Τετάρτη 22 Ιουνίου 2016

Μια ταπεινή πρόταση από τον εξαιρετικό Στ. Κασιμάτη


Μια ταπεινή πρόταση 
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΑΣΙΜΑΤΗΣ
Από καιρό σε καιρό, αισθάνομαι την ανάγκη να ξεκαθαρίζω τη θέση μου απέναντί σας. Αν λοιπόν μου ζητήσει κάποιος να ορίσω, όσο πιο συνοπτικά και επακριβώς μπορώ, τη δουλειά που κάνω, θα του έλεγα ότι παρακολουθώ τον Υπαρκτό Ελληνισμό γύρω μου και, περιέργως, κάποιοι καλοί άνθρωποι με πληρώνουν για να γράφω τις παρατηρήσεις μου. Είναι το πάθος μου, είναι αυτό που λατρεύω να μισώ, μέσα στο οποίο γεννήθηκα και του ανήκω. Σήμερα, λοιπόν, θα επιχειρήσω να δώσω την οριστική απάντηση στο μέγα ερώτημα όλων ημών των επαγγελματιών παρατηρητών του Υ.Ε., που είναι το εξής: πώς γίνεται, ενώ είμαστε ο εξυπνότερος λαός του κόσμου, την ίδια ώρα να αντιστεκόμαστε τόσο σθεναρά στην προσαρμογή μας με τη νεωτερικότητα – αυτό που λένε «modernity»;
Η απάντηση βρίσκεται στο έργο του διακεκριμένου μελετητή της ανθρώπινης νοημοσύνης, καθηγητή Τζέιμς Ρ. Φλυνν, για τον οποίο αξίζει να γνωρίσουμε λίγα πράγματα όσο είναι ακόμη εν ζωή ο άνθρωπος (γιατί έχει πατήσει τα ογδόντα και πηγαίνει...). Με απλά λόγια, ο Φλυνν, με την έρευνα μιας ολόκληρης ζωής, κατέρριψε την παλαιότερη θεωρία που ήθελε κάθε άνθρωπο να γεννιέται με μια δεδομένη νοημοσύνη: ένα μέγεθος «g», όπως το έλεγαν, το οποίο υποτίθεται ότι τίποτε στη μετέπειτα ζωή του ανθρώπου, ούτε η οικογένεια, ούτε η κοινωνία, ούτε το Χάρβαρντ, μπορούσε να αλλάξει. Ανέτρεψε, δηλαδή, μια θεωρία στην οποία μπορούσε να αναζητεί επιστημονική βάση ο ρατσισμός.
Πώς το πέτυχε. Με συγκεκριμένα πειράματα και τη μελέτη τεράστιας ποσότητας συγκριτικών δεδομένων, αυτός ο άξιος άνθρωπος απέδειξε ότι τα τεστ IQ δεν αξιολογούν τη νοημοσύνη ενός ατόμου per se, αλλά «την πιθανότητα επιτυχίας του ατόμου που δίνει το τεστ μέσα στο πλαίσιο της κοινωνίας που θέτει το τεστ». Τα τεστ, δηλαδή, αξιολογούν μια νοημοσύνη βασισμένη στον χειρισμό αφηρημένων εννοιών· διότι η σκέψη των ανθρώπων, από την Εποχή της Νεωτερικότητας και ύστερα, γίνεται κυρίως με αφηρημένες έννοιες. Σύμφωνα με έναν κριτικό του έργου του Φλυνν, όλη η ουσία της έρευνάς του συμπυκνώνεται σε αυτή την πρόταση: «Συγκριτικά στοιχεία υποδηλούν ότι όταν ένα έθνος περνάει από την προνεωτερικότητα στη νεωτερικότητα, θα κερδίσει τουλάχιστον 36 πόντους IQ».
Ιδού η απάντηση στο ερώτημα γιατί οι Ελληνες αντιστεκόμαστε τόσο στη νεωτερικότητα. Οχι επειδή εξιδανικεύουμε την αντίσταση ανεξαρτήτως αντικειμένου – αυτό το λένε κάποιοι χιουμορίστες, πλην αδαείς περί τα βαθύτερα μυστήρια του Υπαρκτού. Το κάνουμε από την υποχρέωση που γεννά η συνείδηση της ανωτερότητάς μας έναντι όλων των άλλων στον πλανήτη. Το κάνουμε από ευθύνη, για να υπάρχει κάποιος στοιχειώδης ανταγωνισμός, για να υπάρχει η προσδοκία ότι θα μας φθάσουν και έτσι να κινείται η ανθρωπότητα προς το πεπρωμένο της. Το κάνουμε, βρε αδελφέ, από τεμπελιά! Εχει σημασία; Η ευεργεσία προς όλους τους άλλους μετράει. Να τι προσφέρουμε στην ανθρωπότητα, ακόμη και τώρα που μιλούμε.
