Πέμπτη 15 Αυγούστου 2013

Οδοιπορικό στην Τραπεζούντα


Από την Έφη Χ. Μαυροπούλου
(Το παρόν άρθρο γράφτηκε από την πολύ καλή φίλη και συνεργάτιδα της Μυστήριας Ομάδας, Έφη Μαυροπούλου και δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά τον Αύγουστο του 2010)
Μετά από 88 χρόνια οι καμπάνες της Παναγίας Σουμελά στο ιστορικό όρος Μελά της Τραπεζούντας θα ηχήσουν και πάλι.
Ο Πρωθυπουργός της Τουρκίας, Ερντογάν, έδωσε την άδεια να λειτουργήσει και πάλι το Μοναστήρι για το 15γουστο πρωτοστατούντος του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου. Δημοσιεύουμε ένα επίκαιρο οδοιπορικό στην Τραπεζούντα με αφορμή την αναβίωση ενός διονυσιακού εθίμου. Για να γνωρίσουμε λίγο καλύτερα την Πρωτεύουσα του Πόντου, με την πλούσια ιστορία μέσα από την αφήγηση μίας κοπέλας ποντιακής καταγωγής.

"Στα στενά του Βοσπόρου όλο θύμισες και μνήμες μια ζωής που δεν έζησα κι όμως ακόμα με στοιχειώνει. Η Τραπεζούντα περήφανη και γενναιόδωρη υποδέχεται τα λησμονημένα της παιδιά." (*)

Οδοιπορικό στην Τραπεζούντα
Γράφει η Έφη Χ. Μαυροπούλου
Πόσο σημαντικό μπορεί να είναι ένα ταξίδι; Πόσα πρωτόγνωρα συναισθήματα μπορεί να σου προξενήσει;
Το πρώτο μου ταξίδι στον Πόντο. Το πρώτο μου ταξίδι στην Τραπεζούντα, στα χωριά των παππούδων μου στην επαρχία Όφεως της Τραπεζούντας.
Το ταξίδι ξεκίνησε με προσμονή, αγωνία για το καινούργιο και ενθουσιασμό όπως όταν είναι να συναντήσουμε πρόσωπα αγαπημένα.
Δεν είχε τουριστικό χαρακτήρα ή τουλάχιστον μόνο τουριστικό αλλά κυρίως προσκυνηματικό και πολιτιστικό, αφού έγινε με αφορμή την αφορμή της αναβίωσης των Μωμόγερων, ενός διονυσιακού εθίμου στην κωμόπολη Λιβερά της Τραπεζούντας.
Ξεκινήσαμε οδικώς από Θεσσαλονίκη ξημερώματα, μεσημεράκι πια φτάσαμε στη Κωνσταντινούπολή και κατευθείαν στο αεροδρόμιο να πάρουμε την πτήση μας για Τραπεζούντα.
Ήδη από το αεροδρόμιο ξεκινήσαμε το χορό και το τραγούδι θαρρείς για τα καλοσορίσματα. Οι ντόπιοι άρχισαν δειλά-δειλά να τραγουδούν μαζί μας. Άραγε να αναρωτιούνται ποιοι είμαστε; Τι είμαστε εμείς που ενώ φαινόμαστε τόσο διαφορετικοί λέμε τα ίδια τραγούδια και χορεύουμε τους ίδιους χορούς;
Άφιξη στην Τραπεζούντα
Μετά από 1.30΄ πτήσης φτάσαμε στο αεροδρόμιο της Τραπεζούντας και από κει κατευθείαν για το ξενοδοχείο στη Ματσούκας, το βυζαντινό Δικαίσημον.
Μέχρι να τακτοποιηθούμε στα δωμάτια το πρώτο παρακάθ' είχε στηθεί.
Ήδη νιώθω κάπως. Στο ξενοδοχείο τόσες γνώριμες εικόνες.. Μια τοιχογραφία της Παναγίας Σουμελά, ενώ η ποντιακή λύρα και οι παραδοσιακές ποντιακές φορεσιές κυριαρχούν παντού. Η συγκίνηση όλων είναι εμφανής.
