Πάει ένας σφίχτης σε ένα σουβλατζίδικο και με ύφος βαρύ και ασήκωτο, παραγγέλνει 2 πιτόγυρα με απʼ όλα και έξτρα κρεμμύδι και καυτερό πιπέρι.
Τα παίρνει, πάει στο κοντινό πάρκο, κάθεται σε ένα παγκάκι και με μία αποφασιστική κίνηση ξετυλίγει το 1ο και κόβει μία τεράστια δαγκωνιά. Τον κόβει το πιπέρι, κοκκινίζει, ιδρώνει, βγάζει ατμούς, αλλά δεν μασάει και κόβει άλλη μία τεράστια δαγκωνιά. Τον πιάνουν τα κλάματα...
Περνάει την ώρα εκείνη ένας τύπος άστεγος που άραζε στα παγκάκια:
- Ρε φίλε, 2 μέτρα παιδί μπρατσαράς, γιατί κλαις;;;
- Πέθανε η μανούλα μου, του απαντάει ο σφίχτης για να μην δείξει ότι έχει κλάσει από το πιπέρι. Είπα να φάω λίγο, αλλά δεν πάει μπουκιά κάτω. Θες το άλλο το πιτόγυρο να μην πάει χαμένο;;;
Το ξετυλίγει με λιγούρα ο άστεγος, κόβει μια δαγκωνιά το μισό σουβλάκι και δώστου τα δάκρυα κι οι μύξες ποτάμι.
Και του λέει ο σφίχτης:
- Καλά ρε φίλε, η δική μου η μάνα πέθανε, εσύ γιατί κλαις;;;
- Ακριβώς κλαίω επειδή πέθανε η μάνα σου, και δεν έχω τι να σου γαμήσω τώρα !!!