Βέβαια, η επιμονή μας στην προνεωτερικότητα έχει και μειονεκτήματα. Ας πούμε, όπως ένας ιθαγενής του Αμαζονίου βλέπει ένα ποτήρι και βλέπει μόνο το αντικείμενο, ενώ ο σύγχρονος άνθρωπος βλέπει μια ολόκληρη αλυσίδα αφηρημένων εννοιών, ούτω και ο σύγχρονος Ελλην, εξ ορισμού εξυπνότερος των άλλων, όταν του λέει κάποιος «λεφτά υπάρχουν» ή «θα καταργήσω τον ΕΝΦΙΑ και θα ανεβάσω μισθούς και συντάξεις», τον πιστεύει και τον ψηφίζει. Είναι και αυτό μέρος του αλτρουισμού που εκπέμπει στα πέρατα της οικουμένης ο Υπαρκτός Ελληνισμός, αρνούμενος τη νεωτερικότητα. Πώς δεν είναι;
Νομίζω ότι όλα αυτά πρέπει να τα πούμε στους εταίρους μας. Να τους τα εξηγήσουμε. Σίγουρα θα αντιληφθούν τι θυσία είναι για όλους να αρνούμαστε 36 βαθμούς στο εθνικό μας IQ, που αν θέλουμε απλώνουμε το χέρι και τους παίρνουμε στο πιτς φιτίλι (ό,τι και αν σημαίνει αυτή η ωραία έκφραση). Αν παρουσιαστεί τεκμηριωμένα και εμπεριστατωμένα το θέμα στους ξένους, θα καταστεί διαπραγματευτικό ατού της χώρας, καθώς ενέχει και την άρρητη απειλή «φαντάζεσαι, μάγκα μου, τι έχει να γίνει αν αύριο πιάσουμε 240 IQ;». Για να θυμηθώ τους λόγους ενός μεγάλου άνδρα που αργότερα έγινε και πρωθυπουργός της χώρας (και, αλίμονο, παραμένει), «αν τους τα πούμε αυτά, θα μας παρακαλούν να μας δανείσουν».
Και, βέβαια, επειδή η πρόταση οφείλει να είναι ολοκληρωμένη, μπορώ να υποδείξω και τον κατάλληλο άνθρωπο για να συλλάβει πλήρως ένα τόσο σύνθετο θέμα και, εξίσου σημαντικό, για να το μεταδώσει εγκύρως στους εταίρους μας και να τους καταπλήξει. Δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία ότι ο άνθρωπος αυτός είναι ο Δημήτρης Μάρδας. Αυτός και ουδείς άλλος.
Είμαι;
Με αφορμή την απόφαση του υπουργείου Παιδείας να διδάσκουν στο Δημοτικό και καθηγητές Γυμνασίου, έγραφα στη στήλη της 16ης του μηνός ότι «η εισαγωγή καθηγητών της Μέσης Εκπαίδευσης στο Δημοτικό σημαίνει, κατά κάποιο τρόπο, εντατικοποίηση σπουδών, ενώ ο πραγματικός εκδημοκρατισμός της Παιδείας, για τον οποίον αγωνίστηκαν στον ΣΥΡΙΖΑ, θα ήταν η εισαγωγή δασκάλων του Δημοτικού στο Γυμνάσιο, μετά στο Λύκειο και, σταδιακά, στο Πανεπιστήμιο». Την ίδια ημέρα κιόλας, μου τηλεφώνησε καθηγητής (από τους κανονικούς, με έρευνα, δημοσιεύσεις, βιβλία) για να με επιτιμήσει. Αυτό που έγραφα ως χιούμορ, μου είπε, έχει ήδη ψηφιστεί. Είναι το άρθρο 33, παράγραφος 7, του νόμου 4386 (ΦΕΚ, 11/5/2016). Πώς το είχα ξεχάσει; Τι είδους δημοσιογράφος είμαι; Αυτό ακριβώς: είμαι;