Οι συνέπειες της εξορίας Μακαρίου
ΜΑΝΟΛΗΣ ΚΟΥΜΑΣ
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr/)
Η σύλληψη του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου σηματοδότησε την απαρχή μιας περιόδου παρατεταμένης πολιτικής κρίσης, κατά την οποία η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή βρέθηκε στο επίκεντρο πραγματικής θύελλας.
Σε πρώτη φάση, η ελληνική κυβέρνηση, διαμαρτυρόμενη για την πρωτοφανή αυτή βρετανική ενέργεια, απέσυρε τον Ελληνα πρεσβευτή από το Λονδίνο και κατέστησε σαφή την πρόθεσή της να επαναφέρει το κυπριακό ζήτημα στον ΟΗΕ. Οπως ήταν αναμενόμενο, η είδηση για τον εκτοπισμό του Ελληνοκύπριου ηγέτη προκάλεσε και την έντονη αντίδραση της ελλαδικής κοινής γνώμης. Ετσι, παρά τη σχετική απαγόρευση της κυβέρνησης, την επαύριον της σύλληψης πραγματοποιήθηκαν μεγάλες διαδηλώσεις στις οποίες κυριαρχούσαν τα αντιβρετανικά συνθήματα και οι ένθερμες εκδηλώσεις υπέρ του Μακάριου. Την ίδια στιγμή, η αντιπολίτευση εξαπέλυσε δριμεία επίθεση εναντίον του υπουργού Εξωτερικών, Σπύρου Θεοτόκη, κατηγορώντας τον ανάμεσα στα άλλα ότι συνεργάστηκε με τους Βρετανούς για τη διατύπωση των προτάσεων Χάρντινγκ.
Η θέση της κυβέρνησης Καραμανλή επιδεινώθηκε στις αρχές Μαΐου 1956, όταν το Λονδίνο ανακοίνωσε ότι θα προχωρούσε στον απαγχονισμό των αγωνιστών της ΕΟΚΑ Μιχαλάκη Καραολή και Ανδρέα Δημητρίου. Στις 9 Μαΐου, παραμονή της προγραμματισμένης εκτέλεσης των Κυπρίων αγωνιστών, η Πανελλήνιος Επιτροπή Ενώσεως Κύπρου οργάνωσε στην Αθήνα ογκώδες συλλαλητήριο με ομιλητή τον Αρχιεπίσκοπο Δωρόθεο. Η διαδήλωση αυτή, όμως, έμελλε να έχει τραγική κατάληξη. «Προτού να νυχτώσει και να φτάσουν οι τελευταίες ώρες των δύο μελλοθανάτων στην Κύπρο», γράφει ο Σπύρος Λιναρδάτος, «τρεις νέοι έχουν χάσει τη ζωή τους στην Αθήνα, στις διαδηλώσεις και στις συγκρούσεις με την αστυνομία […] Σε λίγες μέρες θα ξεψυχήσει στο νοσοκομείο και τέταρτο θύμα των συγκρούσεων της 9ης Μαΐου, ο αστυφύλακας Κ. Γιαννακούρης, με διαμπερές τραύμα στον αριστερό πνεύμονα». Ηταν οι πρώτοι νεκροί σε διαδηλώσεις στην ελληνική πρωτεύουσα μετά τα Δεκεμβριανά...
Σύσσωμη η αντιπολίτευση επέρριψε βαρύτατες ευθύνες στην κυβέρνηση για τα γεγονότα της 9ης Μαΐου. Στις 21 Μαΐου ξεκίνησε στη Βουλή μακρά συζήτηση για την πρόταση μομφής που κατέθεσαν τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Αν και η κυβέρνηση έλαβε τελικά ψήφο εμπιστοσύνης, στις 28 Μαΐου, ο Θεοτόκης υπέβαλε την παραίτησή του στον πρωθυπουργό. Ο νέος υπουργός Εξωτερικών, Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας, προχώρησε αμέσως στην αναμόρφωση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Αυτή υπαγορεύτηκε από την ανάγκη της κυβέρνησης να αναζητήσει πρόσθετα διεθνή ερείσματα μετά τη δραματική επιδείνωση των ελληνοβρετανικών σχέσεων. Στο πλαίσιο αυτό, η Ελλάδα πραγματοποίησε εντυπωσιακό άνοιγμα στον αραβικό κόσμο, ενίσχυσε τις εμπορικές της συναλλαγές με το ανατολικό μπλοκ, αποκατέστησε τις διπλωματικές της σχέσεις με την Ουγγαρία και την Τσεχοσλοβακία, και ενίσχυσε τους δεσμούς της με τη Γιουγκοσλαβία και τη Ρουμανία.
