Πέμπτη 16 Ιουνίου 2016

Εξαιρετικός Στ. Κασιμάτης ποιος διχασμός είναι ο καλύτερος;


Ποιος διχασμός είναι ο καλύτερος;
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΑΣΙΜΑΤΗΣ
Οχι, δεν πήγα· είμαι με βαριά αντιβίωση και, κατά το λεγόμενο, «την ακούω ελαφρώς», αν με εννοείτε...
Ομως και καλά να ήμουν, πάλι δεν θα πήγαινα στη χθεσινή συγκέντρωση του Συντάγματος. Οχι επειδή βρίσκω οτιδήποτε θετικό στο κυβερνητικό έργο – ακόμη και όταν υπάρχει κάτι θετικό, αυτό είναι μεμονωμένο και η όποια ωφέλειά του πνίγεται από όλα τα υπόλοιπα. Η κυβέρνηση αυτή είναι πράγματι επικίνδυνη και όσο μένει το κόστος επισωρεύεται για την κοινωνία και την οικονομία. Θα ήθελα, επομένως, να φύγει. Να φύγει το συντομότερο δυνατόν, αλλά με την προϋπόθεση ότι θα φύγει ομαλά: χωρίς επιπτώσεις στη λειτουργία του δημοκρατικού συστήματος, χωρίς να προχωρήσει βαθύτερα ο διχασμός που ήδη διαφαίνεται στην κοινωνία μας. Τι νόημα θα είχε αν έφευγαν, αφήνοντας τη χώρα σε κατάσταση που δεν θα μπορούσε να κυβερνηθεί;
Το αίτημα «παραιτηθείτε» είναι μαξιμαλιστικό και κάπως αφελές, ιδίως όταν απευθύνεται σε μια κυβέρνηση τόσο φανερά προσκολλημένη στην εξουσία. Είναι σαν να λες: «Ντροπή! Τι θα έλεγε η μαμά σου αν σε έβλεπε τώρα;» σε κάποιον ο οποίος εκ φύσεως διαθέτει το πλεονέκτημα του απόλυτου θράσους (και ο οποίος, επιπλέον, δεν δίνει δεκάρα για τη μαμά του και τη γνώμη της). Από την άλλη πλευρά, βέβαια, οι κοινωνικοί αγώνες και μάλιστα αυτού του μαζικού τύπου προϋποθέτουν ένα βαθμό μαξιμαλισμού στα αιτήματα, υπερβολικής αισιοδοξίας, ίσως εν τέλει αφέλειας. Μόνον έτσι κατεβαίνει ο κόσμος στον δρόμο – δεν γίνεται να του πεις «πάμε στη διαδήλωση για να κατεβεί ο ΦΠΑ 1%». Η Αριστερά το ξέρει πολύ καλά αυτό.
Η κυβέρνηση αυτή δεν έχει κανένα πρόβλημα με τον διχασμό. Τον επεδίωξε και τον εκμεταλλεύθηκε ως αντιπολίτευση, τον προωθεί και τώρα ως κυβέρνηση, αναλόγως των εκάστοτε αναγκών της. Πάντως, δεν τον φοβάται καθόλου. Από τη δική τους πλευρά, αυτό είναι φυσικό, καθώς η Αριστερά είναι μιας μορφής ιδεοκρατία ή θεοκρατία: από εδώ η απόλυτη αλήθεια που φανερώθηκε δι’ αποκαλύψεως στους προφήτες και η οποία υπάρχει για τον καθένα στα ιερά κείμενα· από την άλλη, όλοι οι υπόλοιποι. Εξάλλου και ιστορικά, αυτοί επαίρονται ότι αποτελούν συνέχεια της παράταξης η οποία δεν δίστασε να προκαλέσει τον Εμφύλιο, ενώ οι δεξιοί ακόμη δεν μπορούν να συγχωρήσουν τη δική τους παράταξη επειδή κέρδισε τον Εμφύλιο. (Και ίσως να έχουν δίκιο, γιατί αν η Αριστερά είχε κερδίσει, σήμερα δεν θα μας απασχολούσαν προβλήματα που για τον υπόλοιπο κόσμο λύθηκαν οριστικά το 1989...)
Ειδικά όμως για τη χθεσινή συγκέντρωση, η κυβέρνηση έδειξε ότι καλωσορίζει απροκάλυπτα την πόλωση. Για να την ενισχύσει, την είδαμε να χρησιμοποιεί κάθε είδους δόλωμα: από τον οργισμένο σταλινισμό του Ν. Φίλη μέχρι τον φθηνό σαρκασμό του Ανδρ. Νεφελούδη και την ειρωνεία του Γ. Κυρίτση. Στην ίδια προσπάθεια εντάσσεται και το επιχείρημα ότι δήθεν η Νέα Δημοκρατία είναι χωρισμένη σε μια «ακροδεξιά Ν.Δ.» και μιαν άλλη, που δεν την προσδιορίζουν ποτέ επαρκώς, αλλά όλοι καταλαβαίνουμε ότι μάλλον εννοούν τη Νεοκαραμανλική Ν.Δ., με την οποία συνεννοούνται περίφημα.
