Η ντροπή τής Αιγύπτου
Γιατί η βία κατά των γυναικών έχει αυξηθεί μετά τον Μουμπάρακ
Emily Dyer
(Πηγή : http://foreignaffairs.gr)
Στα τέλη Νοεμβρίου 2013, η αιγυπτιακή αστυνομία συνέλαβε 14 ακτιβίστριες στο κέντρο τού Καΐρου, συμπεριλαμβανομένων τριών εξεχουσών γυναικών που είχαν βοηθήσει στην καθοδήγηση των πρώτων διαδηλώσεων κατά τού καθεστώτος τού πρώην προέδρου Χόσνι Μουμπάρακ, το 2011.
Τρία χρόνια αργότερα, οι γυναίκες ήταν ακόμα στα ίδια, διαμαρτυρόμενες τώρα για τα στρατοδικεία κατά πολιτών και τον δρακόντειο νέο νόμο που απαγορεύει τις χωρίς άδεια δημόσιες διαδηλώσεις. Μετά τις συλλήψεις, οι γυναίκες ισχυρίζονται ότι τέθηκαν υπό κράτηση για αρκετές ώρες από την αστυνομία, ξυλοκοπήθηκαν και κακοποιήθηκαν σεξουαλικά, και στην συνέχεια τις πέταξαν στην έρημο έξω από την πόλη.
Το μαρτύριο αυτό ήταν το τελευταίο επεισόδιο σε μια φρικτή εποχή βίας κατά των γυναικών στην Αίγυπτο. Αν και οι επιθέσεις από όχλο πραγματοποιούνται τουλάχιστον από το 2005, πολλές Αιγύπτιες λένε ότι η σεξουαλική παρενόχληση και η κακοποίηση έχουν επιδεινωθεί μετά την επανάσταση του 2011 τόσο σε συχνότητα όσο και σε σοβαρότητα. Γυναίκες που πήγαν σε μεγάλες διαδηλώσεις υπέστησαν ομαδικό βιασμό και επιθέσεις με αιχμηρά αντικείμενα, συχνά σε κάτι που φαίνεται να είναι συντονισμένες επιθέσεις σε γυναίκες που βρίσκονται μέσα σε μεγάλα πλήθη. Μη κυβερνητικές οργανώσεις με βάση το Κάιρο, όπως το «Ίδρυμα Νέα Γυναίκα» και το «Κέντρο Αποκατάστασης Θυμάτων Βίας και Βασανιστηρίων El Nadeem», παρέχουν άμεση υποστήριξη στα θύματα των επιθέσεων αυτών. Όμως, πολλές γυναίκες είναι είτε πολύ φοβισμένες είτε δεν επιθυμούν να βγουν και να μιλήσουν για τις εμπειρίες τους. Μια πρόσφατη δημοσκόπηση [1] από το Ίδρυμα Thomson Reuters ονομάτισε την Αίγυπτο ως το χειρότερο μέρος για να ζουν γυναίκες στον αραβικό κόσμο.
Η αυξανόμενη παρενόχληση και βία κατά των γυναικών στην Αίγυπτο αντικατοπτρίζει τόσο τις μακροπρόθεσμες τάσεις στην κυβερνητική πολιτική όσο και τις πιο πρόσφατες αλλαγές κατά την διάρκεια της αμφιταλαντευόμενης –μετά τον Μουμπάρακ- μετάβασης της χώρας. Από τις δεκαετίες τού 1970 και του 1980, το αιγυπτιακό κράτος αντιμετωπίζει ολοένα και περισσότερο τις γυναίκες ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Μια τροποποίηση το 1980 τού αιγυπτιακού Συντάγματος του 1971, η οποία πέρασε υπό τον πρόεδρο Ανουάρ Σαντάτ, καθιέρωσε τις «αρχές τού ισλαμικού νόμου» ως την «κύρια πηγή τής νομοθεσίας». Το σύνταγμα ξεχώρισε τα γυναικεία «καθήκοντα προς την οικογένεια» και τον ρόλο της γυναίκας μέσα στην ισλαμική δικαιοσύνη. Οι γυναίκες αντιμετωπίζουν, επίσης, αυστηρότερες νομικές κυρώσεις για την διάπραξη μοιχείας. Το σύνταγμα εξέφρασε ευρύτερες κοινωνικές αλλαγές στην Αίγυπτο με κατεύθυνση τον θρησκευτικό συντηρητισμό, κάτι που περιελάμβανε τις προσπάθειες του κράτους να ελέγξει τις γυναίκες και τα σεξουαλικά ήθη.
