Τετάρτη 25 Ιουνίου 2014

Πολύ καλή ανάλυση του Στ. Κασιμάτη για τον εν Ελλάδι Θατσερισμό


Μόνο για δεξιούς
Στέφανος Κασιμάτης 
Θα μπορούσε η λαϊκή Δεξιά να ακολουθήσει την οδό του «θατσερισμού»; Το ενδιαφέρον ερώτημα έθεσε ο Νίκος Μαραντζίδης σε άρθρο του την περασμένη Κυριακή στην «Καθημερινή», περιγράφοντας το μετέωρο βήμα της λαϊκής Δεξιάς μεταξύ «θατσερισμού» και Ακροδεξιάς – και εγώ, ως δεδηλωμένος θατσερικός, τσίμπησα αμέσως. Η λαϊκή Δεξιά, όπως έχουμε πια καταλάβει όλοι, είναι στην πραγματικότητα η ελληνική Δεξιά. Οι προσπάθειες που έχουν γίνει κατά καιρούς για τη αυτόνομη εκπροσώπηση της φιλελεύθερης πτέρυγας της Δεξιάς έχουν αποτύχει οικτρά. Συνεπώς, το μετέωρο βήμα που τόσο εναργώς περιγράφει στο άρθρο του ο Μαραντζίδης αφορά τον κορμό της παράταξης που ονομάζουμε «Δεξιά».
Εχει τη δυνατότητα αυτό το ιδιότυπο μόρφωμα να ακολουθήσει την πορεία που πήρε το Συντηρητικό Κόμμα της Βρετανίας επί Θάτσερ; Θεωρητικά, ναι· στην πράξη, όμως, είναι σχεδόν αδύνατον. Ο Ρόμπιν Χάρις (λογογράφος της Θάτσερ, βιογράφος της, πρώην επικεφαλής του ερευνητικού ινστιτούτου του κόμματος και συγγραφέας μιας εξαιρετικής επίτομης ιστορίας του Συντηρητικού Κόμματος) είναι εκείνος που προσδιορίζει καλύτερα τον «θατσερισμό». Η Θάτσερ βρήκε ένα προσωπικό τρόπο, ώστε να συγκεράσει δύο τάσεις οι οποίες ανέκαθεν συνυπήρχαν και αντιμάχονταν μέσα στο κόμμα: βρήκε τις πολιτικές ώστε να ενισχύσει ταυτοχρόνως τον φιλελευθερισμό που απευθύνεται στο άτομο και τον συντηρητισμό που αφορά τους θεσμούς.
Θεωρητικά, αυτό θα μπορούσε να συμβεί και στην Ελλάδα. Η σημερινή Ελλάδα, η χρεοκοπημένη εξαιτίας του κράτους, δεν διαφέρει πάρα πολύ από τη Βρετανία του Κάλαχαν, ο οποίος έχει γράψει στα απομνημονεύματά του ότι ως πρωθυπουργός ξυπνούσε με τη σκέψη ότι αν ήταν νεότερος, θα μετανάστευε, επειδή η χώρα του βυθιζόταν. Ο Αντώνης Σαμαράς δεν ήταν εκείνος που μας είπε τις προάλλες ότι οι μεταρρυθμίσεις εξελήφθησαν σαν «πικρό χάπι», ενώ θα έπρεπε να γίνουν κατανοητές ως μεταβολές προς το συμφέρον των πολλών; Αυτό ακριβώς ήταν που πέτυχε η Θάτσερ: έκανε τους Βρετανούς να πιστέψουν ότι οι μεταρρυθμίσεις που εισήγαγε ήσαν προς το συμφέρον των πολλών. Επίσης, η Θάτσερ εφήρμοσε πολιτικές για την ενίσχυση των θεσμών, μέσω των οποίων όμως χτίζεται η ατομική ευθύνη: οικογένεια, έννομη τάξη, εκπαίδευση. Οσο και αν βλέπω τους Λοβέρδους να διαδέχονται τους Αρβανιτόπουλους στην κυβέρνηση του Σαμαρά, δυσκολεύομαι να φαντασθώ την ελληνική Δεξιά να διαφοροποιείται από αυτούς τους στόχους.
Επομένως, γιατί δεν μπορούμε να έχουμε έναν ελληνικό «θατσερισμό». Κατ’ αρχάς, επειδή το πολιτισμικό υπόβαθρο διαφέρει. Εδώ οι κοινωνικοί θεσμοί που επικρατούν στη Δύση είναι εξασθενημένοι: είναι ένα σαθρό κέλυφος που μέσα του δεν περιέχει τίποτε. Μπαίνεις στο πανεπιστήμιο, εντάσσεσαι στο κόμμα (το όποιο κόμμα), κάνεις διδακτορικό και, αν γλείψεις εκεί που πρέπει, γίνεσαι και «καθηγητής». Εδώ, ο κυρίαρχος θεσμός είναι η πελατειακή σχέση με τον κοτζάμπαση που μεταμορφώθηκε σε βουλευτή, καθηγητή, υπουργό.