Μωμογέρια στη Λιβερά και στου Ματαρατζή
Την άλλη μέρα ξεκινάμε για τη Λιβερά, για την αναβίωση του εθίμου. Το χωριό αραιοκατοικημένο, φτωχικό μα όμορφο. Λιγοστοί κάτοικοι μας συνοδεύουν, οι περισσότεροι μας παρακολουθούν από τα κλειστά παράθυρα. Θαρρείς να θέλουν να βγουν να χορέψουν μαζί μας αλλά κάτι τους σταματάει. Και ενώ το γλέντι έχει ανάψει για τα καλά, δυο θερμόαιμοι Τούρκοι μας ζητούν έντονα να σταματήσουμε. Κανείς μας όμως δε σταματάει. Η οδηγία του αρχηγού της αποστολής Κώστα Αλεξανδρίδη είναι ξακάθαρη: «Συνεχίστε, μη φοβάστε». Και συνεχίζουμε. Τίποτα δε μας πτοεί. Ήρθαμε για ένα σκοπό και έγινε μεγάλη προετοιμασία γι' αυτό. Άλλωστε, ήρθαμε με όλα τα απαιτούμενα δικαιολογητικά και αφού πήραμε τις απαιραίτητες άδειες από Νομαρχία, Δημαρχία και Αστυνομία. Ο Δήμαρχος κάνει μια δειλή εμφάνιση. Ο Νομάρχης πουθενά. Η αστυνομία συνέχεια μαζί μας και δίπλα μας.
Η ίδια εικόνα και στο επόμενο χωριό στο Ματαρατσί (Ήλαξα). Εκεί συναντήσαμε τον Ηλία, ο οποίος αποτελεί σημείο αναφοράς για τους Έλληνες, που επισκέπτονται τη περιοχή. Η οικογένεια του Ηλία ήταν από τις πρώτες που εγκαταστάθηκαν εδώ μετά τον διωγμό των Ελλήνων το 1923. Αναζήτησε την ιστορία του τόπου και των ανθρώπων και έχει καταγεγραμμένη την ιστορία της κάθε ελληνικής οικογένειας. Μας υποδέχτηκε και αυτός και η οικογένειά του με ιδιαίτερη χαρά και ζεστασιά. Μας προσέφεραν τσάι και χορέψαμε στην αυλή του σπιτιού τους.
Έχω ήδη αρχίσει να ανυπομονώ για την επόμενη μέρα.
Αφήνω το υπόλοιπο γκρουπ και με τη συνοδεία του φίλου μου Μεχμέτ θα επισκεφτώ το χωριό του παππού μου το Γίγα. Υαρλικ με τη σημερινό του ονομασία.
Ο καιρός βροχερός.
Είδες, μου λέει ο Μεχμέτ; Το χωριό σου θαρρείς και συμμερίζεται τη ήδη φορτισμένη συναισθηματική σου κατάσταση και συγκινείται μαζί σου.
Όσο πλησιάζουμε τόσο μεγαλώνει η προσμονή μου. Κάνω σα παιδί που ανυπομονεί να ανοίξει τα δώρα του.
- Άντε Μεχμέτ κοντεύουμε;
Στο χωριό των προγόνων μου
Αρχίζω να φωτογραφίζω λαίμαργα κάθε παλιό σπίτι που συναντώ στη περιήγησή μου με την κρυφή ελπίδα ότι ίσως κάποιο από αυτά ανήκε κάποτε στην οικογένειά μου. Το χωριό είναι πραγματικά υπέροχο. Παλιά πετρόχτιστα σπίτια, πυκνή και άτακτη βλάστηση σε συνδυασμό με το ψιλόβροχο, που δεν έχει σταματήσει, συνθέτουν ένα κινηματογραφικό σκηνικό. Φωτογραφίζω το σπίτι και το οικόπεδο στο οποίο κάποτε υπήρχε η εκκλησία του χωριού. Ο ιδιοκτήτης προφανώς μας βλέπει και βγαίνει έξω να μάθει τι ζητάμε.
