Η Μόσχα ανάμεσα στο παιχνίδι επιρροής και την επίδειξη ισχύος
ΡΩΣΙΑ
par Radvanyi Jean , [Βασιλοπούλου Κορίνα (μτφ)]
(Πηγή : http://www.monde-diplomatique.gr)H επιστροφή της Ρωσίας στη διεθνή διπλωματική σκηνή συνοδεύεται από μεγάλες αποκλίσεις. Mε την πίεση που δέχτηκε από τη στροφή της Ουκρανίας προς τη Δύση, αυτοσχεδιάζει μια απότομη επανάκτηση της Κριμαίας.
O αδέξιος τρόπος με τον οποίο διεκδικεί νόμιμα συμφέροντα είναι αποκαλυπτικός των ορίων της γοητείας της, την οποία, ωστόσο, συντηρεί επιμελώς μετά την πτώση της ΕΣΣΔ, μέσα από συνεργασίες με ποικίλες παραμέτρους.
H έναρξη του 2014 σημαδεύτηκε από δύο θεμελιώδη γεγονότα σε ό,τι αφορά την εξωτερική πολιτική της Ρωσίας. Πρώτα ήταν οι Χειμερινοί Ολυμπιακοί Αγώνες του Σότσι, η διοργάνωση των οποίων έδωσε το έναυσμα στα μέσα ενημέρωσης της Δύσης για μια ευρύτατη καμπάνια κριτικής ενάντια στο καθεστώς του Βλαντιμίρ Πούτιν. Κατόπιν, πάνω στο τέλος των αγώνων, η κρίση της Ουκρανίας. Κατά κάποιον τρόπο, αυτές οι δύο δυνατές στιγμές αντιπροσωπεύουν τη διπλή όψη της νέας εξωτερικής πολιτικής του Κρεμλίνου : αφενός, είναι η προσπάθειά του να μυηθεί στη soft power, την «ήρεμη ισχύ » και, αφετέρου, πρόκειται για την πιο βίαιη και παραδοσιακή προσφυγή στον συσχετισμό δυνάμεων.
Ο στόχος της Ολυμπιάδας του Σότσι ήταν να δείξει στον κόσμο ότι η Ρωσία είναι ικανή να διοργανώσει μια διεθνή εκδήλωση μείζονος σημασίας χρησιμοποιώντας τα πιο σύγχρονα μέσα, είτε πρόκειται για τη διεξαγωγή των αγωνισμάτων είτε για την εγγύηση της ασφάλειας των συμμετεχόντων σε μια ιδιαίτερα ευαίσθητη περιοχή -τον Καύκασο. Θα έδινε στη Ρωσία τη δυνατότητα να βελτιώσει την εικόνα της στην παγκόσμια κοινή γνώμη και θα αποτελούσε βασικό στοιχείο για την επαναφορά της Μόσχας σε ρόλο πρωταγωνιστή μέσα σε έναν πολυπολικό κόσμο [1]. Ωστόσο, η άψογη διεξαγωγή τους, σε πείσμα του παραμορφωτικού απόηχου που έφτασε στα αυτιά του κοινού στη Δύση, δεν επέφερε τα αναμενόμενα οφέλη. Τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης δεν είχαν κανένα πρόβλημα στο να εγείρουν την εχθρότητα της κοινής γνώμης, δίνοντας έμφαση στην αβεβαιότητα που συνόδευσε την προετοιμασία των αγώνων και, κυρίως, αναλύοντας λεπτομερώς όλους τους κατασταλτικούς νόμους που ψηφίστηκαν μετά την επιστροφή του Πούτιν στην εξουσία : νόμοι για τον έλεγχο των μη κυβερνητικών οργανώσεων, για τον έλεγχο του Διαδικτύου, για την « προπαγάνδα της ομοφυλοφιλίας »... Μερικές όψιμες παραχωρήσεις –η απελευθέρωση των μελών του συγκροτήματος Pussy Riot και του ολιγάρχη Μιχαήλ Χοντορκόφσκι, η υπόσχεση ότι οι ομοφυλόφιλοι δεν θα πέσουν θύματα διώξεων κατά τη διάρκεια των αγώνων– δεν άλλαξαν τίποτα ως προς αυτό.
