Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2014

Η απολαυστική απορία του Αντ. Πανούτσου σε ποια δεκαετία ζει ο Ηλίας του 16ου


Σε ποια δεκαετία ζει ο Ηλίας του 16ου;
Αντώνης Πανούτσος
Σε ομιλία του για την κατάθεση νόμου για αναδιάρθρωση της Αστυνομίας ο υπουργός Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη Νίκος Δένδιας χρησιμοποίησε το παράδειγμα του «Ηλία του 16ου», της κωμωδία του Αλέκου Σακελλάριου, όπου ο Κώστας Χατζηχρήστος κάνει τον αστυνομικό και αποκαλύπτει την πλεκτάνη των αφεντικών ενός σπιτιού που θέλουν να ενοχοποιήσουν την υπηρέτρια ότι έκλεψε τα κοσμήματα που χάσανε στα χαρτιά.
Την εποχή που τα σπίτια είχαν υπηρέτριες, μια κλοπή χιλιάδων δραχμών ήταν η μεγάλη υπόθεση της εβδομάδας για το Τμήμα, και για τους αστυφύλακες ο μεγαλύτερος κίνδυνος που αντιμετώπιζαν όταν περιπολούσαν στους δρόμους ήταν να πατήσουν κακά σκύλου. Από εκείνη τη μακρινή εποχή δεν έχει μείνει τίποτα. Εκτός από την Αστυνομία, όπως σωστά επισήμανε ο Δένδιας. 
Οχι όμως ακριβώς. Η Αστυνομία που έχουμε σήμερα δεν είναι τόσο της δεκαετίας του ’50 και του Ηλία του 16ου όσο της εποχής του ’80 και του Ανδρέα Παπανδρέου. Είναι η Αστυνομία που «κάνει μια δουλειά όπως όλος ο κόσμος και το μόνο που θέλει είναι να πάει σπίτι», όπως λέγανε στα 80s. Είναι η Αστυνομία που έμαθε να μην επεμβαίνει «για να μη θρηνήσουμε θύματα». Η Αστυνομία που διαδήλωσε έξω από τη Βουλή για να την προστατεύσουν απέναντι στη βία. Η Αστυνομία που τα βράδια κλείνει τους δρόμους μπροστά από τα Τμήματα για να προστατευτεί από τρομοκρατικές επιθέσεις, στέλνοντας έτσι το μήνυμα ότι, αν οι αστυφύλακες δεν μπορούν να προστατεύσουν τους εαυτούς τους, αλίμονο στους πολίτες. 
Για την αναδιοργάνωση της Αστυνομίας, στην οποία αναφέρθηκε ο Δένδιας και δεν έχει γίνει από τη δεκαετία του ’60, δεν τίθεται θέμα. Ο πολίτης αυτό δεν πρόκειται να το αντιληφθεί, αντιλαμβάνεται όμως άλλα, όπως το να πάει στο Τμήμα για να δηλώσει κλοπή και η ίδια η Αστυνομία να τον αποθαρρύνει, κάνοντάς τον να καταλάβει ότι και θα ταλαιπωρηθεί ο ίδιος και δεν πρόκειται να βρεθεί τίποτα. Οπως το να περπατάει στον δρόμο βλέποντας τις ταμπέλες οδικής κυκλοφορίας να γράφουν ότι η καταστροφή τους επιφέρει δύο χρόνια φυλάκισης και μπροστά να είναι καλυμμένες από σήματα ομάδων, να βλέπει στον τοίχο γραμμένο «μπάτσοι, γουρούνια» και ο τοίχος να βρίσκεται δίπλα στο Αστυνομικό Τμήμα και να παρατηρεί έξι αστυφύλακες ειδικών μονάδων να περιμένουν μπας και περάσει κάποιο παπάκι που ο οδηγός του δεν θα φοράει κράνος για να δικαιολογήσουν την παρουσία τους. 
Και το κράτος, όμως, πρέπει να φτιάξει ένα στάνταρ αστυνομικό τμήμα. Από το Α.Τ. της Κυψέλης με τα μπουντρούμια χωρίς φως μέχρι εκείνο του Αγίου Παντελεήμονα με την είσοδο στα χρώματα που μείνανε από το μπουρδέλο που προφανώς στεγαζόταν εκεί προηγουμένως, τα Αστυνομικά Τμήματα της Αθήνας είναι ένας αχταρμάς. Το μοναδικό κοινό στοιχείο τους είναι το «Μηδενί δίκην δικάσεις πριν αμφοίν μύθον ακούσεις» κρεμασμένο στα γραφεία των διοικητών ως απομεινάρι της εποχής του «Ηλία του 16ου» σε μια εποχή όπου το 90% όσων μπαίνουν στο Αστυνομικό Τμήμα δεν μπορεί να διαβάσει τι λέει και το 90% όσων ακούνε τον μύθο δεν γνωρίζει τη γλώσσα στην οποία τον άκουσαν.
Συμβολική κατάληψη
Η προσπάθεια κατάληψης του γραφείου του Μιλτιάδη Βαρβιτσιώτη για τους θανάτους στο Φαρμακονήσι φέρνει στην επικαιρότητα έναν από τους ευφημισμούς της Μεταπολίτευσης: τη «συμβολική κατάληψη». 
Ως συμβολική καταλαβαίνω την κατάληψη κάποιου χώρου που συμβολίζει τον χώρο του δράστη. 
Αν οι καταληψίες τράβαγαν τέσσερις γραμμές με κιμωλία, έγραφαν «πολιτικό γραφείο Μιλτιάδη Βαρβιτσιώτη» και κάθονταν μέσα, θα είχαμε μια συμβολική κατάληψη. 
Οταν όμως προσπαθούν να μπουκάρουν στο γραφείο, έχουμε μια πολύ πραγματική κατάληψη. 
Πιθανόν σύντομη αν φύγουν σε λίγο, πιθανόν όχι αν μείνουν, αλλά ο χρόνος της κατάληψης δεν αναιρεί ότι έγινε χωρίς άδεια του ιδιοκτήτη. 
Γιατί, αν κάνουμε το «σύντομο» συνώνυμο του «συμβολικού», και η Αστυνομία μετά το ντου δεν συνέλαβε κάποιον αλλά έκανε συμβολικές προσαγωγές.