Το σενάριο των ξένων μαχητών
Τι αποκαλύπτουν για την αλ Κάιντα ο… ισπανικός εμφύλιος και η επανάσταση του Τέξας
David Malet
(Πηγή : http://foreignaffairs.gr/)
Για πολλούς παρατηρητές, οι εκτιμώμενοι 11.000 ξένοι μαχητές που έχουν εισρεύσει στην Συρία κατά την διάρκεια του εμφυλίου πολέμου της, αποτελούν ανησυχητικά σημάδια μιας αυξανόμενης τάσης προς διεθνικές συγκρούσεις.
Και, κατά μια έννοια, έχουν δίκιο. Από το 2001, περίπου 20.000 εξωγενείς αντάρτες, κυρίως τζιχαντιστές, έχουν μετακινηθεί σε ζώνες πολέμου από το Αφγανιστάν ως το Ιράκ και τη Νιγηρία, είτε για να πάρουν μέρος σε τοπικές ομάδες ανταρτών είτε για να δημιουργήσει ερείσματα για την αλ Κάιντα και άλλες ισλαμιστικές οργανώσεις. Κατά την τελευταία δεκαετία, οι κυβερνήσεις έχουν ξοδέψει εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια προσπαθώντας να αναχαιτίσουν αυτήν την περιαγωγή μαχητών, και εκατοντάδες εκατομμύρια περισσότερα στην προσπάθειά τους να τους επανεντάξουν πίσω στις χώρες καταγωγής τους.
Από μια άλλη άποψη, ωστόσο, οι παρατηρητές κάνουν λάθος. Οι ξένοι μαχητές μπορεί να φαίνεται ότι αποτελούν ένα χαρακτηριστικό του πολέμου στον εικοστό πρώτο αιώνα, αλλά, στην πραγματικότητα, δεν είναι τίποτα καινούργιο. Κατά την διάρκεια των δύο τελευταίων αιώνων, πάνω από 70 εξεγέρσεις έχουν γίνει επιτυχώς διακρατικές. Υπήρξαν ξένοι μαχητές σε τουλάχιστον έναν στους πέντε σύγχρονους εμφύλιους πολέμους. Ο κατάλογος περιλαμβάνει τον Λόρδο Βύρωνα και την Φιλελληνική Επιτροπή τού Λονδίνου, η οποία βοήθησε τους Έλληνες στον πόλεμο για την ανεξαρτησία τους από την Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1820, τους άτακτους εθελοντές που εντάχθηκαν στον στρατό τού Sam Houston στον πόλεμο της ανεξαρτησίας τού Τέξας το 1836, η συμμαχία των αριστερών που καθοδηγούντο από την Κομμουνιστική Διεθνή και υποστήριζαν την Ρεπουμπλικανική φατρία και οι Ιρλανδοί Καθολικοί αντικομμουνιστές που υποστήριξαν τους εθνικιστές στον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο την περίοδο 1936-1939, και οι εβραϊκές παραστρατιωτικές ομάδες που πολέμησαν στον ισραηλινό πόλεμο της Ανεξαρτησίας το 1948.
Όπως και στις προηγούμενες δεκαετίες, ξένοι μαχητές έχουν συμμετάσχει και σε πιο πρόσφατες συγκρούσεις σε όλο τον κόσμο. Ο καθένας ξέρει για την παρουσία τους στη Μέση Ανατολή, αλλά υπάρχουν και άλλοι. Στα τέλη τής δεκαετίας τού 1990, 200 Αλβανο-Αμερικανοί πολέμησαν στο πλευρό τού Απελευθερωτικού Στρατού τού Κοσσυφοπεδίου. Λίγα χρόνια αργότερα, μέλη τού Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού (ΙΡΑ) εγκατέλειψαν την Κολομβία αφού συνελήφθησαν με την κατηγορία ότι εκπαίδευαν αντάρτες των Επαναστατικών Ένοπλων Δυνάμεων της Κολομβίας (FARC). Και σήμερα, αρκετές χιλιάδες ξένοι μαχητές, που αποτελούν αυτό που τα Ηνωμένα Έθνη έχουν ονομάσει «αντάρτες τής διασποράς», έχουν εξαπλωθεί σε ολόκληρη την περιοχή των Αφρικανικών Μεγάλων Λιμνών, κάποιοι συνδεδεμένοι με τον Στρατό τής Αντίστασης του Κυρίου, άλλοι από ομάδες ανταρτών της Ρουάντα.