Αποτυχημένες ασκήσεις γοητείας
Όμως, η Ολυμπιάδα του Σότσι θα μείνει για πάντα συνδεδεμένη με την έναρξη των αιματηρών γεγονότων στο Μαϊντάν, την Πλατεία Ανεξαρτησίας του Κιέβου, τα οποία ακολούθησε η στρατιωτική προσάρτηση της Κριμαίας και η ένωσή της με τη Ρωσική Ομοσπονδία. Η εντελώς ανάρμοστη αντίδραση του προέδρου της Ουκρανίας, Βίκτορ Γιανουκόβιτς, και, κατόπιν, μια σειρά αποφάσεων που ελήφθησαν τόσο στο Μόσχα όσο και στο Κίεβο και τις Βρυξέλλες, παρέσυραν τον κόσμο σε μια αμοιβαία επίδειξη ισχύος και ενέπνευσαν μια πρωτόγνωρη, εδώ και δεκαετίες, ρωσοφοβική εκστρατεία [2]. Πριν ακόμα από την εφαρμογή κυρώσεων για την προσάρτηση της Κριμαίας, η εικόνα της χώρας είχε ήδη υποστεί πλήγμα, το οποίο δεν θα καταφέρει να ισοφαρίσει καμία εσωτερική πατριωτική κινητοποίηση.
Η ίδια η διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων απέρρεε από την όψιμη εφαρμογή, στα πλαίσια του οπλοστασίου της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής, αυτού που αποκαλούμε κοινώς soft power (τη μη επιθετική άσκηση επιρροής σε επίπεδο ιδεολογικό, πολιτιστικό και επιστημονικό συγχρόνως). Ο ίδιος ο Πούτιν είχε εκφραστεί σε ένα περιοδικό, το 2012, ως προς αυτές τις τεχνικές της « ήπιας ισχύος », για να εκφράσει τη θλίψη του για την καθυστέρηση σε έναν τομέα στον οποίο οι δυνάμεις της Δύσης έχουν εξαίρετες επιδόσεις. Στο απόσπασμα, ο Ρώσος πρόεδρος ασκούσε έντονη κριτική στον τρόπο με τον οποίο ορισμένες χώρες και ιδιαίτερα οι ΗΠΑ έκαναν χρήση αυτών των μέσων για να ασκήσουν πίεση σε άλλα κράτη και να τους υποδείξουν τις δικές τους επιλογές. Εκτιμούσε ότι « η δράση των ψευδο-ΜΚΟ και άλλων δομών που επιχειρούν με έξωθεν βοήθεια να αποσταθεροποιήσουν το ένα ή το άλλο κράτος », ήταν « απαράδεκτη » [3].
Το διάστημα 2003 – 2004, οι « πολύχρωμες επαναστάσεις » στη Γεωργία και την Ουκρανία προκάλεσαν μια στροφή στη ρωσική πολιτική, τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό, με την ψήφιση όλο και πιο περιοριστικών νόμων ως προς την ελευθερία της οργάνωσης και της έκφρασης. Αυτήν ακριβώς την περίοδο, η Ρωσία αρχίζει να προβληματίζεται για τη βελτίωση της εικόνας της. Επαναφέρει στο προσκήνιο το πολιτιστικό και γλωσσικό της δίκτυο, αναπτύσσοντας τα κέντρα Ruskii Mir (« Ο ρωσικός κόσμος ») και επιχειρεί να κερδίσει τη στήριξη της διασποράς [4]. Ωστόσο, ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται αυτά τα εργαλεία παρουσιάζει πολλές ατέλειες, ενώ η ηγεσία της συνεχίζει να προστρέχει σε πιο παραδοσιακές μεθόδους, ιδίως στις οικονομικές και στρατιωτικές πιέσεις. Ο Φιοντόρ Λουκιανόφ, αρχισυντάκτης του περιοδικού Russia in Global Affairs, θέτει στο στόχαστρό του τη βασική αδυναμία της χώρας του : « Προς το παρόν, από την “ήρεμη ισχύ” λείπει η ουσία εκείνη που θα καθιστούσε ελκυστικό το μοντέλο ανάπτυξης που υποστηρίζει η Μόσχα ». Ενώ η Σοβιετική Ένωση διέθετε μια ιδεολογική βάση και προσέφερε μια πειστική εναλλακτική στρατηγική, « η Ρωσία δεν κατορθώνει να παράγει κάτι άλλο πέρα από έναν παραδοσιακό και συντηρητικό λόγο που αντιτίθεται σαφώς στην πρόοδο [5] ». Εξάλλου, διευκρινίζει ο Λουκιανόφ, « η Ρωσία δεν είναι Σοβιετική Ένωση. Δεν επιδιώκει την παγκόσμια κυριαρχία. Η Μόσχα προσδιορίζει μόνο τον χώρο που θεωρεί ζωτικής σημασίας για τα συμφέροντά της, και στον οποίο ανήκει και η Ουκρανία. Σε αυτόν το χώρο, σκοπεύει να δράσει χωρίς κανένα συμβιβασμό ».
