Κυριακή 1 Ιουνίου 2014

Ανάλυση του Foreign Affairs για το κακόβουλο τρίγωνο Κίνας - Ρωσίας - ΗΠΑ


Ένα κακόβουλο τρίγωνο
Η Κίνα, η Ρωσία, οι ΗΠΑ και η νέα αναμέτρηση των υπερδυνάμεων
David Gordon και Jordan Schneider
(Πηγή : http://foreignaffairs.gr)
Την περασμένη εβδομάδα, ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν ήταν στην Κίνα, επιδιώκοντας να εμβαθύνει τους δεσμούς μεταξύ τής χώρας του και του νότιου γείτονά της.
Το ταξίδι θα μπορούσε να σηματοδοτήσει την έναρξη μιας νέας εποχής στην σχέση ΗΠΑ-Ρωσίας-Κίνας, την τριμερή σχέση που κυριάρχησε τις τελευταίες δεκαετίες τού Ψυχρού Πολέμου και κάνει τώρα μια επιστροφή. Μετά την επίθεση της Ρωσίας στην Κριμαία, η Μόσχα και η Ουάσιγκτον είναι κλειδωμένες σε αντιπαλότητα. Έτσι, το Πεκίνο έχει γίνει το νέο υπομόχλιο, η δύναμη που είναι πλέον σε θέση να παίξει με την μια πλευρά απέναντι στην άλλη.
Είναι δύσκολο να υπερεκτιμηθεί το πόσο σημαντική θα μπορούσε να είναι αυτή η αλλαγή. Κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, οι Ηνωμένες Πολιτείες κεφαλαιοποιούσαν την συνεχή, μερικές φορές ακραία, σινο-σοβιετική ένταση. Χάρη στην σύσφιξη των σχέσεων των Ηνωμένων Πολιτειών με την Κίνα, που πρωτοφάνηκε στην περίφημη επίσκεψη το 1972 του προέδρου των ΗΠΑ, Ρίτσαρντ Νίξον, στο Πεκίνο, η Σοβιετική Ένωση φοβόταν ότι θα απομονωθεί πλήρως. Τούτο είχε ως συνέπεια να γίνει πιο πρόθυμη να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις των ΗΠΑ. Η αμερικανική μόχλευση αυξήθηκε, και εκδηλώθηκε στην πρώτη αμερικανο-σοβιετική συμφωνία για τον Περιορισμό των Στρατηγικών Όπλων μόλις τρεις μήνες μετά από το ταξίδι τού Νίξον, καθώς και στις συμφωνίες τού Ελσίνκι, τρία χρόνια αργότερα. Σε αντάλλαγμα για την υποστήριξη της Κίνας, η Ουάσιγκτον ομαλοποίησε σταδιακά τις σχέσεις της με το Πεκίνο, με αποκορύφωμα το 1979 την αποκατάσταση των διπλωματικών σχέσεων, οι οποίες είχαν ανασταλεί μετά την άνοδο των κομμουνιστών στην εξουσία.
Η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και το σοκ από την πλατεία Tiananmen σηματοδότησαν το τέλος τής πρώτης εποχής τού «τριγωνισμού». Στη μονοπολική εποχή μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν χρειάστηκαν να χρησιμοποιήσουν τα προβλήματα της Ρωσίας απέναντι σε μια εσωστρεφή Κίνα για να επιτύχουν τους στόχους τους. Όμως, χάρη στην ανάδυση της Κίνας ως μεγάλης δύναμης και στην νεοαποκτηθείσα αυτοπεποίθηση της Ρωσίας, η τριμερής δυναμική έχει μείνει πίσω. Αυτή την φορά, όμως, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι ο κυρίαρχος παίκτης.
