Δευτέρα 5 Αυγούστου 2013

'Ενα ενδιαφέρον ιστορικό άρθρο για την 4η Αυγούστου, τον I.Μεταξά και τους νέους κάπηλούς του


Η 4η Αυγούστου, ο Μεταξάς και οι νέοι κάπηλοί του
Για τους Ελληνες ο φασισμός και ο ναζισμός είναι μωρία, σύμφωνα με όσα γράφει τις τελευταίες μέρες της ζωής του
Του Μιχάλη Ν. Κατσιγερα
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr/)
Επέτειος σήμερα της 4ης Αυγούστου 1936 (και της άλλης, του 1789 βέβαια) και οι κάπηλοι του Ιωάννη Μεταξά βγήκαν στο μεϊντάνι να πουλήσουν την πραμάτεια τους.

Το καθεστώς που προέκυψε από το ανακτορικό πραξικόπημα της 4ης Αυγούστου 1936 ασφαλώς δεν ήταν ολοκληρωτικό, όπως το χιτλερικό και το σταλινικό. Αλλωστε ολοκληρωτικό χαρακτήρα δεν είχε ούτε καν το φασιστικό κράτος του Μουσολίνι στο απόγειό του, κι ας ήταν αυτός ο ίδιος που είχε επινοήσει τον όρο stato totalitario. Το καθεστώς της 4ης Αυγούστου ήταν μια συντηρητική δικτατορία του Βασιλέως Γεωργίου Β’. Η πολιτική διαχείρισή της είχε ανατεθεί στον παλαιόθεν αντικοινοβουλευτικό Μεταξά. Εναν στρατιωτικό ο οποίος, διαθέτοντας ως υπόβαθρο την παιδεία των μορφωμένων και ανοικτών στην Εσπερία Ελλήνων του μεταιχμίου του 19ου προς τον 20ό αιώνα ήταν προικισμένος με τον ρεαλισμό του επιτελικού αξιωματικού που τον είχε στερεώσει μέσα του η οδυνηρή επαλήθευση των αρνητικών εκτιμήσεών του για την τύχη της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Ακόμα, διέθετε οξύνοια πολιτική η οποία κατεφάνη το 1934 -και ενώ ακόμα τα σύννεφα του πολέμου δεν είχαν πυκνώσει πάνω από την Ευρώπη- με τη διατύπωση, από αυτόν τον δεδηλωμένο γερμανόφιλο, του δόγματος ότι η περιβαλλόμενη από θάλασσα και με χιλιάδες νησιά μεσογειακή Ελλάδα δεν θα ερχόταν σε αντίθεση με την τότε θαλασσοκράτειρα Μεγάλη Βρετανία. Μάλιστα έχοντας επίγνωση της σταθερά μικρής (περί το 3%) εκλογικής δύναμης του κομματιδίου του, των Ελευθεροφρόνων, κατάφερε, δύο χρόνια πριν από την διά της ψήφου της Βουλής ανάληψη της πρωθυπουργίας, να αναδειχθεί σε σημαντικό και πολιτικά υπολογίσιμο πλέον πόλο της πασχούσης από κρίση ηγεσίας Δεξιάς, ανοίγοντας σκληρό αρθρογραφικό πόλεμο από τις στήλες της «Καθημερινής» με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, για τις ευθύνες του στον Εθνικό Διχασμό, ο οποίος του απαντούσε από τις σελίδες του «Ελευθέρου Βήματος».