Στις σχέσεις της με τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες που επιθυμούν προσέγγιση με την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ, η Μόσχα δεν δίστασε να προστρέξει σε οικονομικές και τελωνειακές κυρώσεις, όπως με τα διάφορα επεισόδια του « πολέμου του φυσικού αερίου » με την Ουκρανία. Η ουκρανική ιστοσελίδα Newsplot δημοσίευσε, το 2013, μια επιστολή που ανέφερε με λεπτομέρειες δεκαπέντε μέτρα « διατροφικού πολέμου », τα οποία έλαβε η Μόσχα εναντίον των γειτόνων της στη Δύση, μεταξύ 2005 και 2013 [6] : μποϊκοτάζ στα κρασιά από τη Γεωργία και τη Μολδαβία, στα γαλακτοκομικά προϊόντα από τη Λευκορωσία, στο πολωνικό κρέας, την ουκρανική σοκολάτα κ.λπ..
Kαι, εδώ και μερικά χρόνια, η Ρωσία δεν διστάζει πλέον να λύνει ορισμένες διενέξεις με τα όπλα. Τον Αύγουστο του 2008, την αφορμή τής προσέφερε ο ίδιος ο πρόεδρος της Γεωργίας, με τον βομβαρδισμό της πόλης Τσχινβάλι στη νότια Οσετία και του ρωσικού στρατοπέδου που βρισκόταν εκεί. Η απάντηση υπήρξε έντονη. Οι ρωσικές δυνάμεις πήραν προσωρινά τον έλεγχο ολόκληρης της δυτικής Γεωργίας και η Μόσχα αναγνώρισε την ανεξαρτησία των δύο αποσχιστικών δημοκρατιών της Αμπχαζίας και της Νότιας Οσετίας, παραβιάζοντας έτσι τις δεσμεύσεις που είχε λάβει, το 1991, να σεβαστεί την εδαφική ακεραιότητα της Κοινοπολιτείας Ανεξάρτητων Κρατών που περιλαμβάνει τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες. Τον Μάρτιο του 2014, μετά τα γεγονότα στο Κίεβο, η Ρωσία πήρε την πρωτοβουλία να θέσει υπό τον στρατιωτικό της έλεγχο την Κριμαία, πριν προχωρήσει στην προσάρτησή της με ένα δημοψήφισμα που οργανώθηκε στα πεταχτά.
Περιφρόνηση για την Ευρωπαϊκή Ένωση
Το Κρεμλίνο δεν κρύβει τους λόγους της εκ νέου προσφυγής στη βία. Και το γάντι που πετά έτσι, ξεπερνά κατά πολύ το ουκρανικό πρόβλημα. Στην πραγματικότητα, αυτό που διεκδικεί είναι να τεθούν ξανά επί τάπητος οι κανόνες που διέπουν την παγκόσμια ασφάλεια. Η θέση του, την οποία εξέφρασε ξεκάθαρα ο Πούτιν κατά την 43η Διάσκεψη για την Ασφάλεια, στο Μόναχο, στις 10 Φεβρουαρίου του 2007, έχει κάποια ερείσματα. Η Μόσχα δεν δέχεται πια τη διγλωσσία ορισμένων ευρωπαϊκών κρατών, τα οποία παρουσιάζουν μερικούς διεθνείς κανόνες ως απαράβατους, ενώ τα ίδια τούς παρακάμπτουν όποτε τα συμφέρει.