Μας μιλάει στα τούρκικα. Άραγε δε ξέρει ποντιακά ή δε θέλει να μιλήσει στη γλώσσα μας; Ο Μεχμέτ του απαντάει στα τούρκικα και του εξηγεί ποια είμαι. Αναφέρει το όνομα της οικογένειάς μου αλλά δυστυχώς δε ξέρει τίποτα. Μας καλεί για τσάι στο σπίτι του, τον ευχαριστούμε ευγενικά και αναχωρούμε. Συναντάμε και κανά- δυο ακόμα κατοίκους του χωριού αλλά δυστυχώς κανείς δε ξέρει τίποτα. Κοιτώ τα μάτια τους με μεγάλη αγωνία. Άραγε ξέρουν κάτι να μου πουν; Δυστυχώς, τίποτα.
Απογοήτευομαι. Μη κάνεις έτσι, μου λέει ο Μεχμέτ. Πρώτη φορά είναι. Την επόμενη φορά θα έρθεις με περισσότερα στοιχεία. Τώρα έκανες ένα αναγνωριστικό βήμα. Το σκέφτομαι καλύτερα και μάλλον έχει δίκιο. Άλλωστε, δίνω μια προσωπική υπόσχεση, ότι θα ξανάρθω.
Φεύγω νιώθοντας όχι μόνο ότι κάτι έχω αφήσει πίσω μου αλλά και ότι κάτι δικό μου υπήρχε εδώ πριν έρθω. Παίρνω λίγο υγρό χώμα και μερικές πετρούλες, έτσι για να τις εναποθέσω στο μνήμα των προγόνων μου.
Σαράχο: ένα υπέροχο χωριό ελληνόφωνων
Επιστροφή για να συναντήσουμε τους υπόλοιπους στο Σαράχο, σήμερα Uzungol. Ανυπομονώ να τους πω τα νέα. Ανυπομονώ να μοιραστώ τα συναισθήματά μου.
Μέσα σε ένα υπέροχο και χιονισμένο τοπίο φτάνω λίγο πριν ξεκινήσουμε το φαγητό. Με ρωτούν όλοι τί βρήκα και πως πέρασα. Είμαι κατενθουσιασμένη, δε προλαβαίνω να επεξηγώ.
Στο φαγητό με περιμένει άλλη έκπληξη. Τρώμε χαβίτς (η γιαγιά μου το έλεγε μουχλαμά), σαρμαδάκια με μαύρα λάχανα, στίπα τσιγαρισμένα και πέστροφα τηγανητή σε βούτερο χτηνί. Όλα είναι ίδια με τα φαγητά που μεγαλώσαμε. Απίστευτο.
Τελειώνει και αυτή η βόλτα με πολύ τραγούδι γύρω από το τζάκι.
Στην Παναγία Σουμελά
Την επόμενη μέρα πάμε για προσκύνημα στην Παναγία Σουμελά. Είμαστε το πρώτο γκρουπ από την Ελλάδα μετά την απόφαση του Ερτογάν να λειτουργεί το Μοναστήρι μια φορά το χρόνο. Τα τηλεοπτικά κανάλια μας ακολουθούν παντού. Το ίδιο και οι άνδρες των μυστικών υπηρεσιών. Κάτι γίνεται. Είναι τόσο σημαντική γι' αυτούς αυτή μας η επίσκεψη; Φοβούνται κάτι; Όπως και να' χει νιώθουμε ασφάλεια με τη συνεχή τους παρουσία. Καθημερινά οι εφημερίδες και τα τηλεοπτικά κανάλια αναφέρονται στην επίσκεψή μας, χωρίς ευτυχώς αρνητικά σχόλια.