Η συντηρητική δικτατορία του Γεωργίου Β’
Ωστε λοιπόν ο Μεταξάς δεν ήταν ένας εξωθεσμικής προέλευσης δικτάτωρ, ούτε βεβαίως προερχόταν από έναν χώρο του τύπου της με έντονες κοινωνικές αναφορές γαλλικής επαναστατικής Δεξιάς, αν και παρά τις σπουδές του στη Γερμανία, φαίνεται πως η καλλιέργειά του ήταν περισσότερο γαλλική, αφού αν κανείς διατρέξει τον κατάλογο της βιβλιοθήκης του διαπιστώνει ότι τα γαλλικά βιβλία υπερτερούν σε αριθμό σαφώς των γερμανικών. Ηταν ένας συντηρητικός αντικοινοβουλευτικός ηγετικός παράγων προερχόμενος από τα σπλάχνα του αστικού καθεστώτος ο οποίος, καθώς μεταφορικά διψούσε -όπως ο ίδιος είχε γράψει παλαιότερα- για να πιει «ολίγον αίμα κοινοβουλευτικόν», ανέλαβε αυτός να καταστείλει το δυναμικά τότε αναπτυσσόμενο κομμουνιστικό κίνημα, στην αρχή υπό κοινοβουλευτικό καθεστώς με την αξιοποίηση του βενιζελικού ιδιωνύμου, και στη συνέχεια με το ανοιχτά αυταρχικό κράτος του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου το οποίο διέθετε, πριν καν ακόμα επιβληθεί, την υποστήριξη των μεγάλων τότε συγκροτημάτων του αστικού Τύπου. Βέβαια ως πραγματιστής πολιτικός περιόριζε τον αντικομμουνισμό του στο εσωτερικό της χώρας και δεν δίσταζε να καλύπτει πολιτικά και διπλωματικά, έναντι των αιτιάσεων του διεθνούς φασιστικού στρατοπέδου, εκείνους τους Ελληνες εφοπλιστές που τα καράβια τους μετέφεραν όπλα από την Σοβιετική Ενωση στους Δημοκρατικούς της Ισπανίας σπάζοντας το εμπάργκο.
Ο Μεταξάς γνώριζε πόσο επισφαλής σε σχέση με τις βουλές του ανθρώπου των Αγγλων, του Γεωργίου Β’, ήταν η θέση του ως πρωθυπουργού και αυτό καταφαίνεται σε αποκαλυπτικές εγγραφές στο «Προσωπικό του ημερολόγιο». Βεβαίως, προσπαθούσε να δημιουργήσει δικά του πολιτικά ερείσματα με τις συνεχείς του περιοδείες και τις δεκάδες δημόσιες ομιλίες του, γνωρίζοντας μέχρι πού μπορούσε να παίξει τα χαρτιά του.
Φασίζοντα στοιχεία
Από το αυταρχικό καθεστώς των Γεωργίου Β’ και Μεταξά δεν έλειπαν τα φασίζοντα στοιχεία. Αλλωστε τότε ακόμα, ο φασισμός και ο ναζισμός δεν είχαν ηττηθεί πολιτικά και στρατιωτικά και διατηρούσαν την αίγλη τους. Μάλιστα στην Ελλάδα, όπως και στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η ερωτοτροπία με τον φασισμό δεν ήταν προνόμιο παραγόντων της Δεξιάς. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του βενιζελογενούς στρατηγού Νικολάου Πλαστήρα ο οποίος, πριν από την 4η Αυγούστου, δεν απέκρυπτε, αλλά ομολογούσε δημόσια την επιθυμία επιλογής δικτατορικών συνταγών για την αντιμετώπιση της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής κρίσης που μάστιζε την αποδυναμωμένη από ποικίλους κινηματίες Δημοκρατία του 1924. Αν και το καθεστώς της 4ης Αυγούστου δεν είχε αποτολμήσει τη συγκρότηση μονοκομματικού κράτους (εγχείρημα μάλλον απαγορευμένο γιατί θα είχε ως επακόλουθο, εκ των πραγμάτων, και την αποδυνάμωση της κυριάρχου μετά την παλινόρθωση βασιλικής εξουσίας), εν τούτοις είχε σχηματισθεί η Εθνική Οργάνωσις Νεολαίας με βασιλικό της αντίβαρο το υπό την εποπτεία του Διαδόχου Παύλου Σώμα Ελλήνων Προσκόπων. Στολές, λιλιά, παράτες και φασιστικοί χαιρετισμοί μικρών παιδιών που πολλά από αυτά στην Κατοχή άλλαξαν την τεντωμένη παλάμη με τη γροθιά καθώς είχαν περάσει, ωθούμενα από το αιματηρό ρεύμα των καιρών, από την ΕΟΝ στην ΕΠΟΝ. Αυτά όμως στην επιφάνεια. Στο βάθος, το καθεστώς, ως μονάδα του διεθνούς συστήματος, ήταν ένας κρίκος στο γεωπολιτικό σύμπλεγμα της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, εν μέρει αδύναμος όσο ζούσε ο Μεταξάς και προσπαθούσε να ασκήσει μια πολιτική με επίφαση σχετικής ουδετερότητας, αλλά απολύτως δεδομένος μετά τον θάνατό του στις 28 Ιανουαρίου 1941.