Ορισμένοι Αμερικανοί ηγέτες, επωφελούμενοι από την αποδυνάμωση της Ρωσίας μετά την αποσύνθεση της ΕΣΣΔ και τη διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας, σκέφτηκαν ότι θα μπορούσαν να εγκαθιδρύσουν την παντοκρατορία της μίας και μοναδικής υπερδύναμης : της δικής τους. Όμως, ο κόσμος έκτοτε έχει εξελιχθεί. Οφείλουμε, λοιπόν, να επαναδιαπραγματευτούμε τις βάσεις της ασφάλειας, εντάσσοντας πλήρως τους νέους πόλους ισχύος, ιδιαίτερα τα Brics (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα και Νότια Αφρική). Τέλος, πρέπει να δεχτούμε ότι και η Ρωσία έχει νόμιμα στρατηγικά συμφέροντα τα οποία μπορεί να υπερασπίζεται, όπως έκαναν πάντα οι ΗΠΑ και τα μεγάλα κράτη της Δύσης στις διάφορες ζώνες επιρροής τους.
Οι αμερικανικές ή ευρωπαϊκές ηγεσίες, όταν πρότειναν, το 2008, στην Ουκρανία και στη Γεωργία να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ ή όταν διαπραγματεύτηκαν με το Κίεβο, στα τέλη του 2013, μια συμφωνία σύνδεσης με την Ευρωπαϊκή Ένωση, συνέβαλλαν στην παραβίαση των συμφερόντων της Ρωσίας στα ίδια της τα σύνορα και αυτό το συνειδητοποιούσαν απόλυτα. Μια μερίδα της αμερικανικής ηγεσίας μαζί με μερικούς αρχηγούς ευρωπαϊκών κρατών, όπως της Πολωνίας και της Σουηδίας, δεν εγκατέλειψαν ποτέ τη στρατηγική που είχε εξαγγείλει στην εποχή του ο Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι [7]. Για τον Σεργκέι Καραγκανόφ, έναν από τους συμβούλους εξωτερικής πολιτικής του προέδρου Πούτιν, η Ρωσία, απέναντι στον κίνδυνο να δει την Ουκρανία μέλος του ΝΑΤΟ και στην προοπτική να πέσει το λιμάνι της Σεβαστούπολης στα χέρια της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, « θα έπρεπε να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της με σιδηρά πυγμή [8] ». Με την προσάρτηση της Κριμαίας και τη συγκέντρωση στρατευμάτων κοντά στα σύνορα με την Ανατολική Ουκρανία, στέλνει στους ηγέτες της Δύσης το μήνυμα ότι έχει βγει από την περίοδο της παρακμής και ότι θα υπερασπιστεί τα στρατηγικά της συμφέροντα, όποιο κι αν είναι το κόστος για τις διπλωματικές ή εμπορικές της σχέσεις. Διαθέτει, όμως, πραγματικά τα μέσα για να το πετύχει ;
Μέχρι πρόσφατα, η Ρωσία ήταν στραμμένη κυρίως προς την Ευρώπη, τον παραδοσιακά σημαντικότερο εταίρο της, τόσο ως προς τις πολιτιστικές και ανθρώπινες ανταλλαγές όσο και ως προς τις οικονομικές της σχέσεις. Το 2013, η Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν ακόμα ο πρώτος πελάτης και προμηθευτής του εξωτερικού της εμπορίου. Ωστόσο, καθώς μοιράζεται με την Τουρκία το προνόμιο να είναι μια χώρα-γέφυρα ανάμεσα στην ευρωπαϊκή και την ασιατική ήπειρο, δείχνει, εδώ και πολύ καιρό, το ενδιαφέρον της να ενώσει τις δυο της όψεις, την ευρωπαϊκή προς δυσμάς και τη θαλάσσια προς τη ζώνη του Ειρηνικού.
Το σχέδιο δεν είναι καινούργιο : είχε διαφανεί από το 1986, πριν από το τέλος της ΕΣΣΔ, σε μια ομιλία του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, στο Βλαδιβοστόκ. Ο Μπόρις Γέλτσιν και, κατόπιν, ο Πούτιν ακολούθησαν τις προσπάθειες να ενδυναμώσουν τη σχέση με την Ασία. Και, σήμερα, συντρέχουν πολλοί παράγοντες για μια επανεκκίνηση της στρατηγικής για σύνθεση νέων ισορροπιών.