Προσέγγιση με την ΕΟΚ
Οπωσδήποτε, το άνοιγμα των Αθηνών στον αραβικό κόσμο και στις χώρες του ανατολικού συνασπισμού δεν θα πρέπει να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η ελληνική κυβέρνηση εγκατέλειψε τον δυτικό προσανατολισμό της – κάθε άλλο. Παρά τις εξελίξεις στο Κυπριακό, μείζων προτεραιότητα των Καραμανλή-Αβέρωφ παρέμενε η οργανική ενσωμάτωση της χώρας στους δυτικούς θεσμούς και η περαιτέρω ενίσχυση των σχέσεων με τη Δύση. Είναι αυτήν ακριβώς την περίοδο που η ελληνική κυβέρνηση εγκαινίασε κύκλο επαφών με τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης και έδειξε έμπρακτο ενδιαφέρον να μετάσχει στη διαδικασία ευρωπαϊκής ενοποίησης, που βρισκόταν σε εξέλιξη από τις αρχές της δεκαετίας. Μέχρι το 1958-1959, ενώπιον του Καραμανλή παρουσιάστηκαν δύο επιλογές: από τη μία πλευρά η ΕΟΚ στην οποία μετείχαν η Δυτική Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία, η Ολλανδία, το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο. Και από την άλλη, η Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών (ΕΖΕΣ), ευρωπαϊκός οργανισμός υπό βρετανική ηγεσία. Η τελική ετυμηγορία του Καραμανλή υπέρ της ΕΟΚ ήταν απολύτως συμβατή με τη στρατηγική αναζήτησης ερεισμάτων πέραν των παραδοσιακών σχέσεων με το Λονδίνο και την Ουάσιγκτον. Αλλά και αντίστροφα, η απόρριψη της ΕΖΕΣ δεν ήταν άσχετη με την εκτροπή των ελληνοβρετανικών σχέσεων λόγω του Κυπριακού. Για να τεθεί πιο απλά το ζήτημα: σε μεσοπρόθεσμη προοπτική, η σύλληψη του Μακάριου, οι εκτελέσεις των αγωνιστών της ΕΟΚΑ και η επιδείνωση των σχέσεων με το Λονδίνο επιτάχυναν τη διαδικασία προσέγγισης της Ελλάδας με την ΕΟΚ και συνέβαλαν στην απόρριψη της επιλογής της ΕΖΕΣ.
Αντινατοϊκά αντανακλαστικά στην κοινή γνώμη
Το πρόβλημα για την κυβέρνηση Καραμανλή ήταν ότι η στρατηγική επιλογή της ένταξης στον δυτικό κόσμο δεν συγκέντρωνε κατ’ ανάγκην την ένθερμη επιδοκιμασία της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού, ο οποίος ένιωθε «προδομένος» από τη στάση των δυτικών συμμάχων. Η εξακολουθητική επίδειξη αδιαλλαξίας εκ μέρους του Λονδίνου, η αίσθηση της κοινής γνώμης (όχι πάντοτε ακριβής, αλλά πάντως έντονη) ότι οι ΗΠΑ υποστήριζαν πάντοτε τις βρετανικές απόψεις και η άρνηση των κρατών-μελών του ΝΑΤΟ να υποστηρίξουν τις ελληνικές θέσεις είχαν από το 1954 ήδη δημιουργήσει αντινατοϊκά αντανακλαστικά στην ελληνική κοινή γνώμη. Την επαύριον, όμως, της εκτόπισης του Μακαρίου και της εκτέλεσης των Κυπρίων αγωνιστών, το αντιδυτικό αίσθημα προσέλαβε τεράστιες διαστάσεις. Στις διαδηλώσεις που έλαβαν χώρα την άνοιξη του 1956 για το Κυπριακό, δεν ακούστηκαν συνθήματα μόνο υπέρ του Μακαρίου και κατά των Αγγλων, αλλά και συνθήματα υπέρ της ουδετερότητας. «Εάν ο πρόεδρος της ελληνικής κυβερνήσεως», σχολίασε τον Αύγουστο του 1956 ο Αβέρωφ μιλώντας με τον επιτετραμμένο της αμερικανικής πρεσβείας, «δηλώσει ότι η Ελλάς αποχωρεί του ΝΑΤΟ, εκτός 2.000 Αθηναίων, ολόκληρος ο ελληνικός λαός θα εχειροκρότει».