Ωστόσο, το έχει δείξει η σύντομη Ιστορία (λιγότερο από διακόσια χρόνια...) αυτού του κράτους, που ανέδειξε Τρικούπη, Βενιζέλο, Καραμανλή, ότι η δυνατότητα να υπερβαίνουμε τα αδιέξοδα υπάρχει. Η προϋπόθεση είναι να υπάρχει ηγέτης, ο οποίος ξέρει πού θέλει να πάει και καταφέρνει να το μεταδώσει αυτό στον κόσμο. Εν τέλει, η περίπτωση του «θατσερισμού» στη Βρετανία δεν διαφέρει. Ο Ρ. Χάρις, που ανέφερα παραπάνω, καταλογίζει στη Θάτσερ ότι δεν κατόρθωσε να βρει τον διάδοχό της. Πώς θα μπορούσε να είχε βρεθεί; Οι προσωπικότητες δεν επαναλαμβάνονται. Αλλωστε, αν θυμάμαι καλά, οι επιστήμονες στο Εδιμβούργο δημιούργησαν την προβατίνα Ντόλυ μετά την αποχώρηση της Θάτσερ...
Του ταιριάζει
Ιδού! Τι σας έλεγα μόλις προχθές; Πάνω που πάνε να σφίξουν οι ζέστες, ξαναχτύπησαν οι σαχλοί που διασκεδάζουν διασπείροντας τις φήμες περί υποψηφιότητας Καραμανλή για την Προεδρία, ώστε να εκνευρίζουν τον Ευάγγελο Αντώναρο. Ετσι, τον υποχρέωσαν χθες να βγει στο ραδιόφωνο, όπου, με την ιδιότητα του Μεγάλου Αρχιερέα του Νεοκαραμανλισμού και μόνου αυθεντικού εκφραστή του grosse Schweiger της Ραφήνας, διέψευσε τις ανίερες φήμες. «Δεν είναι ένα αξίωμα που τον έλκει, επομένως κάθε συζήτηση είναι περιττή», είπε ο άνθρωπος που ξέρει να διαβάζει τη σιωπή του Κωνσταντίνου Β΄ του Ακάματου, ενώ άφησε επίσης να εννοηθεί ότι ο πρώην πρωθυπουργός ενοχλείται από τις προτάσεις που διατυπώνονται σχετικά με το μέλλον του χωρίς προηγουμένως να έχει ερωτηθεί ο ίδιος.
Κατ’ αρχάς, ας μου επιτραπεί να διατηρώ τις αμφιβολίες μου ως προς το τι πράγματι θέλει ο Καραμανλής – και το λέω αυτό χωρίς την παραμικρή πρόθεση να θίξω την αυθεντία του Αντώναρου. Το λέω επειδή, την τρέχουσα περίοδο, άλλα, σοβαρότερα θέματα απορροφούν την ενέργεια και τη σκέψη του grosse Schweiger της Ραφήνας. Θα έλεγα, επομένως, ότι καλό είναι να περιμένουμε να λήξει πρώτα το Μουντιάλ, να του αφήσουμε ένα εύλογο διάστημα να ξεκουραστεί και ύστερα τον ρωτάμε.
Εν πάση περιπτώσει, όμως, ας δεχθώ ότι για να λέει ο Αντώναρος πως το αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας δεν έλκει τον Καραμανλή, έτσι πρέπει να είναι. Δεν τον έλκει, λοιπόν! Εντούτοις, του ταιριάζει απόλυτα. Για σκεφθείτε το λιγάκι. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας βασικά ακούει και «προεδρεύει», όπως θα έλεγε ο πολιτικός τον οποίον ο Κ. Καραμανλής θαύμασε περισσότερο οιουδήποτε άλλου. Το πολύ πολύ, σε στιγμές κρίσιμες να χρειάζεται να υποδείξει την κατά την κρίση του ορθή κατεύθυνση. Υστερα όμως αφήνει τους άλλους να τα βρουν. Ετσι δεν κυβέρνησε ως πρωθυπουργός; Με εκείνο το περίφημο «βρείτε τα»; Αφού λοιπόν ως πρωθυπουργός κυβέρνησε σαν Πρόεδρος της Δημοκρατίας, γιατί να φοβάται την Προεδρία; Του δόθηκε –του δώσαμε, εμείς οι ψηφοφόροι, για την ακρίβεια– μια σπάνια ευκαιρία το 2004 και είδαμε πώς την αξιοποίησε. Αν θέλει να είναι χρήσιμος, ας ασχοληθεί με αυτό που ξέρει να κάνει: να προεδρεύει...