Να βγούμε από το ευρώ; Αλλά πως;
par Kaimaki Valia, Lordon Frédéric
(Πηγή : http://www.monde-diplomatique.gr/)
«Ουσιαστικά έχουμε ήδη βγει από τη ζώνη του ευρώ». Ήταν η παραδοχή του Νίκου Αναστασιάδη, πρόεδρου της Κύπρου, μιας χώρας όπου, στο εξής, τα χαρτονομίσματα του ευρώ δεν έχουν πλέον την ίδια αξία που έχουν στην Ελλάδα ή στη Γερμανία.
Μήπως έχει ήδη δρομολογηθεί η έκρηξη που θα οδηγήσει στη διάλυση του ενιαίου νομίσματος ; Ενάντια στο σενάριο του χάους, έχει αρχίσει ήδη να κάνει το δρόμο της η ιδέα της οργανωμένης εξόδου από το ευρώ, η οποία θα αποτελεί προϊόν διαβούλευσης.
Πολλοί, κυρίως στην Αριστερά, συνεχίζουν να πιστεύουν ότι θα αλλάξουμε το ευρώ. Ότι θα κατορθώσουμε να περάσουμε από το σημερινό ευρώ της λιτότητας σε ένα –επιτέλους- ανανεωμένο ευρώ, προοδευτικό και κοινωνικό. Κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί. Για να πάρουμε μια πρώτη ιδέα για τους λόγους για τους οποίους δεν θα υπάρξει παρόμοια εξέλιξη, θα αρκούσε να αναφερθούμε στην απουσία οποιουδήποτε πολιτικού μοχλού, έτσι όπως είναι σήμερα διαμορφωμένη η θεσμική μορφή της ευρωπαϊκής νομισματικής ένωσης. Ωστόσο, υπάρχει κι ένα κατά πολύ ισχυρότερο επιχείρημα, το οποίο εκφράζεται με την μορφή ενός λογικού συλλογισμού.
Μείζων πρόταση του συλλογισμού : το σημερινό ευρώ προέκυψε μέσα από μια οικοδόμηση η οποία είχε ως συνέπεια –αλλά και ως πρόθεση- να ικανοποιήσει με κάθε τρόπο τις χρηματαγορές και να προωθήσει την κυριαρχία τους πάνω στις ευρωπαϊκές οικονομικές πολιτικές [1]. Ελάσσων πρόταση : κάθε πρόγραμμα σημαντικής αλλαγής της φύσης του ευρώ αποτελεί, εκ των πραγμάτων, ένα σχέδιο για το ξήλωμα της εξουσίας των χρηματαγορών και για την εκδίωξη των διεθνών επενδυτών από το πεδίο της οικοδόμησης των δημόσιων πολιτικών. Συνεπώς, καταλήγουμε στα εξής συμπεράσματα : 1. Οι αγορές δεν θα αφήσουν ποτέ να εκπονηθεί, μπροστά στα μάτια τους, ένα σχέδιο το οποίο θα έχει προφανώς ως στόχο να τους αφαιρέσει την δυνατότητά τους να επιβάλλουν την δική τους πειθαρχία στα κράτη. 2. Αμέσως μόλις ένα παρόμοιο σχέδιο θα άρχιζε να αποκτά μια έστω και ελάχιστη πολιτική υπόσταση και να έχει κάποιες πιθανότητες να υλοποιηθεί, θα προσέκρουε πάνω σε έναν καταιγισμό κερδοσκοπίας και σε μια οξύτατη κρίση των αγορών, η οποία θα περιόριζε σχεδόν στο μηδέν τον διαθέσιμο χρόνο για τη θεσμοθέτηση ενός εναλλακτικού νομισματικού οικοδομήματος • η μόνη διέξοδος που θα απέμενε σε αυτήν την περίπτωση –δηλαδή εν θερμώ- θα ήταν η επιστροφή στα εθνικά νομίσματα.
Συνεπώς, οι μοναδικές επιλογές της « Αριστεράς που εξακολουθεί να πιστεύει σε αυτή την λύση » συνίστανται, είτε να βυθιστεί μέσα στην αδυναμία για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα, είτε να… επιταχύνει την έλευση αυτού ακριβώς που απεύχεται και προσπαθεί να αποφύγει (δηλαδή την επιστροφή στα εθνικά νομίσματα), το οποίο θα επέλθει αμέσως μόλις αρχίσουν να παίρνουν οι αγορές στα σοβαρά το σχέδιό της για αλλαγή του ευρώ !
Βέβαια, θα πρέπει προηγουμένως να συνεννοηθούμε για το τι περιλαμβάνει στην προκειμένη περίπτωση ο όρος « Αριστερά » : σίγουρα όχι το γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα (PS), το οποίο μονάχα φραστικά και λόγω αδράνειας διατηρεί κάποια σχέση με την Αριστερά • ούτε εξάλλου και την αδιαφοροποίητη μάζα του ευρωπαϊσμού η οποία –σιωπηλή και βυθισμένη στην μακαριότητα κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών- τώρα μόλις ανακάλυψε τα σοβαρότατα προβλήματα του αγαπημένου της δημιουργήματος και συνειδητοποίησε με τρόμο ότι είναι πολύ πιθανή η κατάρρευσή του.
Όμως, είναι αδύνατον να λύσουμε μέσα σε μια μονάχα στιγμή τα προβλήματα που συσσωρεύτηκαν μέσα σε μια τόσο μακρά περίοδο βαθιού κι αδιατάρακτου διανοητικού ύπνου. Έτσι, άρχισε μια αγωνιώδης αναζήτηση πρωτότυπων λύσεων σωτηρίας, από ανθρώπους που ξύπνησαν ξαφνικά καταμεσής της νύχτας, έχοντας καταληφθεί από έναν ελαφρύ πανικό καθώς βρέθηκαν εντελώς απροετοίμαστοι.
Στην πραγματικότητα, οι φτωχές ιδέες στις οποίες ο ευρωπαϊσμός εναποθέτει τις τελευταίες του ελπίδες δεν είναι τίποτε άλλο από κούφιες λέξεις : ευρωομόλογα, « οικονομική διακυβέρνηση » ή, ακόμα καλύτερα, το « δημοκρατικό άλμα » που ευαγγελίζεται το δίδυμο Μέρκελ και Ολάντ, χωρίς ωστόσο αυτή η ιδέα να προκαλεί ιδιαίτερο ενθουσιασμό. Οι λύσεις και το σκεπτικό από το οποίο αυτές πηγάζουν μας θυμίζουν τα χαρτονένια χωριά που έστηνε ο Ποτέμκιν για να ωραιοποιήσει την κατάσταση της χώρας κατά τη διάρκεια των επιθεωρήσεων της τσαρίνας Αικατερίνης. Καθώς οι εμπνευστές τους δεν θέλησαν ποτέ να αναρωτηθούν για το παραμικρό, αναλαμβάνουν το ρίσκο να μην καταλάβουν ποτέ τίποτα. Εξάλλου, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ίσως το ζητούμενο να μην συνίσταται τόσο στο να κατανοήσουν, όσο στο να παραδεχτούν. Να παραδεχτούν επιτέλους την ιδιαιτερότητα της ευρωπαϊκής οικοδόμησης η οποία συνίσταται σε μια γιγάντια επιχείρηση πολιτικής αφαίρεσης.