Η ΕΠΙΛΟΓΗ ΤΗΣ ΚΙΝΑΣ
Αν η εχθρότητα μεταξύ της Κίνας και της Σοβιετικής Ένωσης όριζε τις τριμερείς σχέσεις κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, σήμερα είναι οι εντάσεις μεταξύ των ΗΠΑ και της Ρωσίας που καθοδηγούν την δυναμική τής τριάδας. Αντικρουόμενα συμφέροντα, ένα πραγματικό ιδεολογικό χάσμα, και η πιθανή κλιμάκωση των αμερικανικών κυρώσεων, θα προσθέσουν στην ένταση. Σε αντίθεση με τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα, κατά την έναρξη της πρώτης θητείας του, όμως, ο επόμενος πρόεδρος πιθανώς δεν θα επιχειρήσει μια «επανεκκίνηση» με την Ρωσία, έστω και μόνο για να αποφύγει το πολιτικό κόστος. Ομοίως, ο Πούτιν έχει τους δικούς του λόγους υπέρ τής διατήρησης υψηλών εντάσεων. Θα ήθελε να ξεσηκώσει τον εθνικισμό για να διατηρήσει την δημοτικότητά του εγχωρίως, ιδιαίτερα εν όψει της συνεχιζόμενης οικονομικής ύφεσης.
Μεταξύ αυτών των δύο συγκρουόμενων δυνάμεων βρίσκεται Κίνα. Ως το έθνος στην τριάδα με τις ευρύτερες επιλογές πολιτικής, η Κίνα είναι τοποθετημένη καλά για να παίζει την Ρωσία και τις Ηνωμένες Πολιτείες την μια εναντίον της άλλης, περίπου όπως έκαναν οι Ηνωμένες Πολιτείες με την Κίνα και την Ρωσία στην διάρκεια των προηγούμενων ετών.
Ο Πούτιν ήλπιζε να πείσει την Κίνα να χρησιμοποιήσει την επιρροή της για να παράσχει στην Ρωσία σημαντική οικονομική και πολιτική υποστήριξη. Σ’ αυτό, είναι πιθανό να απογοητευθεί. Κατ’ αρχήν, οι δύο πλευρές δεν έχουν τους ίδιους στρατηγικούς στόχους. Η Κίνα θέλει παγκόσμιο σεβασμό για την ειρηνική άνοδό της στο επίπεδο της υπερδύναμης. Η Ρωσία θέλει να αμφισβητήσει και να υπονομεύσει την Δύση με κάθε ευκαιρία. Περαιτέρω, η Κίνα βλέπει τις Ηνωμένες Πολιτείες ως τον σημαντικότερο εταίρο της, λόγω της οικονομικής αλληλεξάρτησης των δύο εθνών. Με άλλα λόγια, ακόμα και καθώς η Κίνας ισορροπεί μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ρωσίας, δεν θα διακινδυνεύσει να προκαλέσει μια πραγματική ρήξη με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ωστόσο, θα κάνει σκληρά παζάρια και θα αποσπάσει παραχωρήσεις και από τις δύο πλευρές, και ιδιαίτερα από την Ρωσία.
Για παράδειγμα, ο Πούτιν θα ήθελε την Κίνα να νομιμοποιήσει την επιθετική περιφερειακή στάση τής Ρωσίας. Σε αυτό η Κίνα δεν θα πει «όχι», αλλά ούτε θα πει «ναι». Το τελευταίο πράγμα που η χώρα θα θελήσει να κάνει είναι να προσφέρει δημόσια στήριξη στο αξίωμα ότι τα ζητήματα της κυριαρχίας μπορούν να αποφασίζονται μέσω δημοψηφίσματος. Οι δευτερογενείς επιδράσεις στο Χονγκ Κονγκ, την εσωτερική Μογγολία, την Ταϊβάν, το Θιβέτ και την Xinjiang θα είναι πάρα πολύ σοβαρές. Αυτό που η Ρωσία μπορεί ευλόγως να αναμένει, όμως, είναι ότι οι ηγέτες τής Κίνας θα διατηρήσουν την καλοπροαίρετη αδιαφορία τους, συνεχίζοντας να απέχουν από τις ψηφοφορίες των Ηνωμένων Εθνών κατά της Ρωσίας και να υπονομεύουν τις Δυτικές κυρώσεις.