Αν και οι διακρατικές εξεγέρσεις περιλαμβάνουν εξαιρετικά διαφορετικές ομάδες σε διάφορες συγκρούσεις και εποχές, εξακολουθούν να έχουν πολλά κοινά. Κατ’ αρχήν, οι εν λόγω δυνάμεις νικούν: οι διακρατικές εξεγέρσεις έχουν κερδίσει σχεδόν το ήμισυ των εμφυλίων πολέμων στους οποίους έχουν πολεμήσει, σχεδόν διπλάσιο ποσοστό από το ποσοστό επιτυχίας των εξεγέρσεων συνολικά. Αρκετοί Ισραηλινοί πρωθυπουργοί έχουν παραδεχθεί ότι η νίκη τού Ισραήλ το 1948, στηρίχθηκε στους βετεράνους τού Β’ Παγκοσμίου Πολέμου που βοήθησαν το νεοσύστατο κράτος εναντίον των αραβικών στρατών. Σε άλλες συγκρούσεις στην ιστορία, εξέχοντες ξένοι μαχητές είτε συνέβαλλαν στην επέκταση των εξεγέρσεων είτε τις καθιστούσαν δυσκολότερο να κατασταλούν: ο μαρκήσιος ντε Λαφαγιέτ, ο Γάλλος στρατηγός που πολέμησε με τους Αμερικανούς αντάρτες κατά την διάρκεια του Επαναστατικού Πολέμου, ο Ιταλός στρατηγός Giuseppe Garibaldi ο οποίος υποστήριξε την Ρεπουμπλικανική εξέγερση στην Βραζιλία το 1830, και ο Αμπού Μουσάμπ αλ Ζαρκάουι, ο οποίος διαμόρφωσε την αλ Κάιντα στο -υπό την κατοχή των ΗΠΑ- Ιράκ. Τα σχέδια των στρατολογήσεων για τόσο διαφορετικούς μαχητές είναι σε γενικές γραμμές παρόμοια και, λόγω αυτού του γεγονότος, όλα έχουν την ίδια αχίλλειο πτέρνα.
ΤΟ ΚΙΝΗΤΡΟ ΤΗΣ ΣΤΡΑΤΟΛΟΓΗΣΗΣ
Οι αντάρτικες ομάδες, από τον τεξανικό στρατό το 1836 μέχρι τις θυγατρικές τής αλ Κάιντα στην Συρία σήμερα, χρησιμοποιούν την απόγνωση αντί την αισιοδοξία για την στρατολόγηση μελών. Σε γενικές γραμμές, λένε στους νεοσύλλεκτους ότι χάνουν τον πόλεμο της επιβίωσης και ότι αντιμετωπίζουν μια υπαρξιακή απειλή. Μπορεί να μην φαίνεται σαν το πιο πειστικό επιχείρημα, ιδιαίτερα για μαχητές οι οποίοι, εφόσον ενταχθούν, πρέπει να παραβιάζουν μια σειρά νόμων και να πάρουν τα όπλα σε ένα άγνωστο έδαφος. Αλλά λειτουργεί. Τέτοιες ομάδες μπορεί να πείσουν ένα νεοσύλλεκτο ότι αυτός -ή αυτή- αποτελεί κομμάτι μιας απειλούμενης κοινότητας και είναι υποχρεωμένος να την υπερασπιστεί. Η στρατηγική λειτουργεί καλύτερα με τους ξένους νεοσύλλεκτους που μοιράζονται την ιδεολογία τού κινήματος, την εθνικότητα ή την θρησκεία, αλλά οι οποίοι, σε αντίθεση με τους τοπικούς μαχητές, δεν έχουν άμεσους δεσμούς με κοινότητες και οικογένειες στην γραμμή τού πυρός.