Κι αλήθεια, τι ακριβώς επιδιώχθηκε να αφαιρεθεί ; Όσο κι αν φαίνεται απίστευτο, η λαϊκή κυριαρχία. Μπορεί κανείς να αναγνωρίσει την δεξιόστροφη Αριστερά -η οποία όλως τυχαίως είναι φανατική υπέρμαχος του ευρωπαϊσμού- από το γεγονός ότι είναι αλλεργική στο άκουσμα της λέξης « κυριαρχία », την οποία και σπεύδει αμέσως να δυσφημίσει κι απαξιώσει, εξομοιώνοντάς την με τις ιδέες των –συχνά σωβινιστών- οπαδών της περιχαράκωσης σε ένα ισχυρό κράτος έθνος που ασκεί απερίσπαστο την εθνική του κυριαρχία [2]. Το περίεργο είναι ότι δεν περνάει ούτε στιγμή από το μυαλό αυτής της « Αριστεράς » η ιδέα ότι με τον όρο « κυριαρχία » εννοούμε πριν από όλα τα άλλα την λαϊκή κυριαρχία, η οποία είναι και το άλλο όνομα της ίδιας της Δημοκρατίας. Μήπως αυτό σημαίνει ότι, γι’ αυτούς τους ανθρώπους, η λέξη « Δημοκρατία » έχει διαφορετική έννοια ;
Σε κάθε περίπτωση, ομολογούν άθελά τους ότι η άρνηση της κυριαρχίας αποτελεί ξεκάθαρα και άρνηση της δημοκρατίας στην Ευρώπη. Γι’ αυτόν τον λόγο, για να μας κάνουν να ξεχάσουμε αυτήν την « ελαφρά απουσία », καταφεύγουν στη φράση σκιάχτρο « εθνική αναδίπλωση ». Γίνεται πολύς θόρυβος για το γεγονός ότι, στη Γαλλία, το ακροδεξιό Εθνικό Μέτωπο έχει φθάσει στο 25%, χωρίς ωστόσο να αναρωτηθεί κανείς μήπως αυτό –το όντως ανησυχητικό- ποσοστό έχει κάποια σχέση (και κατά τη γνώμη μας έχει μεγάλη) με την καταστροφή της λαϊκής κυριαρχίας. Και με αυτόν τον όρο, δεν μιλάμε για κάποια μυστικιστική έξαψη από την οποία καταλαμβάνεται ένα έθνος, αλλά για την ικανότητα των λαών να αποφασίζουν για την μοίρα τους.
Πράγματι, τι απομένει από αυτήν την δυνατότητα μέσα σε ένα ευρωπαϊκό οικοδόμημα το οποίο προέβη στην συνειδητή επιλογή να εξουδετερώσει με συνταγματικό τρόπο τις οικονομικές πολιτικές (την δημοσιονομική και την νομισματική) επιβάλλοντάς τους να συμμορφώνονται αυτόματα με τους κανόνες που έχουν θεσπίσει οι ευρωπαϊκές συνθήκες ; Στη Γαλλία, οι υπέρμαχοι του « ΝΑΙ » στο δημοψήφισμα για την ευρωπαϊκή συνταγματική συνθήκη του 2005 [3] προσποιούνται ότι δεν καταλαβαίνουν ότι το κυριότερο αντεπιχείρημα των οπαδών του « ΟΧΙ » εντοπιζόταν στο κεφάλαιο ΙΙΙ της συνταγματικής συνθήκης : όσο κι αν το περιεχόμενό του περιλαμβάνονταν ήδη στις συνθήκες του Μάαστριχτ (1992), του Άμστερνταμ (1997) και της Νίκαιας (2001), επαναλάμβανε κι επιβεβαίωνε με συνταγματικό τρόπο το σκάνδαλο που είναι αξεδιάλυτα συνυφασμένο με το περιεχόμενο του συγκεκριμένου κεφαλαίου : την αφαίρεση των δημόσιων πολιτικών από τη σφαίρα της δημοκρατίας, η οποία απαιτεί τη δυνατότητα της αμφισβήτησης και της αναστρεψιμότητας των αποφάσεων.
Γιατί, όταν προβαίνει κανείς στην επιλογή να γράψει τα πάντα –άπαξ δια παντός- μέσα σε συνταγματικές συνθήκες οι οποίες είναι εξαιρετικά δύσκολο έως αδύνατον να τροποποιηθούν, τότε τίποτε δεν είναι πλέον δυνατόν να συζητηθεί ή να αναθεωρηθεί. Οτιδήποτε αφορά κορυφαία ζητήματα όπως η νομισματική πολιτική, ο χειρισμός των δημοσιονομικών εργαλείων, το επίπεδο του δημόσιου χρέους και ο τρόπος με τον οποίο θα χρηματοδοτηθούν τα δημόσια ελλείμματα, βρίσκεται πλέον οριστικά κι αμετάκλητα χαραγμένο στις ιερές πλάκες των Εντολών των ευρωπαϊκών συνθηκών. Πως είναι δυνατόν να υπάρξει συζήτηση για το επίπεδο του επιθυμητού πληθωρισμού όταν η διαχείριση του ζητήματος έχει ανατεθεί σε μια κεντρική τράπεζα η οποία είναι ανεξάρτητη και αποκομμένη από τα πάντα ; Πως είναι δυνατόν να υπάρξει διαβούλευση για τη δημοσιονομική πολιτική όταν είναι προκαθορισμένο το διαρθρωτικό ισοζύγιο (« χρυσός κανόνας ») και υπάρχει ανώτατο όριο στο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών ; Πως είναι δυνατόν να αποφασιστεί η αποποίηση χρέους κι η άρνηση εξόφλησής του, όταν η μοναδική πηγή χρηματοδότησης στην οποία μπορούν να καταφύγουν τα κράτη είναι οι χρηματαγορές ;
Καθώς αδυνατούν να προσφέρουν την παραμικρή απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα –ή μάλλον ακριβώς επειδή προβαίνουν σε μια σιωπηρή επιδοκιμασία της σημερινής συνταγματικής τάξης πραγμάτων- οι δύσπεπτες προτάσεις των ευρωπαϊστών που επιδίδονται αγωνιωδώς σε έναν αγώνα αναζήτησης ιδεών και λύσεων είναι καταδικασμένες να μην αγγίξουν ποτέ την ουσία του κεντρικού προβλήματος.
