Τρίτη 6 Αυγούστου 2013

Ένα ενδιαφέρον άρθρο για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις


Ο μακρύς δρόμος προς το κοινό συμφέρον
Tου Ιωάννη Ν. Γρηγοριάδη
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr/)
Δύο συναντήσεις κορυφής και τακτικές επαφές μεταξύ των υπουργών Εξωτερικών εντός επτά μηνών αποτελούν συγκομιδή διόλου ευκαταφρόνητη για τα δεδομένα των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Το ίδιο και η υπογραφή είκοσι πέντε διακρατικών συμφωνιών σε θέματα «χαμηλής πολιτικής». Μπορεί να μην υπήρξε πρόοδος στις μείζονες διαφορές μεταξύ των δύο κρατών· έγινε σαφές, ωστόσο, ότι η Τουρκία δεν φαίνεται διατεθειμένη να αποπειραθεί την εκμετάλλευση της παρούσης δυσμενούς για την Ελλάδα συγκυρίας για τη δημιουργία τετελεσμένων. Από την πλευρά της ούτε και η ελληνική κυβέρνηση δείχνει πρόθυμη να προβεί σε μονομερείς ενέργειες που θα λειτουργούσαν συσπειρωτικά στο εσωτερικό μέτωπο, αλλά θα οδηγούσαν αναπόφευκτα σε κρίση των διμερών σχέσεων. Δύο σημεία χρήζουν ιδιαίτερης μνείας:
Πρώτον, η επαναφορά της αρχής της αμοιβαιότητος στη συζήτηση περί των μειονοτικών δικαιωμάτων. Η αντίληψη ότι η υποχρέωση σεβασμού των μειονοτικών δικαιωμάτων τελεί υπό τη διαλυτική αίρεση του σεβασμού τους από την άλλη πλευρά είναι παλαιά, καλά ριζωμένη αλλά και αναχρονιστική. Δεν συνάδει ούτε με την αρχή του κράτους δικαίου, ούτε με διεθνείς συμβάσεις στις οποίες συμβαλλόμενα μέρη είναι και οι δύο χώρες. Η προσπάθεια συνδέσεως της επαναλειτουργίας της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης με την αναθεώρηση του προσφάτως ψηφισθέντος νόμου για τους θρησκευτικούς λειτουργούς της μειονότητος στη Θράκη είναι ενδεικτική αυτής της προσεγγίσεως. Το απαράδεκτο της διασυνδέσεως, ωστόσο, δεν αναιρεί την ουσία του προβλήματος εκπροσωπήσεως της μειονότητος στη διαδικασία. Οι δικαιολογημένες ανησυχίες για τη δράση ακραίων στοιχείων στη Θράκη οφείλουν να συμβιβασθούν με την ανάγκη πραγματικής εκπροσωπήσεως της μειονότητος στη διαδικασία επιλογής των θρησκευτικών λειτουργών της. Η επίκληση της απουσίας αντίστοιχης διαδικασίας στην Τουρκία δεν αποτελεί πειστικό επιχείρημα. Αντί να θέτει η Τουρκία τον πήχυ της προστασίας των μειονοτικών δικαιωμάτων στη Θράκη, θα μπορούσαν οι ελληνικές αρχές να διδαχθούν από την εμπειρία και τις πρακτικές σε κράτη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως με συμπαγείς μουσουλμανικούς πληθυσμούς.
Δεύτερον, η αναφορά του Τούρκου πρωθυπουργού Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στη λογική «παιγνίου θετικού αθροίσματος» (positive sum game) που πρέπει να διέπει την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Ο όρος είχε χρησιμοποιηθεί κατά κόρον από την τουρκική πλευρά και κατά τις διαπραγματεύσεις του Κυπριακού μεταξύ των ετών 2002 και 2004, σηματοδοτώντας τη στροφή της υπέρ μιας συμπεφωνημένης λύσεως του προβλήματος. Ο συγκερασμός και η σύγχρονη προαγωγή των συμφερόντων και των δύο κρατών, ωστόσο, δεν μπορούν παρά να γίνουν επί τη βάσει του διεθνούς δικαίου. Γι’ αυτό και η επίκληση από την Τουρκία της ανάγκης συμβιβαστικών λύσεων επ’ αμοιβαία ωφελεία χωρίς την υπογραφή της Διεθνούς Συμβάσεως του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θαλάσσης είναι αντιφατική και δεν αντέχει σε σοβαρή κριτική. Από την άλλη και η ελληνική κοινή γνώμη θα πρέπει να συμβιβασθεί με την ιδέα ότι το Αιγαίο δεν είναι ελληνική λίμνη, αλλά διεθνής θάλασσα στην οποία Ελλάς και Τουρκία έχουν κυριαρχικά δικαιώματα και έννομα συμφέροντα. Η προστασία και κατοχύρωση αυτών συνθέτουν και τον πυρήνα μιας δύσκολης αλλά αναγκαίας διαπραγματεύσεως και θα αποτελέσουν και τον βασικό άξονα μιας δικαστικής διευθετήσεως των διαφορών.
Ο δρόμος προς το κοινό συμφέρον Ελλάδος και Τουρκίας παραμένει μακρύς και δύσκολος. Αν και δεν πρέπει να αναμένονται άλματα στην πορεία, το κεκτημένο των τελευταίων ετών αποδεικνύεται ανθεκτικό σε εσωτερικές κρίσεις και αλλαγές κυβερνήσεων.

* Ο κ. Ιωάννης Ν. Γρηγοριάδης είναι επίκουρος καθηγητής του τμήματος Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Μπίλκεντ και επιστημονικός συνεργάτης του ΕΛΙΑΜΕΠ.