Παρασκευή 27 Μαΐου 2016

Ανάλυση ότι η κατάρρευση του ΑΕΠ έκανε μη βιώσιμο το χρέος


Η κατάρρευση του ΑΕΠ έκανε μη βιώσιμο το χρέος
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΓΙΑΝΝΗΣ
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr/)
Μπορεί όλοι πια σήμερα να συμφωνούν ότι το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο, ωστόσο η κρίση που ξέσπασε στην Ελλάδα στα τέλη του 2009 δεν ξεκίνησε από το ύψος του δημοσίου χρέους.
Το έναυσμα της κρίσης έδωσαν η κακοδιαχείριση, τα υψηλά ελλείμματα και, κυρίως, η διάλυση της αξιοπιστίας της χώρας. Ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός και η αναξιοπιστία ήταν αυτά που έσπειραν ανησυχίες και αβεβαιότητα στις αγορές για το αν η Ελλάδα θα μπορέσει τα επόμενα χρόνια να εξυπηρετεί το χρέος της.
Η χώρα μας μπήκε στο ραντάρ των αγορών, όταν μετατόπισαν το ενδιαφέρον τους από την κατάσταση των τραπεζών στην ικανότητα των χωρών να εξυπηρετούν τις δανειακές τους υποχρεώσεις. Με τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό του 2009, η Ελλάδα ξεχώριζε σαν τι μύγα μέσα στο γάλα. Οι αγορές είδαν τη σταθερά ανοδική πορεία του ελλείμματος μετά το 2004 (το οποίο αναρριχήθηκε στο 9,4% του ΑΕΠ το 2008, για να εκτοξευτεί, τελικά, στο 15% το 2009) και τις επιπτώσεις του στο δημόσιο χρέος. Δεν χρειαζόταν και καμία βαθιά ανάλυση: Με αυτήν τη δυναμική, η Ελλάδα σύντομα δεν θα μπορούσε να εξυπηρετεί τις υποχρεώσεις της.
Τη χαριστική βολή στη χώρα έδωσε η αναξιοπιστία. Το 2009 το έλλειμμα έκλεισε 7,5 φορές υψηλότερα απ’ όσο προέβλεπε ο προϋπολογισμός του έτους, ενώ στο διάστημα Ιανουάριος 2009 – 21 Οκτωβρίου 2009 τα στοιχεία αναθεωρήθηκαν τέσσερις φορές (ακολούθησαν και άλλες το 2010)! Κάθε φορά τα νέα αναθεωρημένα στοιχεία ήταν θεαματικά χειρότερα από τα προηγούμενα. Ηταν κάτι χωρίς προηγούμενο.
Με την αξιοπιστία της χώρας ήδη σμπαράλια από την άστοχη απογραφή Αλογοσκούφη το 2004 αλλά και την αμφισβητούμενη αναθεώρηση - αύξηση του ΑΕΠ κατά 25,7%, που επιχειρήθηκε το 2006 και απορρίφθηκε από την Κομισιόν, εκείνες του 2009 έδωσαν τη χαριστική βολή. Η Ελλάδα αντιμετωπίστηκε περίπου ως κράτος-παρωδία. Οι αγορές «έκλεισαν» και τον Μάιο 2010 μπήκαμε στην εποχή των μνημονίων.
Ομως ακόμα και τότε το πρόβλημα δεν ήταν το χρέος. Ηταν μεν υψηλό, αλλά κινούνταν στα επίπεδα της Ιταλίας. Το πρόβλημα του χρέους ήρθε αρκετά μετά και δεν ήταν αποτέλεσμα τόσο της μεγάλης «αύξησης του δανεισμού» ή των «τοκογλυφικών επιτοκίων» που έφεραν τα μνημόνια, όσο της κατάρρευσης της οικονομίας. Είναι γεγονός ότι το πρώτο μνημόνιο προέβλεπε ένα μεγάλο δάνειο που έπρεπε να εξοφληθεί σε μικρό χρονικό διάστημα, ωστόσο αυτό το έντονα τιμωρητικό στοιχείο αφαιρέθηκε στις επόμενες συμφωνίες (επιμήκυνση και μείωση των επιτοκίων). Το χρέος ανήλθε στα 330 δισ. ευρώ το 2010 από 264 δισ. το 2008, λόγω της κακοδιαχείρισης Καραμανλή και εν συνεχεία της αδράνειας της κυβέρνησης Παπανδρέου. Ακόμα όμως και στο τέλος του 2009 το χρέος διαμορφωνόταν στο 126,8% του ΑΕΠ, περίπου όσο της Ιταλίας.