Την ίδια ακριβώς περίοδο, καλοκαίρι του 1956, η αμερικανική πρεσβεία στην Αθήνα πραγματοποίησε μία από τις πρώτες δημοσκοπήσεις που διενεργήθηκαν στην Ελλάδα. Τα αποτελέσματα της δημοσκόπησης αυτής ήταν ιδιαίτερα αποκαλυπτικά. Στο ερώτημα εάν η Ελλάδα έπρεπε να αποχωρήσει από το ΝΑΤΟ σε περίπτωση που οι δυτικές δυνάμεις επέμεναν στην ίδια πολιτική στο Κυπριακό, το 74% των ερωτηθέντων απάντησε καταφατικά, ενώ μόλις το 13% τάχθηκε υπέρ της παραμονής της χώρας στην Ατλαντική Συμμαχία. Σε νέα έρευνα που πραγματοποίησε η αμερικανική πρεσβεία το φθινόπωρο του 1957, η κατάσταση παρέμενε επιβαρυμένη, καθώς μόλις το 38% των ερωτηθέντων εμφανίστηκε υπέρ της νατοϊκής συμμαχίας, ενώ το 47% τάχθηκε υπέρ μιας ουδετερόφιλης πολιτικής. Αν και τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με σκεπτικισμό –πόσω μάλλον εκείνης της εποχής– δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η στάση της Δύσης έναντι του κυπριακού ζητήματος είχε δημιουργήσει ένα πρωτοφανές αίσθημα αντιδυτικισμού σε ευρεία στρώματα της ελληνικής κοινωνίας. Οπως εύστοχα παρατηρεί ο καθηγητής Θεόδωρος Κουλουμπής, το Κυπριακό είχε «αποσαθρωτική επίδραση» στη στάση της ελληνικής κοινής γνώμης έναντι του ΝΑΤΟ.
Πολιτικές ζυμώσεις και αντιπαραθέσεις στην Αθήνα
Το διαφαινόμενο αδιέξοδο στο Κυπριακό και οι επανειλημμένες επιθέσεις της αντιπολίτευσης έφεραν σε ιδιαίτερα δύσκολη θέση την ελληνική κυβέρνηση. Τον Οκτώβριο του 1956, ο Γεώργιος Γρίβας υιοθέτησε το αίτημα της αντιπολίτευσης για σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας – άποψη που συμμερίζονταν και ορισμένα στελέχη της ΕΡΕ αλλά και κύκλοι των Ανακτόρων. Την ίδια στιγμή, ο Γρίβας απαίτησε την έξοδο της Ελλάδας από το ΝΑΤΟ. Τον Απρίλιο του 1957, αμέσως μετά την εγκατάσταση του Μακαρίου στην Αθήνα, άρχισαν διαβουλεύσεις για την ανατροπή του Καραμανλή και τον σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας. Μάλιστα, ο αρχηγός του Κόμματος Φιλελευθέρων, Σοφοκλής Βενιζέλος, βολιδοσκόπησε τον Μακάριο κατά πόσον ήταν διατεθειμένος να αναλάβει την πρωθυπουργία της χώρας, με τον Κύπριο ηγέτη, πάντως, να μη δίνει συνέχεια στην πρόταση.