Εύκολα μπορεί κανείς να αναρωτηθεί ποιο είναι το νόημα της « οικονομικής διακυβέρνησης », αυτής της απατηλής ιδέας που προβάλλει τα τελευταία χρόνια το γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, όταν ουσιαστικά δεν υπάρχει πλέον τίποτα το οποίο μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο διακυβέρνησης. Πράγματι, όλα αυτά έχουν αφαιρεθεί από το πεδίο της διαβούλευσης και της διακυβέρνησης και έχουν κλειστεί, μια για πάντα, μέσα στο περιεχόμενο των ευρωπαϊκών συνθηκών.
Από την πλευρά τους, τα ευρωομόλογα δεν παρουσιάζουν κανένα από τα πλεονεκτήματα που φαντάζονται οι εμπνευστές τους. Η Γερμανία, η οποία έχει εξασφαλίσει τα χαμηλότερα δυνατά επιτόκια όταν δανείζεται από τις χρηματαγορές, γνωρίζει πολύ καλά πόσο θα της κόστιζε εάν υπέγραφε από κοινού δανειακές συμφωνίες με τους « ψωριάρηδες » του Νότου. Ακόμα κι αν δεχόταν να πληρώσει το τίμημα στο όνομα του « ευρωπαϊκού ιδανικού το οποίο θα πρέπει να προωθηθεί », δεν θα παρέλειπε να απαιτήσει ως αντάλλαγμα για τη συμμετοχή της σε αυτήν την χρηματοοικονομική αμοιβαιοποίηση ακόμα μεγαλύτερες αρμοδιότητες δρακόντειας επιτήρησης κι ανάμειξης στις εθνικές οικονομικές πολιτικές. Με λίγα λόγια θα επέβαλε τους δικούς της καταναγκασμούς σε αυτές τις πολιτικές, ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που το έπραξε –μέσω των συνθηκών και των ευρωπαϊκών συμφώνων- τη στιγμή της ένταξής της στην αμοιβαιοποίηση που συνεπαγόταν το κοινό νόμισμα.
Το πάθος των παρωπίδων
Αυτό σημαίνει ότι τα ευρωομόλογα, αντί να διορθώσουν -έστω και ελάχιστα- τα πολιτικά κατασκευαστικά ελαττώματα του παρόντος οικοδομήματος, θα τα επιδείνωναν αντίθετα σε πρωτοφανή βαθμό. Ποιος μπορεί να φανταστεί έστω και για μια στιγμή ότι η Γερμανία θα συναινούσε να ενταχθεί στον μηχανισμό αλληλεγγύης και αμοιβαιοποίησης των χρεών –δηλαδή να είναι αυτόματα υποχρεωμένη να πληρώσει σε περίπτωση αδυναμίας ενός των μελών του να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του- χωρίς να απαιτήσει να έχει (διαμέσου μιας ενισχυμένης Ευρωπαϊκής Επιτροπής) ένα διαρκές και δραστικό δικαίωμα ελέγχου, το οποίο θα συνοδεύεται από μια διαδικασία με την οποία θα τίθενται υπό κηδεμονία τα κράτη που θα κάνουν το παραμικρό στραβοπάτημα ; Το μόνο αποτέλεσμα που μπορεί να περιμένει κανείς από τα ευρωομόλογα είναι η σκλήρυνση των περιορισμών τους οποίους θα πρέπει να ακολουθεί το αυτόματο πιλοτάρισμα της οικονομίας, καθώς και η γενίκευση του ελέγχου της τρόικας στους πάντες. Με λίγα λόγια, θα πρόκειται για το βάθεμα της πολιτικής κρίσης στην οποία ήδη έχει αρχίσει να βυθίζεται η Ευρώπη.
Σε αυτήν την περίπτωση, η Γερμανία είναι εκείνη που ευθύνεται για τον γενικευμένο σφετερισμό της κυριαρχίας, καθώς κατά τη γνώμη της αυτός αποτελεί την μοναδική αποδεκτή λύση όταν της ζητείται να μοιραστεί το οικονομικό –και ιδίως το νομισματικό- μέλλον της με άλλους, για τους οποίους πιστεύει ότι, αν ασκήσουν τα κυριαρχικά τους δικαιώματα, αυτό θα είναι για κακό ! Συνεπώς, κατά τη γνώμη της, η μοναδική λύση συνίσταται στην εξουδετέρωση της κυριαρχίας. Η μόνη κυριαρχία που εξακολουθεί να παραμένει ζωντανή είναι η… γερμανική, η οποία μεταφυτεύτηκε αυτούσια στους οικονομικούς και νομισματικούς θεσμούς της Ευρώπης.
Οι κραυγές φρίκης με τις οποίες γίνεται δεκτή η παραμικρή αμφισβήτηση της Γερμανίας διαδέχονται η μια την άλλη με τόσο προβλέψιμο τρόπο ώστε καταλήγουν να μας φανερώνουν περισσότερα γι’ αυτούς που τις εκστομίζουν, παρά για το ζήτημα για το οποίο πρόκειται κάθε φορά. Όπως ακριβώς συμβαίνει και στις αντίστροφες εκδηλώσεις ρατσισμού –με τις οποίες επιχειρούνται να συγκαλυφθούν οι ρατσιστικές ιδέες κάτω από δηλώσεις φιλίας προς τον « Διαφορετικό », οι οποίες όμως είναι υπερβολικά θορυβώδεις κι εκδηλωτικές για να είναι αληθινές- είναι πιθανόν ότι εκείνοι που τους απασχολεί περισσότερο το γερμανικό ζήτημα είναι αυτοί που κραυγάζουν με την παραμικρή αφορμή την γερμανομανία τους, μέσα από την οποία αρνούνται κάθε ανάλυση.
Εάν διατηρήσουμε ίση απόσταση από την « -φιλία » και την « -φοβία », στις οποίες είναι ξεκάθαρο ότι δεν είναι δυνατόν να αναπτυχθεί κριτική σκέψη- θα βρούμε τον χώρο για μια αντικειμενική ανάλυση των διάφορων μορφών της δομικής πολυπλοκότητας, των ιστορικών κληρονομιών, καθώς και των σχέσεων συμβατότητας και ασυμβατότητας που προκύπτουν όταν το ζητούμενο είναι η συνύπαρξη διαφορετικών χωρών σε έναν προωθημένο βαθμό ολοκλήρωσης. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, θα πρέπει να είναι κανείς παθιασμένος με τις παρωπίδες για να μην βλέπει ότι η Γερμανία έχει κατασκευάσει μια δοξασία γύρω από το νόμισμα, την οποία έχει αναγάγει σε τόσο υψηλό διακύβευμα ώστε η παραμικρή παραχώρηση γύρω από αυτό το ζήτημα να είναι εντελώς αδιανόητη. Αν δέχτηκε να ενταχθεί στο ευρώ, αυτό έγινε με τον απαράβατο όρο να υπαγορεύει στο ευρωπαϊκό νόμισμα την θεσμική αρχιτεκτονική του, η οποία είναι ακριβές αντίγραφο της δικής της.