Η Παναγία Σουμελά, στέκεται μεγαλόπρεπη πάνω στο βράχο και μας κοιτάει από ψηλά. Το τοπίο πανέμορφο και χιονισμένο. Το χιόνι δε σταματά να πέφτει. Είναι ίσως το μοναδικό μέρος που οι καρτ ποστάλ δεν μπορούν να αποδώσουν με ακρίβεια την ομορφιά του.
Είμαστε όλοι συγκινημένοι αλλά και προσεκτικοί. Δε θέλουμε να αφήσουμε τα κανάλια να κάνουν ούτε ένα αρνητικό σχόλιο για μας έστω και υπαινικτικά. Τηρούμε ενός λεπτού σιγή για να δείξουμε την κατάνυξη και το σεβασμό μας στο χώρο. Κάνουμε το σταυρό μας διακριτικά, για να μη προκαλέσουμε. Προσέχουμε την κάθε λεπτομέρεια. Είναι κρίμα να χαλάσουμε τις θετικές εντυπώσεις για το τίποτα.
Σεργιάνι στη βασίλισσα του Πόντου, την Τραπεζούντα
Το απόγευμα κάνουμε τη πρώτη μας βόλτα στη πόλη της Τραπεζούντας. Μια έντονα ανατολίτικη πόλη με πολύ χρώμα, φτώχεια και γελαστούς ανθρώπους. Βρίσκω το Φροντιστήριο της Τραπεζόυντας, που τώρα πια λειτουργεία σαν λύκειο και έχει μια καφετέρια με θέα τη προκυμαία. Τα σπίτια και οι τράπεζες επιφανών Ελλήνων διατηρούνται ανέπαφα στο χρόνο και λειτουργούν ως δημόσια κτίρια στεγάζοντας το Δημαρχείο της πόλης, Μουσείο, Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο. Κι εκεί με περιμένει νέα έκπληξη. Σε ένα από τα εστιατόρια της Τραπεζούντας ο σερβιτόρος καταλαβαίνει ότι είμαστε Έλληνες και μας πλησιάζει λέγοντας:
- Γιουνάν; (Έλληνες);
- Yes. Απαντώ στα αγγλικά.
- Απ' όθεν είσαι; συνεχίζει στα ποντιακά με χαμηλωμένη φωνή. (Από πού είσαι);
- Α σον Όφη. (Απ' τον Όφη)
- Τεμέτερον κορτσόπον είσαι σύ πα. (Δικό μας κορίτσι είσαι και' συ).
Είμαι στα βάθη της Τουρκίας, σε ένα μέρος που δεν έχω ξαναπάει αλλά μπορώ να συνεννοηθώ με τους ντόπιους γιατί μιλούμε την ίδια γλώσσα. Αν αυτό δεν είναι σπουδαίο, αν αυτό δεν είναι συγκινητικό, αν αυτό το γεγονός δεν αποκαλύπτει πολλά για την καταγωγή αυτών των ανθρώπων, τότε τι άλλο μπορεί να συμβαίνει;
Τη αποχωρισίας
Τελευταία μέρα, δεν έχουμε πολύ χρόνο. Η Τραπεζούντα μας περιμένει.
Επισκεπτόμαστε την Αγία Σοφία της Τραπεζούντας, εδώ που στέφθηκαν αυτοκράτορες! Υπέροχη εκκλησία μπροστά στη θάλασσα.
Οι δημοσιογράφοι από πίσω μας, το ίδιο και οι άντρες των μυστικών υπηρεσιών.
Φεύγω και νιώθω ότι κάτι έχω αφήσει πίσω μου. Ένα κομμάτι δικό μου εξακολουθεί να βρίσκεται εκεί αλλά και ένα κομμάτι από κει το έχω πάρει μαζί μου στην Ελλάδα.
Ένα ταξίδι που το έκανα για πρώτη φορά αλλά σίγουρα όχι για τελευταία. Από αυτό το ταξίδι ξέρω καλά ότι ξεκίνησε ήδη, το αέναο ταξίδι της ζωής μου στο Πόντο.
(*στίχοι Έφη Χ. Μαυροπούλου)