Τρεις αποκαλυπτικές εγγραφές στο «Τετράδιο σκέψεων»
Στις 2 Ιανουαρίου, ο Μεταξάς, 22 ημέρες πριν πεθάνει, καταχωρίζει στο «Τετράδιο σκέψεών» του σε γλώσσα απλή, ζωντανή, τρεις διαδοχικές εγγραφές. Δύο λακωνικές, όπως οι αντίστοιχες του «Ημερολογίου» του και μία ασυνήθιστα (για τα χρόνια της πρωθυπουργίας του) εκτεταμένη.
Στην πρώτη, γράφει: «Μόνον ο κίνδυνος, ο μεγάλος, ο βαθύς, ο τρομερός, ανοίγει τα μάτια διάπλατα στην αλήθεια.» Η εγγραφή αυτή είναι προανάκρουσμα των όσων θα ακολουθήσουν.
Στην επόμενη, της ίδιας πάντα ημέρας, δίνει ξεκάθαρη την εικόνα που, μέσα από τις πολιτικές και στρατιωτικές δοκιμασίες του Επους του ’40, έχει σχηματίσει για τους Αγγλους. Δεν τους χαρίζεται. Σημειώνει: «Οι Αγγλοι εμείνανε μόνοι στον αγώνα, ύστερα από το πέσιμο της Γαλλίας. Και έφθασαν δύο δάχτυλα από τον γκρεμνό. Και μόνο έτσι έγιναν καθαροί οι σκοποί τους. Μόνον έτσι έφυγεν η σκουριά από το μέταλλο που ήταν καμωμένοι.» Υπαινίσσεται εδώ το πείσμα και τη σκληρή αποφασιστικότητα της υπό τον Τσώρτσιλ ιθυνούσης βρετανικής τάξεως να μην αποδεχθεί διαπραγματεύσεις με την θριαμβεύουσα τότε Γερμανία, αλλά να την πολεμήσει μέχρι τέλους και να μην της επιτρέψει ποτέ να γίνει μεγάλη δύναμη πρώτης γραμμής, έστω και αν διαφαινόταν, ως συνεπακόλουθη η καταστροφή της Αυτοκρατορίας. Αυτά γράφει για τους Αγγλους ο Μεταξάς, ενώ ο ίδιος ως πρωθυπουργός υφίσταται τις ημέρες εκείνες αφόρητες πιέσεις να αποδεχθεί μια περιορισμένη ενίσχυση των μικρών εν Ελλάδι βρετανικών δυνάμεων. Και τούτο γιατί οι Βρετανοί -παρότι δεν τους περίσσευαν άνδρες και υλικό από το θέατρο πολέμου της Βορείου Αφρικής- ήθελαν να δείξουν στην ουδέτερη και αντικείμενο προσεταιρισμού Τουρκία, αλλά πρωτίστως και κυρίως στην άλλη μεριά του Ατλαντικού, και ειδικότερα στο αμερικανικό Κογκρέσο, πως ενώ έχουν μείνει να πολεμούν μόνοι εναντίον του Αξονος, δεν εγκαταλείπουν τη μόνη μη καταλειφθείσα ακόμη εμπόλεμη ευρωπαϊκή χώρα τιμώντας τον ρόλο της Βρετανίας ως ηγέτιδος, που βεβαίως είχε ανάγκη την πολλαπλή υποστήριξη των μη εμπολέμων τότε Ηνωμένων Πολιτειών. Ο Μεταξάς όμως επέμενε σε ισχυρή και επαρκή βρετανική παρουσία, καθώς ήταν σίγουρος πως δεν θα αργούσε η αναμενόμενη επέκταση του πολέμου στα Βαλκάνια και η προσβολή της Ελλάδας από τις γερμανικές δυνάμεις, ενώ η μικρή