Ο Πούτιν έχει επίσης επιδιώξει να επεκτείνει δραματικά τον ρόλο τής Ρωσίας ως προμηθευτή ενέργειας στο Πεκίνο, κάτι που θα μπορούσε να δημιουργήσει μόχλευση υπέρ τής Ρωσίας στις ενεργειακές της συμφωνίες με την Ευρώπη. Και, μετά από μια δεκαετία κακών εκκινήσεων, κατά το πρώτο μέρος τού ταξιδιού τού Πούτιν στην Κίνα, η Μόσχα και το Πεκίνο όντως υπέγραψαν μια συμφωνία για τον αγωγό «Power of Siberia», προμηνύοντας μια νέα φάση στις διμερείς ενεργειακές σχέσεις. Επί του θέματος αυτού, η επιθυμία τής Μόσχας να επεκτείνει τις εξαγωγές ενέργειας διασταυρώνεται με την επιδίωξη του Πεκίνου για μεγαλύτερη ασφάλεια στον ενεργειακό εφοδιασμό. Και παρ’ όλο που η Ρωσία εξασφάλισε περίπου 25 δισ. δολάρια σε προκαταβολές για την χρηματοδότηση του αγωγού – κάτι πολύ σημαντικό εν όψει των δυτικών κυρώσεων - η Κίνα πήρε κάτι καλύτερο από την συμφωνία: Η Ρωσία θα της παρέχει φυσικό αέριο σε τιμές σημαντικά χαμηλότερες από εκείνες της αγοράς, εξοικονομώντας στην Κίνα δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια και σπρώχνοντας προς τα κάτω την τιμή τού φυσικού αερίου σε όλη την Ασία.
Εκτός από την ενέργεια, η Κίνα επιθυμεί από την Μόσχα να καταστήσει ευκολότερο στις κινεζικές εταιρείες να επενδύσουν στην Ρωσία και να πωλούν προϊόντα στους Ρώσους. Για την Κίνα, η οικονομία τής μεσαίας τάξης τής Ρωσίας είναι μια αγορά με τεράστιες ευκαιρίες, ειδικά τώρα που οι δυτικές επιχειρήσεις έχουν αρχίσει να αναβάλουν τις επενδύσεις εκεί. Η Ρωσία, φοβούμενη τον ανταγωνισμό, έχει την τάση να περιορίζει την πρόσβαση των κινεζικών εταιρειών στην ρωσική αγορά. Αλλά στο νέο γεωπολιτικό τρίγωνο, τα ρωσικά και τα κινέζικα οικονομικά συμφέροντα θα συγκλίνουν. Η Μόσχα ήδη χαλάρωσε τους περιορισμούς για τις κινεζικές επενδύσεις και κατά πάσα πιθανότητα θα επιταχύνει την διαδικασία.
Η Κίνα μπορεί επίσης να ζητήσει από την Ρωσία πρόσβαση στην πιο προηγμένη ρωσική στρατιωτική τεχνολογία. Η Μόσχα έχει διστάσει να πουλήσει στο Πεκίνο υψηλής τεχνολογίας υλικό της, εν μέρει φοβούμενη ότι η Κίνα θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει κάποια μέρα αυτά τα όπλα εναντίον τής Ρωσίας. Η Ρωσία θα μπορούσε τώρα να είναι πιο πρόθυμη να μοιραστεί κάποια τεχνολογία ως αντάλλαγμα για στρατηγικές παραχωρήσεις, αλλά μια τέτοια αλλαγή πολιτικής θα είναι σταδιακή. Και ίσως να έχει επιπτώσεις εκτός του τριγώνου, για παράδειγμα να οδηγήσει την Ινδία στην αγκαλιά των Αμερικανών κατασκευαστών όπλων στην προσπάθειά της να προσεγγίσει τις αυξημένες στρατιωτικές δυνατότητες της Κίνας.