Πριν από το 1970, μόνο οι πιο συντηρητικές γυναίκες φορούσαν μαντίλες, αλλά οι περιπτώσεις σεξουαλικής παρενόχλησης ήταν σπάνιες. Οι άνδρες που πιάνονταν να παρενοχλούν γυναίκες έτρεχαν κυνηγημένοι στους δρόμους και συχνά τούς ξύριζαν τα κεφάλια, ως ένα σημάδι ντροπής. Σήμερα, οι γυναίκες αντιμετωπίζουν μια σημαντική κοινωνική πίεση για να καλυφθούν, και αν δεν το κάνουν συχνά κατηγορούνται για σεξουαλική παρενόχληση. Ακόμα, σύμφωνα με μια πρόσφατη έκθεση των Ηνωμένων Εθνών [2], πάνω από το 99% των γυναικών στην Αίγυπτο έχουν παρενοχληθεί σεξουαλικά.
Η επανάσταση του 2011 μπορεί να ανέτρεψε τον Μουμπάρακ, αλλά δεν απελευθέρωσε τις γυναίκες στην Αίγυπτο. Κατά τη μετάβαση υπό αμφότερες τις υποστηριζόμενες από τον στρατό κυβερνήσεις και εκείνης με επικεφαλής την Μουσουλμανική Αδελφότητα, το κράτος απλώς αύξησε τις προσπάθειές του για να ελέγξει την σεξουαλικότητα των γυναικών. Σύμφωνα με την Hania Sholkamy, που είναι ανθρωπολόγος στο Αμερικανικό Πανεπιστήμιο στο Κάιρο, «Υπάρχουν ζητήματα που έχουν να κάνουν με την σεξουαλικότητα, την σεξουαλικότητα των ανδρών και των γυναικών, που έχουν αφεθεί σε ένα πολύ αυστηρό ηθικό καθεστώς» αντί να αποτελούν ατομική υπόθεση.
Το Ανώτατο Συμβούλιο των Ενόπλων Δυνάμεων, το οποίο παραπατούσε στην διάρκεια της άμεσης μετά τον Μουμπάρακ μετάβασης, επιβεβαίωσε αυτό το καθεστώς με παραδειγματικό τρόπο, όταν πραγματοποιούσε τα λεγόμενα τεστ παρθενίας στις γυναίκες που συλλαμβάνονταν στις διαδηλώσεις. Ο στρατός υπερασπίστηκε τις βίαιες και επεμβατικές εξετάσεις ως έναν τρόπο «προστασίας των κοριτσιών από τον βιασμό». Ισχυρίστηκε, επίσης, ότι τα τεστ είχαν ως στόχο να προστατεύσουν τους αξιωματικούς (κάτι που ο στρατός επέμεινε ότι θα ήταν αβάσιμο) από κατηγορίες από γυναίκες που είχαν πέσει θύματα βιασμού ενώ βρίσκονταν σε στρατιωτική κράτηση. Όταν τα τεστ παρθενίας προκάλεσαν εκτεταμένη κατακραυγή, ένας ανώτερος στρατηγός προσπάθησε να τα δικαιολογήσει λέγοντας ότι οι γυναίκες που κρατούνται «δεν είναι σαν την κόρη σας ή την δική μου. Αυτά ήταν κορίτσια που είχαν στρατοπεδεύσει έξω, σε σκηνές μαζί με άνδρες διαδηλωτές».
