Μπάλα, χρήμα και άποψη
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΜΟΥΝΤΙΑΛ 2014
par Crubellier Balthazar , [Λογοθέτης Χάρης (μτφ)](Πηγή : http://www.monde-diplomatique.gr)
Μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου, η ομαλοποίηση της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης αφορά και το ποδόσφαιρο.
Οι μεγάλοι σύλλογοι, δομημένοι για πολύ καιρό διαφορετικά απ’ ό,τι στη Δύση, έγιναν η ευχάριστη ασχολία ολιγαρχών που απέκτησαν τις περιουσίες τους με αμφιλεγόμενο τρόπο. Το μόνο που ξεχωρίζει είναι ορισμένοι γραφικοί νεόπλουτοι πρόεδροι.
Οι περισσότεροι ποδοσφαιρικοί σύλλογοι της Δυτικής Ευρώπης έχουν συγκροτήσει την ταυτότητά τους γύρω από γεωγραφικούς, πολιτιστικούς ή και πολιτικούς άξονες. Έτσι, η Μαρσέιγ, στη Γαλλία, ή η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, στο Ηνωμένο Βασίλειο, ξεχωρίζουν από τον ανταγωνισμό τους με τις ομάδες της πρωτεύουσας. Στην Ισπανία, η Αθλέτικο Μπιλμπάο είναι γνωστή για τη χρήση παικτών αποκλειστικά βασκικής « εθνικότητας ». Στην Ανατολική Ευρώπη, αντίθετα, οι κυριότεροι ποδοσφαιρικοί σύλλογοι προέρχονται από ενώσεις που συνδέονταν με ισχυρές κρατικές υπηρεσίες ή με επαγγέλματα τα οποία καθορίζουν και το όνομά τους. Ακόμη και σήμερα, οι διάφορες ΤΣΣΚΑ (CSKA- αρχικά του « Κεντρικού Αθλητικού Συλλόγου του Στρατού »), Λοκομοτίβ (ομάδες των σιδηροδρομικών) ή Ντιναμό (σύλλογος του υπουργείου Εσωτερικών) αφθονούν. Βέβαια, υπάρχουν και τοπικές παραλλαγές : η Στεάουα Βουκουρεστίου (Ρουμανία) ή η Ντούκλα Πράγας (Δημοκρατία της Τσεχίας) προέρχονται από στρατιωτικές υπηρεσίες, χωρίς να έχουν πάρει τις συνηθισμένες ονομασίες, κάτι που ισχύει και για τη Χόνβεντ Βουδαπέστης (Ουγγαρία). Στη Γιουγκοσλαβία, η Παρτιζάν Βελιγραδίου είχε για πολύ καιρό δεσμούς με την αστυνομία. Και στην Πολωνία, η Λεχ Πόζναν -με το προσωνύμιο Kolejorz : « σιδηροδρομικοί »- είχε μακρόχρονους δεσμούς με την κρατική εταιρεία σιδηροδρόμων.
Οι ιδιαιτερότητες αυτές αμβλύνθηκαν κατά τη δεκαετία του 1990, με την αξιοσημείωτη εξαίρεση της ΤΣΣΚΑ Μόσχας, στην οποία το υπουργείο Άμυνας παραμένει σημαντικός μέτοχος. Για τους άλλους συλλόγους, πρόκειται απλώς για « ταμπέλες », στις οποίες οι οπαδοί μοιάζουν πολύ πιστοί, όπως δείχνει η ατυχής και, τελικά, αποτυχημένη απόπειρα του εθνικιστή προέδρου της Κροατίας, Φράνιο Τούτζμαν, να μετονομάσει, το 1993, την Ντιναμό Ζάγκρεμπ σε « Κροάσια Ζάγκρεμπ ».
