Τετάρτη 21 Αυγούστου 2013

Ανάλυση για τη σχέση «Εργκένεκον», στρατού και τουρκικής πολιτικής


«Εργκένεκον», στρατός και τουρκική πολιτική
Του Ιωάννη Ν. Γρηγοριάδη
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr)
Η πρόσφατη ανακοίνωση της δικαστικής ετυμηγορίας για την υπόθεση «Εργκένεκον» προκάλεσε ανάμεικτα συναισθήματα στην Τουρκία.
Πολλοί είδαν στην υπόθεση ένα ορόσημο για το τέλος της επιρροής του στρατού στα πολιτικά πράγματα της Τουρκίας. Αλλοι είδαν ένα ακόμη βήμα για την εδραίωση του αυταρχισμού της κυβερνήσεως Ερντογάν.
Από το 2007, οπότε και έγιναν οι πρώτες αποκαλύψεις και συλλήψεις για την υπόθεση «Εργκένεκον», ώς το 2013 πολλά άλλαξαν στην τουρκική πολιτική σκηνή. Η κυβέρνηση Ερντογάν δεν αγωνίζεται πλέον να εξασφαλίσει την επιβίωσή της μαχόμενη εναντίον επερχόμενων δικαστικών απαγορεύσεων και εξυφαινομένων στρατιωτικών πραξικοπημάτων. Η θέση της πλέον εμφανίζεται ασφαλής. Η στρατιωτική και δικαστική εξουσία της χώρας τελούν υπό την έγκριση και εμπιστοσύνη της πολιτικής εξουσίας. Από την άλλη, η κυβέρνηση Ερντογάν έχει χάσει την έξωθεν καλή μαρτυρία της. Ολο και περισσότεροι συντείνουν στο να αποδεχθούν ότι από το 2007 και μετά η προσέγγιση της υποθέσεως του εκδημοκρατισμού από την κυβέρνηση Ερντογάν υπήρξε μάλλον εργαλειακή και όχι ουσιαστική. Εξάλλου, και η στενή συμμαχία μεταξύ του κυβερνώντος Κόμματος Δικαιοσύνης και Αναπτύξεως (ΑΚΡ) με την οργάνωση του Φετχουλάχ Γκιουλέν, που αποδείχθηκε κρίσιμη κατά την περίοδο της αντιπαραθέσεως με το στρατογραφειοκρατικό κατεστημένο, είναι κάθε άλλο παρά δεδομένη πλέον.
Παρακολουθώντας την εξέλιξη της δίκης της υποθέσεως «Εργκένεκον», μπορεί κανείς να διακρίνει πώς η διαδικασία εξετράπη του αρχικού προορισμού της. Κάποιες ηγετικές φυσιογνωμίες του τουρκικού «βαθέος κράτους» βρέθηκαν στη φυλακή· ωστόσο, η εις βάθος διερεύνηση των παρακρατικών δομών και η κάθαρση δεν έγιναν ποτέ. Η κυβέρνηση Ερντογάν, η οποία πολέμησε με σθένος το «βαθύ κράτος», όσο αυτό αποτελούσε θανάσιμη απειλή για την παραμονή της στην εξουσία, αισθάνθηκε πιο άνετα μαζί του, όταν έκρινε ότι έχει τη δυνατότητα όχι μόνον να γκρεμίσει το «βαθύ κράτος», αλλά να το ελέγξει και να το συμφιλιώσει με τον δικό της μηχανισμό εξουσίας.
Αυτό σήμαινε ότι αντί της καθάρσεως προκρίθηκε η εργαλειοποίηση της δίκης «Εργκένεκον» για τα στενά κομματικά συμφέροντα του ΑΚΡ. Η αντικατάσταση της ομάδας των δικαστικών που είχαν εξαρχής αναλάβει το βάρος της υποθέσεως εξασφάλισε τον στενότερο έλεγχο της διαδικασίας από την κυβέρνηση. Η διαρκής διεύρυνση του αντικειμένου της δίκης, η οποία και απέκτησε χαώδεις διαστάσεις, οδήγησε εκ των πραγμάτων στην αδυναμία παρακολουθήσεως της ουσίας της υποθέσεως από την κοινή γνώμη. Προσωπικότητες του τουρκικού δημόσιου βίου που ουδεμία σχέση είχαν με το «βαθύ κράτος» βρέθηκαν σταδιακώς κατηγορούμενοι στην υπόθεση. Το μόνο στοιχείο που συνείχε όλους τους κατηγορουμένους ήταν η πολιτική αντίθεση στην κυβέρνηση Ερντογάν. Σοβαρές παραβιάσεις των δικονομικών δικαιωμάτων των κατηγορουμένων υπονόμευσαν την εικόνα της Τουρκίας ως κράτους δικαίου που επιχειρεί ένα άλμα στο μέλλον και υποβίβασαν τη δίκη στα μάτια πολλών ως εργαλείο συμβολικής αντεκδικήσεως κατά των ηττημένων στη μάχη για την εξουσία στην Τουρκία.
Είναι αδύνατον να μην αναγνωρίσει κανείς τη συμβολή της κυβερνήσεως Ερντογάν στον τερματισμό του πολιτικού ρόλου του στρατού στην Τουρκία, όπως αυτή σηματοδοτείται και από την ετυμηγορία της δίκης για την υπόθεση «Εργκένεκον». Ωστόσο, ο εξοβελισμός του στρατού από την πολιτική κονίστρα αποτελεί αναγκαία αλλά όχι και ικανή συνθήκη εκδημοκρατισμού. Καταλύοντας ένα αντιδημοκρατικό και εξωθεσμικό αντίβαρο στην εξουσία των πολιτικών κυβερνήσεων και εκμεταλλευόμενη την απουσία ισχυρών δημοκρατικών θεσμικών αντίβαρων, η κυβέρνηση Ερντογάν εδραίωσε την εξουσία της. Η κατάχρηση αυτής της εξουσίας και όχι ο στρατός αποτελούν πλέον το μεγαλύτερο εμπόδιο για την εμπέδωση της δημοκρατίας στην Τουρκία.

* Ο Ιωάννης Ν. Γρηγοριάδης είναι επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Μπίλκεντ και επιστημονικός συνεργάτης του ΕΛΙΑΜΕΠ.