Ο έλεγχος χάθηκε μετά το 2011. Κατά τη μνημονιακή εποχή 2010-2015, το δημόσιο χρέος από το επίπεδο των 330 δισ. ευρώ (2010) μειώθηκε στα 311 δισ. ευρώ (2015), όμως, παρά τη μείωση, το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκε, φτάνοντας το 180%, επίπεδο που πια είναι δύσκολο να χαρακτηριστεί βιώσιμο.
Τι συνέβη; Πώς το χρέος σκαρφάλωσε στο δυσθεώρητο ύψος του 180% του ΑΕΠ, ενώ όχι μόνο δεν αυξήθηκε αλλά μειώθηκε κατά περίπου 20 δισ. ευρώ λόγω του PSI; Το χρέος έγινε μη βιώσιμο εξαιτίας της κατάρρευσης του ΑΕΠ, το οποίο έχασε πάνω από 50 δισ. ευρώ τη 6ετία 2010-2015. Σε σχέση με το 2008, το ΑΕΠ συρρικνώθηκε κατά 65 δισ.! Ετσι, ο λόγος χρέους ως προς το ΑΕΠ σκαρφάλωσε σε μη βιώσιμα επίπεδα. Και μπορεί τα μνημόνια, και ειδικά το πρώτο, να είχαν πολλά λάθη, αστοχίες και υπερβολές, ωστόσο όλα αυτά σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να δικαιολογήσουν την τραγική επιπολαιότητα και την εγκληματική δημαγωγία του πολιτικού προσωπικού, που οδήγησαν τη χώρα στα βράχια.
Αν το 2009, το 2010, το 2011 ή και αργότερα είχαν αναγνωρίσει την κρισιμότητα της κατάστασης και των προβλημάτων και είχαν συμφωνήσει σε ένα σχέδιο περικοπών και μεταρρυθμίσεων, τότε η Ελλάδα θα είχε ανακτήσει γρηγορότερα τον βηματισμό της και με κατά πολύ μικρότερες περικοπές και λιγότερα φορολογικά μέτρα. Τα μνημόνια θα ήταν παρελθόν εδώ και καιρό.
Καταστροφή μετά επτά χρόνια ύφεσης
Και ενώ τα κομματικά επιτελεία είχαν καταληφθεί από τον πυρετό της εξουσίας, οδηγώντας τη χώρα σε παρατεταμένη αβεβαιότητα και αστάθεια, η οικονομία και η κοινωνία κατέρρεαν: το ΑΕΠ υποχώρησε κατά 4,4% το 2009, κατά 5,4% το 2010, κατά 8,9% το 2011, κατά 6,6% το 2012 και κατά 3,9% το 2013. Η ανεργία από 9,6% το 2009 εκτοξεύτηκε στο 17,9% το 2011 και στο 27,5% το 2013! Το 2014 υπήρξε μια οριακή βελτίωση, αλλά από το τέλος του έτους η χώρα μπήκε ξανά σε προεκλογική περίοδο και το 2015 επιστρέψαμε σε ύφεση!
Σήμερα η ανεργία παραμένει στο 25%, με την ανεργία των νέων να φτάνει το 50%. Οι επενδύσεις έχουν υποχωρήσει στο χαμηλότερα επίπεδο από τη δεκαετία του 1960! Το τραπεζικό σύστημα διαλύθηκε: οι καταθέσεις μειώθηκαν κατά 120 δισ. ευρώ (από 237 δισ. ευρώ το 2009 στα 120 δισ. ευρώ τον Ιούλιο του 2015), τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια ξεπέρασαν τα 100 δισ. ευρώ, περίπου το 50% του συνόλου των δανείων, ενώ οι τράπεζες, για να διασωθούν, ανακεφαλαιοποιήθηκαν τρεις φορές με κρατικά και ιδιωτικά κεφάλαια (2013, 2014 και 2015)! Κάπως έτσι η αρχική δημοσιονομική κρίση του 2009, μέσα από τις συνεχείς αναζωπυρώσεις που προκάλεσαν η πολιτική αστάθεια και η αβεβαιότητα, εξελίχθηκε στην άνευ προηγουμένου κοινωνικοοικονομική καταστροφή. Δεν είναι τόσο ότι αυξήθηκε το χρέος, αλλά, έπειτα από 7 χρόνια βαθιάς ύφεσης, η οικονομία έχει πλέον συρρικνωθεί τόσο πολύ, που τα νούμερα του χρέους δεν βγαίνουν!
