Τρίτη 6 Αυγούστου 2013

Ένα ενδιαφέρον άρθρο για τη «γεροντική φτώχεια» στην πλούσια Γερμανία


«Γεροντική φτώχεια» στην πλούσια Γερμανία
Του Παναγή Γαλιατσάτου
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr/)
Αν κάποια χώρα της Ευρώπης έχει δημογραφικό πρόβλημα, αυτή είναι η Γερμανία. Οι επίσημες στατιστικές καταγράφουν 8 γεννήσεις ανά 1.000 κατοίκους, έναν αριθμό ίσο με της Ιαπωνίας, και μικρότερο από όλες τις βιομηχανικές χώρες.
Ο πληθυσμός έχει ήδη αρχίσει να μειώνεται: Από τα 82 εκατομμύρια το έτος 2000, υποχώρησε στα 80,3 εκατομμύρια, σύμφωνα με την απογραφή του 2011.
Αυτός ο πληθυσμός γερνάει. Σε σχέση με τον οικονομικά ενεργό πληθυσμό, το ποσοστό των συνταξιούχων ανερχόταν το 2005 στο 32%. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς των Γερμανών, αυτή η σχέση θα επιδεινωθεί ακόμα περισσότερο στο μέλλον, φτάνοντας το 50% το 2030 και το 65% μετά το 2050.
Η αρνητική δημογραφική εξέλιξη αναμένεται να έχει σοβαρότατες επιπτώσεις στο γερμανικό ασφαλιστικό σύστημα, το οποίο λειτουργεί στη βάση της αλληλεγγύης των γενεών. Μετά τη μεταρρύθμιση του 1957, το σύστημα βασίζεται στη μεταφορά εισοδήματος από τον οικονομικά ενεργό πληθυσμό (μέσω των εισφορών στο ασφαλιστικό σύστημα) στους συνταξιούχους. Οι εισφορές αυτές παρακρατούνται από τον μισθό και διανέμονται στη συνέχεια στους δικαιούχους σύνταξης, ανάλογα με τα δικαιώματα που έχει κατοχυρώσει ο καθένας. Η σύνταξη είναι δυναμική, το ύψος της είναι απευθείας συνδεδεμένο με την εξέλιξη του μισθού.
Χωρίς αποθεματικά
Το σύστημα μετατρέπει όλες τις εισφορές σε συντάξεις (Umlageverfahren) και δεν δημιουργεί αποθεματικά. Στη γερμανική αντίληψη για την κοινωνική πολιτική άλλωστε, η έννοια της «αποταμίευσης» σε επίπεδο εθνικής οικονομίας δεν υπάρχει. Μόνο οι εργαζόμενοι μπορούν να παράσχουν στους συνταξιούχους τα προϊόντα και τις απολαβές που χρειάζονται. Αν αυτός ο πληθυσμός ή η παραγωγή μειωθεί, τότε στο αποθεματοποιημένο κεφάλαιο θα αντιστοιχούν λιγότερα προϊόντα, με αποτέλεσμα αυτό να απαξιωθεί, καθώς λόγω πληθωρισμού οι τιμές και οι μισθοί θα ανεβαίνουν.
Για μια χώρα που βίωσε από το 1914 ώς το 1945 την καταστροφή του συσσωρευμένου κεφαλαίου ενός ασφαλιστικού συστήματος βασισμένου στην αποθεματοποίηση λόγω του υπερπληθωρισμού και των δύο πολέμων, αυτή η αντίληψη δεν είναι παράξενη. Το σύστημα, ωστόσο, προϋποθέτει πάντα μια γενιά εργαζομένων, η οποία παράγει αρκετό πλούτο για να πληρώνει τις συντάξεις της προηγούμενης.
Η αρνητική δημογραφική εξέλιξη και οι επιπτώσεις της στο ασφαλιστικό σύστημα είχαν αρχίσει να διαφαίνονται ήδη από το τέλος της δεκαετίας του ’70. Από τότε χρονολογείται και η σχετική δημόσια συζήτηση στη Γερμανία. Οπως ήταν αναμενόμενο για μια εξαγωγική χώρα, η αφορμή ήταν το ύψος των ασφαλιστικών εισφορών, που επηρεάζουν άμεσα το μοναδιαίο κόστος εργασίας. Αυτές είχαν οριστεί στο 14% του μισθού το 1957 και έφτασαν λόγω των αναγκών του συστήματος το 18% το 1980. Η βιομηχανία άσκησε μεγάλη πίεση, ώστε να μην ξεπεράσουν το 20% και τα κατάφερε – σήμερα βρίσκονται στο 18,9%.
Τις προηγούμενες δεκαετίες οι εισφορές παρέμεναν σταθερές, οι εργαζόμενοι περίπου επίσης (χάρις στα μεταναστευτικά κύματα, τα οποία στη διάρκεια του χρόνου ωστόσο αποδείχτηκαν ασφαλιστικά ουδέτερα), οι συνταξιούχοι όμως γίνονταν περισσότεροι και μακροβιότεροι. Το σύστημα χρειάστηκε να επιδοτηθεί και από τον προϋπολογισμό. Η επιδότηση ανέρχεται σήμερα στα 40 δισ. ευρώ περίπου, στο 20% των παροχών.