Είτε πρόκειται για τους καταδικαστέους προπηλακισμούς υπουργών της είτε για συγκεντρώσεις χωρίς κεντρική πολιτική καθοδήγηση, η κυβέρνηση χρησιμοποιεί τις αντιδράσεις του κόσμου στην πολιτική της, προκειμένου να στήσει την τέλεια παγίδα για την αντιπολίτευση. Κάτι καλύτερο στους δικούς της αδυνατεί να προσφέρει. Εκείνο που μπορεί, όμως, είναι να τους θυμίζει κάτι χειρότερο: την κακιά Δεξιά του μύθου, που έπειτα από μια τριακονταετία αριστερής προπαγάνδας έχει γίνει πια κοινός τόπος. Αυτό ακριβώς έκανε με την επίδειξη αντιδημοκρατικής εξαλλότητας στην οποία αποδύθηκε συστηματικά την τελευταία εβδομάδα πριν από τη συγκέντρωση. Προσπαθεί να παρασύρει την αντιπολίτευση σε μια εξίσου διχαστική στάση, ώστε μετά να καθόμαστε όλοι μαζί να συγκρίνουμε τους διχασμούς μας: ο δικός μου είναι ο καλός, είναι δημοκρατικός και φιλολαϊκός· ο δικός σου είναι ο κακός.
Εν ολίγοις, ψάχνουν για ηλίθιους. Οχι ότι δεν υπάρχουν – ο Θεός υπήρξε δημοκρατικότατος με τη βλακεία: τη μοίρασε αφειδώς σε πολλούς, εν αντιθέσει με την ομορφιά. Για να καταφεύγει όμως η κυβέρνηση σε τέτοια απελπισμένα μέσα, σημαίνει ότι ολοένα στενεύει γύρω της ο κλοιός της μνημονιακής πραγματικότητας. Η αιτία του θανάτου της, όποτε επέλθει, είναι ήδη γνωστή: το μνημόνιο. Μένει να δούμε τον χρόνο και να μετρήσουμε τις παράπλευρες απώλειες έως τότε...
Εντατικοποίηση
Το υπουργείο Παιδείας θα βάλει καθηγητές του Γυμνασίου να διδάσκουν στα Δημοτικά. Αιτία είναι η απροθυμία της κυβέρνησης να αναδιαρθρώσει το προσωπικό του υπουργείου, αλλά και η αδυναμία να προχωρήσει σε αθρόες προσλήψεις, όπως θα ήθελε. Πρόκειται για λύση ανάγκης, προφανώς, η οποία όμως προδίδει τους αγώνες δεκαετιών του ΣΥΡΙΖΑ και των ομοίων του. Διότι η εισαγωγή καθηγητών της Μέσης Εκπαίδευσης στο Δημοτικό σημαίνει, κατά κάποιο τρόπο, «εντατικοποίηση σπουδών», ενώ ο πραγματικός «εκδημοκρατισμός» της Παιδείας, για τον οποίον αγωνίστηκαν, θα ήταν η εισαγωγή δασκάλων του Δημοτικού στο Γυμνάσιο, μετά στο Λύκειο και, σταδιακά, στο Πανεπιστήμιο.
Στο κάτω κάτω, έτσι όπως την κάναμε «δημοκρατική» την Ανωτάτη Παιδεία, όλα τα πτυχία ίδια σε αξία δεν είναι; (Με την έννοια των «επαγγελματικών δικαιωμάτων», δηλαδή την πρόσληψη στο Δημόσιο...) Ο αντίλογος, βέβαια, είναι ότι αυτό ισχύει μόνο στο εσωτερικό της χώρας και στο Δημόσιο. Ακριβώς! Διότι αυτό είναι το ανομολόγητο όραμα του εθνολαϊκισμού: μια Ελλάδα απομονωμένη, με μόνο δημόσιο τομέα στην οικονομία της. (Ξέχασα: και μερικούς φίλους επιχειρηματίες για τα δέοντα...)

(Στην φωτογραφία : Και λοιπόν τι; Ναι, τότε δεν το θέλαμε το νέο Μουσείο της Ακρόπολης και φωνάζαμε, διαμαρτυρόμασταν, κάναμε σαματά. Είχαμε μια αυταπάτη, βρε αδελφέ – κακό είναι; Στο κάτω κάτω, αυτή μας κόστισε λιγότερο από τις άλλες...)