Το γεγονός ότι η Γερμανία έχει κολλήσει στην (λανθασμένη) ιδέα ότι ο υπερπληθωρισμός του 1923 αποτέλεσε τον προθάλαμο του ναζισμού (καθώς, κατά πάσα πιθανότητα, η πραγματική αιτία του ήταν ο αποπληθωρισμός του 1931) δεν έχει την παραμικρή σημασία : η Γερμανία αυτό πιστεύει και ενεργεί με βάση αυτήν ακριβώς την δοξασία. Κανείς δεν μπορεί να της προσάψει το γεγονός ότι έχει την ιστορία που έχει, όπως δεν είναι άλλωστε και υποχρεωμένος να συμμερίζεται τον τρόπο με τον οποίο αυτή βλέπει τα πράγματα. Κανείς δεν μπορεί να της προσάψει το γεγονός ότι έχει δημιουργήσει ένα ιδιαίτερο όραμα για το τι θα έπρεπε να είναι μια νομισματική ένωση και ότι αρνείται να ενταχθεί σε ένα πλαίσιο το οποίο θα διέφερε από το δικό της όραμα. Αντίθετα, μπορεί κανείς απολύτως δικαιολογημένα να προσάψει στο Βερολίνο ότι επιβάλλει τις δικές του έμμονες ιδέες σε όλους ! Κι αν είναι απόλυτα θεμιτό να αφήσουμε την Γερμανία να επιδιώκει την υλοποίηση των νομισματικών της εμμονών, είναι εξίσου θεμιτό να μην έχουμε εμείς την παραμικρή επιθυμία να συμμετάσχουμε μαζί της σε αυτήν την υλοποίηση. Ιδίως όταν αυτές οι νομισματικές αρχές δεν ταιριάζουν στις οικονομικές και κοινωνικές δομές των υπόλοιπων χωρών και μάλιστα, στη συγκεκριμένη περίπτωση, οδηγούν μερικές από αυτές τις χώρες στην καταστροφή.
Γιατί ορισμένα κράτη μέλη χρειάζονται υποτίμηση του νομίσματός τους. Ορισμένα άλλα πρέπει να αφήσουν να διευρυνθούν τα ελλείμματά τους. Σε άλλα θα πρέπει να αυξηθεί ο πληθωρισμός. Κάποια άλλα θα πρέπει να αποποιηθούν και να αρνηθούν να πληρώσουν ένα μέρος του χρέους τους. Και κυρίως, όλα τα κράτη χρειάζονται πρώτα απ’ όλα το εξής : να καταστεί και πάλι δυνατόν να αποτελέσουν όλα αυτά τα ζητήματα αντικείμενο δημοκρατικής διαβούλευσης ! Ωστόσο, οι γερμανικές αρχές οι οποίες έχουν ενσωματωθεί στις συνθήκες απαγορεύουν παρόμοιο ενδεχόμενο…
Και φυσικά, το γεγονός ότι δεν είναι δυνατόν να εναποθέτει κανείς τις ελπίδες του στο « δημοκρατικό άλμα » που προτείνει ο Ολάντ και η Μέρκελ είναι ένας ευφημισμός. Η επανενεργοποίηση ενός φεντεραλιστικού σχεδίου αποτελεί σε κάθε περίπτωση έναν εντελώς ασαφή ορίζοντα όσο δεν έχουμε ξεκαθαρίσει σε τι ακριβώς θα μπορούσε να συνίσταται και όσο δεν θα έχουμε μπει στον κόπο να εξετάσουμε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες κάτι τέτοιο θα γινόταν εφικτό. Θα έπρεπε καταρχάς να ζητήσουμε από όσους επιθυμούν να προοδεύσει το φεντεραλιστικό σχέδιο να μας περιγράψουν ποιο θαύμα θα μπορούσε να κάνει την Γερμανία να αποδεχθεί να ξαναμπούν στον κύκλο της δημοκρατικής διαβούλευσης όλα τα ζητήματα τα οποία προσπάθησε μεθοδικά όλον αυτόν τον καιρό να αποκλείσει από τη δημόσια συζήτηση. Στη συνέχεια, να τους ρωτήσουμε εάν κατά τη γνώμη τους μπορεί να αποτελέσει ένα « δημοκρατικό άλμα » [4] ένας φεντεραλισμός στον οποίο θα εξακολουθεί να απαγορεύεται με συνταγματικό τρόπο η συζήτηση για όλα τα παραπάνω ζητήματα.