Υποσχέσεις, ψέματα και μαγικές λύσεις
Το πολιτικό προσωπικό οδήγησε τη χώρα στο δημοσιονομικό αδιέξοδο του 2009 και εν συνεχεία στον γκρεμό, μετατρέποντας τελικά το αρχικό δημοσιονομικό πρόβλημα σε κρίση βιωσιμότητας χρέους. Η χώρα, χρόνο με τον χρόνο, βυθιζόταν στην κρίση και τα κόμματα ζητούσαν μονότονα εκλογές, χαϊδεύοντας αυτιά και μοιράζοντας αφειδώς υποσχέσεις για μια μαγική διαφυγή από την κρίση. Εχοντας γαλουχηθεί για δεκαετίες στη στείρα άρνηση, τον καταγγελτικό λόγο, τη συνθηματολογία, τις υποσχέσεις και τα ψέματα με μόνο στόχο την αρπαγή της εξουσίας, τα κόμματα ούτε καν προσποιήθηκαν να συνεννοηθούν (όπως έγινε σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες) στο πλαίσιο μιας εθνικής προσπάθειας για την αντιμετώπιση της κρίσης. Εν πολλοίς για όλα έφταιγε η όποια κυβέρνηση, οι κακοί δανειστές και τα μνημόνια.
Εκτός από το περιβόητο «λεφτά υπάρχουν», είναι πολύ δύσκολο να ξεχωρίσεις ποιος είπε τι στον δημαγωγικό αγώνα για την αρπαγή της εξουσίας: «η συνέχεια του λάθους με την τρόικα συνιστά συνειδητή εγκληματική πράξη κατά της πατρίδας», «εσείς εδώ προτείνετε ένα φάρμακο σε δοσολογία που κινδυνεύει να σκοτώσει τον ασθενή και δεν μπορούμε να το ανεχτούμε», «σκάνδαλο απιστίας εις βάρος των συμφερόντων της χώρας», «η πολιτική σας έχει οδηγήσει τη χώρα σε ανείπωτη καταστροφή», «ας το γνωρίζουν αυτό οι υποψήφιοι αγοραστές. Δεν τους εκφοβίζουμε, τους ενημερώνουμε προκαταβολικά», «να συναινέσω σε τι; Σε αυτό που διαλύει τη χώρα μου;», «κοινωνικό ολοκαύτωμα», «μείγμα ασφυξίας που παραλύει και τραυματίζει τον κοινωνικό ιστό», «δεν ψάχνετε για στήριξη, αλλά για συνενόχους στην καταστροφή», «δεν είμαστε ανυπόμονοι να κυβερνήσουμε, είμαστε ανυπόμονοι να σώσουμε την κοινωνία από την επερχόμενη καταστροφή», «συναίνεση σε λάθος πολιτική είναι έγκλημα», «να σταματήσετε να ποτίζετε με δηλητήριο την οικονομία και τον λαό», «δεν θα συναινέσουμε σε αυτό το πολιτικό έγκλημα» κ.ά. Ολα αυτά και πολλά άλλα έχουν ειπωθεί κατά το διάστημα 2009 - 2015 από τον Γ. Παπανδρέου, τον Α. Σαμαρά και τον Αλ. Τσίπρα, όσο βρίσκονταν στην αντιπολίτευση. Είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις τι είπε ποιος. Μάλλον επαναλαμβάνονται. Ολα αυτά είχαν έναν και μόνο στόχο: να χαϊδέψουν αυτιά για να αποσπάσουν ψήφους!
