Τρίτη 6 Αυγούστου 2013

Η ιστορία της Σκοπέλου


Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΣΚΟΠΕΛΟΥ
Παναγιώτης Κατσάνης
(Πηγή : https://www.facebook.com/panagkats?hc_location=stream)
Η Σκόπελος στους αρχαίους χρόνους ονομαζόταν Πεπάρηθος. Οι πρώτοι της κάτοικοι ήταν Κρήτες από την Κνωσό. Κατά τη μυθολογία, αρχηγός των Κρητών ήταν ο Στάφυλος, γιος του Θησέα και της Αριάδνης.
Η Σκόπελος συμμετείχε σε όλους τους πολέμους, και ήταν αποικία των Αθηνών. Το πολίτευμα του νησιού ήταν Δημοκρατικό. Το νησί συμμετείχε επίσης στους Ελληνικούς Αθλητικούς αγώνες. Μάλιστα ο Αγνώντας, ένας Αθλητής της Πεπαρήθου το 569 π.Χ είχε κερδίσει στους αγώνες δρόμου και προς τιμήν του, ο σημερινός κόλπος του Αγνώντα πήρε το όνομα του.
Ακόμη και στο μαντείο των Δελφών οι κάτοικοι της Πεπαρήθου είχαν αφιερώσει ένα άγαλμα του θεού Απόλλωνα , γιατί είχαν κερδίσει τους Κάρες σε μία μάχη.
Η Πεπάρηθος είχε επίσης σημαντικές αρχαίες πόλεις όπως η Κνωσσός, ο Πάνορμος και η Σελινούς. Σήμερα, ένα μεγάλο τμήμα του κάστρου στον Πάνορμο σώζεται. Η Κνωσσός μετανομάστηκε σε Γλώσσα.
Στους βυζαντινούς χρόνους χρησιμοποιήθηκε ως τόπος εξορίας. Στα χρόνια της φραγκοκρατίας ήταν τμήμα του δουκάτου της Νάξου, αργότερα όμως την κατέλαβε ο Λικάριος, που υπηρετούσε τον βυζαντινό αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο. Από τότε παράμεινε ελληνική ως το 1453, για να περάσει έπειτα στην κυριαρχία των Βενετσιάνων.
Καταφύγιο των πειρατών οι πολλοί όρμοι της. Το 1538 ο Τούρκος ναύαρχος Χαϊρεδιν Μπαρμπαρόσα κατέλαβε το νησί και έσφαξε τους κατοίκους του. Ξένοι περιηγητές, που επισκέφτηκαν το νησί κατά το 16ο αι. αφηγούνται πως ήταν ακατοίκητο. Αργότερα αποικίστηκε και πάλι αλλά γνώρισε πολλές επιδρομές πειρατών.
Στην προεπαναστατική Ελλάδα, αποτέλεσε το λημέρι των αγωνιστών Νικοτσάρα και Γιάννη Σταθά. Ενσωματώθηκε επίσημα στην Ελλάδα, μαζί με τις υπόλοιπες Σποράδες, το 1823.
Η ανεξαρτησία της Ελλάδος κυρήχτηκε το 1830 με το πρωτόκολλο του Λονδίνου και τα όρια του νέου Ελληνικού κράτους χαράχτηκαν δυο χρόνια αργότερα με τη συνδιάσκεψη του Λονδίνου. Στα όρια του περιελήφθησαν και οι Βόρειες Σποράδες όπου τελείωναν τα βόρεια σύνορα του νεοσύστατου κράτους.
Στους Βαλκανικούς αγώνες και στη μικρασιατική εκστρατεία που ακολούθησε και που κατέληξε σε τραγωδία, η Γλώσσα και γενικότερα η περιοχή με τα στρατευμένα παιδιά της, υπήρξε παρούσα και κατέθεσε το δικό της φόρο αίματος. Δεκα πέντε Γλωσσιώτες έχασαν τη ζωή τους στη δεκαετία 1912-1922. Το ίδιο θα συμβεί και στον Ελληνοϊταλικό και Ελληνογερμανικό πόλεμο του 1940 - 1941. Εκτός αυτών που έπεσαν στο μέτωπο ή πέθαναν από τα τραύματα, υπήρξαν και αρκετοί που γύρισαν ανάπηροι στο νησί.
Το 1940, μια τρομερή επιδημία φυλλοξήρας κατέστρεψε για πάντα τα περίφημα αμπέλια του νησιού.
Στον πρώτο χρόνο της ιταλογερμανικής κατοχής, η Γλώσσα έγινε καταφύγιο για πολλούς από τους άνδρες του Συμμαχικού Εκστρατευτικού Σώματος, μετά την εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα το 1941. Ηταν τα συμμαχικά τμήματα που έπιασαν τα περάσματα του Ολύμπου, προκειμένου να καλύψουν κατά την αποχωρησή τους από τη Μακεδονία το Συμμαχικό Εκστρατευτικό σώμα. Οι άνδρες αυτοί, αποκομμένοι εν συνεχεία από τις μονάδες τους και για να αποφύγουν την αιχμαλωσία, κρύφτηκαν στον Ολυμπο, πέρασαν ομάδες στο Πήλιο και από 'κει κατέφυγαν στις Σποράδες, όπου πίστευαν ότι θα βρούν τρόπο να περάσουν στα τουρκικά παράλια και στη συνέχεια στη Μέση Ανατολή. Αυτοί οι άνδρες βρήκαν κατ΄αρχήν στέγη και τροφή που τους προσφέραν απλόχερα οι κάτοικοι,και κατόπιν έπρεπε να βρεθούν καϊκια για τη μεταφορά τους.Τους πρώτους που έφτασαν στο Λουτράκι, περίπου εκατό αξιωματικούς και οπλίτες,τους έκρυψαν στα εξοχικά καλύβια και με ένα γλωσσιώτικο καράβι το "Αλμπέρτα" τους προώθησαν προς την Τουρκία. Οσοι έφταναν στο νησί τους αναλάμβανε μια ομάδα που είχε δημιουργηθεί στη Γλώσσα, για να τους κατανέμει σε διάφορα καλύβια και να τους
τροφοδοτεί, για όσο καιρό θα έμεναν στο νησί και στη συνέχεια σε συνεννόηση με τη Σκόπελο και τη Σκιάθο,φρόντιζαν για τη μεταφορά τους.
Ακόμη και στα σύγχρονα χρόνια η Σκόπελος παρουσιάζει θαυμαστό πολιτισμό : Οι θρύλοι και η πλούσια παράδοση, όπως επίσης και τα ιστορικά και καλλιτεχνικά μνημεία, τα κάστρα και τα μοναστήρια, οι εκκλησίες με τα περίφημα τέμπλα τοεπιβεβαιώνουν .