Το ανατολικό τμήμα της Ευρώπης προσχώρησε με ζήλο στους κανόνες του σύγχρονου ποδοσφαίρου, σε σημείο που η εικόνα του μοιάζει με μια παραμορφωμένη αντανάκλαση των δυτικών παθογενειών : οι ατζέντηδες των ποδοσφαιριστών αποφασίζουν για τα πάντα, οι μεταγραφές πραγματοποιούνται χωρίς πραγματική αθλητική λογική, ενώ οι διαφορές ανάμεσα στους προϋπολογισμούς των ομάδων μεγαλώνουν συνεχώς. Οι πλούσιοι σύλλογοι φέρνουν μαζικά παίκτες από το εξωτερικό, γεγονός που εμποδίζει τους ανταγωνιστές τους να ενισχυθούν οικονομικά πουλώντας τους παίκτες τους και τους υποχρεώνει να εγκαταλείψουν τις ακαδημίες ποδοσφαίρου, οι οποίες θεωρούνται υπερβολικά δαπανηρή υπόθεση. Οι πρακτικές αυτές είχαν ως αποτέλεσμα την αύξηση στις τιμές των εισιτηρίων και τη σημαντική μείωση του αριθμού των θεατών στα γήπεδα.
Εξάλλου, οι ομάδες της Ανατολικής Ευρώπης άνοιξαν διάπλατα τις πόρτες τους και το μετοχικό τους κεφάλαιο σε επενδυτές που πλούτισαν κατά τη δεκαετία του 1990. Αυτοί οι νέου τύπου πρόεδροι κατάφεραν να βρουν τη θέση τους στο ευρωπαϊκό ποδοσφαιρικό τοπίο. Μετά από επιμονή αρκετών τέτοιων προέδρων, όπως ο Ρινάτ Αχμέτοφ, επικεφαλής της Σαχτάρ Ντανιέτσκ (Ουκρανία), ο πρόεδρος της Ένωσης Ευρωπαϊκών Ομοσπονδιών Ποδοσφαίρου (Union of European Football Associations, UEFA), Μισέλ Πλατινί, εγκαινίασε μια μεγάλη μεταρρύθμιση του Τσάμπιονς Λιγκ, με σκοπό να διασφαλίσει την καλύτερη εκπροσώπηση των ποδοσφαιρικών συλλόγων της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης.
Οι μάλλον ασυνήθιστες αυτές προσωπικότητες, με το συχνά μυστηριώδες παρελθόν, κυριαρχούν πια στο ποδοσφαιρικό τοπίο της μισής ευρωπαϊκής ηπείρου. Ορισμένοι πήραν τα ηνία των συλλόγων μέσα σε βίαιες συνθήκες. Ο Αχμέτοφ διαδέχθηκε τον Αχάτ Μπραγκίν, που έπεσε θύμα δολοφονικής επίθεσης. Μεταξύ 1995 και 2007, έξι πρόεδροι της Λοκομοτίβ Πλόβντιβ (Βουλγαρία) σκοτώθηκαν από σφαίρες. Μόλις εδραιωθούν, οι περισσότεροι από τους προέδρους ηρεμούν, με εξαίρεση ορισμένες προσωπικότητες που αρνούνται πεισματικά να συμμορφωθούν με το μοντέλο του μετριοπαθούς, διακριτικού, υπομονετικού και λογικού διαχειριστή, το οποίο προωθούν τα αθλητικά μέσα ενημέρωσης. Γράφουν τη δική τους ιστορία, με εκατομμύρια, σκάνδαλα και αμετροεπείς δηλώσεις που εγγυώνται τη φήμη τους. Αυτές οι αυταρχικές φιγούρες, που φέρνουν στο νου το αμερικάνικο κατς [1], τροφοδοτούν τις κοσμικές στήλες των εφημερίδων και συγκεντρώνουν μόνιμα τα φώτα της δημοσιότητας, αξιοποιώντας με αδιαμφισβήτητη επιδεξιότητα την τέχνη της πολεμικής.
