Από τον Σεμνό & Ταπεινό
Δεν ήμουν ποτέ «των άκρων» όσον αφορά στα «ποδοσφαιρικά» ή «μπασκετικά».
Υπό την έννοια, δηλαδή, ότι ένα καλό ματσάκι, μία βόλτα στο γήπεδο αραιά και που, και εν γένει η ενασχόληση με το «αντικείμενο», συμπεριλαμβανομένης και της απαραίτητης «καζούρας» μεταξύ φίλων, λειτουργεί αποσυμπιεστικά στην καθημερινότητά μας και, εν πάση περιπτώσει, είναι μια «αντρική ασχολία». Ειδικά στον τομέα της «καζούρας» είχα την ατυχία, μικρό παιδί, να ζήσω τα πέτρινα χρόνια του Θρύλου περιστοιχιζόμενος επί το πλείστον από βαζελάκια ... με ό,τι αυτό συνεπαγόταν τότε για τον «ψυχισμό» μου και συνεπάγεται τα τελευταία 10 και πλέον χρόνια σε βάρος τους.
Επίσης, δεν ήμουν ποτέ του «ύψους ή του βάθους» στην κριτική των παικτών, είτε του Ολυμπιακού είτε της Εθνικής. Τα «κρέατα» της μιας αγωνιστικής δεν γίνονται «ήρωες και ημίθεοι» την επόμενη αγωνιστική. Είμαι πάντα της λογικής ότι με αυτούς που (μπορούμε να) έχουμε, με αυτούς θα πορευόμαστε, αρκεί να βγάζουν ό,τι καλύτερο μπορούν στο γήπεδο. Εάν αυτό ξέρουν και μπορούν, ας όψεται. Δεν μας υποχρεώνει κανείς, ντε και καλά, να κάτσουμε στον καναπέ ή να πάμε στο γήπεδο να δούμε την ομάδα μας ή την Εθνική.
Υπό αυτό το πρίσμα, εξάλλου, εγώ (σε αντίθεση με τον αγαπητό Μυστήριο), μπορώ να πω ότι είμαι οπαδός της Εθνικής, ήδη από τα προκριματικά του Mundial της Αμερικής, και, κυρίως, από τα προκριματικά του Euro 2004. Δεν θα ξεχάσω ότι την ώρα που ο Γιαννακόπουλος έβαζε το γκολ κατά της Ισπανίας (στο 0-1 που ήταν και το «σάλπισμα» της πρόκρισης και της μεγάλης πορείας) μιλούσα στο τηλέφωνο με τον παιδικό μου φίλο, τον Μιχάλη τον ψηλό, και μου λέει: «λες;».
Έκτοτε, όπως έγραφα και προχθές, έχω πάει αρκετές φορές στο γήπεδο για να δω την Εθνική με τα φιλαράκια μου.
Και εκεί ακριβώς εντοπίζω αυτό που αναφέρω στον τίτλο. Σε μία χώρα όπου η «οπαδική» κουλτούρα είναι σχεδόν συνώνυμη με τον χουλιγκανισμό και το καφριλίκι, τα ματς της Εθνικής μού δίνουν τη δυνατότητα και χαρά να πάω στο γήπεδο με τα φιλαράκια μου τους βάζελους και να περάσουμε καλά. Και αν το ματς συνοδευτεί με καλή απόδοση και νίκη, ακόμα καλύτερα!
Με άλλα λόγια, τα ματς της Εθνικής προσφέρονται για εκείνους τους φιλάθλους που χαίρονται να πάνε στο γήπεδο για να ξεδώσουν, να φωνάξουν, να διασκεδάσουν, να κάνουν χαβαλέ, να πάνε με τους φίλους τους, να πάρουν το παιδί τους, χωρίς τον φόβο για επεισόδια και καφρίλες.
Ίσως, λοιπόν, είναι χρήσιμη μια καλή ή, έστω, αξιοπρεπής Εθνική, η οποία θα διατηρεί σταθερό το ενδιαφέρον του απλού φιλάθλου και, ίσως, σε αυτή την περίπτωση, να συμβάλει κάπως και στη δημιουργία μιας νέας φουρνιάς υγιώς σκεπτόμενου «οπαδισμού».
Βεβαίως, δεν είμαι αιθεροβάμων, διότι, έστω και τετριμμένα, και τούτο είναι ζήτημα γενικότερης παιδείας κλπ κλπ. Αλλά, σε κάθε περίπτωση, δεν μας απαγορεύει κανείς να ονειρευόμαστε.
Υ.Γ.: Βλέποντας το ασίγαστο πάθος του σχεδόν συνομιλήκου μου (περίπου σαραντάρη) Καραγκούνη, αλλά ακόμα και αυτού του «αντιπαθούς» Κατσουράνη (που όλοι αγαπάμε να μισούμε), αναρωτιέμαι, πού είναι εκείνα τα «τοτέμ» του εγχώριου μπασκετικού μας μύθου που εγκατέλειψαν την «επίσημη αγαπημένη» από τα early 30 τους ... για να ξεκουραστούν;
Σεμνός & Ταπεινός