Αυτές οι σεξιστικές συμπεριφορές συνεχίστηκαν όταν η Μουσουλμανική Αδελφότητα ήταν στην εξουσία. Η κοινοβουλευτική πτέρυγά της, το Κόμμα τής Ελευθερίας και Δικαιοσύνης (FJP), πίστευε ότι η διαίρεση μεταξύ ανδρών και γυναικών θα βοηθήσει να κατασταλούν οι σεξουαλικές σχέσεις εκτός γάμου, και γι’ αυτό άρχισε να εισάγει τον διαχωρισμό των φύλων στα τρένα και τα ξενοδοχεία, όπως εδώ και καιρό είναι η μόδα σε πολλές διαδηλώσεις τής Μουσουλμανικής Αδελφότητας. (Ο διαχωρισμός δεν είναι καθόλου καινούργιος στην Αίγυπτο. Το μετρό τού Καΐρου είχε από καιρό βαγόνια μόνο για γυναίκες). Σύμφωνα με την Sholkamy, η Αδελφότητα είδε «ως καλό πράγμα οτιδήποτε θα οδηγούσε σε περιορισμό τής γυναικείας σεξουαλικότητας».
Υπό τον πρόεδρο Μοχάμεντ Μόρσι, το Συμβούλιο Σούρα, η άνω βουλή τής Αιγύπτου, μέχρι που πίεσε και για τις καταδίκες των θυμάτων σεξουαλικής κακοποίησης. Το περασμένο καλοκαίρι, εβδομάδες πριν από την στρατιωτική ανατροπή τού Μόρσι, ο εκπρόσωπος του FJP για τα ανθρώπινα δικαιώματα στο Συμβούλιο Σούρα, Reda el-Hefnawy, επέμενε μιλώντας μου ότι υπάρχουν «τόσοι πολλοί λόγοι» γιατί η παρενόχληση εξακολουθεί να είναι λάθος τής γυναίκας. Είπε ότι αν οι γυναίκες επιλέγουν να στέκονται μεταξύ ανδρών στις διαδηλώσεις και δεν καλύπτουν τους εαυτούς τους, η σεξουαλική παρενόχληση δεν είναι μόνο αναπόφευκτη - είναι δικό τους φταίξιμο.
Οι επιπτώσεις αυτών των πολιτικών και των συμπεριφορών ήταν προφανείς. «Δεν βλέπω σχεδόν καθόλου γυναίκες στους δρόμους», μου είπε το περασμένο καλοκαίρι η Mona Eltahawy, μια Αιγυπτιο-αμερικανίδα δημοσιογράφος και σχολιάστρια. «Μια γυναίκα που βγαίνει από το σπίτι της δύσκολα μπορεί να είναι ασφαλής και να διατηρήσει την σωματική της ακεραιότητα. Έτσι, επιστρέφει αμέσως πίσω». Τον περασμένο Ιούνιο στο Κάιρο, ρώτησα τον περίπου είκοσι ετών φίλο μου, Ahmed, τι περνάει από το κεφάλι τού μέσου Αιγύπτιου όταν βλέπει μια γυναίκα στο δρόμο. «Πιθανώς ελπίζει ότι είναι παρθένα», είπε ο Ahmed, «έτσι ώστε να μπορεί να φαντασιώνεται ότι την παντρεύεται». Αυτές οι επιθυμίες βαρύνονται από τις περιστάσεις: στην Αίγυπτο, ο γάμος είναι η μόνη κοινωνικά αποδεκτή διέξοδος προς το σεξ.
Ο διαχωρισμός μεταξύ ανδρών και γυναικών έχει επικίνδυνες συνέπειες. Σύμφωνα με την Sholkamy, ο γάμος συχνά χρησιμοποιείται για να «καλύψει σεξουαλικές δυσλειτουργίες» και «σεξουαλικές ανισορροπίες» μεταξύ ανδρών και γυναικών, όταν στην πραγματικότητα αυτή η ανισορροπία έχει οδηγήσει σε εντάσεις και βία εξ’ αρχής. Αυτό έχει δημιουργήσει ένα τοξικό περιβάλλον στους δρόμους, όπου οι γυναίκες φοβούνται αν χρειαστεί να χρησιμοποιήσουν ορισμένα μέσα μαζικής μεταφοράς (τα παραγεμισμένα λεωφορεία τού Καΐρου, σε αντίθεση με το μετρό, δεν προβλέπουν διαχωρισμό των φύλων) ή ακόμα και να περπατήσουν με τα πόδια σε έναν πολυσύχναστο δρόμο. Η κατάσταση έχει φτάσει σε σημείο όπου το 83% των ερωτηθέντων στη μελέτη των Ηνωμένων Εθνών είπε ότι δεν αισθάνθηκε ούτε ασφάλεια ούτε σιγουριά στους δρόμους της Αιγύπτου.
