Κυριακή 19 Ιουνίου 2016

Άρθρο του Τ. Θεοδωρόπουλου να διδάσκονται Νέα στο πρωτότυπο


Να διδάσκονται Νέα στο πρωτότυπο
ΤΑΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ
Ο​​λη αυτή η φασαρία για μία διδακτική ώρα στο γυμνάσιο, η οποία παίζει σαν την μπίλια της ρουλέτας αν θα κάτσει στα Αρχαία ή στα Νέα; Think positive που έλεγαν και οι αρχαίοι ημών πρόγονοι.
Η ελληνική γλώσσα, είτε αρχαία είτε νέα, εξακολουθεί να απασχολεί τη συλλογική μας ευαισθησία. Και αυτό στον αιώνα της αγλωσσίας μόνον θετικό μπορεί να είναι. Το αρνητικό, βέβαια, είναι ότι δύο αιώνες μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους το «γλωσσικό» ζήτημα αναγεννάται από τις στάχτες του σε πρώτη ευκαιρία. Κι αν αυτό συμβαίνει είναι ότι περίπου δύο αιώνες μετά την ίδρυση του πρώτου ελληνικού σχολείου από τον Ιωάννη Καποδίστρια, δεν έχει βρεθεί ένας βιώσιμος τρόπος για να διδάσκεται η ελληνική γλώσσα – αρχαία και σύγχρονη.
Το στερεότυπο είναι γνωστό: για εμάς τους Ελληνες το γλωσσικό είναι υπαρξιακό ζήτημα. Οφείλω να υπενθυμίσω ότι δεν είμαστε ο μόνος λαός στον κόσμο για τον οποίον η γλώσσα του είναι υπαρξιακό ζήτημα.
Πάρτε, για παράδειγμα, τους Γάλλους. Η γλώσσα τους μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες θα μπορούσε να θεωρηθεί διεθνής – τουλάχιστον έτσι την αντιμετώπιζαν οι ίδιοι. Αυτό δεν ισχύει πια. Είδαν την ακτινοβολία της να υποχωρεί όχι μόνον απέναντι στα αγγλικά, αλλά και απέναντι στα ισπανικά και τα γερμανικά. Δεν είναι τυχαίο ότι στην ανοιχτή ετήσια συνεδρίαση της Γαλλικής Ακαδημίας εκφωνούνται δύο λόγοι. Ο ένας είναι «ο λόγος περί αρετής» και ο άλλος «ο λόγος για την κατάσταση της γαλλικής γλώσσας». Και αυτό από την εποχή του Ρισελιέ. Δεν είναι τυχαίο επίσης ότι κάθε χρόνο οι ακαδημαϊκοί αναγνωρίζουν νέες λέξεις ως λέξεις της γαλλικής και τις εντάσσουν στο λεξικό. Και όπως είχε πει κάποτε ο Μισέλ Τουρνιέ: «Αν σκεφθείτε την επίθεση που δέχεται καθημερινά η αγγλική γλώσσα από τα δισεκατομμύρια που την κακοποιούν στα αεροδρόμια της οικουμένης, αυτή κινδυνεύει πραγματικά». Noblesse oblige.
Το θέμα δεν είναι αν θα διδάσκεται μία ώρα παραπάνω Νέα στο γυμνάσιο αντί για μία ώρα παραπάνω Aρχαία. Το ζητούμενο είναι πώς θα διδάσκονται τα Αρχαία και πώς θα διδάσκονται τα Nέα. Την περασμένη Κυριακή κατέθεσα τις απόψεις μου για την ανάγκη της διδασκαλίας των Aρχαίων Eλληνικών από το πρωτότυπο. Σήμερα θα προσπαθήσω να αναπτύξω τις απόψεις μου για την ανάγκη διδασκαλίας των Νέων Ελληνικών από το πρωτότυπο. Και από εδώ ξεκινά το ζήτημα. Τι εννοούμε όταν λέμε ότι πρέπει τα Νέα Ελληνικά να διδάσκονται από το πρωτότυπο; Εννοούμε κείμενα τα οποία είναι γραμμένα βάσει της γραμματικής της δημοτικής, περίπου Τριανταφυλλίδη, και των οποίων οι λέξεις έχουν απογραφεί είτε στο λεξικό Μπαμπινιώτη είτε σε αυτό του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη.