Αλλά, οι στρατολογητές μπορούν επίσης να προσθέσουν εθελοντές που μόνο χαλαρά συνδέονται με, ή είναι απλώς συμπαθούντες σε, μια συγκεκριμένη ομάδα. Αυτοί οι μαχητές είναι συχνά καλόπιστοι λόγω της αδύναμης σχέσης τους με την χώρα τους και την εθνική τους ταυτότητα, ειδικά στην περίπτωση των μη ενσωματωμένων μεταναστών ή των πολιτικά καταπιεσμένων ή των οικονομικά περιθωριοποιημένων. Πολλές διακρατικές εξεγέρσεις έχουν συνήθως προτιμήσει να φέρουν αυτούς τους πιο εύπλαστους ξένους στρατιώτες όποτε ήταν δυνατόν, αντί να ρισκάρουν τα δικά τους τακτικά μέλη στο πεδίο τής μάχης. Η στρατηγική αυτή φαίνεται να λειτουργεί καλά σε ιδεολογικές συγκρούσεις, αλλά είναι πιο δύσκολο να διατηρηθεί σε εθνοτικές ομάδες ανταρτών. Στην πραγματικότητα, ακόμη και οι πιο επιτυχημένες εθνοτικές-εθνικιστικές εξεγέρσεις έχουν την τάση να μην χρησιμοποιούν ξένους μαχητές. Οι «Τίγρεις Ταμίλ» στην Σρι Λάνκα και το Κουρδικό Εργατικό Κόμμα στην Τουρκία ήταν επιτυχείς στην εξεύρεση εξωτερικής οικονομικής στήριξης, αλλά προφανώς δεν στόχευαν σε κάτι περισσότερο από αυτό. Εισήγαγαν όπλα, αλλά όχι μαχητές, ίσως επειδή δεν θα μπορούσαν ποτέ να απευθύνουν έναν αξιόπιστο ισχυρισμό ότι ο αγώνας τους εκπροσωπούσε αρκετή υπαρξιακή απειλή ώστε ξεσηκώσουν μέλη τής απομακρυσμένης διασποράς τους για να έρθουν και να ενταχθούν.
Σε περιπτώσεις όπου οι ξένοι μαχητές έχουν επιτυχώς στρατολογηθεί για τέτοιους λόγους, όπως στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ, η προπαγάνδα παράγει τα δικά της προβλήματα. Σε αυτές τις συγκρούσεις, οι ξένοι μαχητές καθοδηγούνται από την πεποίθηση ότι αγωνίζονται σε μια απελπισμένη μάχη μέχρι το τέλος, δρουν πιο επιθετικά από ό,τι οι ντόπιοι αντάρτες - ακόμα και όταν η πλευρά τους στην πραγματικότητα κερδίζει. Δεν είναι τυχαίο ότι οι περισσότερες αποστολές αυτοκτονίας στο Αφγανιστάν και το Ιράκ διεξήχθησαν από ξένους μαχητές και όχι από τοπικούς. Πολεμώντας για κάτι που είναι συχνά ένα αφηρημένο ιδανικό, χωρίς να ανησυχούν για άμεσα αντίποινα εναντίον των οικογενειών τους, οι ξένοι μαχητές δεν χρειάζεται να δείχνουν έλεος. Μερικές ομάδες ανταρτών, όπως το Ισλαμικό Κράτος του Ιράκ και της αλ Σαμ (Islamic State of Iraq and al-Sham, ISIS), και η Jabhat al-Nusra στην Συρία, έχουν επωφεληθεί από αυτή την δυναμική με το να χρησιμοποιούν ξένους για να στοχεύουν αμάχους όταν οι τοπικοί πολεμιστές δεν το κάνουν.
