Σάββατο 21 Μαΐου 2016

Ιστορικό άρθρο για την απονομή του Νομπέλ Λογοτεχνίας στον Γ. Σεφέρη το 1963


Το Νομπέλ Λογοτεχνίας στον Γ. Σεφέρη
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ ΓΑΡΑΝΤΟΥΔΗΣ, ΜΑΡΙΑ ΡΩΤΑ
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr/)
Στις 10 Δεκεμβρίου 1963, λίγες εβδομάδες μετά τη δολοφονία του Κένεντι, που προκάλεσε παγκόσμια αγωνία, ο Ελληνας ποιητής Γιώργος Σεφέρης αξιοποιεί την τελετή απονομής των βραβείων Νομπέλ για να απευθύνει ένα οικουμενικό μήνυμα, στο οποίο δεσπόζουν μακραίωνες ελληνικές αξίες (η αγάπη για τον άνθρωπο, η συνείδηση της δικαιοσύνης, η αναγκαιότητα της ποίησης):
«Τούτος ο σύγχρονος κόσμος όπου ζούμε, ο τυραννισμένος από το φόβο και την ανησυχία, τη χρειάζεται την ποίηση. Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα – και τι θα γινόμασταν αν η πνοή μας λιγόστευε; Είναι μια πράξη εμπιστοσύνης – κι ένας Θεός ξέρει αν τα δεινά μας δεν τα χρωστάμε στη στέρηση εμπιστοσύνης. Σ’ αυτό τον κόσμο, που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους.» («Δοκιμές Β΄»). Η βράβευση του Σεφέρη με το Νομπέλ Λογοτεχνίας είναι βαρυσήμαντο γεγονός για την πνευματική Ελλάδα, τη διεθνώς προβεβλημένη για την αρχαιοελληνική της προσφορά, μα τότε ελάχιστα γνωστή για τη νεοελληνική λογοτεχνική της παραγωγή, τόσο ώστε να τίθεται στον βραβευμένο ποιητή το ερώτημα: «Πού οφείλεται, κατά τη γνώμη σας, το γεγονός ότι είναι τόσο ασήμαντη η συμβολή της σημερινής Ελλάδας στα πολιτισμικά θέματα;» («Δοκιμές Γ΄»). Το βραβείο Νομπέλ δίνει στον Σεφέρη την ευκαιρία να μιλήσει στη Σουηδική Ακαδημία, μία μέρα μετά τη βράβευσή του, για νεοέλληνες λογοτέχνες όπως ο Σολωμός και ο Κάλβος, ο Παλαμάς και ο Καβάφης, ο Σικελιανός και ο Παπαδιαμάντης («Δοκιμές Γ΄»). Του επιτρέπει να διευρύνει έτσι τους ευρωπαϊκούς ορίζοντες της νεοελληνικής λογοτεχνίας, να επηρεάσει τη διεθνή πορεία και υποδοχή της, να δημιουργήσει μια καινούργια πνευματική σχέση του διεθνούς κοινού με την ποίηση της χώρας μας, κάτι που το επιδιώκει από νωρίς, ήδη από την αναγγελία της βράβευσής του: «Διαλέγοντας έναν Ελληνα ποιητή για το βραβείο Νομπέλ, νομίζω πως η Σουηδική Ακαδημία θέλησε να εκδηλώσει την αλληλεγγύη της με τη ζωντανή πνευματική Ελλάδα» («Δοκιμές Β΄»).