Στη Γαλλία, τον πληθυσμό των « τρομερών παιδιών » ενσάρκωσαν, τη δεκαετία του 1980, ο Κλοντ Μπεζ και ο Μπερνάρ Ταπί, των οποίων η φήμη ξεπέρασε κατά πολύ τους συλλόγους τους. Ο Λουί Νικολέν, πρόεδρος της Μονπελιέ, παραμένει από τους τελευταίους εκπροσώπους ενός είδους που οδηγείται στην εξαφάνιση. Σε μια έξαρση που έμεινε στα χρονικά, είχε χαρακτηρίσει τον αρχηγό μιας αντίπαλης ομάδας « τράντζα [2] ». Αντιμέτωπος με την αγανάκτηση των μέσων ενημέρωσης, ο Νικολέν τελικά ζήτησε συγγνώμη, με λιγότερη ή περισσότερη κομψότητα : « Εγώ, αυτή τη λέξη, « τράντζα », δεν την ήξερα ούτε δέκα λεπτά πριν την πω. Την άκουγα διαρκώς, « τράντζα » από ‘δω, « τράντζα » από ‘κει (...) Μπροστά στο μικρόφωνο, η λέξη, « τράντζα », μου είχε κολλήσει στο μυαλό. Αλλιώς, δεν είμαι ομοφοβικός, ζήτησα συγγνώμη ». Για να προσθέσει : « Δεν είχα ποτέ πρόβλημα με τις αδερφές. Όσο περισσότερες είναι, τόσο πιο πολλές γκόμενες για μας [3] ».
Μετά την κατάρρευση των « λαϊκών δημοκρατιών », στις αρχές της δεκαετίας του 1990, το κοινό των γηπέδων της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης ανακάλυψε αυτό το είδος γλαφυρών προέδρων. Μεταξύ τους, ο Ζντράβκο Μάμιτς, εμβληματική φυσιογνωμία του κροατικού ποδοσφαίρου. Ο επιχειρηματίας, που γεννήθηκε στο Μπιέλοβαρ το 1959, οφείλει την περιουσία του σε επενδύσεις που έκανε σε μια εταιρεία υλοτομίας και σε μια ζυθοποιία. Αφού πούλησε τις μετοχές του σε κάποιον έμπορο όπλων κατά τη διάρκεια των πολέμων της Γιουγκοσλαβίας, τη δεκαετία του 1990, ο Μάμιτς αρχίζει να ασχολείται με το επάγγελμα του ποδοσφαιρικού ατζέντη, ανεβαίνοντας, ταυτόχρονα, τα σκαλοπάτια της ιεραρχίας στην Ντιναμό Ζάγκρεμπ, μέχρι να βρεθεί στη θέση του αναπληρωτή προέδρου.
Παράλληλα με τις δραστηριότητές του στη διοίκηση του συλλόγου, ο Μάμιτς υπογράφει αρκετά συμβόλαια που τον συνδέουν οικονομικά με παίκτες της ομάδας του, η οποία έχει κατακτήσει τους περισσότερους τίτλους στην Κροατία. Ο γιος του, Μάριο, εξασκεί κι αυτός το επάγγελμα του ατζέντη και, μεταξύ των πελατών του, υπάρχουν αρκετοί παίκτες που έχουν αποσυρθεί από την Ντιναμό Ζάγκρεμπ. Αυτή η κατάσταση έκδηλης σύγκρουσης συμφερόντων προκαλεί τη δυσφορία των οπαδών. Αλλά η υποβολή σχετικών ερωτήσεων στον Μάμιτς μπορεί να αποδειχθεί επικίνδυνη.