Οι διαφορές μεταξύ των ξένων και των τοπικών ανταρτών μπορούν να σπείρουν την διχόνοια μεταξύ τους. Η τελευταία δεκαετία έχει παράσχει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία ότι η χρήση ξένων μαχητών προσφέρει τόσα μειονεκτήματα όσα και οφέλη. Στο Ιράκ, η άνοδος της θρησκευτικής βίας που ασκείται από ομάδες κυρίως αλλοδαπών μαχητών που συνδέονται με την Αλ Κάιντα οδήγησε τους τοπικούς Σουνίτες αντάρτες να στραφούν εναντίον τους και να συνασπιστούν στο λεγόμενο κίνημα Αφύπνισης, με την πλευρά των συμμαχικών δυνάμεων. Στο Αφγανιστάν, μια ομάδα κατοίκων τής πόλης Gizab, οι οποίοι ήταν αποφασισμένοι να διώξουν τους Ταλιμπάν από την επαρχία τους, συμμάχησαν με τους Αμερικανούς στρατιώτες, οι οποίοι τους αποκαλούσαν ως «Good Guys of Gizab». Στον εμφύλιο πόλεμο της Σομαλίας, η ιθαγενής σομαλική ηγεσία της ισλαμιστικής ομάδας αλ Σαμπάαμπ στράφηκε εναντίον των Δυτικών τζιχαντιστών της ομάδας επειδή δήθεν δεν υπερασπίζονταν τα τοπικά συμφέροντα των ανταρτών, ευνοώντας αντ’ αυτού τις πιο επιθετικές απόψεις τής αλ Κάιντα. Πιο πρόσφατα, στη Συρία, η ISIS και η Jabhat al-Nusra έχουν αφιερώσει τουλάχιστον τόση ενέργεια για να πολεμούν τους ντόπιους αντάρτες του Ελεύθερου Συριακού Στρατού - και μεταξύ τους – όσο και το καθεστώς τού Μπασάρ αλ-Άσαντ.
Η πίστη είναι ένα άλλο πρόβλημα. Παρά το γεγονός ότι ορισμένοι ξένοι στρατολογημένοι παραμένουν πιστοί στον σκοπό τους για όλη τους την ζωή, αναπόφευκτες ιστορίες περί δυσαρεστημένων μαχητών μπορεί να καταστήσουν δύσκολο για τους ηγέτες των ανταρτών να διατηρήσουν τον σκληρό πυρήνα των υποστηρικτών τους. Συχνά, μετά από μια αρχική αιχμή ενδιαφέροντος, η παλίρροια των εθελοντών σε μια διακρατική εξέγερση υποχωρεί με αναφορές για χαμηλό ηθικό και αχάριστους πολίτες. Συχνά φουντώνουν και πάλι μετά από μεγάλες μάχες, ή μια ολοκληρωτική νίκη, όταν αυτοί που δεν είναι αφοσιωμένοι αρκετά για να διακινδυνεύουν την ζωή τους, τελικά πλησιάζουν για να προσπαθήσουν να διεκδικήσουν μέρος τής νίκης. Στην δεκαετία τού 1980 στο Αφγανιστάν, για παράδειγμα, ο Οσάμα Μπιν Λάντεν δεν είχε ποτέ περισσότερους από μερικές εκατοντάδες εθελοντές για να πολεμήσει την Σοβιετική Ένωση, αλλά οι τάξεις του διογκώθηκαν με περισσότερους από 10.000 από την στιγμή που αποσύρθηκε ο Κόκκινος Στρατός.
Ιστορικά, οι περισσότεροι ξένοι μαχητές δεν έχουν παραμείνει ακόμη και σε περιπτώσεις στις οποίες εθνοτικές ή εθνικές ομάδες κέρδισαν την κυριαρχία με σκληρές μάχες, όπως η Επανάσταση του Τέξας, στην οποία κάποιοι Μεξικανοί και Ευρωπαίοι μετανάστες στρατολογήθηκαν στον τεξανικό στρατό. Και όταν οι πρώην μαχητές γύρισαν στον τόπο τους, οι υπηρεσίες πληροφοριών συνήθως τους παρακολουθούσαν εκ του σύνεγγυς. Στον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο, βετεράνοι της Ταξιαρχίας τού Αβραάμ Λίνκολν - το όνομα που δόθηκε στους περίπου 3.000 Αμερικανούς εθελοντές που πολέμησαν για την Δημοκρατική πλευρά - ήταν μεταξύ των μόνων Αμερικανών που είχαν εμπειρία μάχης, όταν άρχισε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος. Αλλά αποκλείστηκαν από την ένταξή τους στον στρατό των ΗΠΑ. Ωστόσο, ως επί το πλείστον, στους ξένους μαχητές χορηγήθηκε αμνηστία από τις δικές τους κυβερνήσεις. Η συντριπτική πλειοψηφία από αυτούς συνέχισαν με ουσιαστικά απλή ζωή, ακόμη και αν παρέμειναν ενεργοί σε ριζοσπαστικές πολιτικές ή σε θρησκευτικές κοινότητες ή κοινότητες της διασποράς.