Ωστόσο, απλά και μόνο για τη χαρά που προσφέρει η δημιουργία θεωρητικών κατασκευών, ας τους κάνουμε τη χάρη να πιστέψουμε στην εξής υπόθεση : υπάρχει μια ευρωπαϊκή φεντεραλιστική δημοκρατία, άψογα εξοπλισμένη, η οποία διαθέτει μια νομοθετική εξουσία αντάξια του ονόματός της –προφανώς αποτελούμενη από δύο νομοθετικά σώματα- η οποία διαθέτει όλες τις αρμοδιότητες και εκλέγεται με καθολική ψηφοφορία, όπως εξάλλου και η ευρωπαϊκή εκτελεστική εξουσία (της οποίας την μορφή δεν γνωρίζουμε βέβαια ακόμα). Τότε, θα ετίθετο το εξής ερώτημα σε όλους όσους ονειρεύονται με αυτόν τον τρόπο να « αλλάξουν την Ευρώπη για να ξεπεράσουν την κρίση [5] » : φαντάζονται ότι η Γερμανία θα υποταχτεί στον κανόνα της λήψης των αποφάσεων από την πλειοψηφία εάν τύχαινε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο –το οποίο θα εξέφραζε την λαϊκή κυριαρχία- να αποφασίσει ότι θα ελέγξει την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ή ότι θα καταργήσει το πλαφόν που έχει τεθεί στα δημοσιονομικά ελλείμματα ; Για να έχουμε μια γενικότερη ιδέα για την εμβέλεια αυτού του επιχειρήματος, ας προσθέσουμε ότι ελπίζουμε ότι την ίδια αρνητική απάντηση θα έδινε και η Γαλλία εάν η ευρωπαϊκή πλειοψηφία της επέβαλε την πλήρη ιδιωτικοποίηση της [6] κοινωνικής της ασφάλισης. Αλήθεια, τι θα είχαμε ακούσει εμείς οι Γάλλοι εάν είχαμε επιβάλλει στην Ευρώπη το μοντέλο της δικής μας κοινωνικής ασφάλισης μετατρέποντάς το ζήτημα σε τελεσίγραφο, ακριβώς όπως έπραξε η Γερμανία επιβάλλοντας τη δική της νομισματική τάξη ;
Θα πρέπει συνεπώς οι αρχιτέκτονες του φεντεραλισμού να αντιληφθούν τελικά ότι η δημοκρατία δεν εξαντλείται μονάχα στην τυπική της μορφή και ότι δεν υπάρχει ζωντανή δημοκρατία –ούτε εξάλλου κι εφικτή- η οποία να μη στηρίζεται σε ένα υπόβαθρο συλλογικών συναισθημάτων, τα οποία είναι και τα μόνα το οποία δύνανται να εξασφαλίσουν τη συναίνεση της μειοψηφίας στον νόμο της πλειοψηφίας. Γιατί, σε τελική ανάλυση, αυτό ακριβώς είναι η δημοκρατία : η διαβούλευση και ο νόμος της πλειοψηφίας. Όμως, αυτό ακριβώς το είδος των πραγμάτων αδυνατούν να δουν τα ανώτατα κρατικά στελέχη –ή οι οικονομολόγοι- οι οποίοι, αν και στερούνται της παραμικρής πολιτικής κουλτούρας, αποτελούν τον κύριο κορμό του εθνικού και του ευρωπαϊκού πολιτικού προσωπικού. Σε αυτή τη διανοητική ανεπάρκεια οφείλονται τα θεσμικά τερατουργήματα με τα οποία βρισκόμαστε τακτικά αντιμέτωποι και τα οποία αγνοούν την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Έτσι, απ’ ό,τι φαίνεται, το « δημοκρατικό άλμα » δεν συνειδητοποιεί διόλου τις ψυχολογικές και συναισθηματικές προϋποθέσεις που καθιστούν εφικτή τη Δημοκρατία, ούτε και τη δυσκολία της εκπλήρωσής τους μέσα σε ένα πολυεθνικό πλαίσιο.
Αφού υπενθυμίσουμε ότι, αντίθετα, η επιστροφή στα εθνικά νομίσματα πληρεί όλες αυτές τις προϋποθέσεις και είναι δυνατόν να εφαρμοστεί στην πράξη υπό τον όρο ότι θα συνοδευτεί από όλα τα παράπλευρα μέτρα τα οποία θα πρέπει να ληφθούν για να εξασφαλιστεί η επιτυχία του στόχου (κυρίως τον έλεγχο της ροής των κεφαλαίων [7]), μπορούμε να μην εγκαταλείψουμε εντελώς την ιδέα να κάνουμε κάτι σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Όχι βέβαια ένα ενιαίο νόμισμα, δεδομένου ότι κάτι τέτοιο προϋποθέτει ένα αυθεντικό πολιτικό οικοδόμημα, το οποίο για την ώρα είναι πέρα από τις δυνατότητές μας. Αντίθετα, ένα κοινό νόμισμα, αυτό μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο μελέτης ! Πόσω μάλλον που τα εύστοχα επιχειρήματα για μια κάποια μορφή ευρωπαϊσμού παραμένουν, υπό την επιφύλαξη βέβαια ότι τα μειονεκτήματα δεν θα είναι περισσότερα από τα πλεονεκτήματα…
Ωστόσο, το ισοζύγιο ξαναγίνεται επιτέλους θετικό εάν, αντί για ένα ενιαίο νόμισμα, σκεφθούμε ένα κοινό νόμισμα, δηλαδή ένα ευρώ το οποίο θα διαθέτει εθνικούς εκπροσώπους : ευρωφράγκο, ευρωπεσέτα, κλπ. Οι εθνικές ονομασίες του ευρώ δεν θα είναι άμεσα μετατρέψιμες στο εξωτερικό (σε δολάρια, σε γιουάν, κλπ.), ούτε και μεταξύ τους. Όλες οι μετατρεψιμότητες, εξωτερικές και εσωτερικές, θα περνάνε από μια καινούρια ΕΚΤ η οποία κατά κάποιο τρόπο θα εκτελεί χρέη ανταλλακτηρίου συναλλάγματος αλλά δεν θα διαθέτει την παραμικρή εξουσία για τη χάραξη νομισματικής πολιτικής. Η συγκεκριμένη εξουσία θα επανέλθει στις εθνικές κεντρικές τράπεζες. Μάλιστα, θα εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια των κυβερνήσεων να αποφασίσουν εάν θα ξαναπάρουν στα χέρια τους τον έλεγχο αυτών των ιδρυμάτων.
Εξωτερική μετατρεψιμότητα θα διαθέτει μονάχα το ευρώ και αυτή θα πραγματοποιείται κλασικά στις διεθνείς αγορές συναλλάγματος -συνεπώς με κυμαινόμενες ισοτιμίες- αλλά διά μέσου της ΕΚΤ η οποία και θα είναι ο μοναδικός παρεμβαίνων σε αυτές για λογαριασμό των Ευρωπαίων (δημόσιων φορέων ή ιδιωτών). Αντίθετα, η εσωτερική μετατρεψιμότητα, η μετατρεψιμότητα των εθνικών εκπροσώπων του ευρώ αναμεταξύ τους, θα πραγματοποιείται μονάχα στο γκισέ της ΕΚΤ, σε σταθερές ισοτιμίες, οι οποίες θα καθορίζονται σε πολιτικό επίπεδο.
Ανάκτηση της νομισματικής κυριαρχίας
Να ‘μαστε λοιπόν : απαλλαγήκαμε από τις ενδοευρωπαϊκές αγορές συναλλάγματος οι οποίες αποτελούσαν μόνιμες εστίες νομισματικών κρίσεων την εποχή του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος [8], ενώ είμαστε προστατευμένοι από τις εκτός Ευρώπης αγορές συναλλάγματος χάρη στο ευρώ. Αυτή ακριβώς η διπλή του ιδιότητα αποτελεί την δύναμη του κοινού νομίσματος.