Το 1992, η κυβέρνηση Κολ έκανε το πρώτο βήμα μείωσης των συντάξεων, αποσυνδέοντας το ύψος της σύνταξης από τον μεικτό μισθό, και υπολογίζοντάς την με βάση τον καθαρό. To 2004, η κυβέρνηση Σρέντερ εισήγαγε τον λεγόμενο παράγοντα «αειφορίας», με στόχο να διασφαλίσει ότι η εξέλιξη του ύψους των συντάξεων θα παραμείνει κατά 14% χαμηλότερη από ό,τι εκείνη των μισθών στην περίοδο ώς το 2030. Το 2006, η κυβέρνηση Μέρκελ, βλέποντας ότι αυτά δεν αρκούν, αύξησε το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης από τα 65 στα 67 έτη. Το όριο για την καταβολή της ανώτατης σύνταξης αυξήθηκε στα 45 έτη εισφορών. Αξίζει να σημειωθεί ότι την ανώτατη σύνταξη, η οποία ανέρχεται στα 2.800 ευρώ μεικτά στα δυτικά κρατίδια (στα ανατολικά είναι 300 ευρώ χαμηλότερη), εισπράττουν στη Γερμανία, σύμφωνα με την Bild, έντεκα άνδρες και επτά γυναίκες.
Αποτέλεσμα όλων των προηγούμενων παρεμβάσεων ήταν ότι οι συντάξεις στη Γερμανία υποχώρησαν σημαντικά τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Η μέση σύνταξη στην πρώην Δυτική Γερμανία ανερχόταν το 2012 στα 1.056 ευρώ, στα πρώην ανατολικά κρατίδια στα 1.006 ευρώ. Το 72% των Γερμανών συνταξιούχων εισπράττει κάθε μήνα περίπου 1.000 ευρώ, υπάρχουν ωστόσο και 6 εκατ. συνταξιούχοι που εισπράττουν λιγότερα από 500 ευρώ.
Το ύψος της μέσης σύνταξης βρίσκεται λίγο πιο πάνω από το όριο της φτώχειας, το οποίο ανέρχεται για τη Γερμανία στα 930 ευρώ. Χονδρικά, το ύψος της σύνταξης που καταβάλλεται σήμερα αντιστοιχεί στο 51% του μέσου μισθού. Εως το 2030, ωστόσο, και λόγω της δημογραφικής εξέλιξης, αυτό το ποσοστό αναμένεται να υποχωρήσει στο 43%. Αυτό σημαίνει πως εργαζόμενοι με σημερινές αποδοχές περίπου στα 2.500 ευρώ μεικτά (δηλαδή περίπου το 1/3 του συνόλου) θα βρεθούν το 2030 με συντάξεις κάτω από το όριο της φτώχειας.
Επιδότηση των χαμηλών
Επόμενο είναι ότι το θέμα της διαφαινόμενης «γεροντικής φτώχειας» απασχολεί τη γερμανική πολιτική σκηνή –το θέμα το ανακίνησε η υπουργός Εργασίας Ούρσουλα φον ντερ Λέγιεν– και ότι θα βρεθεί στο επίκεντρο του προεκλογικού αγώνα ενόψει των εκλογών του Σεπτεμβρίου. Καθώς η αύξηση των εισφορών αποκλείεται και μια γενναία αύξηση των μισθών (που θα είχε ανοδική επίδραση στις συντάξεις) δεν φαίνεται πιθανή, αναζητούνται τρόποι επιδότησης των χαμηλών συντάξεων.
Η υπουργός προτείνει την επιδότηση των χαμηλών συντάξεων (από το καλάθι των εισφορών) μέχρι το ποσό των 850 ευρώ, υπό την προϋπόθεση ότι ο εργαζόμενος έχει πληρώσει εισφορές τουλάχιστον 35 χρόνια. Η Μέρκελ ωστόσο δεν έχει συμφωνήσει. Η καγκελάριος φαίνεται να προκρίνει την ιδιωτική αποταμίευση των εργαζομένων σε κάποιο ασφαλιστικό - συνταξιοδοτικό πρόγραμμα. Τέτοια προγράμματα στη Γερμανία εκπίπτουν από τη φορολογία έως και το 100%. Οι σοσιαλδημοκράτες συμφωνούν με τον στόχο των 850 ευρώ, θέλουν όμως να τον χρηματοδοτήσουν από τον προϋπολογισμό. Τάσσονται επίσης υπέρ της επέκτασης του θεσμού των εταιρικών συντάξεων, η χρηματοδότηση των οποίων ωστόσο σημαίνει αύξηση της εισφοράς των εργαζομένων.