Το πιο εμφανές στοιχείο είναι ο εντυπωσιακός δυναμισμός της ζώνης του Ειρηνικού. Η Ρωσία ελπίζει αυτή η ανάπτυξη να επανακκινήσει την οικονομία της, χάρη σε συνεργασίες και επενδύσεις. Για τον λόγο αυτό ο Πούτιν οργάνωσε, το 2012, στο Βλαδιβοστόκ, τη διάσκεψη του Φόρουμ Οικονομικής Συνεργασίας Ασίας – Ειρηνικού (Asia-Pacific Economic Cooperation, APEC), του οποίου η χώρα του είναι μέλος από το 1998. Αυτή η ανανέωση ενδιαφέροντος δηλώνει επίσης τη συνειδητοποίηση της οξείας κρίσης που διανύει η ρωσική Άπω Ανατολή : ο πληθυσμός της δεν παύει να μειώνεται από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 (το σύνολο της αχανούς αυτής περιοχής έχει χάσει πάνω από το 20% των κατοίκων του), με κίνδυνο να αφήσει αυτή τη στρατηγικής σημασίας γεωγραφική της πλευρά εντελώς απροστάτευτη απέναντι στις ιδιαίτερα δυναμικές επαρχίες της Κίνας.
Άλλο ένα καθοριστικό στοιχείο για τη ρητορική τής μεγάλης ανασύνταξης των ισορροπιών είναι η επιδείνωση των σχέσεων με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, οι οποίοι, όσο κι αν διευρύνονται προς ανατολάς, επιβάλλουν τους δικούς τους κανόνες ως υποχρεωτικό πλαίσιο για τις σχέσεις με τη Ρωσία, ειδικά στον τομέα – κλειδί της ενέργειας. Πέρα από τα διαδοχικά προγράμματα που προτείνονται σε ορισμένες χώρες της Κοινοπολιτείας στο πλαίσιο της πολιτικής της γειτνίασης από το 2004, και, κατόπιν, από την ανατολική συνεργασία που τέθηκε σε εφαρμογή το 2009, η Ένωση έχει προσπαθήσει να μειώσει την εξάρτησή της σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο από τη Ρωσία, διευρύνοντας τους τόπους ανεφοδιασμού της. Η Μόσχα προσαρμόστηκε στις εξελίξεις επαναδιοργανώνοντας τους κύκλους των εξαγωγών της προς τη Δύση (κατασκευή των αγωγών North Stream και Blue Stream και το σχέδιο για τον South Stream που θα περνά κάτω από τη Μαύρη Θάλασσα) και, εν συνεχεία, μετέφερε προς την Ασία ένα μέρος των συναλλαγών της. Έτσι, η Κίνα έγινε, το 2011, ο πρώτος εμπορικός εταίρος της Ρωσίας.
Εδώ έγκειται ένα ουσιαστικό στοιχείο της παρούσας κρίσης : η Ε.Ε., βαθειά διχασμένη ως προς τη στάση που πρέπει να κρατήσει απέναντι στον μεγάλο γείτονα εξ ανατολών, δεν δέχτηκε ποτέ να συζητήσει πραγματικά για αυτή τη θεμελιώδη, ωστόσο, σχέση. Δεν μελέτησε ποτέ μια σφαιρική στρατηγική ανάπτυξης και ασφάλειας για μια « μεγάλη Ευρώπη » που να περικλείει τη Ρωσία. Οι Βρυξέλλες, ασκώντας κριτική σε ορισμένες προτάσεις της Μόσχας, προτίμησαν να τηρήσουν μια πολιτική αποστάσεων. Παράλληλα, η απόδοση στο ΝΑΤΟ ενός καινούργιου ρόλου, όλο και περισσότερο εναρμονισμένου με την αμερικανική στρατηγική, ενέτεινε τη δυσπιστία του Κρεμλίνου. Η συγκεκριμένη στάση, την οποία εκδήλωσε η Ευρώπη σε μια στιγμή που οι θεσμοί της και η οικονομία της έμπαιναν σε βαθιά κρίση, ενίσχυσε τη θέση εκείνων που υποστηρίζουν τη γρήγορη προσέγγιση με τις νέες ασιατικές δυνάμεις και την ύφεση στις σχέσεις με μια αποδυναμωμένη Ε.Ε., ανίκανη να χαράξει έναν διαφορετικό δρόμο από αυτόν που υπαγορεύει η Ουάσινγκτον.