Δεδομένου ότι έχει διαλυθεί η φαντασίωση της « αυτόματης » σύγκλισης των ευρωπαϊκών οικονομιών, γνωρίζουμε ότι ορισμένες οικονομίες χρειάζονται την υποτίμηση του νομίσματός τους. Μάλιστα, αυτή η ανάγκη εντείνεται εξ αιτίας της κρίσης. Ωστόσο, το σύστημα της εσωτερικής μετατρεψιμότητας του κοινού νομίσματος διαθέτει το τεράστιο πλεονέκτημα ότι καθιστά και πάλι δυνατές τις υποτιμήσεις, και μάλιστα μέσα σε απόλυτη ηρεμία. Η εμπειρία των δεκαετιών του 1980 και του 1990 ήταν αρκετή για να αποδειχθεί ότι ήταν αδύνατον να υπάρξει συντεταγμένη αναπροσαρμογή της συναλλαγματικής ισοτιμίας κάτω από τα πυρά των αποχαλινωμένων χρηματαγορών οι οποίες είχαν εντελώς απελευθερωθεί. Έτσι, η εσωτερική ηρεμία μιας ευρωπαϊκής νομισματικής ζώνης η οποία θα έχει απαλλαγεί από την μάστιγα αυτών των αγορών συναλλάγματος θα καταστήσει δυνατή την υποτίμηση μέσα από διαδικασίες οι οποίες θα έχουν εξολοκλήρου πολιτικό χαρακτήρα : ο νέος πίνακας ισοτιμιών θα συμφωνείται μέσα από μια διακρατική διαπραγμάτευση.
Κι όχι μόνο των υποτιμήσεων ! Γιατί αυτό το νέο σύνολο θα μπορούσε να λάβει την μορφή του International Clearing Union που είχε προτείνει ο Τζον Μέιναρντ Κέινς το 1944 : το συγκεκριμένο σύστημα, εκτός από τη δυνατότητα υποτίμησης που προσέφερε στις χώρες με μεγάλα ελλείμματα στο εμπορικό τους ισοζύγιο, προέβλεπε επίσης και τον εξαναγκασμό σε ανατίμηση του νομίσματός τους για τις χώρες με μεγάλα πλεονάσματα. Μέσα σε ένα παρόμοιο σύστημα, το οποίο θα επέβαλε σταδιακές ανατιμήσεις του νομίσματος μέσα από μια σειρά ορίων πλεονάσματος (για παράδειγμα αντίστοιχων στο 4% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος και, στη συνέχεια, στο 6%), η Γερμανία θα έπρεπε προ πολλού να είχε υποχρεωθεί στην ανατίμηση του ευρωμάρκου της, και συνεπώς, για να στηρίξει τη ζήτηση μέσα στη ζώνη του ευρώ, να συμμετάσχει στη μείωση των εσωτερικών ανισορροπιών της Ευρώπης. Με αυτόν τον τρόπο, παρόμοιοι κανόνες αναπροσαρμογής των ισοτιμιών θα υποκαταστήσουν στη διαπραγμάτευση την –εύκολα προβλέψιμη- απροθυμία των χωρών με τα υψηλά πλεονάσματα…
Μόλις ακουστεί η λέξη « υποτίμηση », οι νεοφιλελεύθεροι ιεροκήρυκες θα αρχίσουν να ουρλιάζουν : «αναποτελεσματικότητα » ! Βέβαια, όσον αφορά την υποτίμηση, η συνέπεια δεν είναι δα και το φόρτε τους. Γιατί αυτοί οι ίδιοι δεν παύουν να συνιστούν την υποτίμηση ! Με τη μόνη διαφορά ότι, αντί για την εξωτερική υποτίμηση (της συναλλαγματικής ισοτιμίας), συνηγορούν υπέρ μιας εσωτερικής υποτίμησης, της υποτίμησης των μισθών και της αύξησης της ανεργίας η οποία ασκεί πιέσεις για ακόμα μεγαλύτερη μείωση των μισθών. Αν η Γερμανία εγκατέλειπε το ευρώ για να το παίξει μοναχικός καβαλάρης, θα το διαπίστωνε πολύ γρήγορα, καθώς θα έβλεπε μια ολόκληρη δεκαετία περιοριστικής μισθολογικής πολιτικής να ακυρώνεται από την ανατίμηση του « νέου μάρκου » μέσα σε μόλις δύο ημέρες…
Όσο για το ενδεχόμενο της έξαρσης του πληθωρισμού, το οποίο απαιτεί από εμάς να προτιμήσουμε την λύση της εσωτερικής υποτίμησης, δεν συνιστά πραγματική απειλή σε μια συγκυρία όπου η μεγαλύτερη απειλή συνίσταται στον αποπληθωρισμό (στην πτώση του γενικού επιπέδου των τιμών) ο οποίος αποτελεί μια απειλή τουλάχιστον εξίσου σημαντική. Μάλιστα, για την αντιμετώπισή του απαιτείται η αναζωπύρωση του πληθωρισμού, η οποία μπορεί επιπλέον να συμβάλλει και στην ελάφρυνση του πραγματικού βάρους του χρέους.
Όμως, όσον αφορά αυτήν την πραγματική ελάφρυνση του δημόσιου χρέους, δεν θα ακυρωνόταν άραγε από το γεγονός ότι ακριβαίνει ισόποσα το εξωτερικό μας χρέος λόγω ακριβώς αυτής της υποτίμησης ; Μια υποτίμηση κατά 10% ως προς το δολάριο, σημαίνει ότι αυξάνεται αυτόματα κατά 10% το χρέος μας το οποίο έχει συναφθεί σε δολάρια. Με τη μόνη διαφορά ότι, όπως απέδειξε ο Ζακ Σαπίρ [9], στην περίπτωση της Γαλλίας, το 85% του γαλλικού χρέους υπόκειται στο γαλλικό δίκαιο και θα ήταν διατυπωμένο σε ευρωφράγκα : συνεπώς, μια υποτίμηση δεν θα είχε καμία επίπτωση σε αυτό.
Σε κάθε περίπτωση, το διακύβευμα ενός κοινού νομίσματος υπερβαίνει κατά πολύ την απλή δυνατότητα της υποτίμησης, για την οποία μπορούμε να υποστηρίξουμε –ιδιαίτερα στη συγκεκριμένη συγκυρία- ότι, ναι μεν εξασφαλίζει μια ζωτικής σημασίας ελευθερία κινήσεων, χωρίς ωστόσο και να αποτελεί μια οικουμενικής εμβέλειας λύση. Η εγκατάλειψη του σημερινού ευρώ αποτελεί οπωσδήποτε πολύ λιγότερο μακροοικονομικό ζήτημα και πολύ περισσότερο συμμόρφωση με την βασική επιταγή της δημοκρατίας που ονομάζεται « λαϊκή κυριαρχία ».
