιτά τη μείξη επιχειρηματικότητας και πολιτικής και το γαλλικό φαινόμενο του «pantouflage», όπου ανώτεροι δημόσιοι υπάλληλοι μετακινούνται σε επιχειρηματικές θέσεις. Στη Βρετανία η περιστρεφόμενη πόρτα περιστρέφεται όλο και πιο γρήγορα. Μέσα στην τελευταία δεκαετία δεκαοκτώ πρώην υψηλά ιστάμενοι υπουργοί και ανώτατοι δημόσιοι υπάλληλοι έχουν αναλάβει θέσεις εργασίας στις τρεις μεγαλύτερες λογιστικές εταιρείες, των οποίων η δουλειά περιλαμβάνει την παροχή βοήθειας σε εταιρείες προκειμένου να μειώσουν τις καταβολές φόρων και να ασκούν πιέσεις στην κυβέρνηση. Τα συμβούλια στις βρετανικές εταιρείες ενέργειας είναι γεμάτα από πρώην πρέσβεις και πρώην κατασκόπους.
Στην Αμερική οι σχέσεις ανάμεσα στις επιχειρήσεις και την πολιτική είναι ακόμη πιο θερμές και πιο ανησυχητικές. Ο Λουίτζι Ζινγκαλές του τμήματος Οικονομικών Μπουθ του Πανεπιστημίου του Σικάγου εγκατέλειψε την Ιταλία το 1998 επειδή αισθανόταν ότι η χώρα του καταστρεφόταν από την ευνοιοκρατία. Αλλά στο πρόσφατο βιβλίο του «Ενας καπιταλισμός για τους ανθρώπους» ανησυχεί ότι η Αμερική γίνεται Ιταλία. Η Ουάσιγκτον έχει πάρει τη σκυτάλη από το Σίλικον Βάλεϊ ως η μητρόπολη με το υψηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα. Τα έξοδα για την προώθηση συμφερόντων έχουν υπερδιπλασιαστεί τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Το υπουργείο Οικονομικών έχει σκάψει ένα υπόγειο πέρασμα στη Wall Street: τέσσερις από τους επτά πρώην υπουργούς έχουν στενούς δεσμούς με επενδυτικές τράπεζες. Το να αστυνομεύει κανείς τη σχέση κυβέρνησης και επιχειρήσεων σε μία ελεύθερη κοινωνία είναι δύσκολο. Οι επιχειρηματίες έχουν κάθε δικαίωμα να προωθούν τα συμφέροντά τους στην κυβέρνηση και οι δημόσιοι υπάλληλοι να αναλαμβάνουν θέσεις στον ιδιωτικό τομέα. Οι κυβερνήσεις πρέπει να βρουν τους καλύτερους ανθρώπους για να αναλάβουν τις σημαντικές θέσεις: για παράδειγμα, υπάρχει περιορισμένος αριθμός ανθρώπων που κατανοεί το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Αλλά οι κυβερνήσεις πρέπει, επίσης, να θυμούνται ότι οι επιχειρήσεις είναι δρώντες οργανισμοί, που επιδιώκουν το προσωπικό τους συμφέρον και που θα επιχειρήσουν να χειραγωγήσουν το σύστημα προς όφελός τους. Το λυπηρό κράτος της Ιταλίας του Μπερλουσκόνι υποδεικνύει ότι μία κυβέρνηση που βρίσκεται πολύ κοντά στους επιχειρηματίες μπορεί να μη συμπεριφέρεται ούτε επιχειρηματικά αλλά και ούτε να προωθεί το κέρδος οποιουδήποτε άλλου εκτός από το δικό της.