Οι Αιγύπτιες αντιμετωπίζουν, επίσης, αυξανόμενη πίεση από το κράτος, τις θρησκευτικές αρχές και τους ανθρώπους στους δρόμους, ώστε δημοσίως να ντύνονται και να ενεργούν πιο συντηρητικά. Ορισμένες γυναίκες έχουν επιπληχθεί από άλλες συντηρητικές γυναίκες επειδή δεν συμπεριφέρονται έτσι. Τον Νοέμβριο του 2013, δύο γυναίκες που φορούσαν niqabs επιτέθηκαν και έκοψαν τα μαλλιά μιας χριστιανής και στην συνέχεια την έσπρωξαν έξω από το βαγόνι όπου βρισκόταν, φωνάζοντας «Άπιστη!».
Αυτές οι συμπεριφορές εκτείνονται στο ευρύτερο σύστημα αστυνόμευσης, το οποίο έχει σχεδιαστεί για να λειτουργεί εις βάρος των θυμάτων και όχι του δράστη. Για να αναφέρει μια γυναίκα ένα περιστατικό παρενόχλησης, απαιτείται από το νόμο να έχει πιάσει τον δράστη και να φέρει τον ίδιο και δύο άλλους μάρτυρες στην αστυνομία. Στην απίθανη περίπτωση που καταφέρει να το κάνει, δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι ο αστυνομικός που θα ασχοληθεί με την υπόθεσή της θα συνεχίσει την δουλειά του όντως με μια έκθεση.
Συνήθως οι γυναίκες «πρέπει να πολεμήσουν με την αστυνομία στον δρόμο και στο αστυνομικό τμήμα για να την πείσουν να κάνει πραγματικά μια έκθεση», λέει η Rebecca Chiao τής HarassMap, μιας online και offline πρωτοβουλίας εθελοντικής βάσης [3] σε 17 επαρχίες στην Αίγυπτο με την αποστολή, σύμφωνα με τα λόγια της, «τον τερματισμό τής κοινωνικής αποδοχής τής σεξουαλικής παρενόχλησης και των επιθέσεων στην Αίγυπτο». Η ιστοσελίδα της επιτρέπει στους χρήστες να αναφέρουν περιστατικά - από σφυρίγματα μέχρι ασέλγεια και βιασμό - σε έναν συνεχώς ενημερωμένο χάρτη που είναι προσβάσιμος από κινητά τηλέφωνα. Μια μεγάλη κόκκινη κουκκίδα πάνω στο Κάιρο έδειξε πρόσφατα 944 αναφερθέντα περιστατικά.
Αυτό το είδος τού πληθυσμιακού εργαλείου, όσο χρήσιμο και αν είναι, δεν διορθώνει τις επίσημες διακρίσεις και την αμέλεια. Η αστυνομία, συχνά, είτε αρνείται να πιστέψει τα στοιχεία των γυναικών για τις επιθέσεις, κατηγορώντας τις ότι επέτρεψαν να τους συμβεί αυτό, είτε, σε ορισμένες περιπτώσεις, ακόμη και παρενοχλεί ή βιάζει τις γυναίκες η ίδια. Όπως κι ένα μεγάλο μέρος τής αιγυπτιακής κοινωνίας, οι αστυνομικοί, σύμφωνα με την Chiao, έχουν την τάση να πιστεύουν ότι οι γυναίκες φέρουν το βάρος τής ευθύνης όταν πρόκειται για την προστασία τους. Και έτσι, η πλειοψηφία των σεξουαλικών επιθέσεων δεν τυγχάνει αναφοράς, οι δράστες παραμένουν ελεύθεροι, και η σεξουαλική παρενόχληση απλώς γίνεται ολοένα πιο αποδεκτή πολιτισμικά.