Όταν, με την ευκαιρία συνέντευξης Τύπου, στα τέλη του 2010, δέχεται ερώτηση για το θέμα, ο Μάμιτς –που, μόλις προηγουμένως, είχε δηλώσει έτοιμος να απαντήσει σε όλες τις ερωτήσεις- απαντά, χαμογελώντας, στον δημοσιογράφο : « Είσαι ένας από τους μεγαλύτερους ψεύτες και απατεώνες της χώρας. Είσαι λεχρίτης και κτήνος. Λες συνεχώς ψέματα ». Στη συνέχεια, χάνει την υπομονή του, όταν ο συνομιλητής του επιμένει : « Ο γιος μου κάνει αυτό που θέλω και αυτό που μου φαίνεται σωστό. Ανεγκέφαλε ηλίθιε ! (...) Μόλις φύγω από την Ντιναμό, θα σε σαπίσω στο ξύλο ». Ο δημοσιογράφος, απτόητος, κάνει μια τελευταία προσπάθεια να πάρει απάντηση και, τότε, ο Μάμιτς χάνει τελείως την ψυχραιμία του : « Σταμάτα να λες ψέματα σ’αυτόν τον λαό που υποφέρει ! », λέει ουρλιάζοντας. « Δεν έχεις το δικαίωμα. Εξαιτίας ανθρώπων σαν και σένα μού έχει βγει το όνομα του παρακμιακού και βίαιου ηλίθιου [4] ».
Λίγο πιο ανατολικά, ο Γκεόργκε « Τζίτζι » Μπεκάλι είναι κυρίαρχος στη Στεάουα Βουκουρεστίου. Η περιουσία του Μπεκάλι, που γεννήθηκε σε μια σχετικά ευκατάστατη οικογένεια Ρουμάνων βοσκών, εκτινάχθηκε όταν προχώρησε σε ανταλλαγή εκτάσεων με τον ρουμανικό στρατό, το 1998. Η σημαντική υπεραξία που προέκυψε από τη συναλλαγή, έγινε αντικείμενο αστυνομικών ερευνών και οδήγησε σε δίκες. Ορισμένοι αμφισβητούν την εγκυρότητα των τίτλων ιδιοκτησίας του, καθώς και τη νομιμοποίηση του στρατού να μεταπωλεί οικόπεδα στο κέντρο της πόλης. Χωρίς να ενδιαφέρεται για το τι λέγεται, ο Μπεκάλι μπαίνει στο μετοχικό κεφάλαιο της Στεάουα Βουκουρεστίου και, στη συνέχεια, παραμερίζει διαδοχικά όλους τους υποψήφιους για την προεδρία του παλαιού συλλόγου του στρατού, μέχρι που αποκτά το πλειοψηφικό πακέτο των μετοχών, τον Φεβρουάριο του 2003. Επισήμως, έχει μεταβιβάσει τις περισσότερες μετοχές του στους ανιψιούς του από το 2007.
Ωστόσο, το πέρασμά του από την κορυφαία θέση τού πολύ δημοφιλούς συλλόγου με τους περισσότερους τίτλους στη χώρα, του προσέφερε εξαιρετικό βήμα για να εκθέσει τις πολιτικές απόψεις του. Μάλιστα, από το 2004 έως το 2012, ο επιχειρηματίας διετέλεσε επικεφαλής του χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος Νέας Γενιάς, ενός αρχικά κεντρώου σχηματισμού, τον οποίο μετατρέπει, στη συνέχεια, σε ακραίο εθνικιστικό κόμμα που εμπνέεται από τον φασισμό του Μεσοπολέμου. Καταφεύγοντας συχνά σε ρατσιστικές και ομοφοβικές ύβρεις, χωρίς να παραλείπει και τους δημοσιογράφους, ο Μπεκάλι θα διατελέσει για σύντομο χρονικό διάστημα και ευρωβουλευτής.