Ισχνή η «εσωτερική» απήχηση της είδησης
Η Ελλάδα, ωστόσο, υποδέχεται στις 24 Οκτωβρίου 1963 την είδηση για το πολυαναμενόμενο πρώτο ελληνικό βραβείο Νομπέλ με αρκετή καχυποψία κι επιφυλακτικότητα. Το τεκμηριώνει η βιβλιογραφία Σεφέρη του Δημήτρη Δασκαλόπουλου, σύμφωνα με την οποία, από την ημέρα που ανακοινώθηκε η βράβευση μέχρι τα τέλη της επόμενης χρονιάς, δημοσιεύτηκαν στην Ελλάδα (και την Κύπρο) 29, όλα κι όλα, ελληνόγλωσσα, δημοσιογραφικά και κριτικά, κείμενα, με αφορμή το γεγονός ή την απήχησή του. Τα άμεσα, δημοσιογραφικά άρθρα, γραμμένα στον παλμό του γεγονότος, είναι επίσης ελάχιστα και τα περισσότερα φιλοξενούνται στις εφημερίδες «Καθημερινή», «Το Βήμα» και στο περιοδικό «Ο ταχυδρόμος». Την πιο μεγάλη ετοιμότητα για να τιμήσει τον Σεφέρη και να αναδείξει την τιμή που γίνεται στη χώρα με τη βράβευσή του τη δείχνει η εφημερίδα «Μεσημβρινή» (25 Οκτωβρίου 1963), αφιερώνοντας στο Νομπέλ ολόκληρη τη φιλολογική της σελίδα. Η πρωτοβουλία και η ευθύνη αυτού του αφιερώματος ανήκουν στον, κριτικό τότε της εφημερίδας, μεταπολεμικό πεζογράφο Αλέξανδρο Κοτζιά. Η τόσο ισχνή «εσωτερική» απήχηση της απονομής του Νομπέλ στον Σεφέρη μπορεί, αλλά μέχρι ενός σημείου, να αποδοθεί στο πολύ ταραγμένο ελληνικό πολιτικό και κοινωνικό κλίμα της εποχής (θυμίζουμε: στις 22 Μαΐου 1963 δέχτηκε το δολοφονικό χτύπημα ο Γρηγόρης Λαμπράκης, τον Ιούνιο παραιτήθηκε η κυβέρνηση Καραμανλή, στη συνέχεια επικράτησε έντονη πολιτική αστάθεια, παρατεινόμενη και μετά τις εκλογές στις 3 Νοεμβρίου 1963). Ενδεχομένως θα μπορούσε ευστοχότερα να αποδοθεί στον ιδεολογικοπολιτικό σπαραγμό που επικρατούσε τότε στο λογοτεχνικό πεδίο και στα «εξωκαλλιτεχνικά κριτήρια που κυριάρχησαν στο χρονικό εκείνο διάστημα», επηρεάζοντας, όπως γράφει ο Κοτζιάς, «τις αποτιμήσεις του λογοτεχνικού γίγνεσθαι», καθώς κάλυπταν με «σάλαγο» και «κουρνιαχτό» πράγματα και κείμενα σημαντικά για την υπόθεση της νεοελληνικής λογοτεχνίας ως «κατασκευάσματα παρακμιών ή εξαγορασμένων πρακτόρων – όλη η γνωστή δαιμονολογία επί τάπητος» («Αληθομανές χαλκείον»).