O εθνικισμός γίνεται δίκοπο μαχαίρι
Αυτή η στροφή, πάντως, η οποία επισείεται συχνά ως φόβητρο και εμφανίζεται ως μέσο για άσκηση πίεσης στους Ευρωπαίους, εμφανίζει ορισμένες δυσκολίες, τόσο τεχνικού όσο και οργανωτικού χαρακτήρα. Πρέπει πρώτα να ξεπεραστεί ένα σοβαρό έλλειμμα υποδομών σε σχέση με την ενέργεια, τις μεταφορές ή την κατοικία στις ανατολικές της επαρχίες. Η Μόσχα φαίνεται πως έλαβε επιτέλους ένα μέτρο, αφού ίδρυσε το υπουργείο Ανάπτυξης της Άπω Ανατολής. Πολλοί ειδικοί, ωστόσο, αμφιβάλλουν για την αποτελεσματικότητα του μέτρου : οι οικονομικές ανάγκες είναι τεράστιες και τα υπέρογκα έξοδα της διάσκεψης του Βλαδιβοστόκ, το 2012, δεν προμηνύουν μια αποτελεσματική χρήση των επενδύσεων. Βλέπουμε, βέβαια, την αρχή ενός δικτύου μεταφοράς ενέργειας προς τον Ειρηνικό (projet Eastern Siberia-Pacific Ocean Oil Pipeline, ESPO), αλλά η Ρωσία δείχνει κάποια υστέρηση στις τεχνικές του υγροποιημένου αερίου. Θα χρειαστεί να περάσει πολύς καιρός ώσπου να μπορέσει να οραματιστεί πραγματικά τη μεταφορά προς την Ασία του όγκου των υδρογονανθράκων που παρέχει στην Ευρώπη.
Παρ’ όλο που η Κίνα δηλώνει έτοιμη να καταβάλει ένα τμήμα των απαιτούμενων κεφαλαίων προκειμένου να μειωθούν οι καθυστερήσεις, αυτό που θα καταφέρουν οι αγορές πρώτων υλών εκ μέρους της θα είναι να βυθίσουν ακόμα περισσότερο τη Ρωσία σε έναν ρόλο απλού προμηθευτή προϊόντων πρώτης ανάγκης και να επιβραδύνουν περαιτέρω τον εκσυγχρονισμό της. Εξάλλου, ο ακραίος συγκεντρωτισμός των ομοσπονδιακών πρακτικών συνήθως μπλοκάρει τις κατά τόπους πρωτοβουλίες. Πολλοί κάτοικοι της Σιβηρίας διεκδικούν όλο και πιο ανοιχτά μεγαλύτερη αυτονομία στη λήψη αποφάσεων, τη μόνη, κατά τη γνώμη τους, που μπορεί να εγγυηθεί μια γνήσια ανάκαμψη στις περιοχές τους. Όμως, όπως είναι ολοφάνερο, το σύστημα Πούτιν δεν δεσμεύεται ότι θα ακολουθήσει αυτή την οδό [9].
Mια άλλη δυσκολία είναι η ανικανότητα της Μόσχας να προωθήσει θετικές σχέσεις ανάμεσα στα διάφορα κράτη του μετασοβιετικού χώρου. Ενώ η Κοινοπολιτεία Ανεξάρτητων Κρατών δεν αναδείχθηκε ποτέ η κοινή αγορά της Ανατολής υπό ρωσική κυριαρχία που οραματιζόταν ο Γέλτσιν, το 1991, οι απόπειρες του Κρεμλίνου να εγκαθιδρύσει έναν πυρήνα κρατών πιστών σε αυτό, μάλλον έκπληξη προκαλούν με τον διστακτικό χαρακτήρα τους. Έχουν δημιουργηθεί, και, μάλιστα σε μεγάλη ονοματολογική και οργανωτική σύγχυση, μόλις τέσσερεις αλληλοσυμπληρούμενες οικονομικές ενώσεις : Τελωνειακή Ένωση, Ενιαίος Οικονομικός Χώρος, Ευρασιατική Οικονομική Κοινότητα (EurAsEC) και Ζώνη Ελεύθερων Ανταλλαγών στους κόλπους της Κοινοπολιτείας, χωρίς να υπολογίζουμε και την Ευρασιατική Ένωση την οποία έχει προτείνει, από το 1994, ο πρόεδρος του Καζακστάν, Νουρσουλτάν Ναζαρμπάγιεφ και η οποία θα έπρεπε, θεωρητικά, να τεθεί σε εφαρμογή το 2015. Όλες αυτές οι οργανώσεις συντάσσονται γύρω από έναν κοινό πυρήνα, ο οποίος απαρτίζεται από τη Ρωσία, τη Λευκορωσία και το Καζακστάν. Σε αυτόν προστίθενται κατά περίπτωση τρία ή τέσσερα κράτη της Κεντρικής Ασίας (με το Ουζμπεκιστάν, στην καλύτερη περίπτωση, σε ρόλο παρατηρητή) και ενίοτε, για παράδειγμα, στην Οικονομική Ένωση και στη Ζώνη Ελεύθερου Εμπορίου, η Μολδαβία και η Ουκρανία.