Το 2007, ο σύλλογός του δίνει μάχη για το πρωτάθλημα με τη CFR Cluj (Κλουζ), ομάδα πόλης με πολλούς κατοίκους που μιλούν ουγγρικά. Ο Μπεκάλι υποπτεύεται ότι οι « Ούγγροι μασόνοι » χρηματοδοτούν τους αντιπάλους του. Η υποψία αυτή ενισχύει, στα μάτια του, το καθήκον επικράτησης της Στεάουα, αφού « η Ρουμανία θα γινόταν περίγελος του κόσμου εάν το πρωτάθλημα το έπαιρναν οι Ούγγροι [5] ». Με την ευκαιρία, τονίζει ότι η ομάδα του, σε αντίθεση με τους αντιπάλους του, έχει μόνο Ρουμάνους παίκτες. Η Κλουζ παίρνει, τελικά, το πρωτάθλημα, αλλά ο Μπεκάλι παρηγοριέται αποκτώντας τον Αντόνιο Σεμέδο. Υποδέχεται τον (μαύρο) επιθετικό της Κλουζ με τα παρακάτω θερμά λόγια : « Δεν μου αρέσουν οι μαύροι, αλλά δεν μπορούσα να κάνω τίποτα άλλο, γιατί είναι πολύ καλός παίκτης για να τον αφήσουμε στους Ούγγρους [6] ».
Παρόλο που οι οξύθυμοι αυτοί πρόεδροι θεωρούν σημαντικό να προκαλούν τους δημοσιογράφους για να εδραιώσουν τη φήμη τους, όσο καταστροφική κι αν είναι, εργάζονται, επίσης, για να ενισχύσουν στους οπαδούς τους μια προσωπολατρία που στηρίζεται στην προσωπική παντοδυναμία. Για τον λόγο αυτό, πολλαπλασιάζουν τις αιφνίδιες αποφάσεις καρατόμησης και πρόσληψης τεχνικού προσωπικού. Αν και, στον τομέα αυτό, οι αμοιβές και η γαλλική νομοθεσία επιβάλλουν κάποια σύνεση, η κατάσταση στο πάλαι ποτέ ανατολικό μπλοκ επιτρέπει πολλές κινήσεις εντυπωσιασμού. Από τον Ιούνιο του 2005, ο Μάμιτς προσέλαβε και απέλυσε δώδεκα προπονητές, παρόλο που η ομάδα του κατακτούσε εννιά συνεχόμενα πρωταθλήματα στην Κροατία. Ως μέτρο σύγκρισης, η Μαρσέιγ, που γενικά θεωρείται ασταθής ομάδα, δεν γνώρισε παρά πέντε προπονητές την ίδια χρονική περίοδο.
Στη Ρουμανία, ο Μπεκάλι τελειοποίησε την τέχνη (προσωρινής) πρόσληψης του προπονητή-σωτήρα. Τον Αύγουστο του 2010, ο προπονητής Βίκτορ Πιτούρκα παραιτείται μετά από 59 ημέρες άσκησης των καθηκόντων του. Ο πρόεδρος εμπιστεύεται τα ηνία στον Ίλιε Ντουμιτρέσκου, « έναν καλό άνθρωπο... που δουλεύει δωρεάν ». Έναν μήνα αργότερα, ο ίδιος Ντουμιτρέσκου κρίνεται « υπερβολικά μουσουλμάνος » και απαλλάσσεται από τα καθήκοντά του μετά πολλών επαίνων. Ο Μπεκάλι στρέφεται, τότε, προς τον Μάριους Λάκατους, στο πρόσωπο του οποίου βλέπει « μια μακρόπνοη λύση για τη Στεάουα ». Αλλά, τον Μάρτιο του 2011, ο πρώην διεθνής ποδοσφαιριστής παραιτείται. « Εγώ φτιάχνω την ομάδα εδώ », γρυλλίζει ο πρόεδρος του συλλόγου, « δεν έχουμε δημοκρατία ». Ο Σορίν Καρτού θα είναι ο τέταρτος προπονητής της χρονιάς. « Του δίνω τρεις μήνες και βλέπουμε [7] ». Στις 5 Μαΐου, ο προπονητής αποχωρεί, χωρίς να ζητήσει αποζημίωση. Οι μέθοδοι αυτές σκοπεύουν περισσότερο να προκαλέσουν τον φόβο παρά την υποστήριξη του κόσμου. Στην Ντιναμό Βουκουρεστίου, όπως και στη Στεάουα, οι οπαδοί διαμαρτύρονται τακτικά για τη διοίκηση των προέδρων τους, με μποϊκοτάζ ή και με συχνά μαζικές διαδηλώσεις, παρά τις νίκες των ομάδων.