«Μα πού είναι οι Ελληνες δημοσιογράφοι;»
Την αδιαφορία της ελληνικής πολιτείας για την αποτίμηση αυτού του γίγνεσθαι την αφηγείται ο κριτικός Αντρέας Καραντώνης: «Αν εξαιρέσουμε μια δυο περιορισμένες εκδηλώσεις στην Αθήνα –εντελώς ανεπίσημες και ιδιωτικές– θα έλεγε κανείς πως όλοι οι άλλοι στοιχημάτισαν μεταξύ τους… να το λησμονήσουν [το Νομπέλ]. Η Κυβέρνηση, το Πανεπιστήμιο Αθηνών, η Ακαδημία, ο Παρνασσός, τα Λογοτεχνικά μας Σωματεία, οι Πνευματικές μας Ομάδες […] σώπασαν» («Ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης», 1980). Τη γενικότερη αποσιώπηση την αφηγείται γλαφυρά, επίσης, ο Γ. Π. Σαββίδης: «Η άμεση απήχηση στην Ελλάδα; Μουγκαμάρα και φθόνος. Την ημέρα της αναγγελίας βρισκόμουν για συμπαράσταση στο σπίτι του ποιητή [...]. Οταν ακούστηκε η επιβεβαίωση [...], πετάχτηκα στο κοντινό ψιλικατζίδικο, που είχε τηλέφωνο, να δώσω την είδηση στο “Βήμα”. Επιστρέφοντας, βρήκα να περιφέρεται στην οδό Αγρας ένας έρημος Ιταλός δημοσιογράφος. Με σταμάτησε και ρώτησε: “Πού μένει ο Σεφέρης;”. Του έδειξα την πόρτα. Με κοίταξε σαν να τον δούλευα: “Μα πού είναι οι Ελληνες δημοσιογράφοι και οι φωτογράφοι;” […] Κάπως αργότερα, άρχισαν να καταφθάνουν συγγενείς, φίλοι και ομότεχνοι. Οι τελευταίοι, αδέξιοι και κίτρινοι (ανάμεσά τους και δύο ακαδημαϊκοί). [...] Επιστρέφοντας αεροπορικώς από την Στοκχόλμη με τον ποιητή [Χριστούγεννα 1963], είχα τηλεγραφήσει στο “Βήμα” αριθμό πτήσης και ώρα αφίξεως, υποδεικνύοντας την οργάνωση κάποιας υποδοχής. Στο Ελληνικό βρήκαμε να μας περιμένουν δύο γυναίκες: η μάνα μου και η Ιωάννα Τσάτσου. Κανείς άλλος» («Το Βήμα», 17.11.1993). Υπάρχουν και άλλες σχετικές μαρτυρίες (του Νίκου Καρύδη, του Ρόντρικ Μπήτον, κ.ά.), που ο χώρος εδώ δεν επιτρέπει την παράθεση και τον σχολιασμό τους.
Εμμεση απάντηση
Ποια ήταν η έμμεση απάντηση του Σεφέρη στην αδιάφορη ελληνική πολιτεία και τους μικρόψυχους «κίτρινους» Ελληνες ομότεχνους και διανοούμενους; Την εντοπίζει, εύστοχα, ο Σαββίδης στην ίδια αφήγηση. Εξι μήνες μετά τη βράβευσή του, τον Απρίλιο 1964, όταν ανακηρύσσεται σε επίτιμο διδάκτορα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (με πρόταση του Λίνου Πολίτη), ο Σεφέρης υπενθυμίζει τις ακόλουθες φράσεις του Γάλλου ποιητή Baudelaire: «Τα έθνη έχουν μεγάλους ανθρώπους παρά τη θέλησή τους. Ο μεγάλος άνθρωπος είναι λοιπόν νικητής ολόκληρου του έθνους του». Εναν χρόνο μετά (Απρίλιος 1965) ο Σεφέρης δέχεται να δημοσιευθεί από τον Σαββίδη στον «Ταχυδρόμο» η, πρωτοδημοσιευμένη στη Σουηδία, απάντηση που έδωσε στον Ινγκμαρ Μπέργκμαν, ο οποίος επιθυμούσε να μάθει από τον νομπελίστα ποιητή «Γιατί είναι ασήμαντη η σημερινή Ελλάδα». Εχοντας ποιήσει και εξακολουθώντας να ποιεί το έργο του σε μια αγωνιώδη σχέση με την ιστορική πραγματικότητα της εποχής του, ο Σεφέρης επισημαίνει στον Σουηδό σκηνοθέτη πτυχές αυτής της πραγματικότητας και κλείνει την απάντησή του ως εξής: «Συλλογίζομαι τη Σουηδία που από τα 1813 χαίρεται χωρίς διακοπή τα αγαθά της ειρήνης. Και συλλογίζομαι ακόμη τον Αγγλο ιστορικό που παρατήρησε ότι οι ιστορικοί που έζησαν σε καιρούς ευημερίας και ειρήνης δεν είναι συνήθως επιτυχείς όταν κρίνουν περιόδους πολέμων και δυστυχίας» («Δοκιμές Γ΄»). Ισως θα ήταν αρκετές αυτές οι φράσεις για να δείξουν τη σημασία που είχε η βράβευση του Σεφέρη στην προβολή της Ελλάδας και στην αναζωπύρωση του διεθνούς ενδιαφέροντος για την πνευματική της ζωή, όχι πια μόνο την περασμένη, μα και τη ζωντανή. Και πάντως, επιβεβαιώνουν τη νίκη του μεγάλου ανθρώπου για ολόκληρο το έθνος του.
