Σάββατο 25 Ιουνίου 2016

Εξαιρετικός Αλ. Σπυρόπουλος ότι η μανία ήταν αυτοκαταστροφική


Η μανία ήταν αυτοκαταστροφική
Αλέξης Σπυρόπουλος
(Πηγή : http://www.sdna.gr/)
Όλα αυτά τα ευδαίμονα χρόνια στον Ολυμπιακό με τον Μαρινάκη, ό,τι και να μαινόταν έξω από το τείχος στον πόλεμο με τον όποιον κάθε φορά δημόσιο εχθρό, μέσα η ομάδα ήταν περιχαρακωμένη σε μια δική της, εικονική ή όχι λίγο μετράει, πραγματικότητα. Εκείνο που μετρούσε είναι ότι είχαν τα πάντα και το ένιωθαν, κονδύλια και ανέσεις, για να ζουν την καθημερινότητα με ηρεμία/τάξη/ασφάλεια. Οι προνομιούχοι του κλάδου.
Ο προπονητής ήταν το αληθινό αφεντικό, απ’ το πρώτο ως και το ακροτελεύτιο λεπτό της θητείας του. Στη βάση, το ζήτησες/το έχεις. Ντε φάκτο αφεντικό. Αύριο, μπορεί να έφευγε. Αλλ’ αν συγκρουόσουν μαζί του σήμερα ή χθες, έφευγες εσύ. Νόμος. Οι παίκτες, καλά αμειβόμενοι, λειτουργούσαν σε πέπλο προστασίας, ένα αλεξίσφαιρο απέναντι στον κακό κόσμο που λέει λόγια. Γύρω-γύρω, οι λοιπές δυνάμεις έβγαζαν εικόνα συγχρονισμού στην κοινή γραμμή. Στην υποστήριξη του ενός σκοπού. Χρόνος και χρήμα και ανθρώπινο δυναμικό, όλα για το κλαμπ.
Ένα θαύμα ευταξίας, εάν ληφθεί υπ’ όψιν η κυκλοθυμική ιδιοσυγκρασία του ηγέτη. Καταπώς φαίνεται, όχι πια. Ο χαρακτήρας του Μαρινάκη, το όλον περιβάλλον κλινικής ψυχοπαθολογίας στο πλαίσιο του οποίου τα πράγματα είτε θα γίνουν «στα κόκκινα» είτε δεν γίνονται καθόλου, κουράζει τον μηχανισμό. Τον συμπιέζει, αφόρητα. Θα συνέβαινε, κάποτε. Δεν νοείται (και δεν υπάρχει) μηχανισμός, σε βάθος χρόνου ν’ αντέχει 24/7 στα κόκκινα. Ολη μέρα κι όλη νύχτα, πολεμικές. Θέλει, το έργο, και διαστήματα αποσυμπίεσης. Αλλ’ αυτή η πολυτέλεια, της αποσυμπίεσης, δεν διατίθεται στον Ολυμπιακό του εκατό-μηδέν και του ή-μαζί-μου-ή-εναντίον-μου.
Μαζεύτηκαν, λοιπόν, πολλά. Ενδεχομένως, ένα προς ένα, αντιμετωπίσιμα. Όλα μαζί όμως, μάλλον beyond control. Ο Μαρινάκης που αίφνης, τι τον έπιασε, αγοράζει τη Φόρεστ ή/και ομάδα στην αδελφή Σερβία. Ο Βρέντζος που μένει, ο Βρέντζος που φεύγει. Ο Μάρκο Σίλβα που μένει…αλλά έφυγε. Ο Βίκτορ που είχε φύγει και, τώρα, έρχεται για να μείνει πάλι. Ο Γεωργάτος in, ο Γεωργάτος out. Οι πυλώνες των αποδυτηρίων, αθλητές με προσωπικότητα, που καταπίπτουν. Εδώ μοιάζει να μακροημερεύουν, μόνον όσοι είναι (ή παριστάνουν, σαν σε ρόλο, τη) φτυστή εικόνα και ομοίωση του ηγέτη. Ο,τι άλλο, δεν πηγαίνει μακρυά.
Σε ένα από τα πολλά που μαζεύτηκαν, ο έτοιμος (…για τη Φόρεστ, αλλά δεν πειράζει) Βίκτορ είναι η σωστή λύση που, επιπλέον, συντελεί στο να τηρείται απαρέγκλιτη η πάγια «πολιτική ποδοσφαίρου» του κλαμπ. Η ιβηρική πολιτική. Ωστόσο ο Βίκτορ κινδυνεύει να είναι, απ’ όλους της αλυσίδας των Ιβήρων, ο άτυχος. Η επόμενη μέρα, εν αντιθέσει με ό,τι συνέβη στους προγενέστερους, τώρα έχει και αβεβαιότητα και ανασφάλεια. Παράξενο; Κάθε άλλο. Διότι συμβαίνει, πότε;
Στο πρώτο καλοκαίρι που το στρωμένο σύστημα-ΕΠΟ, μια δικλείδα, τελεί υπό ανατροπήν. Τόση δράση, αργά ή γρήγορα θα έφερνε αντίδραση. Επίσης (συμβαίνει) στο πρώτο καλοκαίρι που μεσολαβούν ως τον όμιλο του Τσάμπιονς Λιγκ, μια άλλη διαχρονική δικλείδα, δύο εμπόδια (χαμηλά ή μεσαία, αυτό Ιούλιο/Αύγουστο μικρή διαφορά κάνει). Πρόκειται για την αναπόφευκτη κατάληξη, της μανίας να ισοπεδωθεί ο εσωτερικός ανταγωνισμός. Ο ανταγωνισμός, ευάλωτος, όντως ισοπεδώθηκε. Οπότε, ισοπεδωμένος, έπαψε να συνεισφέρει πόντους στο ranking. Το γκαραντί, έγινε δύο αστερίσκοι. Η μανία ήταν αυτοκαταστροφική.    
Ο μηχανισμός χάνει στροφές. Σταθερές, κλονίζονται. Είσαι ποδοσφαιριστής. Με το όποιο μυαλό κυβερνάς, κοιτάζεις αριστερά/δεξιά και (το συνειδητοποιείς ή όχι, πάντως) με κάποιον τρόπο το διαισθάνεσαι. Περνάει, μέσα σου. Ότι το τραπέζι που ήξερες για τακτοποιημένο, είναι εδώ κι εκεί ξέστρωτο. Ενας σοβαρός αντίπαλος, να διαχέεται στον μικρόκοσμο της ομάδας μια τέτοια αίσθηση…