Επιστροφή στην ορθόδοξη εξωτερική πολιτική;
ΘΑΝΟΣ Π. ΝΤΟΚΟΣ
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr)
Αναμφίβολα η Ελλάδα δεν είχε μερίδιο ευθύνης στη δημιουργία της προσφυγικής κρίσης, που προκλήθηκε από τις ενέργειες μεγάλων και περιφερειακών δυνάμεων, ορισμένων ευρωπαϊκών μη εξαιρουμένων.
Και ασφαλώς η Ε.Ε. απέτυχε στην προσπάθεια συλλογικής διαχείρισης του προβλήματος, με αποτέλεσμα να επιβαρυνθεί σημαντικά η χώρα μας. Επιπλέον, οι Κεντροευρωπαίοι εταίροι μάς απέκλεισαν από διάφορες διαβουλεύσεις, απόφαση με την οποία συμμορφώθηκαν και οι Βαλκάνιοι γείτονες μας, αν και για να είμαστε ειλικρινείς ελάχιστα περιθώρια αντιδράσεων είχαν. Την ίδια εποχή και εμείς και αυτοί περιοριζόμασταν στον ρόλο του τροχονόμου των προσφυγικών/μεταναστευτικών ροών προς τις χώρες τελικού προορισμού, υπό την αυταπάτη ότι ο μεταφορικός ιμάντας θα συνέχιζε να λειτουργεί επ’ αόριστον. Στο κλείσιμο των συνόρων και την όντως απαράδεκτη σε πολλές περιπτώσεις συμπεριφορά ορισμένων Ευρωπαίων εταίρων αντιδράσαμε με θυμό και υποβάθμιση των διπλωματικών σχέσεων, αντιδράσεις κατανοητές ίσως, αλλά ζημιογόνες. Η εσωστρέφεια ποτέ δεν αποφέρει διπλωματικά οφέλη.
Και ασφαλώς η Ε.Ε. απέτυχε στην προσπάθεια συλλογικής διαχείρισης του προβλήματος, με αποτέλεσμα να επιβαρυνθεί σημαντικά η χώρα μας. Επιπλέον, οι Κεντροευρωπαίοι εταίροι μάς απέκλεισαν από διάφορες διαβουλεύσεις, απόφαση με την οποία συμμορφώθηκαν και οι Βαλκάνιοι γείτονες μας, αν και για να είμαστε ειλικρινείς ελάχιστα περιθώρια αντιδράσεων είχαν. Την ίδια εποχή και εμείς και αυτοί περιοριζόμασταν στον ρόλο του τροχονόμου των προσφυγικών/μεταναστευτικών ροών προς τις χώρες τελικού προορισμού, υπό την αυταπάτη ότι ο μεταφορικός ιμάντας θα συνέχιζε να λειτουργεί επ’ αόριστον. Στο κλείσιμο των συνόρων και την όντως απαράδεκτη σε πολλές περιπτώσεις συμπεριφορά ορισμένων Ευρωπαίων εταίρων αντιδράσαμε με θυμό και υποβάθμιση των διπλωματικών σχέσεων, αντιδράσεις κατανοητές ίσως, αλλά ζημιογόνες. Η εσωστρέφεια ποτέ δεν αποφέρει διπλωματικά οφέλη.
Ευτυχώς φαίνεται ότι συνειδητοποιήσαμε το λάθος μας και έχει ήδη ξεκινήσει σειρά διμερών και πολυμερών επαφών και πρωτοβουλιών, με στόχο την επιστροφή της χώρας στα περιφερειακά και διεθνή δρώμενα. Η Ελλάδα μόνο να κερδίσει έχει από τη διπλωματική δραστηριοποίηση τόσο εντός Ε.Ε., όσο και ιδιαίτερα στην περιοχή των Βαλκανίων, που αποτελεί παραδοσιακά προνομιακό χώρο δράσης για την ελληνική οικονομία και διπλωματία. Αντί για αχρείαστες αντιπαραθέσεις ρητορικής φύσης, ιδιαίτερα μάλιστα όταν δεν είναι και απόλυτα ακριβείς σε κρίσιμα σημεία, με μικρότερους γείτονές μας, είναι σαφώς προτιμότερη η συνεργασία, ιδιαίτερα σε υπηρεσιακό επίπεδο, για τη διαχείριση κοινών προβλημάτων.
Βεβαίως, σε μια περίοδο αρνητικής εικόνας της χώρας και συσσωρευμένης έλλειψης αξιοπιστίας, εξαιρετικά περιορισμένων πόρων για την άσκηση εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής και συνεχιζόμενων προκλήσεων για την εθνική ασφάλεια, μοναδική επιλογή αποτελεσματικής διαχείρισης αποτελούν οι βαθιές οργανωτικές και λειτουργικές τομές στον χώρο της διπλωματίας, της εθνικής άμυνας και της εσωτερικής ασφάλειας.
Δυστυχώς, καθ’ όλη τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης τίποτα δεν έγινε σε αυτήν την κατεύθυνση στα συναρμόδια υπουργεία.
Είναι προφανές, όμως, ότι ένας μηχανισμός που λειτουργούσε –με την όποια αποτελεσματικότητα– με ετήσιο προϋπολογισμό, ενδεικτικά, 100 ευρώ, δεν μπορεί να λειτουργήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα με 70 ή 60 ευρώ, παρά μόνον αν υλοποιηθούν σοβαρές διαρθρωτικές αλλαγές, και με την αξιοποίηση διάφορων πολλαπλασιαστών ισχύος (π.χ., ανθρώπινο δυναμικό, συμμαχίες κ.λπ.). Είναι ενδιαφέρουσες οι αναφορές, εσχάτως, σε θεσμικές μεταρρυθμίσεις, όπως η δημιουργία ενός Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας (με αμιγώς τεχνοκρατικό χαρακτήρα υποστηρίζουμε στη Λευκή Βίβλο του ΕΛΙΑΜΕΠ για την ελληνική εξωτερική πολιτική, άμυνα και ασφάλεια – άλλοι υιοθετούν διαφορετική προσέγγιση), ή η εκπόνηση μιας στρατηγικής εσωτερικής ασφάλειας. Αυτές οι αλλαγές απαιτούν αδιαφορία για το όποιο πολιτικό κόστος, απομάκρυνση από τη συντεχνιακή λογική και πολιτική συναίνεση. Τίποτε από αυτά δεν είναι ακατόρθωτο, χωρίς αυτό να σημαίνει –δυστυχώς– ότι θα υλοποιηθούν στο ορατό μέλλον.
*Ο κ. Θάνος Ντόκος είναι γενικός διευθυντής στο ΕΛΙΑΜΕΠ.