Πέμπτη 30 Ιουνίου 2016

Ιστορικό άρθρο για την θριαμβευτική νίκη της Ένωσης Κέντρου το 1964


Οι βουλευτικές εκλογές του 1964
ΣΩΤΗΡΗΣ ΡΙΖΑΣ
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr)
Στο τέλος Δεκεμβρίου του 1963 η χώρα επρόκειτο να οδηγηθεί σε νέες εκλογές. Ο Γεώργιος Παπανδρέου ακολουθώντας τη στρατηγική του λεγόμενου διμέτωπου αγώνα, δηλαδή της ταυτόχρονης αντιπαράθεσης της Ενωσης Κέντρου έναντι της Δεξιάς και της Αριστεράς, δεν θα αποδεχόταν την ψήφο ανοχής που του προσέφερε η Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά (ΕΔΑ) στη Βουλή.
Ταυτόχρονα η έκκλησή του προς τους βουλευτές της Εθνικής Ριζοσπαστικής Ενωσης (ΕΡΕ) για προσχωρήσεις στην κοινοβουλευτική ομάδα του Κέντρου σε ατομική βάση δεν είχε βρει ανταπόκριση, καθώς είχαν σημειωθεί δύο μόνο αποσκιρτήσεις από τη συντηρητική παράταξη. Τα ανάκτορα και η ΕΡΕ προτιμούσαν τον σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού των δύο αστικών κομμάτων, με την επίκληση και της κυπριακής κρίσης που είχε ξεσπάσει στις 21 Δεκεμβρίου με την έναρξη συγκρούσεων μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, αλλά ο Παπανδρέου αντιλαμβανόμενος την υπεροχή που είχε αποκτήσει θα ζητούσε τη διενέργεια νέων εκλογών ώστε να σχηματιστεί αυτοδύναμη κυβέρνηση Κέντρου. Η αίσθηση υπεροχής προέκυπτε από το γεγονός ότι η κυβέρνηση μειοψηφίας της οποίας είχε ηγηθεί για επτά εβδομάδες πραγματοποίησε μια πολιτική παροχών, όπως είχε τότε αποκληθεί, με συνέπεια την ικανοποίηση ευρύτατων ομάδων του πληθυσμού, αγροτών, μισθωτών του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, φοιτητών.
Προεκλογικές κινήσεις της ΕΡΕ και της ΕΔΑ
Η ΕΡΕ, μετά τον αιφνιδιασμό που της είχαν προκαλέσει τα αποτελέσματα των εκλογών της 3ης Νοεμβρίου, είχε αποδυναμωθεί περαιτέρω καθώς ο βασιλέας Παύλος είχε αναθέσει στον Παπανδρέου τον σχηματισμό κυβέρνησης, παρά το γεγονός ότι η Ενωση Κέντρου διέθετε σχετική μόνο πλειοψηφία στη νέα Βουλή. Ο Καραμανλής, ενώπιον του νέου συσχετισμού που είχε διαμορφωθεί όχι μόνο στο εκλογικό σώμα αλλά και στις σχέσεις στέμματος - Ενωσης Κέντρου - ΕΡΕ, αποφάσισε να αποχωρήσει από την ενεργό πολιτική και την Ελλάδα στις 9 Δεκεμβρίου, υποδεικνύοντας ως διάδοχό του στην ηγεσία της ΕΡΕ τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο. Ο τελευταίος ήταν διακεκριμένος πολιτικός και διανοούμενος, αλλά δεν διέθετε την επιβολή του Καραμανλή στη συντηρητική παράταξη. Εν όψει της υπεροχής του Κέντρου, ο Κανελλόπουλος θα συμφωνούσε με τον αρχηγό του μικρού κόμματος των Προοδευτικών Σπύρο Μαρκεζίνη την κοινή κάθοδο των κομμάτων τους στις εκλογές.
Η νέα προσφυγή στις κάλπες έθεσε διλήμματα για την ΕΔΑ. Η Αριστερά αισθανόταν ακόμα πιο έντονα την εκλογική πίεση του Κέντρου μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου που είχαν αναδείξει μια νέα πολιτική δυναμική την οποία η πολιτική τάξη δεν είχε αντιληφθεί σε όλη της την έκταση. Πράγματι, η Ενωση Κέντρου είχε πετύχει να απορροφήσει το μεγαλύτερο μέρος του κινούμενου μεταξύ της κομμουνιστικής Αριστεράς και του παραδοσιακού Κέντρου εκλογικού σώματος. Αλλά και για τον σκληρό πυρήνα ενδεχομένως της κοινωνικής βάσης της κομμουνιστικής Αριστεράς το Κέντρο πρόσφερε μια ευκαιρία για τη σταδιακή επανένταξη στην ελληνική κοινωνική και πολιτική ζωή. Η ηγεσία της Αριστεράς αντιλαμβανόμενη την αδυναμία της να ανακόψει το ρεύμα προς το Κέντρο αποφάσισε να παρουσιάσει υποψηφίους σε 31 μόνο περιφέρειες και να απόσχει στις υπόλοιπες 24 στις οποίες πάντως σημείωνε κατά κανόνα πενιχρά αποτελέσματα.