Δεδομένου ότι οι συναισθηματικές προϋποθέσεις για την επίτευξη αυτής της λαϊκής κυριαρχίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο δεν υφίστανται στο άμεσο μέλλον και παραμένουν μια μακρινή υπόθεση, ο ρεαλισμός επιτάσσει να περιορίσουμε τις προσδοκίες όσον αφορά στην « ευρωπαϊκή φιλοδοξία », χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει και ότι θα την εγκαταλείψουμε εντελώς. Για παράδειγμα, θα έπρεπε να συνεχιστεί με τον μεγαλύτερο δυνατό δυναμισμό σε όλους τους υπόλοιπους τομείς πέραν της οικονομίας, χωρίς να υποκύπτει στον πειρασμό της « εθνικής αναδίπλωσης ». Όσο για την καθαρά οικονομική φιλοδοξία, το ζητούμενο είναι με ποιον αυτή θα συνεχιστεί. Το σίγουρο είναι ότι αποκλείεται να συνεχιστεί σε επίπεδο 27 –ή και 17- κρατών. Θα έλεγε κανείς ότι αυτοί οι αριθμοί επιλέγησαν για να είναι εγγυημένο το χείριστο δυνατό αποτέλεσμα ! Το κριτήριο θα πρέπει να είναι οι αντικειμενικοί συσχετισμοί συμβατότητας, με τους οποίους θα εξασφαλίζεται μια ελάχιστη ομοιογένεια μορφών ζωής –ίδιες ή παραπλήσιες ιδέες όσον αφορά το κοινωνικό μοντέλο ή το ενδιαφέρον για το περιβάλλον, κλπ.- ενώ ταυτόχρονα θα πρέπει να έχει προηγηθεί και μια συμφωνία πάνω στις σημαντικές αρχές της οικονομικής πολιτικής. Πιθανότατα, στη φάση του ξεκινήματος, η συνοχή μπορεί να εξασφαλιστεί με έναν μικρό αριθμό κρατών. Κι είναι αλήθεια ότι η συνοχή μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να μετρηθεί με τη βοήθεια ορισμένων δεικτών. Όχι βέβαια εκείνων που προέβλεπε η συνθήκη του Μάαστριχτ…
Εάν για παράδειγμα το ζητούμενο είναι η δημιουργία μιας μεγάλης αγοράς ως αποτέλεσμα του κοινού νομίσματος, θα μπορούσαν να ενταχθούν σε αυτήν μονάχα κοινωνίες που διαθέτουν παρόμοια κοινωνικά και παραγωγικά μοντέλα και, συνεπώς, παραπλήσιες δομές κόστους. Σε αυτήν την νέα νομισματική και οικονομική Ευρώπη θα μπορούσαν να ενταχθούν μονάχα χώρες στις οποίες ο μέσος –ή ο ελάχιστος- μισθός δεν είναι κατώτερος του 75% (ή ενός άλλου ποσοστού) των αντίστοιχων μισθών στα υπόλοιπα κράτη μέλη. Κι αυτή η ριζική αναμόρφωση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος θα μπορούσε να αποτελέσει την ευκαιρία για να ξεμπερδεύουμε, τόσο με το παραλήρημα της νομισματικής και χρηματοοικονομικής ορθοδοξίας της γενικευμένης δομικής αναδιάρθρωσης, όσο και με την κατάρα του « ανόθευτου » και « δίχως στρεβλώσεις ανταγωνισμού », ο οποίος τόσο καλά βολεύεται με ένα σωρό δομικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές στρεβλώσεις και αποσκοπεί στο να τις εντείνει με τον πλέον βίαιο τρόπο.
Σε αυτό το σημείο επανερχόμαστε στον αρχικό συλλογισμό : στην ιδέα ότι το πέρασμα από το σημερινό ευρώ σε ένα αλλαγμένο, προοδευτικό ευρώ, είναι ένα απατηλό όνειρο. Εάν ο τρόπος της οικοδόμησής του οδηγεί σε ένα προοδευτικό ευρώ, οι χρηματαγορές που έχουν σήμερα συγκεντρώσει στα χέρια τους όλες τις εξουσίες θα εμποδίσουν την έλευσή του. Συνεπώς, οι εναλλακτικές λύσεις είναι οι ακόλουθες : από τη μια πλευρά, το οριστικό βάλτωμα μέσα στο νεοφιλελεύθερο ευρώ στο οποίο μπορούν να υπάρξουν κάποιες βελτιώσεις με τη βοήθεια δευτεροκλασάτων ευρημάτων όπως η « οικονομική διακυβέρνηση » ή τα ευρωομόλογα, αναποτελεσματικά έμπλαστρα που δεν συνεπάγονται καμιά αλλαγή στη βαθιά λογική της δημοκρατικής αφαίρεσης. Από την άλλη, η κατά μέτωπο αντιπαράθεση με τον χρηματοοικονομικό τομέα, ο οποίος σίγουρα θα νικήσει και αμέσως μετά… θα χάσει τα πάντα, καθώς η « νίκη » του θα καταστρέψει το ευρώ και θα δημιουργήσει ακριβώς τις συνθήκες μιας ανοικοδόμησης του οικονομικού τοπίου, από την οποία αυτή τη φορά οι χρηματαγορές θα είναι αποκλεισμένες !
Ωστόσο, είναι απόλυτα βέβαιο ότι, καθώς η επιστροφή στα εθνικά νομίσματα θα εμφανιστεί ως μια αποτυχία, θα δημιουργήσει μια πολιτική κατάθλιψη η οποία για ένα χρονικό διάστημα θα έχει αρνητικές επιπτώσεις για κάθε πρόγραμμα ευρωπαϊκής ανάκαμψης. Γι’ αυτόν τον λόγο, δεδομένου ότι δεν αλλάζουν οι συνθήκες, η δυνατότητα να υπάρξει παρόμοια μακροπρόθεσμη ανάκαμψη εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τον τρόπο με τον οποίο θα βγούμε από το ευρώ. Συνεπώς, η συσσώρευση ευρωπαϊκής πολιτικής ενέργειας που θα μας βοηθήσει να διασχίσουμε την περίοδο των εθνικών νομισμάτων προϋποθέτει να επιλέξουμε να « πέσουμε στο κοινό νόμισμα », δηλαδή να προκαλέσουμε την ομοβροντία των αγορών εξαγγέλλοντας αυτό ακριβώς το πρόγραμμα, προβάλλοντάς το με αποφασιστικότητα ως την προοπτική μιας πολιτικής βούλησης ενός ορισμένου αριθμού ευρωπαϊκών χωρών, αντί να προβάλλουμε σε αυτήν την αντιπαράθεση ως μόνη διέξοδο την επιστροφή στα εθνικά νομίσματα. Εάν λοιπόν δεν αποφύγουμε το ενδεχόμενο της επιστροφής στα εθνικά νομίσματα, ο τρόπος με τον οποίο θα επιστρέψουμε σε αυτά καθορίζει και τη δυνατότητα μιας επανεκκίνησης για να ξεφύγουμε από αυτά !