Η παρενόχληση δεν κάνει διάκριση μεταξύ θρησκευομένων και κοσμικών γυναικών, μεταξύ των υποτιθέμενων σεμνών και εκείνων που δεν είναι. Σύμφωνα με μια μελέτη από το Αιγυπτιακό Κέντρο για τα Δικαιώματα της Γυναίκας, το 86% των γυναικών που συμμετείχαν στην έρευνα δήλωσαν ότι είχαν βιώσει παρενόχληση, και το 72% από αυτές φορούσαν είτε χιτζάμπ που καλύπτει τα μαλλιά είτε νικάμπ που καλύπτει το πρόσωπο. Στην πραγματικότητα, η Chiao μου είπε ότι η έρευνα της HarassMap έδειξε ότι οι γυναίκες που φορούν πέπλο μερικές φορές στοχοποιούνται επειδή οι επιτιθέμενοι πιστεύουν ότι είναι λιγότερο πιθανό να αντιδράσουν.
Σε αυτό το ζοφερό περιβάλλον πρέπει κανείς να αναζητήσει οποιοδήποτε σημάδι καλών ειδήσεων. Το νέο σύνταγμα της Αιγύπτου, το οποίο εγκρίθηκε από το 95,2% των ψηφοφόρων στο δημοψήφισμα στα μέσα Ιανουαρίου, προτείνει κάποιες πρόσθετες βελτιώσεις για τα δικαιώματα των γυναικών. Αναφέρει ρητά ότι οι γυναίκες είναι ίσες με τους άνδρες και αναφέρει την υποχρέωση του κράτους να προστατεύσει τις γυναίκες από «όλες τις μορφές βίας», κάτι που απέτυχε να κάνει το Σύνταγμα του 2012 που πέρασε βιαστικά από τον Μόρσι. Ωστόσο, το νέο σύνταγμα εξακολουθεί να δηλώνει ότι οι αρχές τής σαρία αποτελούν την βάση για την αιγυπτιακή νομοθεσία, κάτι που έρχεται σε αντίθεση με την δήλωση της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών, δεδομένης της ανισότητας των φύλων που είναι ενσωματωμένη στον ισλαμικό νόμο.
Η απογοήτευση και η βία είναι το αποτέλεσμα της σεξουαλικής επιθυμίας που κρατιέται καταπιεσμένη από μια ελέγχουσα και πατριαρχική κοινωνία, η οποία δείχνει ελάχιστο σεβασμό για τα δικαιώματα και τα μέσα διαβίωσης των γυναικών. Μέχρι να αντιμετωπιστεί η ρίζα τού προβλήματος, οι γυναίκες θα συνεχίσουν να βλέπουν τις ελευθερίες και τα δικαιώματά τους να περιορίζονται. Σύμφωνα με την Sholkamy, οι γυναίκες πρέπει να είναι ελεύθερες να έχουν την δική τους άποψη για την σεξουαλικότητα και την υποτιθέμενη σεμνότητα. Αλλά, αυτό είναι αδύνατον σε ένα περιβάλλον στο οποίο τόσο το κράτος όσο και η κοινωνία στο σύνολό της, σύμφωνα με τα λόγια της, «στερούν από τις γυναίκες το δικαίωμα σε αυτή την υπόθεση».
* Η EMILY DYER είναι ερευνητική συνεργάτις στο Henry Jackson Society και συγγραφέας τής πρόσφατης έκθεσης “Marginalizing Egyptian Women” (Περιθωριοποιώντας τις Αιγύπτιες).
All rights reserved.
Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/140686/emily-dyer/egypts-shame
Συνδέσεις:
[1] http://www.reuters.com/article/2013/11/12/us-arab-women-idUSBRE9AB008201...
[2] http://www.un.org.eg/Publications.aspx?pageID=43
[3] http://www.youtube.com/watch?v=hLq7fCUQANM