Την ώρα που οι παγκόσμιες και οι ευρωπαϊκές ποδοσφαιρικές αρχές τονίζουν τον ενωτικό και ανθρωπιστικό χαρακτήρα του αθλήματος, η βιομηχανία της στρογγυλής θεάς δυσκολεύεται να απαλλαγεί από τους πιο ενοχλητικούς εκπροσώπους της, οι οποίοι διακηρύσσουν μεγαλοφώνως όσα οι συνάδελφοί τους έχουν μάθει να αποσιωπούν. Τελικά, ένα παιχνίδι έχει εδραιωθεί μεταξύ των μέσων ενημέρωσης, τα οποία αναζητούν αυτούς τους « καλούς πελάτες » για να τους εκθέσουν περισσότερο, και των ιδιόρρυθμων προέδρων, οι οποίοι είναι πολύ πονηροί για να πέσουν θύματα.
Το 2010, ο Βλάτκο Μάρκοβιτς, τότε πρόεδρος της κροατικής ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας, δήλωνε ότι οι ομοφυλόφιλοι δεν έχουν θέση στην εθνική ομάδα. Γεμάτοι ελπίδα ότι θα υπερθεματίσει, οι δημοσιογράφοι έσπευσαν να ζητήσουν την αντίδραση του μη εξαιρετέου Μάμιτς : « Υπάρχουν φυσιολογικά πράγματα που να σας απασχολούν ή μόνο αυτές οι ιστορίες ; Το 90% από αυτά που γράφετε δεν έχει συμβεί ποτέ », σημείωσε ο πρόεδρος της Ντιναμό Ζάγκρεμπ. « Τέλος πάντων, θα σας πω τη γνώμη μου για το θέμα, αφού, προφανώς, αυτό σας ενδιαφέρει. Στη δική μου [εθνική] ομάδα, δεν θα έπαιζαν ομοφυλόφιλοι παίκτες. Πού είναι το πρόβλημα ; Εγώ, δεν μπορώ να φανταστώ έναν ομοφυλόφιλο να πέφτει μέσα σε όλα, να κάνει τάκλινγκ, να πηδάει για κεφαλιές και τα υπόλοιπα. Τον φαντάζομαι περισσότερο ως έναν χορευτή, έναν καλλιτέχνη, έναν συγγραφέα ή έναν... δημοσιογράφο [8] ».
Notes
[1] Βλ. « Grandeur et délires du catch américain », Le Monde diplomatique, Μάιος 2010.
[2] Σε συνέντευξή του στο Canal Plus, μετά τον αγώνα Οσέρ-Μονπελιέ, 31 Οκτωβρίου 2009.
[3] Midi libre, Σεν-Ζαν ντε Βεντά, 30 Νοεμβρίου 2009.
[4] Αυτοσχέδια συνέντευξη Τύπου, Ζάγκρεμπ, 22 Δεκεμβρίου 2010.
[5] Συνέντευξη Τύπου, Βουκουρέστι, 15 Νοεμβρίου 2006.
[6] Συνέντευξη Τύπου, Βουκουρέστι, 31 Οκτωβρίου 2008.
[7] Συνεντεύξεις Τύπου, Βουκουρέστι, 13 Αυγούστου, 29 Σεπτεμβρίου, 20 Οκτωβρίου και 6 Μαρτίου 2010, αντίστοιχα.
[8] Συνέντευξη Τύπου, Ζάγκρεμπ, 15 Νοεμβρίου 2010.