Το εκλογικό αποτέλεσμα ήταν ένα παλιρροϊκό κύμα
Τη διεξαγωγή των εκλογών ανέλαβε υπηρεσιακή κυβέρνηση υπό τον τραπεζίτη Ιωάννη Παρασκευόπουλο. Η προεκλογική εκστρατεία και η διαδικασία της ψηφοφορίας εξελίχθηκαν ομαλά για τα ελληνικά πολιτικά ήθη και το αποτέλεσμα δεν ήταν δυνατόν να αμφισβητηθεί. Η δυναμική των νέων εκλογικών συσχετισμών συνιστούσε προέκταση του αποτελέσματος των προηγούμενων εκλογών, αλλά η έκτασή της ήταν ασύλληπτη. Πράγματι, αν οι εκλογές της 3ης Νοεμβρίου του 1963 είχαν αναδείξει ένα ισχυρό ρεύμα που έτεινε προς την αλλαγή των πολιτικών συσχετισμών, το αποτέλεσμα των εκλογών του Φεβρουαρίου του 1964 μπορεί να παρομοιαστεί με παλιρροϊκό κύμα. Η Ενωση Κέντρου συγκέντρωσε το 52,7% των ψήφων και 171 έδρες. Κέρδισε ψήφους τόσο από τα δεξιά της όσο και από τα αριστερά της, αν και η αποχή της ΕΔΑ υπολογίζεται ότι της απέδωσε μόνο 1,5%-1,6%. Συνεπώς το Κέντρο είχε επιτύχει να κερδίσει ψήφους της Αριστεράς και στις περιφέρειες όπου η εκλογή ήταν ανταγωνιστική. Ετσι, η ΕΔΑ συγκέντρωσε το 11,8% των ψήφων, σημείωσε δηλαδή σε σχέση με την αναμέτρηση του Νοεμβρίου του 1963 πτώση κατά 2,5 μονάδες, και ανέδειξε 22 βουλευτές. Γενικά η Ενωση Κέντρου είχε ισχυρή επίδοση σε όλη την επικράτεια αν και υστερούσε κατά τι του μέσου όρου της στη Βόρεια Ελλάδα και στην περιφέρεια της πρωτεύουσας.
Η συνεργασία ΕΡΕ-Προοδευτικών εξασφάλισε μόνο το 35,3% των ψήφων και 107 έδρες. Επρόκειτο για σημαντική πτώση από το άθροισμα των ψήφων τους στις προηγούμενες εκλογές (43,1%), ένδειξη των πολιτικών διεργασιών που είχαν πυροδοτηθεί από την ήττα της ΕΡΕ και τον σχηματισμό κυβέρνησης Κέντρου τον Νοέμβριο του 1963. Η συντηρητική παράταξη υπέστη γενική πτώση, αλλά πολύ χαρακτηριστικό του νέου πολιτικού κλίματος και των βαθύτερων αλλαγών που είχαν σημειωθεί ήταν το γεγονός ότι η συνεργασία ΕΡΕ-Προοδευτικών είχε, έστω οριακά, υστερήσει της Ενωσης Κέντρου ακόμα και στα εκλογικά τμήματα στρατιωτικών και δημοσίων υπαλλήλων. Συνοπτικά, το εκλογικό αποτέλεσμα του Φεβρουαρίου 1964, προεκτείνοντας αυτό του Νοεμβρίου του 1963, είχε αναδείξει μια μεγάλη πλειοψηφία, η οποία υποστήριζε την ενεργό κρατική παρέμβαση προς μια ευρεία πολιτική αναδιανομής εισοδημάτων χωρίς πάντως να αμφισβητεί επί της αρχής το πρότυπο της οικονομίας της αγοράς. Επίσης υποστήριζε μια πιο ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική, την επιδίωξη μιας ισότιμης σχέσης στο πλαίσιο της Ατλαντικής Συμμαχίας και την Υφεση, η οποία φαινόταν να εδραιώνεται στις σχέσεις μεταξύ των δύο συνασπισμών του Ψυχρού Πολέμου.
Νέα δεδομένα στο πολιτικό σκηνικό...
Οι εκλογές του 1964, ή γεγονότα σε συνάφεια με αυτές, είχαν και άλλες συνέπειες εξίσου βαρύνουσες βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα. Εν όψει της βέβαιης επικράτησης της Ενωσης Κέντρου είχε σημειωθεί ανησυχία εντός του στρατού, ο οποίος αμφέβαλλε για τη δέσμευση της κεντρώας παράταξης στον αντικομμουνιστικό αγώνα. Ο αμερικανικός παράγων κατέστησε στο σημείο αυτό σαφή την αντίθεσή του σε ενδεχόμενο πραξικοπήματος. Στη σκέψη των Αμερικανών ιθυνόντων βάραινε ασφαλώς και η επίπτωση ενδεχόμενης αποσταθεροποίησης στο Κυπριακό που απειλούσε εκ νέου να προκαλέσει σύγκρουση μεταξύ δύο μελών του ΝΑΤΟ στην ανατολική Μεσόγειο. Η ατμόσφαιρα αυτή αναδείκνυε συνεπώς τις δυσκολίες που θα συναντούσε η κυβέρνηση του Κέντρου στον χώρο των Ενόπλων Δυνάμεων.