ΟΧΙ ΕΠΑΝΑΠΑΤΡΙΣΜΟΣ
Περίπου 25 χρόνια πριν, έγινε πιο δύσκολο για τους ξένους μαχητές να επιστρέψουν στα σπίτια τους, όταν οι Άραβες μουτζαχεντίν που πολεμούσαν την σοβιετική κατοχή τού Αφγανιστάν σχημάτισαν την αλ Κάιντα. Παρά το γεγονός ότι οι μαχητές αισθάνθηκαν σίγουροι ότι είχαν νικήσει τον Κόκκινο Στρατό και επιτάχυναν την κατάρρευση της υπερδύναμης, ήξεραν ότι οι αραβικές κυβερνήσεις τους, που τους είδαν ως εσωτερική απειλή, δεν θα τους επέτρεπαν να γυρίσουν πίσω. Ως εκ τούτου, έγιναν απάτριδες και πραγματικά διεθνιστές, χρησιμοποιώντας τα δίκτυά τους για να προχωρούν σε ζώνες συγκρούσεων από την Βοσνία μέχρι τις Φιλιππίνες. Έκαναν επίσης παγκόσμιες τις εκκλήσεις τους, μιλώντας για μια παγκόσμια μουσουλμανική κοινότητα που δραστηριοποιείται σε έναν αγώνα για την επιβίωσή της απέναντι σε μια κυριαρχία καθοδηγούμενη από τη Δύση. Πέτυχαν να εντάξουν την κάθε επόμενη σύγκρουση στην οποία εντάχθηκαν σε ένα ενιαίο μέτωπο σε αυτόν τον ευρύτερο πόλεμο.
Η Συρία έχει αλλάξει αυτή την τζιχαντιστική αφήγηση κάπως, από την πάγια γραμμή τής υπεράσπισης των μουσουλμάνων εναντίον των δυτικών δυνάμεων σε μια που σώζει τους αδελφούς σουνίτες από τους αλεβίτες τού καθεστώτος Άσαντ, το οποίο υποστηρίζεται από την σιιτική Χεζμπολάχ και το Ιράν. Οι ξένοι μαχητές που ενώθηκαν στην μάχη τής Δαμασκού περίπου ένα χρόνο αφότου ξέσπασε η εξέγερση, είχαν προηγούμενη εμπειρία από την διεξαγωγή τέτοιου είδους εμφύλιας σύγκρουσης στο Ιράκ. Εφήρμοσαν αμέσως βάναυσες τακτικές, συμπεριλαμβανομένων των βομβιστικών επιθέσεων αυτοκτονίας και των αποκεφαλισμών. Σε απάντηση, περίπου 5.000 μαχητές τής Χεζμπολάχ, μαζί με άλλους ξένους σιίτες μαχητές, πήραν τα όπλα προς υποστήριξη του συριακού στρατού.
Δεδομένου ότι η Συρία είναι ακριβώς το είδος τής ακυβέρνητης περιοχής που προσελκύει ξένους μαχητές, και επειδή πολύ λίγοι από τους σουνίτες μαχητές εκεί θα ήταν ευπρόσδεκτοι στην πατρίδα τους από τις δικές τους κυβερνήσεις αν εγκατέλειπαν το πεδίο τής μάχης, οι περισσότεροι έχουν ελάχιστα κίνητρα για να τα παρατήσουν και να φύγουν. Για να γίνει κατανοητό το τι θα μπορούσε να συμβεί μετά στην Συρία, το παρελθόν φαίνεται να είναι ο καλύτερος προγνωστικός παράγοντας για το μέλλον, δεδομένου ότι οι διακρατικές ομάδες μαχητών συνειδητά μιμούνται η μια την άλλη. Όσο απίθανο κι αν φαίνεται, οι διεθνικοί αντάρτες το 1836 στην Επανάσταση του Τέξας, στον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο την περίοδο 1936-1939, και στον Ισραηλινό πόλεμο της Ανεξαρτησίας το 1948 ενέπνευσαν την ανάπτυξη των μουτζαχεντίν στο Αφγανιστάν το 1980, από τους οποίους προέρχονται απ’ ευθείας οι τζιχαντιστικές ομάδες τής δεκαετίας του 2010.