Παρεμβάσεις με ιδιαίτερη βαρύτητα διεθνώς
Το κύρος του Νομπέλ επιτρέπει τη διεθνή προβολή της φωνής του Σεφέρη και προσδίδει στις παρεμβάσεις του ιδιαίτερη βαρύτητα. Ετσι συνέβη και με την περίφημη δήλωσή του, στις 28 Μαρτίου 1969, στο ραδιόφωνο του BBC εναντίον του δικτατορικού καθεστώτος, που εξανάγκασε τους πραξικοπηματίες στην Ελλάδα να οδηγηθούν σε άρση της προληπτικής λογοκρισίας. Ομοίως και με τη συνεργασία του στην αντιδικτατορική έκδοση «Δεκαοχτώ κείμενα» (1970), που προκάλεσε διεθνές ενδιαφέρον, εξοργίζοντας τους εδώ υποστηρικτές του καθεστώτος. Ενδεικτικό είναι ανυπόγραφο δημοσίευμα της εφημερίδας «Εστία» (19 Φεβρουαρίου 1971), με τίτλο «“Ηρώων” επιδιώξεις»: «Το πράγμα ήρχισε προ διετίας, με την κωμικοτραγικήν εκείνην δήλωσιν του αγνώστου εις τον Ελληνικόν λαόν ποιητού του “Ζεστού Νερού", ο οποίος εβραβεύθη υπό των ... Σουηδών με το βραβείον Νομπέλ και ο οποίος εφαντάσθη ότι θα ανέτρεπε την “Χούνταν” αναγγέλλων ότι θα σιγήσει [...] και, μετά εν μόλις έτος, η χονδρή σμυρναϊκή Πυθία των Αθηνών ανέκτησε πάλιν την λαλιάν της». Μερικούς μήνες αργότερα, στις 22 Σεπτεμβρίου 1971, όταν χιλιάδες Ελληνες αποχαιρετούσαν τον Γιώργο Σεφέρη σε ένα αυθόρμητο αντιδικτατορικό συλλαλητήριο, και ο Αλέξανδρος Κοτζιάς έγραφε «Του σήκωσα το φέρετρο και στο χέρι μου μπήκανε δυο αγκίδες, τις αισθάνομαι σαν παράσημα» (σε επιστολή της 24ης Σεπτεμβρίου – αρχείο Κοτζιά), μάλλον δινόταν και μια απάντηση σε εκείνο το παλαιό, πάντα επίκαιρο, εναγώνιο ερώτημα της επιγραφής στο «Ημερολόγιο Καταστρώματος» (1940): «Κι οι ποιητές τι χρειάζονται σ’ ένα μικρόψυχο καιρό;» (Χαίλντερλιν).

*Ο κ. Ευριπίδης Γαραντούδης είναι καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.
**Η κ. Μαρία Ρώτα είναι επίκουρη καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.

(Στην φωτογραφία : 10 Δεκεμβρίου 1963. Ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης παραλαμβάνει το δίπλωμα του Βραβείου Νομπέλ από τον βασιλιά της Σουηδίας Γουσταύο Στ΄Αδόλφο κατά την τελετή απονομής στη Σουηδική Ακαδημία)