Οι εξελίξεις γύρω από το κυπριακό ζήτημα και η αποχώρηση αρκετών βουλευτών από την ΕΡΕ εξαιτίας της διαφωνίας τους για τον εκλογικό νόμο, οδήγησαν στην πτώση της κυβέρνησης και στη διεξαγωγή νέων εκλογών. Στις εκλογές που διενεργήθηκαν στις 11 Μαΐου 1958, η ΕΡΕ βγήκε και πάλι πρώτο κόμμα, διατηρώντας –έστω και με απώλειες– την επιρροή που είχε διαμορφώσει το 1956. Παρά την εκλογική υποχώρηση της ΕΡΕ, ο χώρος του Κέντρου με κύριο εκφραστή το Κόμμα Φιλελευθέρων δεν κατάφερε να καρπωθεί ούτε το αδιέξοδο στο Κυπριακό ούτε το αντιδυτικό αίσθημα της κοινής γνώμης. Τα αντιδυτικά συνθήματα δεν έφερναν σε αμηχανία μόνο τα στελέχη της ΕΡΕ αλλά και του Κέντρου. Οι επιθέσεις που εξαπέλυαν ο Σοφοκλής Βενιζέλος και ο Γεώργιος Παπανδρέου στην κυβέρνηση αφορούσαν στους χειρισμούς της στο Κυπριακό και όχι εν γένει στον φιλοδυτικό της προσανατολισμό. Εξάλλου, η ηγετική ομάδα του Κόμματος Φιλελευθέρων είχε στο πρόσφατο παρελθόν λάβει σημαντικές πρωτοβουλίες προς την κατεύθυνση της οργανικής ενσωμάτωσης της χώρας στη Δύση. Η ένταξη της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ το 1952, υπήρξε επιτυχία των κεντρώων κυβερνήσεων συνεργασίας Πλαστήρα-Βενιζέλου. Αντίστοιχα, τόσο ο Βενιζέλος όσο και ο Παπανδρέου είχαν ταχθεί υπέρ της συμφωνίας για εγκατάσταση αμερικανικών βάσεων, την οποία υπέγραψε η κυβέρνηση Παπάγου το 1953. Αλλά και το 1962, σε μια περίοδο όξυνσης των πολιτικών παθών, η Ενωση Κέντρου υπερψήφισε τη Συμφωνία Σύνδεσης της Ελλάδας με την ΕΟΚ. Με άλλα λόγια, ο διεθνοπολιτικός προσανατολισμός του Κέντρου ταυτιζόταν με εκείνον της ΕΡΕ και κατ’ επέκταση ήταν αδύνατο να υιοθετήσει για το Κέντρο μια αντινατοϊκή ή αντιαμερικανική ρητορεία, πόσω μάλλον να επωφεληθεί από αυτήν. Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι στις εκλογές του 1958, το Κόμμα Φιλελευθέρων απέσπασε ποσοστό μόλις 20,67%.
Δίχως αμφιβολία, ο μεγάλος κερδισμένος από την άνοδο του αντιδυτικού ρεύματος στην Ελλάδα ήταν η Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά (ΕΔΑ). Η αρνητική τοποθέτηση των νατοϊκών συμμάχων σε συνδυασμό με τη θετική στάση που τηρούσαν τα κράτη του ανατολικού συνασπισμού έναντι του Κυπριακού συνέβαλαν καθοριστικά στη διεύρυνση της εκλογικής δύναμης της Αριστεράς. Ετσι, στις εκλογές του 1958, η ΕΔΑ αναδείχτηκε αξιωματική αντιπολίτευση, συγκεντρώνοντας ποσοστό 24,42% έναντι περίπου 10%, που είχε λάβει έως το 1952 (στις εκλογές του 1956 είχε μετάσχει σε κοινό ψηφοδέλτιο με τα κόμματα της αντιπολίτευσης). Αν, όμως, τις επόμενες δεκαετίες η εκλογική επιρροή της Αριστεράς μειώθηκε σημαντικά, το φαινόμενο του αντιαμερικανισμού έμελλε να έχει μακροχρόνια επίδραση στις ελληνικές πολιτικές υποθέσεις.
* Ο κ. Μανόλης Κούμας διδάσκει στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο.
(Στην φωτογραφία : Θεσσαλονίκη, 12 Μαρτίου 1956. Φοιτητές καταλαμβάνουν στρατιωτικό όχημα σε διαδηλώσεις διαμαρτυρίας για τη σύλληψη και τον εκτοπισμό του Μακαρίου)