Από το 2009 μέχρι τον Ιανουάριο του 2015 πραγματοποιήθηκαν πέντε φορές εθνικές εκλογές, όλες πρόωρες, και σχηματίστηκαν κυβερνήσεις με πρωθυπουργούς τους Γιώργο Παπανδρέου, Λουκά Παπαδήμο, Αντώνη Σαμαρά και Αλέξη Τσίπρα. Επιπλέον είχαμε και δύο υπηρεσιακούς πρωθυπουργούς. Από την εξαιρετικά κρίσιμη θέση του υπουργού Οικονομικών πέρασαν δέκα άτομα! Ποιος να διαπραγματευτεί με ποιον;
Οι πρόωρες εκλογές του 2009 προκλήθηκαν διότι ο Παπανδρέου αρνήθηκε να ψηφίσει την πρόταση της Ν.Δ. για την ανανέωση της θητείας του Προέδρου της Δημοκρατίας (και ιστορικού στελέχους του ΠΑΣΟΚ) Κάρολου Παπούλια, τον οποίο όμως ψήφισε λίγο αργότερα, αφού είχε κέρδισε τις εκλογές! Οι πρόωρες εκλογές του 2012 προκλήθηκαν γιατί ο Σαμαράς αρνήθηκε να συνεργαστεί με το ΠΑΣΟΚ για τον σχηματισμό κυβέρνησης, ζητώντας «ισχυρή εντολή» για να επαναδιαπραγματευτεί το μνημόνιο, αν και οι δημοσκοπήσεις της εποχής έδιναν στη Ν.Δ. από 20,1% έως 25,6% (για να λάβει τελικά στις εκλογές του Μαΐου 18%).
Τελικά στις επαναληπτικές εκλογές του Ιουνίου ’12, Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ έλαβαν 40% (από 77% που είχαν στις εκλογές του Ιουνίου 2009). Ωστόσο η Ν.Δ. ήταν πρώτο κόμμα, ο Αντώνης Σαμαράς πρωθυπουργός και πλέον οι κυβερνήσεις συνεργασίας δεν ήταν «πηγή αστάθειας», όπως υποστήριζε προεκλογικά, αλλά η «αρχή μιας νέας εποχής τολμηρών συναινέσεων». Μετά την εκλογή Σαμαρά ξεχάστηκαν τα «δεν συναινώ στο λάθος», ότι η συναίνεση στο μνημόνιο ήταν «συνενοχή στην καταστροφή» και ότι το μνημόνιο ήταν «ένα φάρμακο πιο επικίνδυνο από την ίδια την ασθένεια»! Οι πρόωρες εκλογές του 2015 προκλήθηκαν γιατί ο Αλέξης Τσίπρας αρνήθηκε να ψηφίσει Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ανατρέποντας τον Σαμαρά, υποσχόμενος να «σκίσει» τα μνημόνια «με ένα νόμο – ένα άρθρο», να «τερματίσει τη λιτότητα στην Ευρώπη», διαβεβαιώνοντας ότι «δεν υπάρχει ούτε μία στο εκατομμύριο να πει όχι η κ. Μέρκελ» στα σχέδιά του. Τελικά όλα αυτά ο κ. Τσίπρας παραδέχθηκε ότι δεν ήταν τίποτα παραπάνω παρά αυταπάτες!
Ετσι, ενώ άλλες ευρωπαϊκές χώρες που μπήκαν σε μνημόνια αργότερα από την Ελλάδα ολοκλήρωναν τα προγράμματά τους και επέστρεφαν στην κανονικότητα των αγορών, εμείς πηγαίνουμε από μνημόνιο σε μνημόνιο. Το 2010, η χώρα υπέγραψε το 1ο μνημόνιο με κύριο στόχο να βάλει τάξη στα δημοσιονομικά, κάτι που επιτεύχθηκε με την άγρια φοροεπιδρομή και τις περικοπές. Σήμερα –μετά τη συντριβή όλων των αυταπατών– βρισκόμαστε στο 3ο μνημόνιο, με μια ακόμα πιο άγρια φοροεπιδρομή και περικοπές, αυτή τη φορά για να πετύχουμε εξωπραγματικά πλεονάσματα της τάξης του 3,5%, ώστε το χρέος να είναι βιώσιμο.