Σε κάθε περίπτωση -εκτός κι αν έχουμε πλήρως αναισθητοποιηθεί μέσα στο αντικοινωνικό ευρώ- θα επιστρέψουμε στα εθνικά νομίσματα. Αυτό είναι το τίμημα που καλείται να πληρώσει ένα οικοδόμημα το οποίο είναι ανίκανο να εξελιχθεί επειδή στέρησε από τον εαυτό του ακόμα και τον παραμικρό βαθμό ελευθερίας. Η μόνη επιλογή που έχουν τα υπερβολικά άκαμπτα οικοδομήματα είναι να αντέχουν για όσο χρονικό διάστημα δεν βρίσκονται αντιμέτωπα με υπερβολικά ισχυρά εξωτερικά σοκ, ή να διαλύονται. Αντίθετα, δεν έχουν την δυνατότητα να προσαρμόζονται.
Να χτυπήσουμε στην καρδιά του οικοδομήματος
Ο ευρωπαϊσμός θα διαμαρτυρηθεί ότι, αντίθετα, η πολυαγαπημένη του Ευρώπη δεν παύει να προοδεύει : Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας (EFSF), Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM), επαναγορά τίτλων του κρατικού χρέους από την ΕΚΤ, τραπεζική ένωση. Θα υποστηριχθεί ότι τα μέτρα αυτά αποτελούν πρόοδο –η οποία είναι αλήθεια, βέβαια, ότι επιτεύχθηκε με μεγάλο κόπο- απόλυτα υπαρκτή. Δυστυχώς, κι αυτό δεν αποτελεί έκπληξη για κανέναν, κανένα από τα μέτρα αυτά δεν στοχεύει την καρδιά του οικοδομήματος, τον σκληρό πυρήνα από τον οποίο πηγάζουν όλα τα αντιδημοκρατικά φαινόμενα, καθώς κι εκείνα που οδηγούν στον αποπληθωρισμό : υποβολή προς έγκριση των οικονομικών πολιτικών στις αγορές, ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας, αντιπληθωριστικές έμμονες ιδέες, αυτόματη προσαρμογή των ελλειμμάτων, άρνηση να εξεταστεί το ενδεχόμενο της χρηματοδότησης του χρέους με την έκδοση χρήματος. Έτσι, όποια πρόοδος επιτυγχάνεται, παραμένει περιφερειακή βελτίωση, μπάλωμα σε ταλαιπωρημένη σαμπρέλα. Καλείται να αντιμετωπίσει, όσο αυτό είναι δυνατόν, τις καταστροφικές συνέπειες τις οποίες η γρανιτένια « καρδιά » του οικοδομήματος συνεχίζει να παράγει, και θα συνεχίζει να παράγει όσο θεωρείται ιερή κι απαραβίαστη. Συνεπώς, η Ευρώπη επιμένει προσπαθώντας να μπαλώσει τις τρύπες που ανοίγουν οι συνέπειες των φαινομένων, χωρίς ποτέ να έχει την βούληση να αντιμετωπίσει τις πραγματικές τους αιτίες. Ανίκανη να προβεί στην παραμικρή ουσιαστική αναθεώρηση και χωρίς να συνειδητοποιεί ότι η διάλυση είναι το μοναδικό πεπρωμένο που έχει επιλέξει.
P.-S.
Πως θα λειτουργεί η μετατρεψιμότητα
Ας υποθέσουμε ότι μια ισπανική εταιρεία πρέπει να πληρώσει ένα συμβόλαιο σε μια γαλλική εταιρεία. Θα πρέπει να απευθυνθεί στη Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα –στο δίκτυο των υποκαταστημάτων της ή μέσω απλών τραπεζών που θα την εκπροσωπούν- για να μετατρέψει τις ευρω-πεσέτες της σε ευρω-φράγκα με τη σταθερή ισοτιμία.
Αν μια αμερικανική εταιρεία επιθυμεί να πληρώσει κάτι στη Γαλλία, θα πρέπει ν’ αγοράσει ευρώ σε εξωτερικές αγορές συναλλάγματος και με κυμαινόμενη ισοτιμία και κατόπιν να απευθυνθεί στην ΕΚΤ για ν’ αλλάξει τα ευρώ της με ευρω-φράγκα (με τη σταθερή εσωτερική ισοτιμία ευρώ/ευρω-φράγκου).
Αν το ευρω-φράγκο υποτιμηθεί κατά 5% σε σχέση με το ευρώ, υποτιμάται και κατά 5% έναντι όλων των άλλων ευρώ- και του δολαρίου. Μια γαλλική εταιρεία θα χρεωνόταν αυτό το 5% στην ανταλλαγή της με την ΕΚΤ για να πληρώσει κάτι σε ευρω-λίρες ή σε δολάρια.
Notes
[1] Βλέπε Francois Denord και Antoine Schwartz, « Dès les années 1950, un parfum d’oligarchie », Le Monde diplomatique, Ιούνιος 2009.
[2] (ΣτΜ) Στη γαλλική γλώσσα, η κυριαρχία είναι souveraineté, ενώ αυτές οι ιδέες εκφράζονται από τη λέξη souverainisme.
[3] (ΣτΜ) Στο οποίο υπερίσχυσε με ξεκάθαρη πλειοψηφία το « ΟΧΙ », παρά το γεγονός ότι η Δεξιά και το Σοσιαλιστικό Κόμμα είχαν ταχθεί υπέρ του « ΝΑΙ ».
[4] Βλέπε Serge Halimi, « Fédéralisme à marche forcée », Le Monde Diplomatique, Ιούλιος 2012, http://www.monde-diplomatique.fr/2012/07/HALIMI/47929.
[5] Thomas Picketty, « Changer d’Europe pour surmonter la crise », Libération, Παρίσι, 17 Ιουνίου 2013.
[6] (ΣτΜ) Εξαιρετικά γενναιόδωρης σε σχέση με τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες.
[7] Για παράδειγμα, θέτοντας περιορισμούς και ποσοστώσεις - ακόμα και απαγορεύοντας ορισμένες χρηματοοικονομικές πράξεις.
[8] Το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα (1979-1993) ήταν ένα σύστημα σταθερών ισοτιμιών οι οποίες ωστόσο συνοδεύονταν από ένα περιθώριο διακύμανσης γύρω από μια κεντρική ισοτιμία, της τάξης του 2,25%. H δυσκολία της διατήρησης της κεντρικής ισοτομιίας μέσα σε καθεστώς ελευθερίας της κίνησης των κεφαλαίων οδήγησε το ΕΝΣ σε επαναλαμβανόμενες κρίσεις.
[9] Jacques Sapir, « Quand la mauvaise foi tremplace l’économie : le PCF et le mythe de “l’autre euro” » RussEurope, 16 Ιουνίου 2013, http://russeurope.hypotheses.org/1381.