Καμία, όμως, από αυτές τις δομές δεν λειτουργεί πραγματικά, σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας των αντιφατικών απαιτήσεων της Μόσχας, η οποία φροντίζει κυρίως να διατηρήσει τη δική της ελευθερία δράσης και τον έλεγχό της επί των κρατών τα οποία θεωρεί ότι κατέχουν εξέχουσα θέση στη σφαίρα επιρροής της. Βασική συνέπεια αυτής της στάσης είναι ότι η καθεμία από αυτές τις χώρες, προκειμένου να χαλαρώσει τον κλοιό της ρωσικής πίεσης, πολλαπλασιάζει τις επαφές με τρίτους σημαντικούς πρωταγωνιστές : τις ΗΠΑ, την Ευρώπη, την Κίνα, το Ιράν... Τα κράτη της Κεντρικής Ασίας φαίνεται να προσφεύγουν όλο και περισσότερο στη συνεργασία με την Κίνα, ως ένα μέσο για να διαφοροποιήσουν τις συναλλαγές τους, πολύ πέρα από τον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης, στον οποίο συναντώνται με τους δύο ισχυρούς γείτονές τους. Ένα πράγμα είναι φανερό : η σαλάτα των οργανώσεων μαρτυρά τη δυσκολία της Ρωσίας να ορίσει μια νέα ισορροπία στις σχέσεις της με τους ανεξάρτητους, πλέον, γείτονές της. Και η ουκρανική κρίση ενδέχεται να δυσχεράνει ακόμα περισσότερο το συγκεκριμένο έργο.
Ο Πούτιν θεώρησε σκόπιμο να συνοδεύσει την προσάρτηση της Κριμαίας με μια άνευ προηγουμένου κινητοποίηση για την προστασία των Ρώσων συμπατριωτών που αποχωρίστηκαν από τη μητέρα πατρίδα μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ. Με τις επιθέσεις της εναντίον ορισμένων αντιφρονούντων, οι οποίοι χαρακτηρίζονται « ξένοι πράκτορες », όπως στις χειρότερες στιγμές της σοβιετικής περιόδου, η επικοινωνιακή καμπάνια σε ολόκληρη τη χώρα φέρνει στο νου πολύ άσχημες αναμνήσεις. Εκείνη τη στιγμή, έδωσε τη δυνατότητα σε μια τεράστια πλειονότητα του πληθυσμού να συσπειρωθεί γύρω από τον πρόεδρό της, ο οποίος φαίνεται να παίρνει έτσι τη ρεβάνς από το κίνημα του χειμώνα 2011–2012 [10]. Αλλά, οι πιο μακροπρόθεσμες επιπτώσεις ίσως αποβούν τρομακτικές, τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στις παρυφές της.
Αρκετές περιοχές της Ρωσίας (ο Καύκασος, ο Βόλγας, αλλά και η Σιβηρία) κατοικούνται από δραστήριες μειονότητες, στις οποίες απαντά κανείς ανταγωνιστικά κινήματα, από τον ακραίο ισλαμισμό ως το αυτονομιστικό κίνημα, το οποίο κρατά ιδιαίτερα κριτική στάση απέναντι στη συγκεντρωτική έξαρση του καθεστώτος. Κανένας δεν μπορεί να προβλέψει ποια μορφή θα λάβει η έκρηξη του εθνικισμού. Η σημερινή αυταρχική κυβέρνηση μοιάζει να μην κινδυνεύει από τις φυγόκεντρες δυνάμεις. Αλλά, τι θα συμβεί σε περίπτωση μεταγενέστερης αποδυνάμωσής της, είτε αυτή προέλθει από μια απλή πολιτική μετάβαση είτε από μια νέα οικονομική κρίση ;
Ακόμα και οι σύμμαχοι ανησυχούν