Η διεθνής κοινότητα σπανίως έχει υποστηρίξει ξένους μαχητές, δεδομένου ότι απειλούν την κυριαρχία των επιμέρους κρατών και την αρχή τής ιθαγένειας και της εθνικής στρατιωτικής θητείας. Τα κράτη που εμπλέκονται σε επίσημες ειρηνευτικές διευθετήσεις έχουν αναγάγει την αποβολή των ξένων μαχητών σε προϋπόθεση για συνομιλίες, όπως στην Ισπανία, την δεκαετία τού 1930 και στην Βοσνία και το Πακιστάν την δεκαετία τού 1990. Αλλά με την ανάδυση της αλ Κάιντα και την τελευταία μετενσάρκωσή της στην Συρία, οι ξένοι μαχητές είναι λιγότερο πιθανό να είναι υποστηριζόμενοι από κράτη από όσο ήταν στο παρελθόν - και, επομένως, είναι πιο δύσκολο να απομακρυνθούν με διαπραγματεύσεις.
Οποιεσδήποτε άλλες διεθνείς προσπάθειες για να εμποδιστεί η ροή νέων ξένων μαχητών στην Συρία είναι πιθανό να είναι και μάταιες και αντιπαραγωγικές. Τα σύνορα δεν γίνεται να σφραγίζονται και η κυκλοφορία των όπλων δεν μπορεί να ελεγχθεί σε μια χώρα όπου διαφορετικές ομάδες - η κυβέρνηση, ο Ελεύθερος Συριακός Στρατός, οι σκληροπυρηνικοί ισλαμιστές και οι Κούρδοι αντάρτες – διεκδικούν τον έλεγχο σε διαφορετικά σημεία διέλευσης των συνόρων και σε διαφορετικά τμήματα της χώρας. Ομοίως, η αποτροπή των μαχητών από το να επιστρέψουν στις πατρίδες του, όταν η μάχη έχει τελειώσει, θα είναι ένα στρατηγικό λάθος. Οι κυβερνήσεις έχουν δίκιο να ανησυχούν για την ριζοσπαστικοποίηση, αλλά οι μαχητές που επιστρέφουν στον τόπο τους είναι επίσης πιθανό να φέρουν μαζί τους ιστορίες απογοήτευσης που θα μπορούσαν να υπονομεύσουν αποτελεσματικά τα προγράμματα στρατολογήσεων. Όπως και με το ίδιο το τέλμα τής Συρίας, η καλύτερη απάντηση για τις κυβερνήσεις των χωρών των οποίων οι πολίτες έχουν φύγει για να πολεμήσουν εκεί, είναι η άγρυπνη ανάσχεση. Όπως και προηγούμενοι ξένοι μαχητές πριν από αυτούς, οι εθελοντές στην Συρία είναι εκεί για να διεξάγουν αυτό που εκλαμβάνουν ως έναν αμυντικό πόλεμο. Έτσι, η χρήση των διδαγμάτων τού παρελθόντος, και πάνω απ’ όλα η προσπάθεια να μειωθεί η αντίληψη ότι μια συγκεκριμένη εθνοτική ή θρησκευτική ομάδα βρίσκεται κάτω από άμεση απειλή, ίσως να είναι ο καλύτερος τρόπος για να σπάσει ο κύκλος των στρατολογήσεων.
* Ο DAVID MALET είναι ανώτερος λέκτορας Διεθνών Σχέσεων στην Σχολή Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης και ο συγγραφέας τού βιβλίου με τίτλο Foreign Fighters: Transnational Identity in Civil Conflicts.
Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/141107/david-malet/foreign-fighte...