Κατ’ αρχάς, να συμφωνήσουμε ότι η εκπαίδευση βοηθάει το παιδί να εξοικειωθεί με το γραπτό κεφάλαιο της γλώσσας, άρα με την ανάγνωση. Την προφορικότητα την παίρνει από το σπίτι του. Αν όμως η επαφή με την ανάγνωση περιορισθεί στις ως άνω προδιαγραφές τότε αυτομάτως αποκλείεται ένα μεγάλο τμήμα, ίσως το μεγαλύτερο, του αποθεματικού κεφαλαίου της γλώσσας που είναι γραμμένο στην καθαρεύουσα, από τον Βιζυηνό και τον Ροΐδη ώς τον Παπαδιαμάντη και τον Εμπειρίκο. Και τι γίνεται; Τα μεταφράζουμε σε καθομιλουμένη, όπως αποπειράθηκαν κάποιοι να το κάνουν; Ή τα διδάσκουμε από το πρωτότυπο;
H λογοτεχνία –με την ευρεία σημασία του όρου– μπορεί να μη σου μαθαίνει γραμματική ή συντακτικό, σε βοηθάει όμως να αποκτήσεις αίσθημα της γλώσσας και να αντιληφθείς τις εκφραστικές δυνατότητές της. Και αυτό είναι το ζητούμενο. Πώς διδάσκεται η λογοτεχνία; Μέσα από ανθολόγια με αποσπάσματα που το παιδί τα διατρέχει πεταλουδίζοντας και αποστηθίζοντας χρονολογίες και διάφορες περιττές πληροφορίες. Το Ελληνόπουλο τελειώνοντας το σχολείο έχει διδαχθεί ένα ολόκληρο κείμενο ελληνικής λογοτεχνίας; Μα ολόκληρο τον «Ζορμπά» αν έχεις διαβάσει έχεις έρθει σε επαφή με έναν κόσμο, ενώ αν αποστηθίσεις ονόματα της γενιάς του τριάντα και τίτλους έργων τότε απλώς περνάς τις εξετάσεις. Αλήθεια, ξέρει κανένας σήμερα πως ο διαχωρισμός της Ελληνικής Ιστορίας σε αρχαία, βυζαντινή και σύγχρονη οφείλεται σε κάποιον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο, έναν από τους σημαντικότερους πεζογράφους του 19ου αιώνα; Ή μήπως κι αυτό εντάσσεται στη μία ώρα που θα κοπεί ή δεν θα κοπεί;
Η συγγενής τυπολατρία της ελληνικής κοινωνίας παρέδωσε τη διδασκαλία των ελληνικών στους γλωσσαμύντορες. Σ’ αυτούς που διαβάζουν Βιζυηνό ή Καβάφη γυρεύοντας με τη γραμματική στο χέρι «φαινόμενα» για να τα διορθώσουν. Μα αυτό δεν είναι διδασκαλία ζωντανής γλώσσας. Αυτό είναι ανατομία πτώματος στο νεκροτομείο για λογαριασμό των ανακριτικών αρχών. Κάποτε ήταν οι καθαρευουσιάνοι, τώρα είναι οι δημοτικιστές και οι διάφοροι νεομορφωμένοι γλωσσολόγοι που μας πιπιλίζουν τα μυαλά με την αυτονομία της εκάστοτε γλωσσικής δομής. Να τη βράσω την αυτονομία. Προτιμώ τον Ροΐδη.
Ας σταματήσουμε να αντιμετωπίζουμε την ελληνική γλώσσα ως διατηρητέο. Το κληρονομείς και βλαστημάς την ώρα και τη στιγμή που το κληρονόμησες. Οχι μόνον μένεις με τον ένα όροφο τη στιγμή που ο διπλανός σου έχει σηκώσει πέντε, όχι μόνον τα υλικά κοστίζουν, όχι μόνον πληρώνεις ΕΝΦΙΑ, αλλά έρχεται και η πολεοδομία και σου ζητάει να το ξαναβάψεις με τη σωστή ώχρα.
Είναι ζωντανά τα ελληνικά; Μια γλώσσα είναι ζωντανή όσο μιλιέται, και στον πολιτισμένο κόσμο όσο μπορεί να παράγει λογοτεχνία – με την ευρεία σημασία. Γι’ αυτό αν θέλουμε να περάσουμε το αίσθημα της ζωντανής γλώσσας στις νεότερες γενιές, θα πρέπει να ξεκινήσουμε απ’ τη λογοτεχνία, πάντα στο πρωτότυπο. Κυρίως από τους κλασσικούς, οι οποίοι, δυστυχώς για τους σημερινούς δασκάλους, έγραψαν στην καθαρεύουσα.