Πάντως, οι πιο αποσταθεροποιητικές συνέπειες από την προσάρτηση της Κριμαίας θα φανούν αναμφίβολα στο εξωτερικό. Η Λετονία και η Εσθονία εξακολουθούν να αριθμούν μεταξύ του πληθυσμού τους ένα 25% ρωσόφωνων (συχνά απάτριδων). Το δημοψήφισμα που διοργανώθηκε στην Κριμαία ερμηνεύθηκε σε αυτές τις χώρες ως απειλή, όπως και στη Μολδαβία –όπου μαίνεται η σύγκρουση για την Υπερδνειστερία– και στο Καζακστάν, όπου όλος ο Βορράς παραμένει σε μεγάλη έκταση ρωσόφωνος. Από το 1991, ο Καζάκος πρόεδρος Ναζαρμπάγιεφ συμπεριφέρεται ως αδιαφιλονίκητος σύμμαχος της Μόσχας. Oι διάδοχοί του, άραγε, θα αποδειχτούν εξίσου υπάκουοι ; Μετά την έξοδο της Γεωργίας από την Κοινοπολιτεία, το 2008, και κατόπιν της Ουκρανίας, η οποία ανακοινώθηκε στις 19 Μαρτίου του 2014, μια απλή κριτική απόκλιση εκ μέρους του Καζακστάν θα σηματοδοτούσε την αποτυχία των προσπαθειών των Ρώσων, επί 20 και πλέον χρόνια, να ξαναφέρουν με τα νερά τους αυτό που αποκαλούσαν, στις αρχές του 1990, « ο ξένος γείτονας ». Σίγουρα διατηρείται ο Οργανισμός Συμφώνου Συλλογικής Ασφάλειας (OTSC) [11] ωστόσο η στρατιωτική αυτή δομή, που σήμερα έχει ελαττωθεί, έχει περιορισμένους στόχους.
Είδαμε το πρώτο δείγμα διπλωματικής απομόνωσης της Μόσχας στις 27 του περασμένου Μαρτίου, κατά την ψηφοφορία στον ΟΗΕ για την απόφαση που καταδίκαζε την προσάρτηση της Κριμαίας : από όλα τα « φιλικά » κράτη, μόνο η Αρμενία και η Λευκορωσία ψήφισαν κατά. Η Κίνα απείχε, το ίδιο και το Καζακστάν. Η Κιργιζία και το Τατζικιστάν δεν πήραν καν μέρος στην ψηφοφορία [12].
Πέρα από τις κραυγές νίκης των Ρώσων διαδηλωτών, οι οποίοι χαιρετίζουν την επιστροφή στους κόλπους της μητέρας πατρίδας (χωρίς να αναμένονται σημαντικά ολισθήματα στην Ανατολική Ουκρανία), η προσάρτηση της Κριμαίας θα μπορούσε όντως να αποδειχτεί πύρρεια νίκη.
Notes
[1] Βλ. « Η γεωπολιτική του σλάλομ », http://www.monde-diplomatique.gr/spip.php ?article518.
[2] Βλ. « Οι καλοί, ο κακός και η Κριμαία », http://www.monde-diplomatique.gr/spip.php ?article541.
[3] Βλαντιμίρ Πούτιν, « La Russie dans un monde changeant », Moskovskie Novosti, Μόσχα, 27-2-12.
[4] Τatiana Kastoueva-Jean, « “Soft power” russe : discours, outils, impact », Russie. Nei. Reports, n° 5, Institut français des relations internationales (IFRI), Οκτώβριος 2010.
[5] Fiodor Loukianov, « Les paradoxes du soft power russe », La Revue internationale et stratégique, Institut français des relations internationales et stratégiques (IRIS), τεύχος 92, Παρίσι, 2013.
[6] www.newsplot.org (στα ουκρανικά).
[7] Βλ. Zbigniew Brzezinski, Η μεγάλη σκακιέρα, Λιβάνη, Αθήνα, 1998.
[8] Financial Times, Λονδίνο, 5-3-14.
[9] « La Sibérie, eldorado russe du XXIe siècle ? »,La Revue internationale et stratégique, ό.π.
[10] Διαβάστε « Continuité de façade en Russie », Le Monde diplomatique, Απρίλιος 2012.
[11] Εκτός από τη Ρωσία συμμετέχουν η Αρμενία, η Λευκορωσία, το Καζακστάν, η Κιργιζία και το Τατζικιστάν. Το Αζερμπαϊτζάν, η Γεωργία και το Ουζμπεκιστάν έχουν αποχωρήσει.
[12] Η απόφαση που καταδικάζει την προσάρτηση της Κριμαίας συγκέντρωσε 100 ψήφους υπέρ και 11 κατά. Υπήρξαν 58 αποχές.