Επίπτωση στον εσωκομματικό συσχετισμό δυνάμεων είχε ασφαλώς ο θάνατος του Σοφοκλή Βενιζέλου στις 7 Φεβρουαρίου ενώ βρισκόταν σε προεκλογική περιοδεία στην Κρήτη. Αν και ο Κρητικός πολιτικός ακολουθείτο μόνο από μια μειοψηφία στο κόμμα, η φυσική έκλειψή του εξασθένισε ασφαλώς όσους θα ήθελαν να περιορίσουν τη διαφαινόμενη κυριαρχία του Γεωργίου Παπανδρέου.
Οι εκλογές του Φεβρουαρίου του 1964 θα έφερναν ακόμα στο πολιτικό προσκήνιο τον Ανδρέα Παπανδρέου, γιο του Γεωργίου, ο οποίος αποφάσισε οριστικά να εγκαταλείψει την ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία στις Ηνωμένες Πολιτείες και να εγκατασταθεί στην Ελλάδα. Εξελέγη βουλευτής Αχαΐας, πρώτος σε σταυρούς στο πολιτικό προπύργιο του πατέρα του, αλλά αυτό που φαινόταν να είναι κάτι σύνηθες στην ελληνική πολιτική θα εξελισσόταν ταχύτατα σε κάτι πολύ σημαντικότερο. Ο Ανδρέας Παπανδρέου θα αποκτούσε ιδία βάση ισχύος και θα συντελούσε στην ανάδυση μιας ριζοσπαστικής κεντροαριστεράς εντός της Ενωσης Κέντρου που θα ανησυχούσε το στέμμα, τον αμερικανικό παράγοντα, τη συντηρητική αντιπολίτευση, τον στρατό καθώς και μια συντηρητική-φιλελεύθερη μερίδα εντός της Ενωσης Κέντρου. Τέλος, στις 6 Μαρτίου 1964, λίγο μετά τις εκλογές απεβίωσε ο βασιλέας Παύλος και τον διαδέχθηκε ο Κωνσταντίνος. Η ανάρρησή του στον θρόνο συνέπιπτε με την εναλλαγή των κοινοβουλευτικών πλειοψηφιών και την έλευση στην εξουσία μετά από έντεκα χρόνια της κεντρώας παράταξης. Αυτή, παρά τη συμβιβαστική τάση της έναντι του στέμματος τον Νοέμβριο του 1963, εξακολουθούσε να αυτοχαρακτηρίζεται δημοκρατική και να υποστηρίζει, έστω υπόρρητα, την ανάγκη περιορισμού του θρόνου σε τελετουργικό και συμβολικό ρόλο αντί του άτυπου ρυθμιστή του μετεμφυλιακού πολιτικού συστήματος.
…και ορισμένα ανησυχητικά για το μέλλον σημάδια
Το γεγονός ότι η κυβέρνηση της Ενωσης Κέντρου και η κοινοβουλευτική πλειοψηφία της ήταν ανομοιογενής και ασταθής, υποκείμενη σε ποικίλες και αντιφατικές πιέσεις, θα γινόταν έκδηλο πολύ σύντομα. Στις 19 Μαρτίου, κατά την ψηφοφορία εκλογής προέδρου της νέας Βουλής, 30 βουλευτές θα καταψήφιζαν τον κυβερνητικό υποψήφιο Γεώργιο Αθανασιάδη-Νόβα, ο οποίος θα εκλεγόταν τελικά με τη δεύτερη ψηφοφορία.
Πρωταγωνιστές στην ανταρσία ήταν δύο πολιτικοί κινούμενοι στη θεωρούμενη ως αριστερά της Ενωσης Κέντρου, ο προερχόμενος από την ΕΠΕΚ Σάββας Παπαπολίτης και ο Ηλίας Τσιριμώκος. Οπως εκ των υστέρων γνωρίζουμε, οι δύο από τους τρεις πρωταγωνιστές αυτού του επεισοδίου, ο Αθανασιάδης-Νόβας που αποτελούσε την επιλογή του Παπανδρέου τη στιγμή εκείνη και ο Τσιριμώκος που αντιτάχθηκε στην επιλογή αυτή, θα ήταν πρωθυπουργοί των δύο από τις τρεις κυβερνήσεις της αποστασίας του 1965. Αυτό είναι ασφαλώς μια ισχυρή ένδειξη της ρευστότητας στο εσωτερικό της Ενωσης Κέντρου, αλλά κυρίως των πιέσεων που κλήθηκε και εν τέλει ανεπιτυχώς διαχειρίστηκε η κυβέρνηση αυτή, η οποία είχε αναδειχθεί από το πράγματι εκπληκτικό πολιτικό ρεύμα του Φεβρουαρίου του 1964.

* Ο κ. Σωτήρης Ριζάς είναι διευθυντής Ερευνών στο Κέντρο Ερευνας Ιστορίας Νεώτερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών.