Η αποτυχία της «στροφής» της Μόσχας προς την Κίνα
Και πώς αυτό ωφελεί την Ευρώπη
Thomas S. Eder και Mikko Huotari
(Πηγή : http://foreignaffairs.gr)
Από τότε που η Ευρώπη επέβαλε κυρώσεις στην Ρωσία [1] για την εισβολή της στην Ουκρανία, η Μόσχα είχε μεγάλες ελπίδες να τις αντιμετωπίσει μέσω της ενίσχυσης της συμμαχίας της με την Κίνα στην ενέργεια, την άμυνα, το εμπόριο γεωργικών προϊόντων και τις επενδύσεις.
Αυτές οι συνεργασίες θα αντιστάθμιζαν την απώλεια των ρωσικών ενεργειακών εξαγωγών και των εισαγωγών τροφίμων από βασικές ευρωπαϊκές χώρες, μειώνοντας τις επιπτώσεις των κυρώσεων, και θα είχαν επίσης δείξει στην Δύση πόσο εύκολα μπορεί να αντικατασταθεί.
Δυστυχώς για την Μόσχα, αυτή η στρατηγική έχει αποτύχει. Η Ρωσία, παρά τις προσπάθειές της, δεν ήταν σε θέση να ενισχύσει επαρκώς το εμπόριο και τις επενδύσεις με την Κίνα [2] μεταξύ άλλων στις βιομηχανίες των υδρογονανθράκων, των πυρηνικών και της άμυνας. Σίγουρα, η Ρωσία έχει κάνει πολλές συμφωνίες με την Κίνα, οι οποίες, όταν εφαρμοστούν, θα μπορούσαν να απογειώσουν το εμπόριο στο πετρέλαιο και το φυσικό αέριο. Αλλά η κατασκευή των δύο αγωγών φυσικού αερίου –του «Δύναμη της Σιβηρίας» και «Αλτάι»- προορισμένοι για να μεταφέρουν φυσικό αέριο από την Σιβηρία σε περιοχές της Κίνας, αναβλήθηκε για την δεκαετία του 2020. Για να γίνουν τα πράγματα χειρότερα για την Μόσχα, οι χαμηλές τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου έχουν δημιουργήσει αμφιβολίες σχετικά με την κερδοφορία αυτών των έργων, και οι ρωσικές ενεργειακές εταιρείες, περιορισμένες από το καθεστώς των Δυτικών κυρώσεων, επίσης παλεύουν να αναπτύξουν κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου στην ανατολική Σιβηρία.
Η Ρωσία λοιπόν βρίσκει έτσι τον εαυτό της ως μια από τους πολλούς παραγωγούς -συμπεριλαμβανομένης της Αγκόλα, της Ισημερινή Γουινέας, του Ιράκ, του Τουρκμενιστάν, και ίσως, σύντομα, του Ιράν- οι οποίοι βοηθούν την Κίνα να διαφοροποιήσει τις ενεργειακές της πηγές [3], ενώ το Πεκίνο συνεχίζει να διατηρεί τις συμφωνίες του με τους παραδοσιακούς προμηθευτές στην Αραβική χερσόνησο και στη Νοτιοανατολική Ασία. Στην ουσία, αντί να παίζει την Ευρώπη εμπλεκόμενη με την Κίνα, η Ρωσία όλο και περισσότερο παίζεται από την Κίνα. Όλο αυτό το διάστημα, το μεγαλύτερο μέρος των ρωσικών εξαγωγών ενέργειας συνεχίζει να ρέει δυτικά και οι σινο-ρωσικοί ενεργειακοί δεσμοί, χωρίς δόντια όπως είναι, δεν αποτελούν απειλή για την ενεργειακή ασφάλεια της ΕΕ.
Ο Ρώσος πρωθυπουργός, Ντμίτρι Μεντβέντεφ, και ο Κινέζος ομόλογός του, Λι Κετσιάνγκ, κατά την διάρκεια τελετής στην Μεγάλη Αίθουσα του Λαού στο Πεκίνο, στις 17 Δεκεμβρίου 2015. KIM KYUNG-HOON / REUTERS
Η Ρωσία είχε επίσης ελπίσει να αυξήσει τις εξαγωγές όπλων και αμυντικής τεχνολογίας προς την Κίνα ή τουλάχιστον να διατηρήσει τις εξαγωγές στα επίπεδα των αρχών του 2000, που ήταν 2 έως 3 δισ. δολάρια ετησίως. Παρά το γεγονός ότι η Ρωσία παραμένει ο πιο σημαντικός προμηθευτής της Κίνας, η Ρωσία χάνει μερίδιο αγοράς καθώς το Πεκίνο έχει μειώσει κατά το ήμισυ τις δαπάνες του για εισαγωγές όπλων κατά την τελευταία δεκαετία υπέρ των εγχωρίως παραγομένων όπλων [4], σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του Διεθνούς Ινστιτούτου Ερευνών για την Ειρήνη της Στοκχόλμης (Stockholm International Peace Research Institute). Παρά το γεγονός ότι ο Απελευθερωτικός Στρατός του Κινεζικού Λαού ακόμα αγοράζει στρατιωτικά εξαρτήματα-«κλειδιά» από την Ρωσία -κινητήρες jet, ραντάρ, ναυτικά όπλα και εξαρτήματα πυραύλων- οι εισαγωγές αντιπροσωπεύουν σήμερα λιγότερο από το 5% των στρατιωτικών προμηθειών της Κίνας, κάτω από τουλάχιστον το ένα πέμπτο από όσο ήταν στις αρχές της δεκαετίας του 2000.
Για να παραμείνει ανταγωνιστική, η Ρωσία απρόθυμα αποφάσισε το 2015 να προσφέρει στην Κίνα πιο σύγχρονη στρατιωτική τεχνολογία: Τα μαχητικά αεροσκάφη Sukhoi Su-35 και τα αντιαεροπορικά πυραυλικά συστήματα S-400. Η Ρωσία κωλυσιεργούσε όταν επρόκειτο να πωλήσει τέτοιες εξελιγμένες τεχνολογίες επειδή δεν ήθελε η Κίνα να είναι σε θέση να τα αντιγράψει και να επιταχύνει περαιτέρω την πτώση των εισαγωγών της από την Ρωσία.
Με την εστίασή της στον εγχώριο στρατιωτικό εξοπλισμό, εν τω μεταξύ, η Κίνα έχει μετατραπεί σε έναν σημαντικό εξαγωγέα όπλων [5] από μόνη της. Είναι πλέον η τρίτη μεγαλύτερη εξαγωγέας στον κόσμο, κάτι που την θέτει σε άμεσο ανταγωνισμό με την Ρωσία, η οποία είναι η δεύτερη μεγαλύτερη. Αν και τα περισσότερα κινέζικα όπλα πάνε σε πελάτες στην Ασία -όπως στο Μπαγκλαντές, τη Μιανμάρ και το Πακιστάν- η Κίνα είναι επίσης ο υπ’ αριθμόν ένα προμηθευτής των αφρικανικών ναυτικών δυνάμεων, με πελάτες, για παράδειγμα, στην Αλγερία και τη Νιγηρία, και πωλεί με επιτυχία σε άλλους παραδοσιακούς πελάτες της Ρωσίας όπως το Ιράν και η Βενεζουέλα.
Εκτός από μια αλληλοεπικαλυπτόμενη πελατειακή βάση, η Ρωσία και η Κίνα ανταγωνίζονται μέσα στο ίδιο εύρος τιμών -ως προμηθευτές αναπτυσσόμενων μέχρι μεσαίου εισοδήματος χωρών. Και η Κίνα θα μπορούσε να έχει περισσότερες από μια άκρες αφού φαίνεται πιο πρόθυμη να μοιραστεί την υψηλή της τεχνολογία˙ πούλησε πρόσφατα οπλισμένα drones στο Ιράκ και τη Νιγηρία. Επιπλέον, η Κίνα τείνει να ενσωματώνει τις συμφωνίες όπλων σε πιο ολοκληρωμένες διμερείς συμφωνίες που αφορούν επενδύσεις σε υποδομές και δάνεια με ευνοϊκούς όρους, καθιστώντας τις συμφωνίες ακόμη πιο ελκυστικές, κάτι που παρέχει σε κυβερνήσεις εν ανεπαρκεία ταμειακών διαθεσίμων επιπλέον λόγους για να επιλέξουν τους Κινέζους προμηθευτές.
ΕΥΣΕΒΕΙΣ ΠΟΘΟΙ ΣΤΟ ΕΜΠΟΡΙΟ
Κατά την διάρκεια του περασμένου έτους, η Κίνα και η Ρωσία έκαναν κάποιες συμφωνίες που τράβηξαν την προσοχή. Τον Δεκέμβριο του 2014 εν όψει των Δυτικών κυρώσεων, η Κίνα βοήθησε την Ρωσία προσφέροντας μια μεγάλη ανταλλαγή συναλλάγματος για να βοηθήσει την παροχή ρευστότητας στο διμερές εμπόριο. Το 2014, η Κίνα έγινε ο μεγαλύτερος δανειστής της Ρωσίας, δανείζοντάς της 11,6 δισεκατομμύρια δολάρια. Αλλά σε μια πιο προσεκτική ματιά, αποδεικνύεται ότι οι τρέχουσες κινεζικές πιστωτικές ροές, ή αλλιώς οι διαθέσιμες πιστώσεις, ανέρχονται μόνο στις μισές από εκείνες που το Ηνωμένο Βασίλειο παρείχε στην Ρωσία το 2013, πριν επιβληθεί το καθεστώς κυρώσεων της ΕΕ.
Η συμφωνία ανταλλαγής συναλλάγματος, επίσης, απέτυχε να κάνει πολλά για να βοηθήσει την Ρωσία ή ακόμα και να προωθήσει -όπως τα ρωσικά μέσα ενημέρωσης θα ήθελαν να εννοηθεί- το τέλος της κυριαρχίας του αμερικανικού δολαρίου. Θα μπορούσε να βοηθήσει την χρηματοδότηση του διμερούς εμπορίου και, επομένως, την τόνωση της ρωσικής οικονομίας, αλλά υπήρξε ασήμαντη ζήτηση από ρωσικές εταιρείες για το είδος της βραχυπρόθεσμης χρηματοδότησης σε κινεζικά γουάν που προέβλεπε η συμφωνία ανταλλαγής. Περαιτέρω, από το 2006, το ρωσικό μερίδιο των κινεζικών άμεσων επενδύσεων στο εξωτερικό έχει μειωθεί σταδιακά. Με άλλα λόγια, δεν προκάλεσε έκπληξη το γεγονός ότι οι δύο χώρες έχασαν κατά πολύ το στόχο τους των 100 δισ. δολαρίων για τις σινο-ρωσικές διμερείς εμπορικές συναλλαγές το 2015, προσγειωνόμενες σε ένα μέτριο ποσό 64,2 δισ. δολαρίων.
Ακόμα κι έτσι, η Ρωσία κινδυνεύει να γίνει υπερβολικά εξαρτημένη από την Κίνα. Δείτε τη σειρά των σημαντικών δανείων που έχει χορηγήσει το Πεκίνο σε ρωσικές εταιρείες ενέργειας από το ξεκίνημα της οικονομικής κρίσης. Το πιο πρόσφατο, μεταξύ της ρωσικής εταιρείας φυσικού αερίου Gazprom και της Τράπεζας της Κίνας, ήταν για 2 δισ. δολάρια. Η Rosneft, η ρωσική κρατική εταιρεία πετρελαίου, είναι πολύ πιο εκτεθειμένη σε κινεζικά [τραπεζικά] ιδρύματα, έχοντας λάβει περίπου 35 δισεκατομμύρια δολάρια σε προκαταβολές χρεών κατά την διάρκεια των τριών τελευταίων ετών, τα οποία είναι υποχρεωμένη να τα επιστρέψει σε πετρέλαιο. Την ίδια στιγμή, οι κυρώσεις περιορίζουν την πρόσβαση αυτών των στρατηγικών επιχειρήσεων στον Δυτικό δανεισμό. Ήδη, οι επιπτώσεις της εξάρτησης της Ρωσίας είναι ξεκάθαρες. Σκεφτείτε, για παράδειγμα, την πρόσφατη δήλωση της Μόσχας ότι η «Μια Ζώνη, Ένας Δρόμος» [6], η πρωτοβουλία της Κίνας για να συνδέσει την Ευρασία, και την ρωσική Ευρασιατική Οικονομική Ένωση, θα γίνει ένα ολοκληρωμένο οικονομικό μπλοκ. Μετά από μια συνάντηση με τον Κινέζο πρόεδρο Xi Jinping στην Μόσχα τον Μάιο 2015, ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν [7] σημείωσε ότι «η ενοποίηση των σχεδίων της Ευρασιατικής Οικονομικής Ένωσης και του Δρόμου του Μεταξιού σημαίνει την άφιξη σε ένα νέο επίπεδο εταιρικής σχέσης και στην πραγματικότητα συνεπάγεται έναν κοινό οικονομικό χώρο στην ήπειρο». Δεδομένου ότι το σχέδιο «Μια Ζώνη, Ένας Δρόμος» δεν θα είναι υπό την ηγεσία της Ρωσίας, η δημιουργία ενός τέτοιου χώρου θα αναγκάσει την Μόσχα για να παραχωρήσει στο Πεκίνο πολύ μεγαλύτερη πολιτική ισχύ επί της Κεντρικής Ασίας, και να αποδεχθεί ένα ακόμα υψηλότερο επίπεδο εξάρτησης από την Κίνα.
Μέλη των ρωσικών και των κινεζικών αντιπροσωπειών, με επικεφαλής τους προέδρους Πούτιν και Xi Jinping, συναντώνται στο περιθώριο της Παγκόσμιας Διάσκεψης για την Κλιματική Αλλαγή κοντά στο Παρίσι, στις 30 Νοεμβρίου 2015. MIKHAIL KLIMENTYEV / KREMLIN VIA REUTERS
Άλλες αρνητικές τάσεις στις ρωσο-κινεζικές οικονομικές σχέσεις αφθονούν επίσης. Το 2015, ο όγκος των κινεζικών εξαγωγών προς την Ρωσία μειώθηκε κατά 34%. Οι εισαγωγές της Κίνας από την Ρωσία, οι οποίες είχαν ήδη αρχίσει να μειώνονται από το 2012, μειώθηκαν κατά 19%. Η γεωργική συνεργασία, ενισχυμένη από ένα γεωργικό επενδυτικό ταμείο με «προίκα» 2 δισ. δολάρια [8] διαλαλείται τώρα ως η νέα μεγάλη ελπίδα. Ωστόσο, η Ρωσία αντιπροσώπευε μόλις το 1% από τις κύριες εισαγωγές της Κίνας -σόγια και καλαμπόκι- το 2015. Εκτός από το γεγονός ότι η επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης της Κίνας περιορίζει την τάση της για οικονομική γενναιοδωρία, οι κινεζικές εταιρείες εμφανίζονται επιφυλακτικές στο να επενδύσουν στην Ρωσία.
Μέρος αυτής της επιφύλαξης μπορεί να προέλθει από τις μεγάλες πολιτικές διαφορές μεταξύ των δύο χωρών. Η Κίνα αποδοκιμάζει επιδρομές της Ρωσίας στην Γεωργία και την Ουκρανία [9], καθώς και την υποστήριξή της προς τους αυτονομιστές στην περιοχή. Σύμφωνα με την κινεζική οπτική, η συμπεριφορά της Ρωσίας συγκρούεται με την βαθιά ριζωμένη αρχή της μη παρέμβασης, καθώς και τον σεβασμό της εδαφικής ακεραιότητας και της κυριαρχίας. Αν και το Πεκίνο αποφεύγει να επικρίνει δημόσια την Ρωσία και συζητά την φαινομενική ιστορική πολυπλοκότητα αυτών των συγκρούσεων ως ένα μέσο για να αποφύγει να ταχθεί με μια πλευρά, δεν ψήφισε και ούτε θα ψηφίσει μαζί με την Ρωσία στα Ηνωμένα Έθνη για τα θέματα αυτά. Για τους ίδιους λόγους, το Πεκίνο δεν συμμερίζεται το ενδιαφέρον του Κρεμλίνου για στρατιωτική επέμβαση στην Συρία.
Τελικά, τα συμφέροντα των δύο εθνών αποκλίνουν πάρα πολύ για να σχηματίσουν μια ισχυρή στρατιωτική συμμαχία, και η σχετική οικονομική θέση τους είναι πολύ ανισόρροπη για να σχηματίσουν ένα σινο-ρωσικό οικονομικό μπλοκ [10] στην Ευρασία. Η Κίνα βλέπει τον εαυτό της σε μεγάλο βαθμό στην θέση του οδηγού, βρίσκοντας λίγους λόγους για να προβεί σε παραχωρήσεις πέραν όσων είναι απολύτως απαραίτητες για την διατήρηση της τρέχουσας σχέσης της με την Ρωσία.
ΤΟ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ
Αυτό που βρίσκει κανείς ξανά και ξανά στην σινο-ρωσική συνεργασία είναι υψηλόφρονες ανακοινώσεις που δεν αντιστοιχούν με την πραγματικότητα μιας λιγότερο ισχυρής σχέσης. Ως αποτέλεσμα, η τρέχουσα κατάσταση των σινο-ρωσικών σχέσεων κάνει ελάχιστα για να παρέχει στην Μόσχα οποιαδήποτε γεωπολιτική ισχύ έναντι της Ευρώπης. Στην πραγματικότητα, συμβαίνει το αντίθετο. Η Ευρώπη έχει σημειώσει μεγαλύτερη επιτυχία παίζοντας το παιχνίδι της διαφοροποίησης, καθώς και προσελκύοντας επενδύσεις και αυξάνοντας το εμπόριο με την Κίνα.
Για παράδειγμα, οι αγωγοί αερίου και υγροποιημένου φυσικού αερίου από το Αζερμπαϊτζάν και την Ανατολική Μεσόγειο πιθανά θα φέρουν σημαντικό όγκο ενέργειας στην Ευρώπη πριν τεθούν σε λειτουργία τα σινο-ρωσικά έργα φυσικού αερίου. Η ΕΕ έχει επίσης επεκτείνει την παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και διαφοροποίησε περαιτέρω τις εισαγωγές υδρογονανθράκων της. Παράλληλα, ο ετήσιος συνολικός όγκος των εμπορικών συναλλαγών της Ευρώπης με την Κίνα έχει αυξηθεί σε περισσότερα από 500 δισεκατομμύρια δολάρια.
Αυτό θέτει την Ευρώπη σε θέση περαιτέρω ενίσχυσης των δεσμών της με την Κίνα και εμποδίζει την Ρωσία για ένα σινο-ρωσικό «ενιαίο μέτωπο». Για τον σκοπό αυτό, η ΕΕ θα πρέπει επίσης να επιδιώξει να οικοδομήσει δεσμούς με Ασιάτες καταναλωτές ενέργειας που μοιράζονται ένα ενδιαφέρον για την σταθερότητα των τιμών στις διεθνείς αγορές και ένα πιο ισότιμο πλαίσιο ανταγωνισμού, όπως η μικρότερη επιρροή της πλευράς των παραγωγών [καυσίμων]. Οι υφιστάμενες πολυμερείς συνθήκες και θεσμοί, όπως η ευρέως φάσματος Energy Charter Treaty (Συνθήκη για τον Χάρτη Ενέργειας) -η οποία έχει ως στόχο να προωθήσει τις ανοικτές και ασφαλείς ενεργειακές αγορές και τη μη διακριτική μεταχείριση μεταξύ των κρατών που την έχουν υπογράψει- θα πρέπει να επανεξεταστούν, παρέχοντας νέες ευκαιρίες για τις κινεζικές εισαγωγές και ιδιοκτησίες. Η κινεζική συμμετοχή στην εν εξελίξει μεταρρυθμιστική διαδικασία, καθώς και η επακόλουθη ένταξή της στην νομικά δεσμευτική συνθήκη, θα μπορούσε να προσφέρει πολλαπλά οφέλη. Θα μπορούσε να βοηθήσει να εξασφαλιστεί το τεράστιο ποσό των κινεζικών ενεργειακών επενδύσεων στο εξωτερικό. Θα μπορούσε να αυξήσει την παγκόσμια προσφορά λόγω του καλύτερου επενδυτικού κλίματος και να κάνει πιο δύσκολες τις πρακτικές διακρίσεων από τους εξαγωγείς. Τέλος, θα μπορούσε να βελτιώσει τον σινο-ευρωπαϊκό συντονισμό για την ενεργειακή αποδοτικότητα, την υιοθέτηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, και την προώθηση των προσανατολισμένων προς την αγορά ενεργειακών τιμών που είναι επίσης επωφελείς για το περιβάλλον. Στο κάτω-κάτω, οι γαλλικές επιχειρήσεις στον τομέα της πυρηνικής ενέργειας έχουν από καιρό επωφεληθεί από την επέκτασή τους στην κινεζική αγορά, και η Κίνα είναι τώρα ενεργή στην Ρουμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Κινεζικοί ηλιακοί γίγαντες είναι επίσης πολύ πρόθυμοι να εκμεταλλευτούν την ευρωπαϊκή αγορά και η Κίνα επιδιώκει να μάθει από τα κέρδη της Ευρώπης στην ενεργειακή αποδοτικότητα.
Η Ρωσία δεν έχει ακόμη συνειδητοποιήσει πλήρως ότι είναι η πιο ευάλωτη και απομονωμένη γωνιά στο ευρασιατικό τρίγωνο. Αλλά όταν το κάνει, θα είναι όντως μια πολύ δυσάρεστη στιγμή. Μπορεί κάλλιστα να βρει ότι έχει μόνο μια επιλογή, η οποία είναι να λάβει μια πιο συνεργατική στάση ως προς την Ευρώπη. Γι’ αυτό είναι μια καλή ιδέα για την Ευρώπη να εμπλακεί περισσότερο με την Κίνα τώρα. Με αυτόν τον τρόπο, θα κάνει τις κυρώσεις πιο αποτελεσματικές και θα πιέσει περαιτέρω την Ρωσία να κάνει σημαντικές ουσιώδεις στην εξωτερική της πολιτική.
* Ο THOMAS S. EDER είναι συνεργάτης στο Ινστιτούτο Κινεζικών Μελετών Mercator στο Βερολίνο. Είναι ο συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο China–Russia Relations in Central Asia. Energy Policy, Beijing’s New Assertiveness and 21st Century Geopolitics (Springer 2014).
Ο MIKKO HUOTARI είναι επικεφαλής του Προγράμματος «Γεωοικονομική και Διεθνής Ασφάλεια» στο Ινστιτούτο Κινεζικών Μελετών Mercator στο Βερολίνο.
(Στην πρώτη φωτογραφία : Ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, και ο πρόεδρος της Κίνας, Xi Jinping, σε μια συνάντησή τους στο Κρεμλίνο, στις 8 Μαΐου 2015. SERGEI KARPUKHIN / REUTERS)
Copyright © 2016 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/china/2016-04-17/moscow-s-failed...
Σύνδεσμοι:
[1] https://www.foreignaffairs.com/articles/russian-federation/2014-09-07/ge...
[2] https://www.foreignaffairs.com/articles/china/2015-12-14/how-china-sees-...
[3] https://www.foreignaffairs.com/articles/asia/2005-09-01/chinas-global-hu...
[4] https://www.foreignaffairs.com/articles/china/2015-03-19/chinas-double-d...
[5] https://www.foreignaffairs.com/reviews/capsule-review/1985-09-01/china-a...
[6] https://www.foreignaffairs.com/articles/asia/2015-04-19/chinas-road-rules
[7] https://www.rt.com/business/256877-russia-china-deals-cooperation/
[8] http://www.wsj.com/articles/china-russia-prepare-2-billion-agricultural-...
[9] https://www.foreignaffairs.com/articles/russian-federation/2014-04-17/ru...
[10] https://www.foreignaffairs.com/reviews/review-essay/unbalanced-triangle