περαιτέρω ενίσχυση των βρετανικών δυνάμεων στην Ελλάδα θα ήταν δώρον άδωρον και απλώς θα επέσπευδε την ανάληψη γερμανικής πολεμικής πρωτοβουλίας. Στις 18 Ιανουαρίου προβαίνει στην τελευταία διπλωματική του προσπάθεια. Επιδίδεται διακοίνωσή του προς την βρετανική κυβέρνηση στην οποία εισαγωγικά αναφέρεται: «Είμεθα αποφασισμένοι να αντιμετωπίσωμεν καθ’ οιονδήποτε τρόπον και με οιασδήποτε θυσίας ενδεχομένην γερμανικήν επίθεσιν, αλλ’ ουδόλως επιθυμούμεν να την προκαλέσωμεν, εκτός εάν η Μεγάλη Βρετανία θα ηδύνατο να μας παράσχει εις Μακεδονίαν την απαιτουμένην βοήθειαν. [...].»
Κατήγορος
Ο πόλεμος της Ιταλίας κατά της χώρας του και η στάση της Γερμανίας οδήγησαν τον ιδεολογικό «συνοδοιπόρο» των αντικομμουνιστικών δικτατοριών του Μεσοπολέμου Μεταξά να μετατραπεί σε κατήγορο του φασισμού και του ναζισμού και των ηγετών τους Μουσολίνι και Χίτλερ, χωρίς να αρνείται τη συγγένεια των καθεστώτων τους με το δικό του. Με ανοιχτά «τα μάτια διάπλατα στην αλήθεια» πλέον, εκείνη την Πέμπτη, 2 Ιανουαρίου 1941, του τελευταίου μήνα της ζωής του, και ενώ ήδη «από την φορά της Ιστορίας» έχει κερδίσει την δόξα, γράφει, μεταξύ άλλων: « [...] Στο ζήτημα της Ελλάδος, αποδείχτηκε η ψευτιά και των δύο. Πρώτα φυσικά του Μουσολίνι. Και δεύτερα του άλλου.» Ιδιαίτερα κατηγορεί τον Χίτλερ ότι ξεπούλησε «την Ελλάδα στην Ιταλία σαν να ήταν άψυχο αντικείμενο και χωρίς αξία μάλιστα».
Και προσθέτει ο Μεταξάς με την κατακλείδα της τελευταίας προ του θανάτου του εγγραφής του στο «Τετράδιο σκέψεων»: «Μια φορά είναι όχι μόνον μωρός αλλά και κακόπιστος ο Ελληνας που πιστεύει ακόμα τώρα πλέον, με αυτά που βλέπουμε γύρω μας, σε ιδεολογίες του Χίτλερ και πολύ περισσότερο του Μουσολίνι. Είναι μεγάλοι άνθρωποι, αλλά χαμηλοί, πολύ χαμηλοί. Ούτε σε γερμανικές ιδεολογίες και ρωμαντισμούς. Ιταλικές δεν υπάρχουν.»
Μ’ αυτόν τον αφοριστικό λόγο ο Μεταξάς ξεκαθαρίζει -χωρίς καν την εμπειρία της βάρβαρης Κατοχής και του Ολοκαυτώματος- το πεδίο. Για τους Ελληνες ο φασισμός και ο ναζισμός είναι μωρία. Και δεν πρόκειται περί πολιτικής προπαγάνδας καθώς τα κείμενα αυτά δεν δημοσιεύονταν αλλά προορίζονταν για μεταθανάτια έκδοση.
Ας το έχουν αυτό υπόψη τους όσοι ακούνε σήμερα τα τάγματα εφόδου των εν Ελλάδι νεοναζί να τιμούν τάχα τον Μεταξά καπηλευόμενοι τη δόξα του.