ΤΡΙΠΛΕΤΑ
Ακριβώς όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες έπαιρναν θάρρος από την ηγετική θέση τους στην τριάδα ΗΠΑ-Ρωσίας-Κίνας κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, έτσι και η αποφασιστικότητα της Κίνας αυξάνεται όσο η Ρωσία επιδιώκει την εύνοιά της. Για παράδειγμα, η Κίνα θα μπορούσε να γίνει λιγότερο πρόθυμη να φιλελευθεροποιήσει την πολιτική της για τις ξένες επενδύσεις, κάτι που οι Ηνωμένες Πολιτείες από καιρό επιζητούν ως έναν τρόπο για να μειώσουν το διμερές εμπορικό έλλειμμα. Με τις νέες οικονομικές ευκαιρίες στα βόρεια της, η Κίνα απλά δεν θα είναι τόσο απελπισμένη για τα αμερικανικά χρήματα. Και όσο περισσότερο η Ρωσία ανοίγει την τεχνολογική αποθήκη της, τόσο πιο πρόθυμη θα γίνεται η Κίνα στο να πιέζει για τα συμφέροντά της στη Νότια και την Ανατολική Θάλασσα της Κίνας.
Αντίθετα με ό,τι συνέβαινε κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, όμως, όταν η προσέγγιση της Ουάσιγκτον με το Πεκίνο πίεσε τη Μόσχα να αλλάξει πολλές πτυχές τής παγκόσμιας πολιτικής της, η στενότερη ρωσο-κινεζική σχέση είναι απίθανο να αλλάξει τους υπολογισμούς των Αμερικανών πολιτικών στα περισσότερα μεγάλα αμερικανο-κινεζικά ζητήματα. Έτσι, οι δυναμικές στο νέο τρίγωνο δεν θα μιμούνται ακριβώς το παλιό.
Μια αναδυόμενη Κίνα υποστηριζόμενη από μια απελπισμένη Ρωσία θα κάνουν ένα τρομερό γεωπολιτικό ζευγάρι. Ακόμα κι έτσι, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα αποδυναμώσουν τις δεσμεύσεις τους προς τους συμμάχους τους, όπως προς την Ιαπωνία και τις Φιλιππίνες, απέναντι στην αυξημένη κινεζική αυτοπεποίθηση. Θα συνεχίσουν να επιδιώκουν την περιφερειακή εμπορική συμφωνία (Trans-Pacific Partnership) που αποτελεί την αιχμή τής πολιτικής τους στην περιοχή. Και θα πιέσουν την Κίνα για την κρατικά υποστηριζόμενη κινεζική εμπορική κατασκοπεία με αυξημένο σθένος. Σε αντίθεση με την Σοβιετική Ένωση, που ήταν το παράξενο έθνος στην αρχική τριγωνική σχέση, οι Ηνωμένες Πολιτείες σήμερα κατέχουν στρατιωτική, οικονομική και πολιτική ισχύ - σε συνδυασμό με ένα παγκόσμιο δίκτυο συμμαχιών – ώστε να μπορούν να στέκονται από μόνες τους. Αλλά ένα ενθαρρυμένο Πεκίνο θα κάνει σε κάθε περίπτωση πιο δύσκολο για τις Ηνωμένες Πολιτείες το να διατηρήσουν την τρέχουσα θέση τους ως εξισορροπιστή στην περιφέρεια του Ειρηνικού.

* Ο DAVID GORDON είναι ο πρόεδρος και επικεφαλής ερευνών στο Eurasia Group και πρώην διευθυντής Πολιτικού Σχεδιασμού στο αμερικανικό Υπουργείο Εξωτερικών.
Ο JORDAN SCHNEIDER είναι ερευνητής στο Eurasia Group για τις μακροσκοπικές αμερικανικές και παγκόσμιες πρακτικές.

Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/141450/david-gordon-and-jordan-sc...