Πέμπτη 12 Ιουνίου 2014

Απολαυστικός Αντ. Πανούτσος για την κρυφή και φανερή ζωή ενός άνδρα την εποχή του Μουντιάλ


Η κρυφή και η φανερή ζωή ενός άνδρα την εποχή του Μουντιάλ
Αντώνης Πανούτσος
Τα Παγκόσμια Κύπελλα, περισσότερο από διοργανώσεις, είμαστε εμείς.
Διοργανώσεις που δεν τελειώνουν ποτέ όσο είμαστε στο δημοτικό και το γυμνάσιο, που έχουν τρύπες στις αναμνήσεις σαν παλιό βολικό πουλόβερ που το έφαγε ο σκόρος μέχρι τα 30 μας και μπλεγμένα το ένα με το άλλο από την ώρα που στη ζωή μας προστέθηκαν υποχρεώσεις κι άλλων.
Σε όσους μας αρέσει το ποδόσφαιρο, τα Παγκόσμια Κύπελλα τα θυμόμαστε με τους χώρους που τα είδαμε και με φίλους που μεταφορικά ή κυριολεκτικά έχουν χαθεί. Μετράνε τον χρόνο, όπως οι Ολυμπιάδες για τους αρχαίους, και τις ζημιές που έκανε στα πρόσωπα των παλιών παικτών που κάθονται στις θέσεις των επισήμων και προσπαθείς να καταλάβεις ποιους σου θυμίζουν. Τα Παγκόσμια Κύπελλα είναι για τον άνδρα η ζωή του: φανερή, όπως τη μοιράστηκε με τους φίλους του σε ένα μπαλκόνι τρώγοντας πίτσα, και κρυφή όσο το δάκρυ που κύλησε όταν η ομάδα του έχασε στο τελευταίο λεπτό και για να μην το δουν έκανε ότι του μπήκε κάποιο σκουπιδάκι στο μάτι.
Στην Ελλάδα τα Παγκόσμια Κύπελλα διαιρούνται σε δύο κατηγορίες. Σε αυτά που έγιναν πριν από το 1970 και δεν τα έδειξε η τηλεόραση και σε αυτά της τηλεοπτικής εποχής. Αυτά της πρώτης καταγράφηκαν στις ασπρόμαυρες φωτογραφίες και στις ταινίες με τα στιγμιότυπα που παίχτηκαν στους κινηματογράφους. Φτιάχνοντας μύθους,  όπως του Πελέ, από τη φωτογραφία του ’58, που περνάει πάνω από τον τερματοφύλακα της Σουηδίας. Καταστρέφοντάς τους, όπως αυτόν του τερματοφύλακα της Σοβιετικής Ενωσης Λεβ Γιασίν, της Μαύρης Αράχνης, που έφαγε τα κοροϊδίστικα γκολ στο ματς με τη Χιλή το ’62. Φτιάχνοντας αντιήρωες, όπως ο αρχηγός της Αργεντινής Αντόνιο Ρατίν, ο οποίος όταν αποβλήθηκε στο ματς με την Αγγλία το ’66 έκανε οκτώ λεπτά για να βγει από το γήπεδο φέρνοντας σε κατάσταση παροξυσμού τους Αγγλους. 
Και μετά ήρθε η τηλεόραση. Ευτυχώς στο μεγαλύτερο Παγκόσμιο Κύπελλο όλων των εποχών, του Μεξικού, το Μουντιάλ του 1970. Το Μουντιάλ των υπερηρώων, με τον Φραντς Μπεκενμπάουερ να παίζει στην παράταση με την Ιταλία με βγαλμένη των ωμοπλάτη, των εξωγήινων με την ντρίμπλα του Πελέ στον Μαζούρκεβιτς στο πιο διάσημο γκολ που δεν μπήκε, και της τηλεόρασης. Της τηλεόρασης που δεν έδειχνε στιγμιότυπα, ένα ματς, αλλά όλα τα ματς. Το κουτί στη γωνία του λίβινγκ ρουμ ήταν ο παράδεισος του μουσουλμάνου που, αντί για μέλι και γάλα, έδινε για έναν μήνα ατελείωτα ματς με τους καλύτερους παίκτες του πλανήτη. Καταστρέφοντας όμως τη φαντασία. 
Μέχρι το ’70 οι παίκτες δεν ήταν ποδοσφαιριστές αλλά μύθοι. Η εικόνα τούς έκανε ανθρώπους. Για έναν ακόμα μήνα, όπως κάθε τέσσερα χρόνια, θα κάτσω να δω το Μουντιάλ, θα εντυπωσιαστώ, θα χαρώ, θα απογοητευτώ. Ομως οι τερματοφύλακες-αράχνες, τα φορ που μπορούσαν να ντριμπλάρουν τη σκιά τους ανήκουν στην εποχή όπου το Μουντιάλ ήταν ασπρόμαυρες φωτογραφίες και εικόνες στη φαντασία μας.
Κατενάτσιο ή ταμπούρι; 
Γενιές Ελλήνων οπαδών μεγάλωσαν μισώντας την Ιταλία επειδή παίζει κατενάτσιο. Για την ακρίβεια, κατενάτσιο έπαιζε η Ιντερ του Χελένιο Χερέρα στη δεκαετία του ’60, αλλά η απέχθεια είναι τόσο μεγάλη που 50 χρόνια αργότερα στην Ελλάδα χρησιμοποιείται ακόμη ο όρος. Αν, λοιπόν, μισούμε την Ιταλία, που στο φινάλε είχε και μερικούς ultra χαρισματικούς παίκτες και πήρε δύο Μουντιάλ επειδή παίζει κατενάτσιο, ο υπόλοιπος κόσμος τι θα έπρεπε να αισθάνεται για μας όταν παίζουμε ταμπούρι; Η απάντηση είναι: βαριεστημάρα. Παίρνει το τηλεκοντρόλ και αλλάζει κανάλι, όπως θα αλλάζατε κι εσείς αν, αντί για την Ελλάδα, το ταμπούρι έπαιζε το Βέλγιο.
Παίξτε μπάλα
Από την Ελλάδα περιμένω να παίξει μπάλα. Στο φινάλε, το ποδόσφαιρο φτιάχτηκε για να βλέπεται και όχι για να διαβάζεται στις εφημερίδες. Αν η καλή μπάλα συνοδευτεί και με καλά αποτελέσματα, ακόμα καλύτερα. Και για να είμαι συγκεκριμένος, καλά αποτελέσματα στον όμιλο που παίζουμε είναι κάτι περισσότερο από μία νίκη. Μία νίκη και μία ισοπαλία, για παράδειγμα, που θα είναι κάτι περισσότερο από αυτό που πήραμε στο Μουντιάλ της Νότιας Αφρικής.